(c) OrthodoxAnswers.gr
Παρασκευή , 27 Οκτώβριος 2017
Ειδοποιήσεις
Αρχική » Άρθρον Όγδοον

Άρθρον Όγδοον

ΑΡΘΡΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».

Μετά τά δύο πρῶτα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἐκθέτει στό παρόν ἄρθρο του τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στό τρίτο πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν».
Τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα, στόν ἴδιο βαθμό πού ὁμοούσιος εἶναι καί ὁ Υἱός. ῾Η Σύνοδος ἀποφεύγει ν᾿ ἀναφέρει στόν ὅρο της τήν ὁμοουσιότητα αὐτήν, ἴσως γιά ν᾿ ἀποφύγει ἀναζωπύρωση τῶν παθῶν πού προηγήθηκαν κατά τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο γύρω ἀπό τήν σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα («ὁμοούσιον τῷ Πατρί»). ῾Ως γνωστόν, ὁ ῎Αρειος, παράλληλα μέ τή θεότητα τοῦ Λόγου, ἀπέρριπτε καί τή θεότητα τοῦ παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο θεωροῦσε ὁμοίως κτίσμα τοῦ Πατρός. Τό ἴδιο ἐπαναλάμβανε καί ὁ Μακεδόνιος, πατριάρχης Κων/πόλεως. Γιά ν᾿ ἀντικρούσει τήν κακοδοξία αὐτή πού δέν ἦταν μικρότερη τῆς ἀρειανικῆς, ἡ ᾿Εκκλησία συνεκάλεσε τή Β´ Οἰκουμενική της Σύνοδο στήν Κων/πολη τό 381 (289), τόν ὅρο τῆς ὁποίας, πού εἶναι ἀρκετά συνεπτυγμένος καί περιεκτικός, θά ἐξετάσουμε στή συνέχεια.
῞Οτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός ἀποτελεῖ πίστη πού μαρτυρεῖται πλούσια στήν ἁγ. Γραφή. Στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (5, 3-4), ὅπου ἱστορεῖται ἡ ἀπάτη τοῦ χριστιανικοῦ ζεύγους ᾿Ανανία καί Σαπφείρας, τονίζεται ρητῶς ὅτι ὁ ᾿Ανανίας μέ τό ψεῦδος του δέν ἐξαπάτησε ἄνθρωπο κοινό, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό· «οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλά τῷ Θεῷ»290. Λόγος περί τῆς θεότητος τοῦ ἁγ. Πνεύματος γίνεται καί σέ ὅλα τά χωρία ἐκεῖνα, στά ὁποῖα τό Πνεῦμα συμπαρατίθεται, ὡς ἴδιο πρόσωπο, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό· Ματθ. 28, 19· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος». 2 Κορ. 13, 13· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετά πάντων ὑμῶν». 1 Κορ. 16, 22-24, κ.ἄ.
῾Ο ῞Ορος τῆς Συνόδου ἀποκαλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ἅγιον». ῾Η ἁγιότητα εἶναι κορυφαία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Τό δέ Πνεῦμα, ὡς ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα, εἶναι καί αὐτό στόν ἴδιο βαθμό ἅγιο. ῾Οποιεσδήποτε ἀτέλειες πού παρατηροῦνται στή φυσική καί τήν ἠθική τάξη τῶν κτισμάτων, εἶναι ξένες πρός τή φύση του. Δέν εἶναι δέ μόνον ἅγιο, ἀλλά καί παρεκτικόν ἁγιότητος. Μέ τήν ἁγιότητά του συγκροτεῖ τήν ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἁγιαστική χάρη του συγκρατεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει τούς πιστούς καί τούς συνάπτει μέ τή θεότητα. Εἶναι πηγή χαρισμάτων μέ τά ὁποῖα συνέχει καί ζωοποιεῖ τήν ᾿Εκκλησία.
῾Ως πλήρης καί τέλειος Θεός τό Πνεῦμα εἶναι «κύριον καί ζωοποιόν». Εἶναι κύριον, στό ἴδιο μέτρο πού ἀποκαλεῖται στό Σύμβολο κύριος καί ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός· «Καί εἰς ἕνα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν». ῾Η κυριότητα αὐτή εἶναι ἀπόρροια τῆς ἰσοτιμίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Εἶναι δέ κυριότητα ἀπόλυτη. Καμία ἄλλη ὑπαρκτή δύναμη δέν μπορεῖ νά τήν ἀνακόψει ἤ νά τήν ἐπισκιάσει, γιατί ὅλα τά ὄντα εἶναι πλασμένα στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συνέχονται καί 82
συγκρατοῦνται σ᾿ αὐτήν καί ζωοποιοῦνται, κατευθυνόμενα στόν τελικό προορισμό τους. ῎Εξω ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος τίποτε τό κτιστό δέν ὑπάρχει, ἐκτός ἀπό τό κακό καί τήν ἁμαρτία, τά ὁποῖα ὅμως δέν εἶναι ὄντα ὑπαρκτά· εἶναι «μή ὄντα». ᾿Από τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται κάθε οὐσίωση καί ζωή, ἡ ὕπαρξη τόσο ἡ φυσική ὅσο καί ἡ πνευματική.
Σέ ὡραιότατους ποιητικούς τόνους καί μέ ἐμβρίθεια θεολογική τίς πιό πάνω ἀλήθειες τονίζουν οἱ ᾿Αναβαθμοί, τούς ὁποίους ἡ ᾿Εκκλησία μας ψάλλει στόν ῎Ορθρο κάθε Κυριακή, σύμφωνα μέ τήν τάξη τῆς Παρακλητικῆς.
Θά ἦταν χρήσιμο γιά τό θέμα μας νά δοῦμε τί λέγουν σχετικά οἱ ἀξιοθαύμαστοι αὐτοί ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι.
᾿Αναβαθμοί Α´ ῎Ηχου.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τιμή καί δόξα, ὥσπερ Πατρί, ἅμα καί Υἱῷ· διά τοῦτο ᾄσωμεν τῇ Τριάδι μονοκρατορίᾳ».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα ἁρμόζει τιμή καί δόξα, ὅπως ἁρμόζει στόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Γι᾿ αὐτό ἄς ἀνυμνήσουμε τό ἕνα καί μοναδικό κράτος τῆς Τριάδος).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τό πρῶτον· ἰσοσθενές γάρ ἐστι Πατρί καί Λόγῳ».
[Μέ τή δύναμη τοῦ ἁγ. Πνεύματος ὁλόκληρη ἡ κτίση γίνεται καινούργια, ἐπιστρέφουσα στήν πρώτη της (προπτωτική) κατάσταση· διότι (τό Πνεῦμα) ἔχει ἴση δύναμη μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τιμήν, προσκύνησιν, δόξαν καί κράτος, ὡς Πατρί τε ἄξιον, καί τῷ Υἱῷ δεῖ προσφέρειν· Μονάς γάρ ἐστιν ἡ Τριάς τῇ φύσει, ἀλλ᾿ οὐ προσώποις».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα ἀξίζει νά προσφέρουμε τιμή, προσκύνηση, δόξα καί κράτος, ὅπως ἀξίζει νά τά προσφέρουμε στόν Υἱό καί τόν Πατέρα. Διότι ἡ Τριάς εἶναι μονάδα κατά τήν οὐσία καί ὄχι κατά τά πρόσωπα).
᾿Αναβαθμοί Β´ ῎Ηχου.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τό βασιλεύειν πέλει, τό ἁγιάζειν, τό κινεῖν τήν κτίσιν· Θεός γάρ ἐστιν, ὁμοούσιος Πατρί καί Λόγῳ».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει ἡ δύναμη νά βασιλεύει, νά ἁγιάζει καί νά θέτει σέ κίνηση τήν κτίση. Καί αὐτό, γιατί εἶναι τέλειος Θεός, ὁμοούσιος μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, ζωαρχία καί γέρας· πάντα γάρ τά κτιστά, ὡς Θεός ὤν δυναμοῖ, συντηρεῖ ἐν Πατρί δι᾿ Υἱοῦ δέ».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι παρεκτικό ζωῆς, ἀνήκει τιμή καί σέβας. Διότι ὅλα τά κτιστά, ὡς Θεός ἀληθινός, τά γεμίζει μέ δύναμη καί τά συντηρεῖ «ἐν Πατρί δι᾿ Υἱοῦ δέ», δηλαδή σύμφωνα μέ τήν τάξη ἐνέργειας τῆς ἁγίας Τριάδος).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, προσπηγάζει πᾶσα σοφία· ἔνθεν χάρις ᾿Αποστόλοις, καί τοῖς ἄθλοις, καταστέφονται Μάρτυρες καί προφῆται ὁρῶσιν».
[᾿Από τό ἅγιο Πνεῦμα πηγάζει κάθε σοφία· ἀπ᾿ αὐτό χορηγεῖται χάρη στούς ᾿Αποστόλους καί μέ τή δύναμή του ἀθλοῦν καί στεφανώνονται οἱ Μάρτυρες καί οἱ Προφῆτες βλέπουν (καί προαναγγέλουν) τά μέλλοντα].
᾿Αναβαθμοί Γ´ ῎Ηχου.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ἀγαθοδωρία, ὡς Πατρί καί Υἱῷ συναστράπτει· ἐν ᾧ τά πάντα ζεῖ καί κινεῖται».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως στόν Πατέρα καί τόν Υἱό, κάθε δωρεά ἀγαθή προέρχεται σάν φωτεινή λάμψη. Σ᾿ αὐτό τά πάντα ἔχουν ζωή καί κινοῦνται).
83
«῾Αγίῳ Πνεύματι, ἐνθεωρεῖται πᾶσα ἁγιότης, σοφία· οὐσιοῖ γάρ πᾶσαν κτίσιν· σύν Πατρί γάρ ἀνυμνεῖται καί τῷ Λόγῳ».
[Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει κάθε ἁγιότητα καί σοφία. Αὐτό δίνει οὐσία (ὑπόσταση) σέ κάθε κτιστή φύση. Διά τοῦτο ἀνυμνεῖται μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς δόξης, ἐξ οὗ χάρις καί ζωή πάσῃ τῇ κτίσει· σύν Πατρί γάρ ἀνυμνεῖται καί τῷ Λόγῳ».
(Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ἄκτιστης θείας δόξας. Αὐτό χορηγεῖ χάρη καί ζωή σ᾿ ὅλη τήν κτίση, ἀνυμνούμενο μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο).
᾿Αναβαθμοί Δ´ ῎Ηχου.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶσα ψυχή ζωοῦται καί καθάρσει ὑψοῦται λαμπρύνεται, τῇ Τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως».
(Στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος κάθε ψυχή λαμβάνει ζωή καί διά τῆς καθάρσεως (ἐκ τῆς ἁμαρτίας) ἀνυψώνεται πνευματικά καί λαμπρύνεται κατά τρόπο κρύφιο καί ἱερό στό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἕνας καί τριαδικός συγχρόνως).
«῾Αγίῳ Πνεύματι ἀναβλύζει τά τῆς χάριτος ρεῖθρα, ἀρδεύοντα, ἅπασαν τήν κτίσιν, πρός ζωογονίαν».
(᾿Από τό ἅγιο Πνεῦμα ἀναβλύζουν τά πνευματικά τῆς χάριτος νάματα, τά ὁποῖα ποτίζουν ὅλη τήν κτίση, ὥστε αὐτή νά ζωογονεῖται).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, θεογνωσίας πλοῦτος, θεωρίας καί σοφίας· πάντα γάρ ἐν τούτῳ, τά πατρῶα δόγματα ὁ Λόγος ἐκδιδάσκει».
[Στή χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος ὑπάρχουν οἱ θησαυροί τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας θεωρίας καί τῆς σοφίας. ῞Ολα δέ τά δόγματα τοῦ Πατρός τά διδάσκει ὁ Λόγος, μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος (στήν ᾿Εκκλησία)].
᾿Αναβαθμοί Πλαγίου Α´.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, περικρατεῖται πάντα τά ὁρατά τε, σύν τοῖς ἀοράτοις· αὐτοκρατές γάρ ὄν, τῆς Τριάδος ἕν ἐστιν ἀψεύστως».
(Στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἁγ. Πνεύματος συνέχονται ὅλα τά ὄντα, ὁρατά καί ἀόρατα. Διότι ἀληθινά εἶναι ἕνα πρόσωπο τῆς Τριάδος, πού ἔχει δική του ὑπόσταση καί δική του δύναμη).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, θεολογοῦντες φῶμεν· Σύ εἶ Θεός, ζωή, ἔρως, φῶς, νοῦς, σύ χρηστότης, σύ βασιλεύεις εἰς τούς αἰῶνας».
(Μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγ. Πνεύματος, ἄς θεολογήσουμε, λέγοντες· Σύ εἶσαι Θεός, ἔρως πνευματικός, φῶς θεῖον, φύση νοερά· σύ εἶσαι χρηστότητα, σύ βασιλεύεις ἀκατάπαυστα εἰς τούς αἰῶνες).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, ζωαρχική ἀξία, ἐξ οὗ πᾶν ζῶον ἐμψυχοῦται, ὡς ἐν Πατρί, ἅμα τε καί Λόγῳ».
[Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀξία ζωαρχική (ζωοπάροχη), ἀπό τήν ὁποία κάθε ζῶο ἐμψυχοῦται, ὅπως (ἐμψυχοῦται) καί στόν Πατέρα μαζί μέ τόν Λόγο].
᾿Αναβαθμοί Πλαγίου Β´.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πανσωστική αἰτία· εἴ τινι τούτων κατ᾿ ἀξίαν πνεύσει, τάχει ἐξαίρει τῶν τῆς γῆς, πτεροῖ, αὔξει, τάττει ἄνω».
[Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ σωστική αἰτία ὅλων τῶν ὄντων. ῎Αν σέ ἕνα ἄξιο ἀπ᾿ αὐτά πνεύσει μέ τή χάρη του, γρήγορα τό σηκώνει ἀπό τή γῆ, τοῦ δίνει φτερά, τό αὐξάνει (πνευματικά), τό μεταφέρει ἄνω (στόν οὐρανό, στή θεία βασιλεία)].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, ἐνθέωσις τοῖς πᾶσιν, εὐδοκία, σύνεσις, εἰρήνη καί ἡ εὐλογία· ἰσουργόν γάρ τῷ Πατρί ἐστι καί Λόγῳ».
[Στό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει δύναμη πού θεοποιεῖ τά πάντα. ῾Υπάρχει βουλή ἀγαθή, σύνεση, εἰρήνη καί ἡ θεία εὐλογία. Διότι (τό Πνεῦμα) ἔχει ἴση ἐνέργεια μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τό κράτος ἐπί πάντων· ὅπερ αἱ ἄνω ταξιαρχίαι προσκυνοῦσι, σύν πάσῃ πνοῇ τῶν κάτω».
[Τό ἅγιο Πνεῦμα κρατεῖ (ἄρχει) ἐπί πάντων. Τοῦτο οἱ νοερές ταξιαρχίες (τῶν ἀγγέλων) προσκυνοῦν στόν οὐρανό, μαζί μέ κάθε ἀνθρώπινη πνοή (ψυχή) πού ζεῖ κάτω (στή γῆ)].
᾿Αναβαθμοί ῎Ηχου Βαρέως.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πηγή τῶν θείων θησαυρισμάτων, ἐξ οὗ σοφία, σύνεσις, φόβος· αὐτῷ αἴνεσις, δόξα, τιμή καί κράτος».
(Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πηγή τῶν θείων θησαυρισμάτων. ᾿Απ᾿ αὐτό προέρχονται ἡ σοφία, ἡ σύνεση καί ὁ ἔνθεος φόβος. Σ᾿ αὐτό ἀνήκει ἡ ἀνύμνηση, ὁ αἶνος, ἡ τιμή καί τό κράτος).
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τά σύμπαντα τό εἶναι ἔχει. Πρό γάρ πάντων Θεός, τῶν ὅλων κυριότης, φῶς ἀπρόσιτον, ζωή τῶν πάντων».
[Στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος, ὅλα τά ὄντα ἔχουν τήν ὕπαρξή τους. Διότι τό Πνεῦμα εἶναι Θεός πρίν ἀπό ὅλα (ὅσα ὑπάρχουν), εἶναι κυριαρχική δύναμη στήν πλάση, φῶς πού δέν μπορεῖ νά τό πλησιάσει κανείς καί ζωή ὅλων τῶν κτισμάτων].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, βυθός χαρισμάτων, πλοῦτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα· ὁμόδοξον Πατρί καί Υἱῷ, λατρευτόν γάρ».
[Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πλούσιο βάθος χαρισμάτων, πλοῦτος δόξης καί πηγή βαθιά χαρισμάτων (θείων ἐννοιῶν καί κρίσεων). ῎Εχει τήν ἴδια δόξα μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί εἶναι ἄξιο λατρείας].
᾿Αναβαθμοί Πλαγίου Δ´.
«῾Αγίῳ Πνεύματι, τό ζῆν τά πάντα, φῶς ἐκ φωτός Θεός μέγας· σύν Πατρί ὑμνοῦμεν αὐτό καί τῷ Λόγῳ».
[Στό ἅγιο Πνεῦμα ἔχουν τή ζωή τους ὅλα τά ὄντα. Εἶναι φῶς πού προέρχεται ἀπό φῶς (τοῦ Πατρός) Θεός μεγάλος καί ἀληθινός. Διά τοῦτο τό προσκυνοῦμε μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Λόγο].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, πᾶς τις θεῖος βλέπει καί προλέγει, τερατουργεῖ ὕψιστα, ἐν τρισίν ἕνα Θεόν μέλπων· εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τό θεῖον».
[Μέ τή φωτιστική δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κάθε ἔνθεος ἄνθρωπος (προφήτης) βλέπει τά φανερούμενα σ᾿ αὐτόν, προλέγει (τά μέλλοντα νά συμβοῦν) καί πράττει μεγάλα καί παράδοξα, ἀνυμνῶν τόν ἕνα καί τρισυπόστατο Θεό. Διότι, ἄν καί λάμπει μέ τρία φῶτα (πρόσωπα) ὁ Θεός, εἶναι μοναρχία θεία].
«῾Αγίῳ Πνεύματι, Θεολογία Μονάς τρισαγία· ὁ Πατήρ γάρ ἄναρχος, ἐξ οὗ ἔφυ ὁ Υἱός ἀχρόνως, καί τό Πνεῦμα σύμμορφον, σύνθρονον, ἐκ Πατρός συνεκλάμψαν».
[Μέ τή χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος θεολογεῖται τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Διότι ὁ Πατήρ (ὡς ἡ πηγαία θεότης) εἶναι ἄναρχος (δέν ἔχει ἀρχή προελεύσεως) καί ἀπ᾿ αὐτόν γεννήθηκε ἀχρόνως ὁ Υἱός καί συνεξέλαμψε (ἐξεπορεύθη) τό σύμμορφο καί σύνθρονο Πνεῦμα].
῎Οχι λιγότερο διαφωτιστικά διά τό θέμα μας εἶναι καί τά Στιχηρά τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς. ῎Ας τά δοῦμε στή συνέχεια.
«Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον, ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον καί συναριθμούμενον· ζωή καί ζωοποιοῦν· φῶς ἐκ φωτός χορηγόν· αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος· δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται, καί Υἱός 85
δοξάζεται, καί παρά πάντων γινώσκεται, μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος».
[ Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὑπῆρχε πάντα, καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει, χωρίς νά ἔχει λάβει ἀρχή στό χρόνο (ὅπως τά κτίσματα) οὔτε νά παύσει νά ὑπάρχει, συντασσόμενο καί συναριθμούμενο (στήν τάξη τῆς Τριάδος) μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Εἶναι ζωή καί παρεκτικό ζωῆς. Εἶναι φῶς ἀπό φῶς καί παρεκτικό φωτός. Εἶναι φύσει ἀγαθόν καί παρεκτικόν ἀγαθότητος. Μέ τή φωτιστική χάρη του γίνεται γνωστός ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός δοξάζεται καί ἀπό ὅλους γνωρίζεται. Διότι στήν ἁγία Τριάδα ὑπάρχει μία (ἰσότιμη) δύναμη, μία (ἰσόβαθμη) σύνταξη καί μία ἑνιαία προσκύνηση].
«Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, φῶς, καί ζωή, καί ζῶσα πηγή νοερά. Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως· ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα. Θεός καί θεοποιοῦν· Πῦρ ἐκ πυρός προϊόν, λαλοῦν ἐνεργοῦν, διαιροῦν τά χαρίσματα· δι᾿ οὗ Προφῆται ἅπαντες, καί Θεοῦ ᾿Απόστολοι, μετά Μαρτύρων ἐστέφθησαν. Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα, πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων».
[ Τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι φῶς (πνευματικόν) καί ζωή καί ζωντανή νοερά πηγή. Εἶναι Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως· εἶναι ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονικόν, καθαρίζον (τίς ψυχές) ἀπό τά πταίσματα. Εἶναι Θεός καί θεοποιεῖ (τά λογικά ὄντα). Εἶναι πῦρ καί προέρχεται ἀπό πῦρ (ὅπως τό «φῶς ἐκ φωτός» τοῦ Υἱοῦ), τό ὁποῖον λαλεῖ (διά τῶν Προφητῶν), ἐνεργεῖ καί διαιρεῖ τά χαρίσματα (στήν ᾿Εκκλησία). Μέ τή χάρη τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ Προφῆτες, μαζί μέ τούς ᾿Αποστόλους καί τούς Μάρτυρες στέφθηκαν (ἅγιοι). Στήν Πεντηκοστήν ἡ φανέρωσή του ἦταν παράδοξον ἄκουσμα, παράδοξο θέαμα, φωτιά πού διαμοιραζόταν σέ παροχές χαρισμάτων].
᾿Επίσης·
«Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον· βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν. ῞Ολον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε, τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι».
[῞Ολα τά χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. ᾿Αναβλύζει προφητεῖες, καθιστᾶ τούς ἱερεῖς στό ἱερατικό τους ἀξίωμα, ἐδίδαξε στούς ἀγράμματους (᾿Αποστόλους) σοφία καί τούς ψαράδες τούς ἀνέδειξε θεολόγους. Μέ τή θεία του ἐνέργεια συγκροτεῖ ὅλο τό θεσμό τῆς ᾿Εκκλησίας. Παράκλητε, πού ἔχεις τόν ἴδιο θρόνο καί τήν ἴδια δόξα μέ τόν Υἱό καί τόν Πατέρα, σέ σένα ἀνήκει ἡ δόξα].
᾿Από τούς πιό πάνω ὕμνους (καί ἀπό πολλούς ἄλλους) βγαίνουν μεγάλες δογματικές ἀλήθειες βιωμένες στή λατρεία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, σχετικές μέ τό δόγμα τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἀλήθειες αὐτές κινοῦνται γύρω ἀπό δύο ἄξονες· τή θεότητα καί τό ζωοποιό καί ἁγιαστικό ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός. Προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως ἕνα φῶς προέρχεται ἀπό ἕνα ἄλλο φῶς. ῾Η ἴδια ἀναλογία χρησιμοποιεῖται καί στή σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα («φῶς ἐκ φωτός»). Δέν ἔχει οὔτε τέλος οὔτε ἀρχή. ῾Ως συναΐδιο καί ἄχρονο, ἔχει τήν αὐτή τιμή καί τήν αὐτή δόξα μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Εἶναι ἰσοσθενές καί ἰσουργόν (μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό). Εἶναι αὐτόνομο (ὡς ὑπόσταση) καί ἡγεμονικό. ᾿Ιδιωματικά εἶναι ἀνεξάρτητο, μή ὑποτασσόμενο σέ κανένα ἄλλο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ὁμόδοξο καί ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, πανσθενές καί παντοκρατορικό.
᾿Ανάλογο πρός τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Πνεύματος εἶναι καί τό ἔργο του. ῎Εργο ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ. Τό Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγή ζωῆς ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Στήν ἄκτιστη χάρη του οὐσιοποιοῦνται ὅλα τά ὄντα. Σ᾿ αὐτήν συνέχονται, συγκρατοῦνται καί βρίσκουν τό νόημα καί τόν ἀληθινό λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους. ῎Εξω ἀπό τό Πνεῦμα ὑπάρχει τό μηδέν, ἡ ἀκαταστασία καί τό ἄμορφο χάος.
Κυρίως ὅμως τό Πνεῦμα εἶναι αἰτία καί πηγή ζωῆς στήν πνευματική κτίση. Στή ζωαρχική ἀκτῖνα του ζωογονοῦνται οἱ νοερές φύσεις. Εἶναι ἡ ἀπύθμενη πηγή ὅλων τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τῆς σοφίας καί τῆς συνέσεως. Μέ τήν ἁγιαστική του ἐνέργεια τά λογικά ὄντα (οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων) καθαίρονται ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἁγιάζονται. Λαμπρύνονται μέ τή φωτοειδῆ ἀκτῖνα του, ἑνώνονται μυστικά μέ τόν Θεό, θεοποιοῦνται. ῾Η χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος εἶναι ἀναπλαστική καί ἀναγεννητική. Λιώνει μέ τή φωτιά της τήν παλαιότητα τῆς φθαρμένης φύσεως καί δημιουργεῖ νέα ζωή. Μέ τή δύναμή της ἡ κτίση ἀναδημιουργεῖται, «παλινδρομοῦσα εἰς τό πρῶτον» (στήν προπτωτική της κατάσταση). ῾Η πρωτόκτιστη φύση ὁδηγεῖται στό ἀρχέγονο κάλλος της. Μέ τήν ἔμπνευσή του οἱ Προφῆτες βλέπουν τά κεκρυμμένα καί ἄδηλα, προλέγουν τά μέλλοντα.
Τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι πηγή ἁγιασμοῦ καί στό κράτος τῆς χάριτος (τήν ᾿Εκκλησία). Εἶναι ἡ ζωογόνος ἀρχή τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ αὐτήν συγκροτεῖται ὁ ὅλος θεσμός τῆς ᾿Εκκλησίας, τελειοῦνται οἱ ἱερατικοί της βαθμοί καί τά σωστικά της μυστήρια, μοιράζονται οἱ διακονίες καί τά πνευματικά της λειτουργήματα291. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ὁ βασιλεύς ὁ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», ὁ οὐράνιος Παράκλητος, ὁ ὁποῖος ἀγγίζει μυστικά τίς ψυχές, ἀνακουφίζει τό βάρος τους καί ἁπαλύνει τόν πόνο τους, γεννώντας μέσα τους τό αἴσθημα τῆς θείας υἱότητος292 καί τονώνοντάς τες στόν σκληρό κατά τῆς ἁμαρτίας ἀγῶνα τους.
Στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος συνέχονται καί ζωογονοῦνται τά σύμπαντα.
«Τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».
Τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἶναι πρόσωπο διακρινόμενο τῶν προσώπων τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Εἶναι αὐτοκρατές καί αὐτόνομο. Τό ὑποστατικό του ἰδίωμα εἶναι ἡ ἐκπόρευση. ῾Υπάρχει στό μέτρο πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως καί ὁ Υἱός ὑπάρχει στό μέτρο πού γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα. Πῶς βέβαια γίνεται αὐτό καί τί σημαίνει ἡ ἐκπόρευση –καί μάλιστα ὡς προβολή διάφορη ἀπό τή γέννηση– εἶναι κάτι πού εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίζουμε. Οἱ σχέσεις στόν Τριαδικό Θεό συνιστοῦν κορυφαῖο τῆς πίστεως μυστήριο, πού δέν μπορεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς νά ἐξιχνιάσει. ῾Η ἐκπόρευση ἁπλῶς ἐκφράζει τόν τρόπο, τό πῶς τῆς ὑπάρξεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Εἶναι σχέση στόν Θεόν ἀΐδια. Τό Πνεῦμα ὑπάρχει κατ᾿ ἀνάγκην στόν Πατέρα. Δέν εἶναι προϊόν τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει δηλαδή, ἐπειδή ἔτσι τό θέλει ὁ Πατήρ. ῎Αν συνέβαινε αὐτό, τό Πνεῦμα θά ἦταν ἕνα ἁπλό κτίσμα, ὅπως φλυαροῦσε ὁ ῎Αρειος. ῾Η ὑπόστασή του ἀποτελεῖ ἐσωτερικήν ἀναγκαιότητα στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ τό Πνεῦμα ὁμοφυές μέ τόν Πατέρα καί ἀδιαίρετο.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀϊδίως ἐκ τοῦ Πατρός καί χορηγεῖται ἐγχρόνως στήν κτίση διά τοῦ Υἱοῦ. ῾Η Γραφή μαρτυρεῖ· «῞Οταν ἔλθει ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»293. Στό χωρίο αὐτό πού εἶναι κλασσικό γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ ἐκπορεύσεως καί ἐν χρόνῳ ἀποστολῆς τοῦ Πνεύματος, ἐκείνης μέν ἀποδιδομένης στόν Πατέρα διά τοῦ ἐνεστῶτος «ἐκπορεύεται» –πού ἐκφράζει τήν ἀΐδια τριαδική σχέση τοῦ Πνεύματος– αὐτῆς δέ ἀποδιδομένης στόν Υἱό, διά τοῦ μέλλοντος «πέμψω».
῾Η ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος –ὅπως καί ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ– δέν πρέπει νά μελετῶνται ἔξω ἀπό τό δόγμα τῆς θείας μοναρχίας, ὅτι δηλαδή μία καί μόνη ἀρχή ὑπάρχει στόν Τριαδικό Θεό, ὁ Πατήρ (ἡ πηγαία θεότης), ἀπό τόν ὁποῖο λαμβάνουν τό 87
εἶναι τους οἱ δύο ἄλλες ὑποστάσεις τῆς Τριάδος. ῾Η μοναρχία, πού τόσο πολύ διατυμπανιζόταν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία μέ στόχο τήν ἀναίρεση τοῦ δυναμικοῦ μοναρχιανισμοῦ, διασφαλίζει τόσο τή θεότητα ὅσο καί τίς ὑποστατικές διακρίσεις τῆς Τριάδος.
Τό δόγμα περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι τόσο καίριο στήν ὀρθόδοξη πίστη μας294, καταλύει ἡ κακοδοξία τοῦ filioque (= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), διδασκαλία καθαρά λατινική, στηριζόμενη στή θεολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Στήν ἀρχή ἡ διδασκαλία αὐτή φερόταν στή Δύση σέ σφαῖρα καθαρῶς θεολογική – θεωρητική. ᾿Αφ᾿ ὅτου ὅμως προστέθηκε στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως295, ἀπέκτησε καί σημασία πρακτική, ὁδήγησε στό σχίσμα ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως (867, 1054), ἔγινε ἀντικείμενο καταδίκης ἐκκλησιαστικῶν συνόδων (στήν ᾿Ανατολή) καί ἔδωσε ἀφορμή συγγραφῆς ἑκατέρωθεν πολλῶν ἀντιρρητικῶν θεολογικῶν ἐργασιῶν.
᾿Από ὀρθόδοξη ἄποψη τό filioque συνιστᾶ κορυφαία τριαδολογική αἵρεση. Δέν εἶναι ἁπλῆ θεολογική γνώμη (θεολογούμενο), ὅπως μερικοί προσπαθοῦν νά τό παρουσιάσουν. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἄλλωστε τό θεωροῦν ὡς μεῖζον δόγμα πίστεως, κυρωμένο ἀπό σύνοδο οἰκουμενική296 (δική τους φυσικά), ἡ ἀποδοχή τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπαραίτητη πρός σωτηρίαν.Τό filioque συνιστᾶ αἵρεση, διότι·
α) Καταλύει τή θεία μοναρχία πού εἶναι κορυφαία στιγμή στόν Τριαδικό Θεό. Εἰσάγει δεύτερη πηγή στή θεότητα (τόν Υἱό) παράλληλη μέ τόν Πατέρα, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση αὐτή παύει νά εἶναι πηγαία θεότης. ᾿Επιφέρει ἀναστάτωση στήν τάξη τῆς Τριάδος, συγχέουσα τά ὑποστατικά τῶν προσώπων ἰδιώματα. ῾Ο Υἱός, ἐκπορεύοντας τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀποκτᾶ τό ἰδίωμα τοῦ Πατρός, πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο, δεδομένου ὅτι στήν τριαδική τάξη τά ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι ἀμετακίνητα, ἀκοινώνητα καί ἀμετάδοτα. Καί γιατί τάχα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά μή γεννᾶ τόν Υἱόν ἤ νά ἐκπορεύει τόν Πατέρα; ῾Η σύγχυση εἶναι προφανής.
β) Εἶναι διδασκαλία πού στερεῖται τῶν γνωρισμάτων ἑνός ἀληθινοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Δέν μαρτυρεῖται οὔτε στήν ἁγία Γραφή οὔτε καί στήν ἱερή Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό χωρίο τοῦ ᾿Ιωάννου 15, 26, πού ἀναφέραμε πιό πάνω, δέν ἀφήνει περιθώρια σχηματισμοῦ τῆς κακοδοξίας αὐτῆς. ᾿Αλλά καί ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐκδεχομένων τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, δέν μπορεῖ νά στηρίξει τά αἱρετικά περί filioque διδάγματα. Οἱ Πατέρες φυσικά τήν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος δέχονται «ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ».
Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά συνηγορήσει ὑπέρ τῆς ἀπόψεως τῶν Δυτικῶν297. ῾Η πρόθεση ἐκ ἀναφέρεται στό ἀΐδιο ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Πνεύματος, ἐκφράζουσα τήν πηγή τῆς ἀϊδίου του προελεύσεως, ἐνῶ ἡ διά σχετίζεται μέ τήν ἔγχρονη ἀποστολή του στόν κόσμο. ῾Ο θεολογικός αὐτός τύπος σημαίνει ἀπαράλλακτα ὅ,τι καί τό κλασσικό χωρίο τοῦ ᾿Ιωάννου, 15, 26. Στήν τάξη τῆς ἁγίας Τριάδος ὁ Υἱός, ὡς δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο, μεσιτεύει μεταξύ Πατρός καί Πνεύματος. ῾Η μεσιτική ὅμως αὐτή θέση, σαφῶς σχηματική νοητική, δέν ἔχει τήν ἔννοιαν ὅτι τό Πνεῦμα λαμβάνει τό εἶναι του ἀπό τόν Πατέρα μεσιτεύοντος τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι διά τοῦ Υἱοῦ γίνεται ἡ ἔγχρονη ἀποστολή του στόν κόσμο πρός στερέωση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας, τό ὁποῖον ἐπιτέλεσεν ὁ Υἱός διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς του. ῾Η ἔγχρονη πέμψη στηρίζεται στήν ἑνότητα οὐσίας μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος, γι᾿ αὐτό καί τό Πνεῦμα καλεῖται «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ» καί ἀναπαύεται «ἐν τῷ Υἱῷ», ὡς ἡ ἑτέρα ὄψη τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας.
γ) ῾Η προσθήκη τοῦ filioque ἀποτελεῖ αὐθαιρεσίαν, ἡ ὁποία προσκρούει ἀδυσώπητα στήν ἱστορική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ὅρος τῶν Οἰκουμ. Συνόδων Νικαίας – Κων/πόλεως, στόν ὁποῖο τονίζεται ρητά ἡ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ ἁγ. Πνεύματος («τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον»), ἀποτελεῖ δογματικό μνημεῖο αἰώνιο καί ἀμετακίνητο, τό ὁποῖο κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά μεταβάλει ἤ νά τροποποιήσει, προσθέτοντας ἤ ἀφαιρώντας ἀπ᾿ αὐτό ἔστω καί μία συλλαβή. Μέ τήν προσθήκη τοῦ filioque ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία κατεπάτησεν αὐθαίρετα τήν πατροπαράδοτη τάξη εὐσεβείας καί πίστεως τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.
δ) Τέλος, διότι ἡ διδασκαλία τοῦ filioque ὑποβιβάζει τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Πνεύματος, τοῦ ὁποίου ὑποβαθμίζει τή θεότητα. Μέ τή διδασκαλία αὐτή τό Πνεῦμα παρουσιάζεται ὡς δεύτερος (κατώτερος Θεός), κάτι πού ἔχει ἀντίκτυπο στό ἁγιαστικό ἔργο του. Εἶναι ἄραγε συμπτωματικό ὅτι στή Δύση τό ἔργο τοῦ ἁγ. Πνεύματος εἶναι γενικά ὑποβαθμισμένο, ἐπικρατεῖ δέ σ᾿ αὐτήν ἕνας ἔντονος «χριστομονισμός»298; ῎Αν ὅμως αὐτό μπορεῖ νά συμβαίνει στή Δύση μέ τήν ἰδιαίτερη θεολογική φυσιογνωμία της, γιά τήν ὀρθόδοξη ᾿Ανατολή, στήν ὁποία τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἀποτελεῖ τήν ψυχή τῆς ᾿Εκκλησίας καί τό κέντρο τοῦ ἁγιαστικοῦ καί ἀναγεννητικοῦ ἔργου της, παρόμοια διδάγματα εἶναι ἀνήκουστα καί ἀπορριπτέα. Τό filioque ἀνοίγει εὐρύ θεολογικό χάσμα μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως πού δύσκολα μπορεῖ νά γεφυρωθεῖ, δημιουργεῖ κορυφαία δογματικήν ἀποπλάνηση, τήν ὁποίαν ἡ ᾿Ορθοδοξία ἀνέκαθεν ἀπεδοκίμασε299. Στό filioque βλέπει τήν κατάρρευση τοῦ δικοῦ της λόγου ὑπάρξεως.
«Τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον».
Μέ τίς δύο αὐτές μετοχές τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἐξαίρει τήν ἰσοτιμία καί ὁμοτιμίαν τοῦ ἁγ. Πνεύματος μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. ῾Η ἰσοτιμία αὐτή εἶναι φυσική ἀπόρροια τοῦ ὁμοουσίου, τό ὁποῖον τό Πνεῦμα ἔχει κοινό μέ τόν Υἱό, στίς ἀΐδιες σχέσεις τους μέ τόν Πατέρα. Μόνον πρόσωπα ὁμοούσια μποροῦν νά εἶναι ἰσοσθενῆ καί ἰσότιμα, χωρίς νά ὑπάρχουν μεταξύ τους διαφορότητες κατηγορίας, ὅπως τό μεῖζον καί τό ἔλασσον. ῾Ο Πατήρ, ἐπειδή γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Πνεῦμα τό ἅγιο, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνώτερος αὐτῶν. Οὔτε πάλι τό Πνεῦμα καί ὁ Υἱός ὑποτάσσονται στόν Πατέρα, ἐπειδή προέρχονται ἀπ᾿ αὐτόν. Αὐτά ἀποτελοῦν φληναφήματα αἱρετικά. ῾Η ὁμοουσιότητα ἑπομένως εἶναι αὐτή πού διασφαλίζει τήν ἰσοτιμία τῶν προσώπων στόν Τριαδικό Θεό καί στή βάση αὐτή τά πρόσωπα τῆς Τριάδος συμπροσκυνοῦνται καί συνδοξάζονται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία. Στήν περίπτωση εἰδικά τοῦ Πνεύματος πού ἐκπορεύεται «ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ», ἡ συμπροσκύνηση ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Διότι ἡ «δι᾿ Υἱοῦ» ἐκπόρευση δέν ὑποτιμᾶ τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖον, ἕνεκα κοινότητος οὐσίας μέ τόν Υἱό καί συμμετοχῆς του στό λυτρωτικό ἔργο του, καλεῖται «ἴδιον» τοῦ Υἱοῦ καί ἀναπαύεται «ἐν τῷ Υἱῷ».
«Τό λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν».
῾Η προφητεία γενικά εἶναι ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον φωτίζει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, ὥστε νά βλέπει τά κεκρυμμένα καί ἀθέατα, νά προλέγει τά μέλλοντα καί νά διδάσκει ἀξίως τίς θεῖες ἀλήθειες. ῾Η προφητεία, ὡς διακονία λειτουργική, ἦταν καίρια στή ζωή τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκδηλώθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (τή γενέθλια ἡμέρα τῆς ᾿Εκκλησίας), μέ τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ᾿Αποστόλους μέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν300, καθαίροντας τόν νοῦ τους στήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί διαθερμαίνοντας τίς καρδιές τους μέ τή φωτιά τῆς χάριτός του στό δύσκολο ἀποστολικό ἔργο, πού τότε ἐπίσημα ἀνελάμβαναν. Κύρια ἐκδήλωση τῆς καθόδου τοῦ Πνεύματος ἦταν ἡ γλωσσολαλία. Μόλις ἔλαβαν τό Πνεῦμα οἱ ᾿Απόστολοι, ἄρχισαν νά ὁμιλοῦν στά συγκεντρωμένα πλήθη πού συνέρρευσαν στά 89
῾Ιεροσόλυμα γιά νά γιορτάσουν τήν ἰουδαϊκή Πεντηκοστή, στίς γλῶσσες πού εἶχεν ὁ καθένας τους. Καί ἐνῶ στήν παλαιά ἐποχή ἡ γλωσσολαλία τῆς Βαβέλ, ἀπόρροια τῆς ὕβρεως τῶν ἀνθρώπων νά φθάσουν τόν Θεό, σάν ἀποτέλεσμα εἶχε τή διασπορά τους σέ ὅλα τά πλάτη τῆς γῆς, ἡ γλωσσολαλία τῆς Πεντηκοστῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή συνένωση καί τό δέσιμο τῶν λαῶν σέ μία νέα πανανθρώπινη οἰκογένεια, πού καθιστοῦσε δυνατήν ἡ λειτουργία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στό ἑνοποιητικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ301. ᾿Αλλά καί ἡ προφητεία, ὡς ἰδιαίτερο διακόνημα στή λειτουργική εὐσέβεια καί τή λατρεία της ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, εἶχε θέση σημαντική. Προϊόντος ὅμως τοῦ χρόνου οἱ ἐνθουσιαστικές ἐκδηλώσεις καί τά ἐκστατικά φαινόμενα πού τή συνόδευαν ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν. ῾Η ᾿Εκκλησία ἐλάμβανε κριτική στάση ἔναντι αὐτῶν. Εἶναι δέ γνωστόν πόσον ἔντονα κατεδίκασε τίς ποικίλες ἐκκεντρικότητες τῆς Μοντανιστικῆς προφητείας302.
᾿Ενῶ ὅμως στήν Καινή Διαθήκη ἡ προφητική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος βρισκόταν στήν πληρότητα καί τό ἀποκορύφωμά της σάν συνέπεια τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ, στήν Π. Διαθήκη ἦταν περιορισμένη καί μερική. Καί ἐκεῖ λειτουργοῦσε ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, προετοιμάζοντας τούς ἀνθρώπους γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. ῏Ηταν ὅμως γενικά ἐνέργεια ἀποσπασματική καί συνεσκιασμένη. ῾Η κυριώτερή της ἐκδήλωση ἦταν ὁ φωτισμός καί ἡ ἀνάδειξη τῶν Προφητῶν στό ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τοῦ λαοῦ, καθώς καί ἡ ἀναφορά της στή μεσσιανική ἐποχή. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μιλοῦσε διά τῶν Προφητῶν, ἐπωάζοντας τό μυστήριο τῆς λυτρωτικῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Καί στίς δύο οἰκονομίες δούλευε τό αὐτό Πνεῦμα, τό ἐκ Πατρός «δι᾿ Υἱοῦ» πεμπόμενο στόν κόσμο, μέ σκοπό, τότε μέν νά προπαρασκευάσει, βραδύτερα δέ νά τελειώσει τό σχέδιο τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας 303.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

289. Οἱ δύο πρῶτες Οἰκουμ. Σύνοδοι ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, γι᾿ αὐτό καί τό Σύμβολό τους καλεῖται Νικαίας–Κων/πόλεως. Στή Νίκαια διατυπώθηκαν τά ἑπτά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου, ἐνῶ στήν Κων/πολη τά ἑπόμενα πέντε. Στή Σύνοδο τῆς Νικαίας κυριαρχοῦσα μορφή –ἀπό πλευρᾶς αἱρετικῶν– ἦσαν ὁ ῎Αρειος, μέ κυριότερο πολέμιο τό διαπρεπῆ θεολόγο –καί διάκονο τότε– ᾿Αθανάσιο, τόν μετέπειτα ἐπίσκοπον ᾿Αλεξανδρείας καί σθεναρό μαχητή τῆς ᾿Ορθοδοξίας· ἐνῶ στή Σύνοδο Κων/πόλεως κυρίαρχη αἱρετική μορφή ἦταν ὁ Μακεδόνιος.
290. Πράξ. 5,4.
291. «῾Εκάστῳ δέ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρός τό συμφέρον. ᾧ μέν γάρ διά τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δέ λόγος γνώσεως κατά τό αὐτό Πνεῦμα, ἑτέρῳ δέ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δέ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δέ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δέ προφητεία, ἄλλῳ δέ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δέ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δέ ἑρμηνεία γλωσσῶν· πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται» (1 Κορ. 12,7–11).
292. «῞Οτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κράζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6. 7. Ρωμ. 8,15).
293. ᾿Ιω. 15,26. Τή διδασκαλία αὐτή τῆς Γραφῆς ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ· «τῆς τοῦ Πατρός αἰτίας ἐξημμένον ἔχει τό εἶναι (τό Πνεῦμα) ὅθεν καί ἐκπορεύεται· τοῦτο γάρ γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος ἔχει, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι, καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι» (᾿Επιστ. 38 πρός Γρηγόριον ἀδελφόν, 4). «῞Εν δέ Πνεῦμα ἅγιον προελθόν ἐκ τοῦ Πατρός ἤ καί προϊόν» (᾿Επιστ. 25. Ρὒ 35,1220).
294. Εἶναι ἐνδεικτικόν ὅτι, ὅταν ἀπαγγέλλεται τό περί ἁγίου Πνεύματος ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τό ἐκκλησίασμα κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ (προφανῶς ἀντιδρώντας –καί ἀνεπαίσθητα ἔστω– στήν κακοδοξία τοῦ filioque, πού τόσα δεινά ἐσώρευσε στήν ᾿Εκκλησία), πού πράττει τοῦτο καί στήν ἀπαγγελία τοῦ ἑπόμενου ἄρθρου, ὅπου διατρανοῦται ἡ πίστη στήν μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾿Εκκλησίαν, τήν ὁποίαν ὁ ὀρθόδοξος λαός ταυτίζει μέ τήν ἰδική του.
295. Στό Σύμβολο τῆς πίστεως τό filioque προστέθηκε γιά πρώτη φορά στήν ῾Ισπανία, στίς συνόδους τοῦ Τολέδου τό 547 καί τό 589. ῾Η προσθήκη ἔγινε γιά νά τονωθεῖ ἡ ὑπό τοῦ Δυτικογοτθικοῦ ᾿Αρειανισμοῦ προσβαλλομένη τότε στήν ῾Ισπανία θεότητα τοῦ Λόγου. Γιά νά ἐκπορεύει τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ Λόγος, πάει νά πεῖ ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος Θεός. Στά Φραγκικά σύμβολα τῆς πίστεως εἰσήχθη τό 769. ῾Η Ρώμη στήν ἀρχήν ἀντέδρασε κατά τῆς προσθήκης. ῾Ο Πάπας Λέων ὁ Γ´ (¶ 816) τή χαρακτήρισε ἀνεπίτρεπτη καί ἀντικανονική. Διέταξε μάλιστα νά τοποθετηθοῦν δύο πλάκες ἀργυρές στό ναό τοῦ ἁγίου Πέτρου, στίς ὁποῖες εἶχε χαραχθεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ῾Ελληνική καί τή Λατινική χωρίς τήν περιβόητη προσθήκη. ᾿Αργότερα ὅμως προστέθηκε τό filioque στό Σύμβολο ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο τόν Η´ (1014), πρᾶγμα πού προκάλεσε τή σθεναρή ἀντίδραση τῆς ᾿Ορθ. ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Κων/πόλεως Σέργιος (999) διέγραψε τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἀπό τά δίπτυχα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, στά ὁποῖα ὡς σήμερα κανένα παπικόν ὄνομα δέν ἐτέθη.
296. Βλ. ὅρον πίστεως τῆς 12ης Οἰκ. Συνόδου (Ιῢ) τοῦ Λατερανοῦ. ἲὸὃὧἂὃὼὸἶ, Εὃὴ῍ἂἶ. ὣὗἣὲ῏῝ (1947), σ. 199· «Ρὰὦὸἶ ὰ ὃ῟῝῝῏, ᾂ῝ἂ῟ὖ ὰ Ρὰὦἶὸ ὖ῏῝῏, ὰὴ ὣἆἂἶἂὦ῟ὖ ὣὰὃὴὦ῟ὖ ὰὲ ῟ὦἶ῏ἦ῟ὸ».
297. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί γιά νά στηρίξουν τήν περί filioque διδασκαλία τους, ἀνατρέχουν, μεταξύ τῶν ῾Ελλήνων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, κυρίως στόν Κύριλλον 178
᾿Αλεξανδρείας, ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ὁποίου σέ ὁρισμένα σημεῖα εἶναι ὄντως ἀσαφής, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι ὁ ἱερός Πατήρ ἐνστερνίζεται στήν οὐσία της τήν κακοδοξία τοῦ filioque (βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας καί ᾿Επιφανίου Κύπρου. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1974). Εἶναι βέβαια γεγονός, ὅτι μία φράση τοῦ Κυρίλλου ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ», ἐπυροδότησε τά πνεύματα καί ἔγινε αἰτία νά δημιουργηθοῦν μεταξύ τῶν θεολογικῶν κύκλων τῆς ἐποχῆς διαμάχες γύρω ἀπό τό κορυφαῖο αὐτό σημεῖο τῆς πίστεως, ὥστε νά ἀναγκασθεῖ ὁ Θεοδώρητος Κύρου νά γράψει· «ἴδιον δέ τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ, εἰ μέν ὁμοφυές καί ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον ἔφη (ὁ Κύριλλος), συνομολογήσομεν καί ὡς εὐσεβῆ δεξόμεθα τήν φωνήν· εἰ δ᾿ ὡς ἐξ Υἱοῦ ἤ δι᾿ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν εἰληφός, ὡς βλάσφημον τοῦτο καί ὡς δυσσεβές ἀπορρίψομεν» (᾿Επιστ. 39. Ρὒ 77,173). ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ἔδωσε φυσικά τή δέουσα ἐξήγηση, ὅτι δηλαδή ἐκάλεσε τό Πνεῦμα «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ», ὄχι ὅτι ἔχει τήν ὕπαρξή του ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ διά τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά «κατά τόν τῆς οὐσίας λόγον», πρᾶγμα πού ἀπηχεῖ ὀρθῶς τήν ἐπί τοῦ θέματος πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἰς ἄλλο χωρίο του ὁ ἱερός Πατήρ ἐκφράζεται σαφέστερα· «πρόεισιν (τό Πνεῦμα) ἐκ ζῶντος Πατρός δι᾿ Υἱοῦ… Πρόεισι γάρ ἐξ αὐτοῦ κατά φύσιν καί δι᾿ Υἱοῦ χορηγεῖται τῇ κτίσει» (Ρὒ 76,553. 556).
298. Στό κέντρο τῆς σωτηρίας μονάχα ὁ Χριστός.
299. Στό σύγχρονο θεολογικό διάλογο μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν τό filioque κατέχει δεσπόζουσα θέση. Χρειάζεται δέ μεγάλη προσοχή στό χειρισμό τοῦ λεπτοῦ αὐτοῦ θέματος. Δέν ἀρκοῦν φραστικές διατυπώσεις οὔτε φιλοσοφικά λεπτολογήματα διά νά ἐπέλθει κάποια προσέγγιση, διφορούμενη καί χαλαρή. Χρειάζεται διόρθωση τῆς θεολογίας πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό filioque, στήν ὁποίαν ἔγκειται ἡ πραγματική διαφορά μεταξύ τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν.
300. Πράξ. 2,3.
301. «῞Οτε καταβάς τάς γλῶσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ ῞Υψιστος· ὅτε δέ τοῦ πυρός τάς γλῶσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καί συμφώνως δοξάζομεν τό πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον Πεντηκοστῆς).
302. Περισσότερα· ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστ. Δογμάτων, Α/1, σ. 381 ἑξ.
303. ῾Η ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος περιορίζεται ἄραγε στά αὐστηρά ὅρια τῆς ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας; ῾Η ἀπάντηση στό ἐρώτημα εἶναι φυσικά δύσκολη. ῎Αν ὅμως ἀποβλέψουμε στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τήν ἐλεύθερη ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος παρομοίασε μέ τόν ἀέρα πού πνέει ὅπου θέλει καί ἀκούεται ὁ συριγμός του χωρίς ὅμως νά ἐντοπίζεται ἡ προέλευση καί ἡ κατεύθυνσή του («τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καί τήν φύσιν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει», ᾿Ιω. 3,18), θά ἦταν ἐξεζητημένο νά προσπαθοῦμε νά περιορίσουμε σέ καθορισμένα ὅρια τό ἔργον τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο συνέχονται καί συγκρατοῦνται τά ὄντα πάντα, ζωογονούμενα ἀπό τή χάρη τῆς θείας του ἐνέργειας.
304. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θε289. Οἱ δύο πρῶτες Οἰκουμ. Σύνοδοι ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, γι᾿ αὐτό καί τό Σύμβολό τους καλεῖται Νικαίας–Κων/πόλεως. Στή Νίκαια διατυπώθηκαν τά ἑπτά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου, ἐνῶ στήν Κων/πολη τά ἑπόμενα πέντε. Στή Σύνοδο τῆς Νικαίας κυριαρχοῦσα μορφή –ἀπό πλευρᾶς αἱρετικῶν– ἦσαν ὁ ῎Αρειος, μέ κυριότερο πολέμιο τό διαπρεπῆ θεολόγο –καί διάκονο τότε– ᾿Αθανάσιο, τόν μετέπειτα ἐπίσκοπον ᾿Αλεξανδρείας καί σθεναρό μαχητή τῆς ᾿Ορθοδοξίας· ἐνῶ στή Σύνοδο Κων/πόλεως κυρίαρχη αἱρετική μορφή ἦταν ὁ Μακεδόνιος.
290. Πράξ. 5,4.
291. «῾Εκάστῳ δέ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρός τό συμφέρον. ᾧ μέν γάρ διά τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δέ λόγος γνώσεως κατά τό αὐτό Πνεῦμα, ἑτέρῳ δέ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δέ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δέ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δέ προφητεία, ἄλλῳ δέ διακρίσεις πνευμάτων, ἑτέρῳ δέ γένη γλωσσῶν, ἄλλῳ δέ ἑρμηνεία γλωσσῶν· πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται» (1 Κορ. 12,7–11).
292. «῞Οτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κράζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6. 7. Ρωμ. 8,15).
293. ᾿Ιω. 15,26. Τή διδασκαλία αὐτή τῆς Γραφῆς ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρβλ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ· «τῆς τοῦ Πατρός αἰτίας ἐξημμένον ἔχει τό εἶναι (τό Πνεῦμα) ὅθεν καί ἐκπορεύεται· τοῦτο γάρ γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος ἔχει, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι, καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι» (᾿Επιστ. 38 πρός Γρηγόριον ἀδελφόν, 4). «῞Εν δέ Πνεῦμα ἅγιον προελθόν ἐκ τοῦ Πατρός ἤ καί προϊόν» (᾿Επιστ. 25. Ρὒ 35,1220).
294. Εἶναι ἐνδεικτικόν ὅτι, ὅταν ἀπαγγέλλεται τό περί ἁγίου Πνεύματος ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τό ἐκκλησίασμα κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ (προφανῶς ἀντιδρώντας –καί ἀνεπαίσθητα ἔστω– στήν κακοδοξία τοῦ filioque, πού τόσα δεινά ἐσώρευσε στήν ᾿Εκκλησία), πού πράττει τοῦτο καί στήν ἀπαγγελία τοῦ ἑπόμενου ἄρθρου, ὅπου διατρανοῦται ἡ πίστη στήν μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾿Εκκλησίαν, τήν ὁποίαν ὁ ὀρθόδοξος λαός ταυτίζει μέ τήν ἰδική του.
295. Στό Σύμβολο τῆς πίστεως τό filioque προστέθηκε γιά πρώτη φορά στήν ῾Ισπανία, στίς συνόδους τοῦ Τολέδου τό 547 καί τό 589. ῾Η προσθήκη ἔγινε γιά νά τονωθεῖ ἡ ὑπό τοῦ Δυτικογοτθικοῦ ᾿Αρειανισμοῦ προσβαλλομένη τότε στήν ῾Ισπανία θεότητα τοῦ Λόγου. Γιά νά ἐκπορεύει τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ Λόγος, πάει νά πεῖ ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος Θεός. Στά Φραγκικά σύμβολα τῆς πίστεως εἰσήχθη τό 769. ῾Η Ρώμη στήν ἀρχήν ἀντέδρασε κατά τῆς προσθήκης. ῾Ο Πάπας Λέων ὁ Γ´ (¶ 816) τή χαρακτήρισε ἀνεπίτρεπτη καί ἀντικανονική. Διέταξε μάλιστα νά τοποθετηθοῦν δύο πλάκες ἀργυρές στό ναό τοῦ ἁγίου Πέτρου, στίς ὁποῖες εἶχε χαραχθεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ῾Ελληνική καί τή Λατινική χωρίς τήν περιβόητη προσθήκη. ᾿Αργότερα ὅμως προστέθηκε τό filioque στό Σύμβολο ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο τόν Η´ (1014), πρᾶγμα πού προκάλεσε τή σθεναρή ἀντίδραση τῆς ᾿Ορθ. ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Κων/πόλεως Σέργιος (999) διέγραψε τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἀπό τά δίπτυχα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, στά ὁποῖα ὡς σήμερα κανένα παπικόν ὄνομα δέν ἐτέθη.
296. Βλ. ὅρον πίστεως τῆς 12ης Οἰκ. Συνόδου (Ιῢ) τοῦ Λατερανοῦ. ἲὸὃὧἂὃὼὸἶ, Εὃὴ῍ἂἶ. ὣὗἣὲ῏῝ (1947), σ. 199· «Ρὰὦὸἶ ὰ ὃ῟῝῝῏, ᾂ῝ἂ῟ὖ ὰ Ρὰὦἶὸ ὖ῏῝῏, ὰὴ ὣἆἂἶἂὦ῟ὖ ὣὰὃὴὦ῟ὖ ὰὲ ῟ὦἶ῏ἦ῟ὸ».
297. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί γιά νά στηρίξουν τήν περί filioque διδασκαλία τους, ἀνατρέχουν, μεταξύ τῶν ῾Ελλήνων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, κυρίως στόν Κύριλλον 178
᾿Αλεξανδρείας, ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ὁποίου σέ ὁρισμένα σημεῖα εἶναι ὄντως ἀσαφής, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὅτι ὁ ἱερός Πατήρ ἐνστερνίζεται στήν οὐσία της τήν κακοδοξία τοῦ filioque (βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας καί ᾿Επιφανίου Κύπρου. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1974). Εἶναι βέβαια γεγονός, ὅτι μία φράση τοῦ Κυρίλλου ὅτι τό Πνεῦμα εἶναι «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ», ἐπυροδότησε τά πνεύματα καί ἔγινε αἰτία νά δημιουργηθοῦν μεταξύ τῶν θεολογικῶν κύκλων τῆς ἐποχῆς διαμάχες γύρω ἀπό τό κορυφαῖο αὐτό σημεῖο τῆς πίστεως, ὥστε νά ἀναγκασθεῖ ὁ Θεοδώρητος Κύρου νά γράψει· «ἴδιον δέ τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ, εἰ μέν ὁμοφυές καί ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον ἔφη (ὁ Κύριλλος), συνομολογήσομεν καί ὡς εὐσεβῆ δεξόμεθα τήν φωνήν· εἰ δ᾿ ὡς ἐξ Υἱοῦ ἤ δι᾿ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν εἰληφός, ὡς βλάσφημον τοῦτο καί ὡς δυσσεβές ἀπορρίψομεν» (᾿Επιστ. 39. Ρὒ 77,173). ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ἔδωσε φυσικά τή δέουσα ἐξήγηση, ὅτι δηλαδή ἐκάλεσε τό Πνεῦμα «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ», ὄχι ὅτι ἔχει τήν ὕπαρξή του ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ διά τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά «κατά τόν τῆς οὐσίας λόγον», πρᾶγμα πού ἀπηχεῖ ὀρθῶς τήν ἐπί τοῦ θέματος πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἰς ἄλλο χωρίο του ὁ ἱερός Πατήρ ἐκφράζεται σαφέστερα· «πρόεισιν (τό Πνεῦμα) ἐκ ζῶντος Πατρός δι᾿ Υἱοῦ… Πρόεισι γάρ ἐξ αὐτοῦ κατά φύσιν καί δι᾿ Υἱοῦ χορηγεῖται τῇ κτίσει» (Ρὒ 76,553. 556).
298. Στό κέντρο τῆς σωτηρίας μονάχα ὁ Χριστός.
299. Στό σύγχρονο θεολογικό διάλογο μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν τό filioque κατέχει δεσπόζουσα θέση. Χρειάζεται δέ μεγάλη προσοχή στό χειρισμό τοῦ λεπτοῦ αὐτοῦ θέματος. Δέν ἀρκοῦν φραστικές διατυπώσεις οὔτε φιλοσοφικά λεπτολογήματα διά νά ἐπέλθει κάποια προσέγγιση, διφορούμενη καί χαλαρή. Χρειάζεται διόρθωση τῆς θεολογίας πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό filioque, στήν ὁποίαν ἔγκειται ἡ πραγματική διαφορά μεταξύ τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν.
300. Πράξ. 2,3.
301. «῞Οτε καταβάς τάς γλῶσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ ῞Υψιστος· ὅτε δέ τοῦ πυρός τάς γλῶσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καί συμφώνως δοξάζομεν τό πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον Πεντηκοστῆς).
302. Περισσότερα· ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστ. Δογμάτων, Α/1, σ. 381 ἑξ.
303. ῾Η ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος περιορίζεται ἄραγε στά αὐστηρά ὅρια τῆς ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας; ῾Η ἀπάντηση στό ἐρώτημα εἶναι φυσικά δύσκολη. ῎Αν ὅμως ἀποβλέψουμε στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τήν ἐλεύθερη ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος παρομοίασε μέ τόν ἀέρα πού πνέει ὅπου θέλει καί ἀκούεται ὁ συριγμός του χωρίς ὅμως νά ἐντοπίζεται ἡ προέλευση καί ἡ κατεύθυνσή του («τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καί τήν φύσιν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει», ᾿Ιω. 3,18), θά ἦταν ἐξεζητημένο νά προσπαθοῦμε νά περιορίσουμε σέ καθορισμένα ὅρια τό ἔργον τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο συνέχονται καί συγκρατοῦνται τά ὄντα πάντα, ζωογονούμενα ἀπό τή χάρη τῆς θείας του ἐνέργειας.

Άρθρον Πρώτον
Άρθρον Δεύτερον
Άρθρον Τρίτον
Άρθρον Τέταρτον
Άρθρον Πέμπτον
Άρθρον Έκτον
Άρθρον Έβδομον
Άρθρον Όγδοον
Άρθρον Ένατον
Άρθρον Δέκατον
Άρθρον Ενδέκατον
Άρθρον Δωδέκατον
Οι Δέκα Εντολές και ο Νόμος της Χάριτος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

(c) orthodoxanswers.gr Το παρόν site είναι αφιερωμένο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην υπερευλογημένη Θεοτόκο.
Με την χάρη του Τριαδικού Θεού οι "Ορθόδοξες Απαντήσεις" βρίσκονται στο διαδίκτυο από το 2006.