ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Εἴδαμε στήν ἀρχή τῆς μελέτης μας, ὅτι τά δόγματα τῆς πίστεως μαζί μέ τίς ἠθικές πράξεις τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται σέ μιά ἁρμονική μεταξύ τους σχέση, σέ μιά ἑνότητα πού σφραγίζει τό ὀρθόδοξο ἦθος, δηλαδή τόν ἰδιαίτερο τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἡ ᾿Ορθοδοξία ἐκφράζει τό ἐσώτερο βάθος της καί κάνει τήν ἐξωτερική της φανέρωση στόν κόσμο.
Μετά τά λίγα αὐτά, στή συνέχεια θά ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ πού ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτός ἐκφράζεται στίς δύο Διαθῆκες πού δόθηκαν στόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Θεό, ἡ μία (ἡ παλαιά) στό ὄρος Σινᾶ καί ἡ ἄλλη (ἡ νέα) στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλία τοῦ Κυρίου.
α) ῾Ο παλαιός Νόμος.
῾Ο παλαιός Νόμος δόθηκε στό ὄρος Σινᾶ τόν τρίτο μῆνα ἀπό τῆς ἐξόδου τῶν ῾Εβραίων ἀπό τήν Αἴγυπτο καί κατά τήν πορεία τοῦ λαοῦ πρός τή γῆ τῶν πατέρων του449.132
῾Ο Νόμος αὐτός δόθηκε μέ ἐξαιρετική μεγαλοπρέπεια, μέ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις, μέσα σέ καπνούς καί διάτορες φωνές σαλπίγγων, μέ ἀστραπές καί σέ νεφέλη γνοφώδη, ὥστε νά πτοηθεῖ ὁ σάρκινος ἐκεῖνος καί αἰσθησιακός λαός ἀπό τά ἠχηρά αὐτά ἐκδηλώματα, νά ἐντυπωσιαστεῖ καί νά μπορέσει νά λάβει ἔτσι κάποια αἴσθηση τῆς μεγάλης σημασίας τῆς θείας φανερώσεως καί τοῦ γεγονότος ὅτι μέ τήν τήρηση τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ θά γινόταν «λαός περιούσιος ἀπό πάντων τῶν ἐθνῶν»450. Τό γεγονός δέ, ὅτι ὁ Νόμος δόθηκε στό ὄρος ἔχει συμβολική ἀναγωγική σημασία. Τό ὄρος εἶναι τόπος ὑψηλός. ῾Η προσέγγιση τῆς κορυφῆς του ἀπαιτεῖ ἀνάβαση. ῞Ομοια καί ὁ Θεός κατοικεῖ στά ὑψηλά (στούς οὐρανούς), μακριά ἀπό τή χθαμαλότητα τῆς γῆς. Γιά νά προσεγγίσεις τήν ᾿Αλήθεια καί τό Νόμο του, πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλά, ν᾿ ἀφήσεις πίσω σου τά ταπεινά καί χαμαίζηλα, ν᾿ ἀποδεσμευτεῖς ἀπό ὅ,τι σέ κρατεῖ δεμένο μέ τή γῆ, ν᾿ ἀποκολληθεῖς ἀπό κάθε ὑλικό καί γήινο (ἡ ἔκφραση ἔχει σημασία τροπική). Τό ὄρος ὅπου κατέβη ὁ Θεός ἦταν τόπος ἅγιος. Στόν ἁμαρτωλό λαό ἀπαγορεύτηκε ἡ προσέγγισή του. Μόνον ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἀνέβηκε μαζί μέ τόν ἀδελφό του ᾿Ααρών στήν κορυφή, γιά νά συναντήσει ἐκεῖ τόν Θεό. ῾Ο λαός ὡστόσο στόν ὁποῖον ἀφοροῦσε ἄμεσα ἡ θεία φανέρωση, ἁγνίστηκε ἀπό τό Μωϋσῆ μέ νηστεία, ἐγκράτεια καί ἐξωτερικούς καθαρμούς, σάν ἕνα ἣἂὃἂἣ῟ἣ ἠθικῆς προετοιμασίας ἀπαραίτητης γιά τήν ὑποδοχή τοῦ ῾Αγίου.
῾Ο Νόμος, ἄν καί προσαρμοσμένος στήν ἠθικοπνευματική ἀντοχή τοῦ ἀνθρώπου τῆς παλαιᾶς οἰκονομίας, ὅμως, ὡς φανέρωμα τῆς λυτρωτικῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔκφραση τοῦ ἁγίου του θελήματος σέ μιά πρώτη φάση τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἔχει ἀκατάλυτο κῦρος καί ἰσχύ καί ἔμελλε, συμπληρούμενος, νά ἐνσωματωθεῖ στή νέα οἰκονομία τῆς χάριτος στό πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Περιλαμβάνει δέ ὁ Νόμος δέκα βασικές ἐντολές, οἱ ὁποῖες ρυθμίζουν τά καθήκοντα τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί τό συνάνθρωπο. ῎Ας τίς δοῦμε κάπως ἀναλυτικά.
᾿Εντολή πρώτη
«᾿Εγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. Οὐκ ἔσονταί σοι θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ».
Στήν ἐντολή αὐτή περιλαμβάνονται· μία δήλωση, μία ὑπόμνηση καί μία ἀπαγόρευση. Καί ἡ μέν δήλωση ἀφορᾶ στήν ἀλήθεια καί τήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ πάνω στό λαό. «᾿Εγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός Θεός σου, ὁ μοναδικός κύριος τῆς ζωῆς σου». ῾Η δέ ὑπόμνηση ἀναφέρεται στήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ ἀπό τό δουλικό ζυγό τῶν Αἰγυπτίων, τήν ὁποίαν ἔκανε πρόσφατα ὁ Θεός, συντρίβοντας τήν ἀλαζονεία καί τή δύναμη τοῦ Φαραώ. ῾Η ὑπόμνηση ἔχει ἄμεση ἀναφορά στήν πιό πάνω δήλωση τοῦ Θεοῦ. «Μή λησμονεῖτε –τούς ὑπενθύμιζε–ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού, ἀποδεικνύοντας τή μεγάλη μου δύναμη, σᾶς ἔσωσα θαυματουργικά ἀπό τήν κάκωση τῆς δουλείας». Στά λόγια αὐτά τονίζεται ἡ βαθιά ὑπαρξιακή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τό λαό του. ῾Ο Θεός δέν εἶναι ἐδῶ μία ἀφηρημένη θεότητα, μιά ἰδέα γενική καί ἀόριστη σάν κι αὐτές πού πλάθει μέ τό μυαλό του ὁ ἄνθρωπος, θεότητα παγερή καί ἀδιάφορη, ἀδύναμη νά βοηθήσει στήν ἱστορική του στιγμή τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός ὁ γεμάτος ἀγάπη πού μεριμνᾶ γιά τό πλάσμα του, ρυθμίζει καί καθοδηγεῖ τή ζωή του, παρεμβαίνει στίς δύσκολες ὧρες του, τό σώζει ἀπό κινδύνους καί περιπέτειες, τό περιέπει καί τό προστατεύει. ῾Η ἀπαγόρευση, τέλος, ἐκφράζει τήν ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός, μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, νά μένει πιστά προσκολλημένος σ᾿ αὐτόν, χωρίς νά στρέφεται σέ ἄλλους ξένους καί ἀλλότριους θεούς. Στήν πιστότητα αὐτή τοῦ λαοῦ 133
πού ἔρχεται σάν συνέπεια τῆς πιστότητος τοῦ Θεοῦ πρός τό λαό, συνάπτεται ἡ Διαθήκη, ἡ συμφωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. «᾿Εγώ εἶμαι ὁ κύριος ὁ Θεός, ὁ γεμάτος πιστότητα καί ἀγάπη προστάτης σας· ἄν καί σεῖς μείνετε πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στό Νόμο μου, θά σᾶς ἀναδείξω λαό μου περιούσιο, ἐκλεκτό μεταξύ τῶν ἄλλων λαῶν τῆς γῆς· θά σᾶς χορηγήσω τήν ἀλήθειά μου καί θά σᾶς περιβάλω μέ τήν ἀγάπη καί τήν προστασία μου». ῾Η Διαθήκη ἑπομένως τοῦ Θεοῦ μένει ἀταλάντευτη καί ἰσχυρή μόνο σέ περίπτωση καί στό μέτρο πού ὁ λαός τιμᾶ τήν ὑπόσχεσή του καί μένει κι αὐτός πιστός στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
᾿Εντολή δευτέρα
«Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑπό κάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγώ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλωτής ἀποδιδούς ἁμαρτίας πατέρων ἐπί τέκνα ἕως τρίτης καί τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με καί ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καί τοῖς φυλάσσουσι τά προστάγματά μου».
134
῾Η ἐντολή αὐτή ἀποτελεῖ προέκταση τῆς προηγούμενης. «Δέν θά ἔχεις ἄλλους θεούς –λέγει ὁ Κύριος– τῶν ὁποίων νά κατασκευάζεις εἰδωλικά ὁμοιώματα οὔτε ἀπό ὅσα ὑπάρχουν στόν οὐρανό, οὔτε ἀπό ὅσα ὑπάρχουν στή γῆ οὔτε καί ἀπό ὅσα κινοῦνται στά ὕδατα κάτω ἀπό τή γῆ (στίς θάλασσες). Τά ὁμοιώματα αὐτά δέν θά τά λατρεύσεις οὔτε θά τά προσκυνήσεις». Κάνει δέ καί μιά σημαντική δήλωση ὁ Θεός, θέλοντας νά θέσει τό λαό πρό τῶν εὐθυνῶν του (τό ἴδιο εἶχε κάνει καί στόν πρῶτον ἄνθρωπο, σχετικά μέ ἐνδεχόμενη παράβαση τῆς ἐντολῆς του πού θά γεννοῦσε τό θάνατο451). «Σᾶς ἀπαγορεύω τήν κατασκευή καί τήν προσκύνηση τῶν εἰδώλων, γιατί πρέπει νά ξεύρετε ὅτι εἶμαι Θεός ζηλωτής, πού φθάνω σέ σημεῖο νά τιμωρῶ τίς ἁμαρτίες τῶν πατέρων στά παιδιά τους μέχρι τρίτης καί τετάρτης γενεᾶς». Μέ τά λόγια αὐτά φοβίζει ὁ Θεός τό λαό, πού σκληροτράχηλος καί ἀπειθής καθώς ἦταν, μόνο τή γλώσσα αὐτή μποροῦσε νά κατανοήσει. ῎Αλλωστε δέν βρισκόμαστε στήν ἐποχή τῆς χάριτος, πού ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἔμελλε νά ἐνεργήσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων σάν αὔρα λεπτή καί ἀπαλή. Στήν παλαιά οἰκονομία τά ἐκδηλώματα τῆς θείας ἐνέργειας ἦσαν θορυβώδη καί βίαια, μέ ἄμεση ἀπάντηση τῆς θείας δικαιοσύνης στά παραπτώματα τοῦ λαοῦ σάν μέσο ἀνασχέσεώς του ἀπό τόν κατήφορο πρός τό κακό καί τήν εἰδωλολατρία. ᾿Εν πάσῃ περιπτώσει ὅ,τι λέγεται ἐδῶ κρύβει μιά πολύ μεγάλη ἀλήθεια· ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζηλωτής δηλαδή ἡ φύση του ζέει, εἶναι καυτή σάν φωτιά («πῦρ καταναλίσκον»452). Δέν εἶναι ψυχρός ἤ χλιαρός. Δέν μεταμελεῖται γιά τίς ἀποφάσεις του. ῾Η βούλησή του δέν ἔχει μεταπτώσεις καί γυρίσματα οὔτε γνωρίζει χαλάρωση στόν τόνο καί τήν ἔντασή της. Δέν λησμονεῖ οὔτε ἀμνηστεύει τήν ἁμαρτία, ἀλλά τήν τιμωρεῖ ὁπουδήποτε καί ἀπό ὁποιονδήποτε διενεργεῖται, μέ διαφοροποιήσεις φυσικά ἀνάλογα μέ τή βαρύτητα τῶν ἁμαρτημάτων καί στό μέτρο τῆς πεισματικῆς καί ἀμετανόητης ἐπιμονῆς σ᾿ αὐτήν τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως. Εἶναι φοβερόν, λέγει ἡ Γραφή, «τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»453. ῾Η ἀλήθεια αὐτή φαίνεται νά μή συνειδητοποιεῖται ὅσο θά ἔπρεπε ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα στή νέα Διαθήκη τῆς χάριτος, μέ τό σκεπτικό ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἐκδικητικός καί ὅτι ἡ ἄπειρη ἀγαθωσύνη του εἶναι πιό δυνατή ἀπό τή δικαιοσύνη του, ὥστε νά μήν εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά τιμωρηθεῖ αἰώνια ἀπό τόν εὔσπλαχνο καί πανοικτίρμονα Θεό. Λάθος μεγάλο, πού ὁ διάβολος μέ τέχνη περνᾶ στίς ἐπιπόλαιες καί ἀστήρικτες ψυχές, κάνοντάς τες νά λησμονοῦν ὅτι συναισθηματικοί ρομαντισμοί σάν κι αὐτούς πού παρατηροῦνται στά ἐπιπόλαια πλάσματα δέν ὑπάρχουν στόν ἅγιο καί ἀναλλοίωτο Θεό, πού μένει ἀμετάκλητα πιστός στούς λόγους καί τίς ἀποφάσεις του.
Στό στόχαστρο τῆς δευτέρας ἐντολῆς βρίσκεται ἡ εἰδωλολατρία, ἔναντι τῆς ὁποίας ὁ Θεός φέρεται μέ πολλήν αὐστηρότητα. Διότι αὐτή εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἁμαρτία. ῾Η μεγάλη ἀντίζηλος τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θέρισε τόν καρπό τῆς παρακοῆς στήν ᾿Εδέμ, ἐγκατέλειψεν ἀλόγιστα τόν Πλάστη του καί προσκολλήθηκε σέ ἄλλους ψεύτικους καί ἀνύπαρκτους θεούς. Τό μυαλό του σκοτίστηκε τόσο, ὥστε ἀνήγαγε σέ θεούς τά κτίσματα. Λάτρεψε τά οὐράνια σώματα, τά πλάσματα πού κινοῦνται στή γῆ καί τά ψάρια μέσα στίς θάλασσες. ᾿Εθεοποίησε τά φαινόμενα τῆς φύσεως, στήν οὐσία θεοποιώντας τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, γιατί κι αὐτός εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς φύσεως, ἕνα δημιούργημα. ᾿Επρόδωσε τή σχέση του μέ τόν ἀληθινό Θεό καί δέθηκε μέ τό ψέμα. ᾿Αποδείχτηκε μοιχός, προδίδοντας τό δεσμό του μέ τόν Πατέρα καί δημιουργώντας σχέσεις μέ ἄλλες ψεύτικες κι ἀνύπαρκτες θεότητες, προσκυνώντας εἴδωλα κωφά καί ἄλαλα. ῾Η εἰδωλολατρία εἶναι τό ψέμα, ἡ διαστροφή, ἡ ἀναλήθεια. Γκρεμίζει τόν Πλάστη καί στή θέση του ἀνεβάζει τό πλάσμα του. Εἶναι ἡ μεγάλη αὐθάδεια, ἡ ὕβρη, ἡ νόθευση τῆς ὑπάρξεως. Γι᾿ αὐτό κι ὁ Θεός στήν παλαιά οἰκονομία ἀπαντοῦσε ἄμεσα στή μεγάλη αὐθάδεια τοῦ λαοῦ τόν ὁποῖον ἐξέλεξε σάν θεματοφύλακα τῆς θείας του ἀλήθειας, ὅσες φορές αὐτός ἀθετοῦσε τήν πίστη του, λατρεύοντας τά εἴδωλα. Τόν 135
τιμωροῦσε πολύ αὐστηρά παραδίδοντας αὐτόν καί τά τέκνα του στό δουλικό ζυγό ἄλλων ξένων εἰδωλολατρικῶν λαῶν, γιά νά νιώσει ἔμπρακτα τό μέγεθος τῆς ἀλόγιστης συμπεριφορᾶς καί τῆς ἀχαριστίας του. ῞Οπως ἀπαντᾶ ὁ Θεός καί σέ κάθε ἄλλου εἴδους εἰδωλολατρία καί τῆς πιό ἐκλεπτυσμένης μορφῆς, στήν ὁποίαν περιέρχεται ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς, λησμονώντας τόν Θεό πού τόν ἔπλασε καί λατρεύοντας τίς ἰδέες, τίς δυνάμεις καί τίς δεξιοτεχνίες του καί γενικά τά ἔργα τῶν χειρῶν του.
᾿Εντολή τρίτη
«Οὐ λήψει τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γάρ μή καθαρίσει Κύριος τόν λαμβάνοντα τό ὄνομα αὐτοῦ ἐπί ματαίῳ».
῞Οπως ἅγιος καί σεβαστός εἶναι ὁ Θεός, ἄλλο τόσο ἅγιο καί σεβαστό πρέπει νά εἶναι καί τό ὄνομά του, πού ἐκφράζει τήν ἄπειρη οὐσία καί τίς θεῖες του ἐνέργειες. ῾Ο Θεός νομοθετεῖ τό σεβασμό τοῦ ὀνόματός του σάν μιά πιστοποίηση τῆς σοβαρότητος τῆς σχέσεως πού σφυρηλατεῖ ἡ Διαθήκη του μέ τό λαό του. Διότι, ὅπου τό ὄνομά του ἀλόγιστα διασύρεται, ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀγάπη, σεβασμός καί πιστότητα, ὁπότε ἡ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ κιβδηλεύεται. Στήν ἐντολήν ἀπαγορεύεται ἡ «ἐπί ματαίῳ», δηλαδή ἡ χωρίς σοβαρό λόγο ἀναφορά καί χρήση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τόσο συχνές στίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. ῾Η πρόχειρη καί ἄνευ λόγου λήψη τοῦ θείου ὀνόματος σημαίνει ἔλλειψη ἐκτιμήσεως καί σεβασμοῦ. ῎Αν ὁ συνετός ἄνθρωπος κρύβει τά ἱερά καί τά ὅσιά του βαθιά μέσα στή ψυχή του, δέν τά προφέρει ἀλόγιστα οὔτε τά διαπομπεύει, πόσο περισσότερο τό πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὀφείλει νά κρύβει στά βάθη τῆς καρδίας του, νά τό τιμᾶ ἐν σιγῇ καί νά τό λατρεύει! ᾿Απαγορεύει ὁ Θεός καί τιμωρεῖ αὐστηρά τήν πρόχειρη χρήση τοῦ ὀνόματός του πού γίνεται τόσο ἐπιπόλαια εἴτε γιά νά δοθεῖ σοβαροφάνεια στά λεγόμενα τῶν ἀνθρώπων εἴτε καί νά βεβαιωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν πράξεών τους. ᾿Απαγορεύει τόν πρόχειρο ὅρκο καί πολύ περισσότερο τήν ψευδορκία, πού εἶναι διασυρμός τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, σύμπτωμα ποταπότητος ψυχῆς. ῾Η ἀπαγόρευση τῆς «ἐπί ματαίῳ» λήψεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἐξυπακούει φυσικά τή χρησιμοποίησή του σέ περιπτώσεις σοβαρές454 πού ἀνακύπτουν στήν καθημερινότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῾Ο Κύριος θά συμπληρώσει ἀργότερα τόν Νόμο στό σοβαρό ζήτημα τοῦ ὅρκου. ῎Αν, τέλος, ἡ πρόχειρη λήψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύεται, φανταζόμαστε πόσο πιό πολύ ἀποτρόπαιη εἶναι ἡ βλασφημία τοῦ ἁγίου του ὀνόματος, πού εἶναι σύμπτωμα βαθιᾶς ἀκαθαρσίας καί βδελυρότητος ψυχῆς, ἔστω κι ἄν αὐτή γίνεται ἐπιπόλαια καί μηχανικά. Πῶς εἶναι –ἀλήθεια– δυνατόν ὁ βλάσφημος νά δεῖ πρόσωπο Θεοῦ;
᾿Εντολή τετάρτη
«Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σύ καί ὁ υἱός σου καί ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καί ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καί τό ὑποζύγιόν σου καί πᾶν κτῆνός σου καί ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. ᾿Εν γάρ ἕξ ἡμέραις ἐποίησεν ὁ Κύριος τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τήν θάλασσαν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς καί κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διά τοῦτο εὐλόγησεν ὁ Κύριος τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην καί ἡγίασεν αὐτήν».
Καί ἡ ἐντολή αὐτή ἐντάσσεται στή σειρά τῶν καθηκόντων πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεόν· ἀφορᾶ δέ στόν ἁγιασμό τῆς ἡμέρας τῶν Σαββάτων, πού εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ 136
Θεοῦ. Κατ᾿ αὐτήν γιορτάζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ᾿Αφοῦ σέ ἕξι μέρες τελείωσε τό δημιουργικό ἔργο του καί εἶδε ὅτι τοῦτο ἦταν «καλόν», σύμφωνο δηλαδή μέ τό σχέδιο τῆς δημιουργικῆς του ἐνέργειας, «ξεκουράστηκε» ἀπό τόν «κόπο» τῆς δημιουργίας, εὐλογώντας καί ἁγιάζοντας τήν ἡμέρα τήν ἑβδόμη. Τήν «ἀνάπαυση» αὐτή πρέπει νά τήν νοήσουμε ἱεροπρεπῶς καί ὄχι στά δικά μας φυσικά μέτρα, γιατί ὁ Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο πνεῦμα, δέν κουράζεται σωματικά ὅπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Μέ τή λήξη τῆς δημιουργίας ἔχουμε τόν πρῶτο σαββατισμό (ἀνάπαυση) τοῦ Θεοῦ. ᾿Αργότερα ὁ Χριστός θά τελέσει μέ τήν ταφή του τό δεύτερο σαββατισμό, μετά τό πέρας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του, ἐγκαινιάζοντας τήν ἡμέρα τήν ᾿Ογδόη, τόν ἄφθιτο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὡς γιορτή τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡμέρα ἁγία καί ἱερά. Εἶναι ἄξια τιμῆς καί σεβασμοῦ. ῞Οπως δέ, τίς ἡμέρες μεγάλων ἐθνικῶν καί ἱστορικῶν γεγονότων τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ ἀργία καί ἄλλες ἐκδηλώσεις ἑορταστικές, ἔτσι καί ὁ Θεός ἐπιβάλλει στό λαό του ἀργία καθολική καί ἀπόλυτη κατά τή δική του γιορτή. ᾿Απαγορεύεται κατ᾿ αὐτήν ἡ ἐργασία σ᾿ ὁλόκληρο τό οἰκογενειακό εὖρος τοῦ λαοῦ. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἐργάζονται οἱ γονεῖς, τά τέκνα, οἱ ὑπηρέτες, τά ζῶα πού εἶναι στή δούλεψη τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ προσήλυτοι πού μένουν προσωρινά κι ἐργάζονται στίς ἑβραϊκές οἰκογένειες.
῾Η ἀργία τῶν Σαββάτων δέν εἶναι μία ἁπλῆ τιμητική ἀφιέρωση στό δημιουργό Θεό, μία ἀνάμνηση τοῦ ἔργου του, κομμάτι τοῦ ὁποίου εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τόσους λόγους νά εὐχαριστεῖ καί νά δοξάζει τόν πλαστουργό του· εἶναι κατ᾿ ἐπέκταση καί σεβασμός πρός τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. ῾Η ἡμέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡμέρα καί τοῦ ἀνθρώπου. Στόν ἑβδοματικό χρόνο πού ἀνακυκλώνεται συνεχῶς σημαδεύοντας τή ζωή τοῦ πλάσματος, ἡ τελευταία ἡμέρα πρέπει νά εἶναι ἀνάπαυση ἀπό κάθε δούλεψη καί μόχθο. Καί ὄχι μονάχα σάν φραγμός στήν πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί σάν εὐκαιρία ἀνανεώσεως τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν του δυνάμεων, σάν εὐκαιρία «ἀναψυχῆς» καί ἐπιδόσεως σέ ἔργα ἀγαθά καί καλλιέργειας πνευματικῆς τῆς ψυχῆς.
᾿Αφ᾿ ἑτέρου πολύ συγκινητική εἶναι καί ἡ κοινωνική διάσταση τῆς ἐντολῆς, πού τόσο ἁπλόχερα ἐκφράζει τή διάσταση τῆς ἀγαπητικῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός δέν περιορίζει τήν ἀργία μονάχα στούς γαιοκτήμονες καί τίς οἰκογένειές τους, ἀλλά στούς ὑπηρέτες καί τούς μισθωτούς προσήλυτους καί σ᾿ αὐτά ἀκόμη τά ζῶα πού ἀδιαμαρτύρητα δουλεύουν γιά τό λίγο πού ἔχουν ἀνάγκη γιά νά ζήσουν. ῞Ολοι αὐτοί ἔχουν δικαίωμα στήν ἀνάπαυσή τους. ῾Ο ἄνθρωπος δέν πρέπει νά τούς τήν στερεῖ, πολύ δέ ὀλιγότερο νά τούς συμπεριφέρεται ἀπάνθρωπα καί δυναστευτικά.
Στήν Κ. Διαθήκη τό Σάββατο ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν Κυριακή455, ἡμέρα ἀφιερωμένη στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Καί κατ᾿ αὐτήν ἐπιβάλλεται ἀργία ἀπό τήν ᾿Εκκλησία καί τή χριστιανική πολιτεία. ῾Η Κυριακή εἶναι ἡ γιορτή τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποίαν ἀνακλᾶ ἡ χαρά τῆς ἀναστάσιμης θείας δόξας. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά τήν τιμοῦν καί νά τήν ἁγιάζουν μέσα στό πνεῦμα τῆς ὑψηλῆς κλήσεως καί τῆς ἀποστολῆς τους. Κάθε εἴδους προσβολή τῆς Κυριακῆς εἶναι προσβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας. Περιττό νά ποῦμε, ὅτι ἡ κυριώτερη ἐκδήλωση τιμῆς τῆς ἡμέρας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός.
᾿Εντολή πέμπτη
«Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καί ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπί τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι».
137
Μέ τήν ἐντολήν αὐτήν ἀρχίζει ὁ καθορισμός τῶν καθηκόντων τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον.
Σέ πρῶτο πλάνο τονίζεται ὁ σεβασμός καί ἡ τιμή πρός τούς γεννήτορες, πού εἶναι πρόσωπα ἱερά καί σεβάσμια. ῾Η περιωπή τῆς πατρότητος καί τῆς μητρότητος εἶναι πολύ ὑψηλή. Μέ τίς ἰδιότητες αὐτές ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνδημιουργός Θεοῦ. ῾Ο Θεός ἔτσι ἔταξε τά πράγματα, ἡ ζωή νά διοχετεύεται διά μέσου τῶν γονέων. ῾Επομένως εἴμαστε χρεῶστες σ᾿ αὐτούς γιά τό μεγάλο δῶρο τῆς ζωῆς, γιά τή δυνατότητα νά ὑπάρχουμε. Εἶναι, λοιπόν, φυσικό καί αὐτοί νά δικαιοῦνται τήν πρώτη μετά τόν Θεό θέση στήν ἀγάπη καί τό σεβασμό μας. Καί ὄχι ἁπλῶς γιά τό βιολογικό γεγονός τῆς γεννήσεως, ἀλλά καί γιά τήν περαιτέρω ἀνατροφή καί ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν πολλή φροντίδα καί ἀγάπη τους, γιά τό μόχθο καί τίς πίκρες πού νιώθουν στήν ἐνάσκηση τοῦ πατρικοῦ καί μητρικοῦ τους καθήκοντος.
῾Ο ἄνθρωπος πρέπει νά τιμᾶ καί νά σέβεται τούς γονεῖς του ὄχι ἁπλῶς διότι τό ἐπιτάσσει ὁ Θεός καί τό ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή του, ἀλλά καί διότι ἡ ἀπότιση τοῦ χρέους αὐτοῦ εἶναι πηγή τῆς δικῆς του εὐδοκιμήσεως καί εὐτυχίας· «ἵνα εὖ σοι γένηται…». Πραγματικά· ὅταν μεταξύ γονέων καί τέκνων ὑπάρχει ἡ σωστή σχέση, οἱ γονεῖς ἀγαποῦν καί παιδαγωγοῦν μέ φόβο Θεοῦ τά παιδιά τους, τά δέ παιδιά εἶναι εὐπειθῆ στούς γονεῖς καί ζοῦν στήν παραδοσιακή ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογένειας, δημιουργεῖται μία ἁρμονική κατάσταση τήν ὁποίαν εὐλογεῖ ὁ Θεός, καί ἡ ὁποία γίνεται καί ἀπό τίς δύο πλευρές πηγή χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως. ῾Ο υἱός πού φυλάσσει «νόμους πατρός» θά γίνει «ἐπ᾿ ἐσχάτων σοφός»456, πρᾶγμα πολυτίμητο διά τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ οἱ εὐχές τῶν γονέων θά στηρίζουν θεμέλια οἴκων τέκνων. Συγχρόνως τά παιδιά πού ἀνατράφηκαν σωστά ἀπο τούς γονεῖς, θά εἶναι πηγή εὐφρόσυνης χαρᾶς γι᾿ αὐτούς, κόσμημα καί στολίδι τῆς ψυχῆς τους457.
Καί αὐτά φυσικά σέ μιά οἰκογένεια πού ζεῖ καί κατευθύνεται ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχει καί τό ἀντίθετο φαινόμενο, οἰκογένειες πού νά ζοῦν χωρίς Θεό. Γονεῖς πού εἶναι ἄστοργοι, βίαιοι καί δυναστευτικοί στά τέκνα τους, τά παραδειγματίζουν κακῶς μέ τήν ἀπιστία καί τά πολλά πάθη τους καί σωρεύουν μνῆμες πικρές καί ὀργή στή ψυχή τους. ῞Οπως καί παιδιά σκληρά καί ἀχάριστα πρός τούς γεννήτορες στούς ὁποίους ἀρνοῦνται ἀπόδοση τῆς ὀφειλόμενης τιμῆς, τούς προπηλακίζουν καί τούς ἐγκαταλείπουν ἀπροστάτευτους στίς δύσκολες καί σκληρές ὧρες τους, ὅταν ἡ ζωή ἀρχίζει σιγά σιγά νά τούς ἐγκαταλείπει καί ἔχουν ἀνάγκη στηρίγματος καί βακτηρίας. ῾Η ἀχάριστη αὐτή διαγωγή στιγματίζεται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο υἱός πού μυκτηρίζει τή μητέρα του καί τήν ποτίζει μέ πικρία χαρακτηρίζεται ὡς ἄφρων458, ἐνῶ αὐτός πού διώχνει τούς γονεῖς του εἶναι «κοινωνός ἀνδρός ἀσεβοῦς»459. ῞Ομοια, αὐτῶν πού κακολογοῦν τούς γονεῖς «σβεσθήσεται λαμπτήρ, αἱ δέ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν ὄψονται σκότος»460. ᾿Ιδιαίτερα αὐστηρός εἶναι ὁ Νόμος στίς περιπτώσεις πού τά παιδιά σηκώνουν χέρι καί κτυποῦν τούς γονεῖς τους· «ὅς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἤ μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω» 461.
᾿Εντολή ἕκτη
«Οὐ μοιχεύσεις».
῾Η μοιχεία εἶναι σαρκική ἐξωσυζυγική σχέση, προσβλητική τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς τοῦ πλησίον. Εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα, ἡ βαρύτητα τοῦ ὁποίου εἶναι εὐθέως ἀνάλογη πρός τή βαρύτητα τῆς συζυγικῆς τιμῆς, πού εἶναι ὁ συνεκτικός ἱστός μιᾶς σωστῆς καί καθωσπρέπει οἰκογένειας. ῾Η συζυγική πίστη εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, τῆς 138
πιστότητος καί τοῦ σεβασμοῦ πού διακρατεῖ τούς συζύγους σέ μιά ἑνότητα ἁρμονίας καί ἀμοιβαίας ἀφοσιώσεως, ἡ ὁποία συντηρεῖ τόν οἰκογενειακό δεσμό καί τόν ἀνυψώνει σέ ἰσόβια σχέση κάτω ἀπό τήν εὐλογία καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. ῾Η μοιχεία καταστρέφει τό δεσμό αὐτό. Εἶναι βάναυση προσβολή τῆς προσωπικότητος τοῦ ἤ τῆς συντρόφου, καταπάτηση τῶν ὅρκων πίστεως καί διασυρμός τῆς ἱερότητος τοῦ γαμικοῦ δεσμοῦ. ῾Ο μοιχός ἀδικεῖ τό σύντροφο μέλος, προσβάλλοντας τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό πού δικαιωματικά τοῦ ἀνήκουν. Προσβάλλει τήν οἰκογένεια τήν ὁποίαν οὐσιαστικά διαλύει μέ τήν ἀνάρμοστη διαγωγή του, διασύροντας συγχρόνως καί τά λοιπά μέλη της. Καί ἐπειδή ἡ οἰκογένεια εἶναι τό ζωτικό κύτταρο τῆς κοινωνίας, ὁ μοιχός ἀδικεῖ κατ᾿ ἐπέκταση καί τήν κοινωνία, διαλύοντάς την στό μέτρο τῆς προσωπικῆς του συμμετοχῆς καί εὐθύνης. Τέλος ὁ μοιχός προσβάλλει καί τόν ἴδιο τόν Θεό, πού εἶναι ὁ φυσικός νομοθέτης τοῦ γάμου, τόν ὁποῖον ἐθέσπισε γιά τή συμπλήρωση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τή διαιώνιση τοῦ εἴδους.
῾Η μοιχεία, ἡ ὁποία εἶναι πρόξενος καί πολλῶν ἄλλων κακῶν, εἶναι ἁμάρτημα θανάσιμο, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αἰώνια ἀποκοπή του ἀπό τόν Θεό. ᾿Επειδή δέ προσβάλλει καί τόν κοινωνικό θεσμό, ἀποτελεῖ ἔγκλημα τό ὁποῖο τιμωρεῖ καί ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο παλαιός Νόμος τιμωροῦσε τούς μοιχούς μέ λιθοβολισμό462. ῾Ο Σωτήρ τή μοιχεία τή θεώρησε ὡς τό μόνο λόγο διαλύσεως τοῦ γάμου463. Στή συνέχεια θά δοῦμε πῶς ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τήν ἀπαγόρευση αὐτή τοῦ Νόμου.
᾿Εντολή ἑβδόμη
«Οὐ φονεύσεις».
῎Αν ἡ μοιχεία εἶναι προσβολή τῆς συζυγικῆς τιμῆς, ὁ φόνος εἶναι κατάλυση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Εἶναι ἁμάρτημα μεγαλύτερο τῆς μοιχείας, στό μέτρο πού ἡ ζωή εἶναι τό ὕψιστο φυσικό ἀγαθό, πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Εἶναι καί αὐτός ἀδικία πρός τό συνάνθρωπο, τήν κοινωνία καί τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δωρεοδότης τῆς ζωῆς. ῾Ο ἐσκεμμένος ἰδιαίτερα φόνος προδίδει φύση ἄγρια, φαγωμένη ἀπό τό μῖσος καί τήν ἐμπάθεια, ψυχή δουλωμένη στήν κακουργία τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος. Εἶναι τό θλιβερότερο σύμπτωμα τῆς ἁμαρτίας, ὅπως τό βλέπουμε στό φονικό χέρι τοῦ Κάϊν, πού φορτισμένο μέ ἄγριο θυμό καί σκοτεινή ζήλεια, σκότωσε τόν ἀδελφό του464, γεμίζοντας ἀπό τότε μέ αἵματα τή γῆ. ῾Ο φόνος εἶναι καταστροφή καί ἀφανισμός τῆς ὑπάρξεως, ἡ ἁμαρτία στήν εἰδεχθέστερή της μορφή. Σέ καθολική συλλογική μεγέθυνση μετατρέπει σέ κόλαση τή γῆ. Τή σπείρει μέ καταστροφές καί χαλάσματα, τή γεμίζει μέ πόνο καί δάκρυα. ῾Ο πόλεμος στό στυγνό καί ἀποτρόπαιο μεγαλεῖο του!
῾Η ζωή εἶναι ὑπέρτατο δῶρο Θεοῦ. Κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει. Θά τήν πάρει μονάχα αὐτός πού τήν ἔδωσε. ῾Η εὐθανασία δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐρείσματα στό Νόμο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φόνος, ἔστω κι ἄν ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Πολύ δέ περισσότερο ἡ αὐτοκτονία, πού εἶναι ἔγκλημα χειρότερο ἀπό τό φόνο, γιατί δέν εἶναι μόνο αὐτοπροαίρετη ἀφαίρεση τοῦ δώρου τῆς φυσικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἀφαίρεση τῆς αἰώνιας ζωῆς τῆς ψυχῆς. Στό αὐτό μέτρο καί ἡ ἐμβρυοκτονία εἶναι πράξη στυγητή καί ἀποτρόπαιη, ὡς κατάλυση τῆς ζωῆς στό πρῶτο της τρυφερό ξεκίνημα!
῾Ο φόνος, ὡς τό μέγιστο ἀντικοινωνικό κακό, τιμωρεῖται αὐστηρά καί ἀπό τόν ἀνθρώπινο νόμο. ῾Ο παλαιός Νόμος τοῦ Θεοῦ τιμωροῦσε τούς φονεῖς μέ θάνατο, φθάνοντας σέ σημεῖο νά τιμωρεῖ μέ τό ἴδιο μέτρο (μέ λιθοβολισμό) καί τά ζῶα, στίς περιπτώσεις πού αὐτά τύχαινε νά σκοτώσουν ἄνθρωπο465. ῾Ο Νόμος τῆς χάριτος θά συμπληρώσει τόν παλαιό Νόμο καί στό σημεῖο αὐτό.
139
᾿Εντολή ὀγδόη
«Οὐ κλέψεις».
῎Αν ἡ μοιχεία εἶναι ἀφαίρεση τῆς συζυγικῆς τιμῆς, ἡ κλοπή εἶναι ἀφαίρεση τῆς περιουσίας τοῦ πλησίον. Εἶναι κακό ὁπωσδήποτε μικρότερο τοῦ φόνου, ἴσως δέ καί μικρότερο τῆς μοιχείας –ἐκτίμηση πού θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τήν ἀξιολόγηση πού κάνει ὁ καθένας τῶν δύο αὐτῶν ἀδικημάτων· δέν παύει ἐν τούτοις νά εἶναι προσβολή πρός τό συνάνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἀφαιρεῖ αὐτό πού κατέχει, τό ὁποῖον εἶναι τόσο ἐξυπηρετικό τῆς ζωῆς του. ῾Η κλοπή εἶναι βαρύ κοινωνικό ἀδίκημα πού ἀναστατώνει τίς ὁμαλές σχέσεις καί τήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εμφαίνει ἀπληστία καί σκληρότητα ψυχῆς καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει καί σέ πολλά ἄλλα κακά. ῾Ο κλέπτης εἶναι πρόσωπο στυγητό καί ἐπικίνδυνο. Οὔτε δέ ἡ ἀνέχεια, παρά τά πολλά ἐλαφρυντικά πού μπορεῖ νά ἔχει, μπορεῖ νά χρησιμεύσει ὡς δικαιολογία τῆς κλοπῆς. Σέ καθυστερημένες κοινωνίες ἡ κλοπή τιμωρεῖται πολύ αὐστηρά. ᾿Αλλά καί στίς προηγμένες, ὅπου ἡ κλοπή ἀνάγεται σέ ἐπιστήμη, προσλαμβάνοντας ποικιλία μορφῶν, τιμωρεῖται ἐξ ἴσου αὐστηρῶς ἀπό τούς κειμένους νόμους τῆς πολιτείας. ᾿Αμνήστευση τῆς κλοπῆς ἰσοδυναμεῖ μέ ἀφανισμό τῆς κοινωνίας. ῾Ο Μωσαϊκός Νόμος εἶναι πολύ αὐστηρός στό ἀδίκημα τῆς κλοπῆς, ἀσχολούμενος λεπτομερῶς μέ τίς ποικιλομορφίες της, τίς ὁποῖες καί τιμωρεῖ ἀνάλογα466.
᾿Εντολή ἐνάτη
«Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατά τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ».
Καί ἡ ψευδομαρτυρία εἶναι ἀδίκημα κατά τοῦ πλησίον, πλήττουσα τό καλό ὄνομα, τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν καλή φήμη του. Μπορεῖ νά λάβει πολλές μορφές· ψεύτικη βεβαίωση στά δικαστήρια, κατασυκοφάντηση, διαβολή, κατηγορία. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις εἶναι διαστροφή τῆς ἀλήθειας, λόγος πικρός πού σκοπό ἔχει νά διασύρει καί νά βλάψει τό συνάνθρωπο καί νά ἐξυπηρετήσει ἀτομικά συμφέροντα καί ἄλλες σκοτεινές ἐπιδιώξεις. Τά ἐλατήρια τῆς ψευδομαρτυρίας εἶναι ποταπά. Γεννιέται σέ ψυχές κακεντρεχεῖς καί φθονερές, οἱ ὁποῖες χαίρονται στήν κακοδαιμονία καί κακοπραγία τοῦ πλησίον. Μπορεῖ δέ νά γίνει πρόξενος καί πολλῶν ἄλλων κακῶν. Νά ὁδηγήσει σέ φυλάκιση ἤ θάνατο ἀθώους. Νά καταρρακώσει τιμές καί ὑπολήψεις, νά διαλύσει οἰκογένειες, νά ὁδηγήσει σέ κοινωνικό διασυρμό πρόσωπα ἔντιμα καί εὐυπόληπτα. Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν κάρφωσε στό ξύλο τοῦ σταυροῦ467. ῾Η ψευδομαρτυρία σκοτώνει ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ φόνος. Αὐτός σκοτώνει τό «ζεῖν»· ἐκείνη τό «εὖ ζεῖν». Θάνατος καί στίς δύο περιπτώσεις. ῾Η ψευδομαρτυρία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, γιατί προσβάλλει βάναυσα τό πλάσμα του καί εἶναι βλάστημα τοῦ διαβόλου στίς ψυχές, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ ἐφευρέτης τῆς διαβολῆς, μέ τήν ὁποίαν πλάνεψε τήν Εὔα468 καί σκότωσε τόν πρῶτον ἄνθρωπο. Εἶναι παράλληλα καί μεγάλο κοινωνικό ἀδίκημα, τό ὁποῖο τιμωρεῖ αὐστηρά ὁ ἀνθρώπινος νόμος. ᾿Ιδιαίτερα εἰδεχθής εἶναι ἡ ψευδομαρτυρία στά δικαστήρια, πού, ἄν καί λαμβάνει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ (ψευδής ὅρκος), γίνεται κατ᾿ ἐπάγγελμα πρός πορισμό χρημάτων καί ἐπιδίωξη ἄλλων ἀθέμιτων σκοπῶν. Οἱ ψευδομάρτυρες καί συκοφάντες σέ ὅλα τά πλάτη καί τά μήκη τῆς γῆς εἶναι πρόσωπα στυγητά καί ἀνυπόληπτα, θεωρούμενα ὡς κοινωνικά καρκινώματα.
140
᾿Εντολή δεκάτη
«Οὐκ ἐπιθυμήσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. Οὐκ ἐπιθυμήσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρόν αὐτοῦ οὔτε τόν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντός κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστίν».
῾Ο Νόμος ἐδῶ σκάβει βαθύτερα στό ἐσωτερικό βάθος τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀπαγορεύει ἁπλῶς τήν ἐξωτερική πράξη, ἀλλά εἰσχωρεῖ στό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς, γιά νά συναντήσει ἐκεῖ καί ἀπαγορεύσει τήν ἐπιθυμία, πού εἶναι ἡ ρίζα κάθε κακῆς πράξεως. Τό ἴδιο θά κάνει ἀργότερα καί ὁ Σωτήρ στό ἔδαφος τῆς Νέας Διαθήκης. Θά καταδικάσει τήν ἔνοχη ἐπιθυμία, ἀπό τήν ὁποίαν τροφοδοτεῖται κάθε προσβολή τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς τοῦ πλησίον.
Τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς αὐτῆς βρίσκεται σέ ἄμεσο συσχετισμό μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς κλοπῆς πού νομοθετεῖ ἡ ὀγδόη ἐντολή. «῎Οχι ἁπλῶς δέν θά κλέψεις, ἀλλά καί δέν θά ἐπιθυμήσεις ὅ,τι ἀνήκει στόν πλησίον σου. Δηλαδή δέν θά ἐπιθυμήσεις –μέ σκοπό νά θελήσεις νά κάνεις δικά σου– τή γυναίκα τοῦ διπλανοῦ σου, τό σπίτι του, τό χωράφι του, τόν ὑπηρέτη του, τήν ὑπηρέτριά του, τό βόδι του, τόν ὄνο του καί γενικῶς κάθε ζῶο πού εἶναι ἰδιοκτησία του». ῾Η ἔνοχη ἐπιθυμία, ἰδίως ὅταν χρονίσει στή ψυχή, θά βρεῖ κάποτε διέξοδο ὥστε νά μετουσιωθεῖ σέ πράξη, μέ ὅλες τίς συνέπειες καί τά τραγικά της ἀποτελέσματα. Γνωρίζουμε δέ πόσο ἀκριβά κόστισε στό συνετό κατά τά ἄλλα Δαβίδ ἡ ἔνοχη ἐπιθυμία τῆς ὡραίας συζύγου ἑνός ἀπό τούς ἀξιωματικούς του, ἡ ἀπόκτηση τῆς ὁποίας τόν ὁδήγησε σέ διπλό ἔγκλημα469 (μοιχεία καί φόνο!). Καί εἶναι μέν δύσκολο νά κυριαρχήσει κανείς στίς πονηρές καί ἔνοχες ἐπιθυμίες του. ῞Ομως αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλής τρόπος θωρακίσεως τοῦ ἀνθρώπου στίς τόσες ἐπιθέσεις καί ἐπιβουλές πού γίνονται κατά τοῦ πλησίον, οἱ ὁποῖες δηλητηριάζουν τίς ἀδελφικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί σωρεύουν τόσα δεινά στήν κοινωνική τους συμβίωση.
Οἱ ἐντολές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅπως πιό πάνω τίς εἴδαμε, ἐκφράζουν μέ λόγια ἁπλᾶ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Θεός τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πατέρας ὁ γεμάτος στοργή καί ἀγάπη πρός τά πλάσματά του, καί ὁ νομοθέτης ὁ ἅγιος, τοῦ ὁποίου οἱ ἐντολές ἀποβλέπουν στή σωστή τοποθέτηση τοῦ πλάσματος στά κορυφαῖα ζητήματα τῆς ὑπάρξεως καί τήν εὐτυχία του. ῾Ο ἄνθρωπος ἀφ᾿ ἑτέρου πού βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ἀληθινά στό μέτρο πού εἶναι κτισμένος στό θέλημα καί τήν ἀλήθεια τοῦ πλάστη του. Στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει οὐσιαστικά ὁ Θεός. ῾Η ψυχή του εἶναι εἰκόνα τοῦ πλαστουργοῦ της, στήν ὁποίαν λάμπουν οἱ χαρακτῆρες τοῦ θείου ἀρχετύπου της. ῾Ο ἄνθρωπος συγγενεύει μέ τόν Θεό καί ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ εἶναι ὄν ἄξιο καί σεβαστό. ᾿Εν τούτοις ἡ πτώση του στήν ἁμαρτία ἀμαύρωσε τήν ὄμορφη φύση του καί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν κτίστη του, μέ συνέπεια νά περιέλθει στή δυστυχία καί τήν ἔσχατη ἐξαθλίωση.
῾Ο Νόμος προσπαθεῖ νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά σταθεῖ στήν ἀλήθειά του καί νά ζήσει εὐτυχισμένος στή ζωή του. Αὐτό θά γίνει πρώτιστα μέ τήν ὀρθή τοποθέτηση καί τή σωστή σχέση του μέ τόν Θεό. Πρέπει ν᾿ ἀποφεύγει τήν εἰδωλολατρία πού εἶναι τό μέγιστο ἁμάρτημα, γιατί εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποίαν ὑπάρχει ὁ θάνατος. ῞Οταν δέ ἀγαπᾶ καί λατρεύει ἀληθινά τόν Θεό, θά δημιουργήσει αὐτόματα καί τή σωστή σχέση του μέ τό συνάνθρωπο. Θά τόν βλέπει σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, ἀδελφό, εἰκόνα Θεοῦ. Θά βλέπει σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. ῾Επομένως δέν θά τόν βλάψει. Δέν θά πλήξει τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν τιμή του, δέν θά ἀφαιρέσει τή ζωή καί τήν περιουσία του οὔτε καί θά κοιτάξει μέ ἔνοχη ἐπιθυμία τά ἀγαθά του. ῾Η ἀπαγόρευση τῆς ἐντολῆς 141
ἀποσκοπεῖ στή διατήρηση εἰρηνικῶν σχέσεων στήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων, πρᾶγμα πού στήν ἐποχή πού δόθηκε σήμαινε πολλά. Βεβαίως λεπτότερες καί πνευματικότερες διεισδύσεις δέν μποροῦσε νά κάνει ὁ παλαιός Νόμος, διότι ἡ ἐποχή πού δόθηκε δέν ἦταν ἀκόμη ὥριμη. Αὐτό θά τό κάνει ἀργότερα ὁ Νόμος τῆς χάριτος, πού θά δοθεῖ στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Τόν Νόμο αὐτό θά τόν δοῦμε περιληπτικά στή συνέχεια.
β) ῾Ο Νόμος τῆς Χάριτος.
῾Ο Νόμος τῆς Κ. Διαθήκης δόθηκε στόν ἄνθρωπο ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, δηλαδή εἶχεν ὡριμάσει ὁ καιρός τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀνοιχτός στήν ὑποδοχή τῆς θείας δωρεᾶς. Δόθηκε δέ στό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. ῏Ηταν νόμος λυτρωτικός, ὡς ἔκφραση τῆς φανερωμένης θείας ἀλήθειας. ᾿Ενῶ δέ ὁ παλαιός Νόμος, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἦταν καί αὐτός ἔκφραση τοῦ θείου θελήματος, βρισκόταν σέ μιά μᾶλλον ἐξωτερική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, στή ψυχή τοῦ ὁποίου ἐτόνιζε περισσότερο τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας χωρίς παράλληλα νά παρέχει σ᾿ αὐτήν καί τή δύναμη ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν του, ὁ νέος Νόμος τοῦ Εὐαγγελίου, ριζωμένος στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, εἰσχωροῦσε βαθιά καί ἀνεμόχλευε τήν ἀνθρώπινη ψυχή470, τήν πυρπολοῦσε μέ τή φωτιά τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀναγεννοῦσε μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθιστώντας δυνατή τήν ἐφαρμογή τῶν θείων ἐνταλμάτων.
Τό νέο κρασί τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος δέν μποροῦσε νά χωρέσει στά παλαιά ἀσκιά471, τά ὁποῖα παραμερίστηκαν ὡς ἄχρηστα. ῞Ομως τό παλαιό κρασί δέν πετάχτηκε κι αὐτό ὡς ἄχρηστο. ῾Ο Θεός δέν τό ἔχυσε, ἀλλά τό ἔβαλε στούς νέους τῆς χάριτος ἀσκούς καί τό ἀνακάτεψε μέ τό καινούργιο του κρασί, μέ τό ὁποῖο κέρασε τόν κόσμο ὁ σαρκωθείς Λόγος του. ῾Ο Νόμος τοῦ Εὐαγγελίου δέν κατάργησε τό Νόμο τῆς παλαιᾶς οἰκονομίας472. Τόν δέχτηκε μέσα του καί τοῦ ἔδωσε ὅλη τή δροσιά καί τή ζωντάνια του. Τόν συνεπλήρωσε μέ τό νέο πνεῦμα του, τόν ἐσφράγισε μέ τή λυτρωτική του ἀλήθεια καί τόν ἐτοποθέτησε στή λειτουργία τῆς νέας σωτήριας οἰκονομίας, ὅπου ἔπνεε σέ ὅλη τήν ἀποκαλυπτική του φανέρωση τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
῾Ο νέος Νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι διάσπαρτος σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Κ. Διαθήκης, στά Εὐαγγέλια, στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, στίς ᾿Επιστολές καί τήν ἱερή ᾿Αποκάλυψη. ᾿Εμεῖς θά ρίξουμε λίγες μονάχα ματιές στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλία τοῦ Κυρίου, στήν ὁποία σκιαγραφεῖται τό νέο ἦθος τῆς Χάριτος, τό γεμάτο καλωσύνη καί ἀγάπη, καί χαράσσεται ἡ χριστιανική πνευματικότητα σέ ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ἁπλότητος καί τῆς θείας της δυνάμεως.
Τήν ὁμιλία του αὐτήν ὁ Κύριος ἐξεφώνησε πάνω σέ ὄρος473 (ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία της· ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλία), σέ ὕψωμα κοντά στή λίμνη τῆς Γαλιλαίας. Εἶχε συρρεύσει ὄχλος πολύς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τό σωτήριο λόγο του. ῾Ο Κύριος, καθίσας, ἄνοιξε τό στόμα του καί ἐδίδασκεν αὐτούς.
῾Η ῾Ομιλία ἀρχίζει μέ τούς μακαρισμούς (ὀκτώ τόν ἀριθμό) πού λέγονται ἔτσι γιατί ἀρχίζουν μέ τή λέξη «μακάριοι» (= εὐτυχισμένοι)474. Στούς μακαρισμούς ἀποτυπώνεται τό νέο πνεῦμα τῆς χάριτος, πού ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο σέ μιά καινούργια ἠθική καί πνευματική σφαίρα, τοῦ χορηγεῖ μιά ἰδιαίτερη πνευματικότητα πέρα ἀπό τά συνηθισμένα μέτρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί καταχωρίζονται σ᾿ αὐτούς τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ –τά ἀντινομικά ὡς ἐπί τό πλεῖστον στό φυσικό ἄνθρωπο– μέ τήν τήρηση τῶν ὁποίων αὐτός (ὁ ἄνθρωπος) πετυχαίνει τήν ἀληθινή του εὐτυχία στή ζωή.
῾Ο πρῶτος μακαρισμός ἀναφέρεται στήν πνευματική φτώχεια σάν προϋπόθεση κληρονομίας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν 142
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ποιούς ὅμως θεωρεῖ πτωχούς τῷ πνεύματι ὁ μακαρισμός; Φυσικά ὄχι αὐτούς πού ἔχουν λιγοστό μυαλό, τούς διανοητικά καθυστερημένους ἤ τούς χαζούς (τούς «ἀγαθούς»). Πτωχοί τῷ πνεύματι εἶναι οἱ ταπεινοί, αὐτοί πού συστέλλονται καί ζαρώνουν μπροστά στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ, πού, κατανοώντας τή δική τους πνευματική μηδαμινότητα καί τήν ἠθική τους ἔνδεια, συντρίβονται, ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς475. Αὐτοί πού δέν ἔχουν φουσκωμένα μυαλά, δέν ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους (οἱ ὑψηλόφρονες), γνωρίζουν τά μέτρα καί τίς δυνατότητές τους καί δέν κομπάζουν ἀλαζονικά καί μάταια, ὅπως ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς476. Αὐτά τά ἥσυχα καί ταπεινά πλάσματα, τά ἄσημα καί διασυρμένα συνήθως στόν κόσμο, εἶναι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, στούς ὁποίους ἀναπαύεται ὁ Θεός καί πνέει ἡ χάρη του477 καί τά σφίγγει τό ἔλεός του, χορηγώντας τους ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἀγαλλίαση ψυχῆς. Αὐτά εἶναι τά ὄμορφα κι εὐωδιαστά λουλούδια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν φυτρωμένα στή γῆ, τήν ὁποίαν συμπνίγουν οἱ σκληρές πέτρες καί τά ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας. Τήν πνευματικήν αὐτή φτώχεια δέν μποροῦν φυσικά νά τήν ἐννοήσουν οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν αἴσθηση καί «νοῦν» Χριστοῦ478 καί ζοῦν μακριά ἀπό τή λυτρωτική δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου.
῾Ο δεύτερος μακαρισμός ἀναφέρεται σέ ὅσους πενθοῦν, οἱ ὁποῖοι θά παρηγορηθοῦν· «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». ᾿Εδῶ τό πένθος πού λαμβάνεται σάν προϋπόθεση τῆς θείας παρακλήσεως, δέν εἶναι φυσικά τό κοινό πένθος, ἡ ἐξωτερική ἔκφραση λύπης πού νιώθουν οἱ ἄνθρωποι ὅταν χάσουν ἀγαπημένα τους πρόσωπα ἤ ἄλλα πράγματα χρήσιμα στή ζωή τους· ἀλλά τό ἐσωτερικό πένθος, ἡ λύπη τῆς καρδίας γιά τήν ἀπώλεια τῆς χάριτος καί τήν ἀποξένωση ἀπό τόν Θεό, πού ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία. Τό πένθος ἐδῶ ἔχει γενετική σχέση μέ τήν πνευματική φτώχεια τοῦ προηγούμενου μακαρισμοῦ. ῞Οσοι εἶναι συντετριμμένοι γιά τήν πνευματική τους ἔνδεια καί πονοῦν γιά τά πολλά τους ἁμαρτήματα, αὐτοί πενθοῦν καί θλίβονται στό ἐσώτερο ταμεῖο τῆς ψυχῆς τους. Τό πένθος τους ὅμως αὐτό εἶναι πένθος ἰδιότυπο, πένθος χαροποιό καί μακάριο. Δέν εἶναι σάν τήν κοσμική λύπη πού σβήνει τό λυχνάρι τῆς ψυχῆς. Εἶναι χαρά καί λύπη μαζί· χαρμολύπη ψυχῆς πού γεννᾶ τό παράδοξο τοῦ Θεοῦ, λύπη λυτρωτική καί σωτήρια τήν ὁποία προκαλεῖ ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ, ἡ παρηγοριά τοῦ θείου Παρακλήτου πού ἁπαλά λουλουδίζει στόν ἀγρό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Τοῦ τρίτου μακαρισμοῦ ὑπόθεση εἶναι ἡ πραότητα· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν». Εὐτυχισμένοι εἶναι οἱ ἥσυχοι καί οἱ πρᾶοι, γιατί αὐτοί θά κληρονομήσουν τή γῆ, δηλαδή θά ζήσουν εὐτυχισμένοι καί στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά –καί κυρίως– στή μέλλουσα ζωή, τή γῆ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. ῾Η πραότητα εἶναι τό ἐκχείλισμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές τίς φτωχικές, πού πενθοῦν γιά τ᾿ ἁμαρτήματά τους. Σ᾿ αὐτές ἀπαντᾶ ὁ Θεός μέ τό Πνεῦμα του, χαρίζοντάς τους τήν εἰρήνη τήν ὑπερβαίνουσα «πάντα νοῦν»479, πού βρίσκεται πέρα ἀπό κάθε νοητική αἴσθηση καί κατάληψη. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος πετύχει τή σωστή σχέση του μέ τό δημιουργό καί σωτῆρα του, γαληνεύει ἐσωτερικά ἀπό τήν ἀγριεμένη συνείδηση καί εἰρηνεύει στίς ἐξωτερικές σχέσεις του μέ τό συνάνθρωπο καί τή φύση ὁλόκληρη. Εἶναι ἤπιος, μειλίχιος, εὐγενικός. Γαληνεύει μέχρι σημείου πού νά τιθασσεύει καί τά ἄγρια ἀκόμα θηρία. Δέν ἔχει θυμικά ἐκσπάσματα καί ἐξαλλοσύνες. Οἱ θύελλες τῶν παθῶν δέν σαλεύουν τό πνεῦμα του. Δέν δημιουργεῖ ἀναστατώσεις καί ἔριδες. Δέν εἶναι βίαιος καί δυναστευτικός στή συμπεριφορά του. Τά λόγια του εἶναι λίγα, εἰρηνικά καί ἀφοπλιστικά. Οἱ ψυχικοί βρασμοί πού δημιουργοῦνται ἀπό τό κόχλασμα τῆς ἁμαρτίας καί τή σαλεμένη συνείδηση, δέν ἔχουν πρόσβαση στή γαληνεμένη καρδιά του. Δέν σπάει τίς ἁλυσίδες του γυρνώντας στίς ἐρημιές καί στά μνήματα καί κακοποιώντας τό 143
συνάνθρωπο, ἀλλά κάθεται «σωφρονῶν καί ἱματισμένος»480 παρά τούς πόδας τοῦ ῎Αρχοντος τῆς εἰρήνης, τοῦ «πράου καί ταπεινοῦ τῇ καρδίᾳ»481. ῾Ο πρᾶος εἶναι στοιχεῖο ἐξισορροπητικό τῆς κακότητος τῆς κοινωνίας. ῾Η παρουσία του ἐμπνέει σεβασμό καί σιγουριά. Εἶναι παρουσία μέ βάρος καί ὑπευθυνότητα. Εἶναι τό στολίδι τῆς ζωῆς.
Στόν τέταρτο μακαρισμό θεωροῦνται ἀπό τόν Κύριον εὐτυχισμένοι ὅσοι πεινοῦν καί διψοῦν τή δικαιοσύνη, διότι αὐτοί θά χορτάσουν ἀπό τό ἀγαθό τοῦ Θεοῦ· «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται». ῾Η δικαιοσύνη ἐδῶ εἶναι κατά κύριο λόγο τό ἦθος καί ἡ ἀρετή τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτά ἐκφράζονται στίς ἐξωτερικές του θεῖες ἐνέργειες. Τή δικαιοσύνη αὐτή πού φανερώνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ τόν εἰδικό λόγο κάθε ἄλλης πνευματικῆς ὑπάρξεως, πρέπει νά τήν ἐπιθυμεῖ διακαῶς ὁ ἄνθρωπος. Πρέπει νά θέλει νά τήν τρώγει σάν τό ψωμί καί νά τήν πίνει σάν τό νερό, γιά νά ἔχει πνευματικό κορεσμό καί ζωντάνια μέσα του. Γιατί χωρίς τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν ἀρετή τή στημένη στό ἅγιο θέλημά του, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι παρά μιά νεκρωμένη ὕπαρξη πού ἐξωτερικά μόνο ζεῖ, κουβαλώντας μέσα της τόν πνευματικό θάνατο.
Πολύ δέ περισσότερο, ὅταν τροφή τῆς ψυχῆς δέν εἶναι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ, ὁ πυρωμένος στό καμίνι τῆς χάριτος, ἀλλά τά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας, ἡ χοιρώδης καί ἀκάθαρτη τροφή. Τή συντήρηση τῆς ψυχῆς μέ τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ στή διάσταση τῆς θείας βασιλείας ὁ Σωτήρ ἀνύψωσε σέ κορυφαία ἐπιδίωξη τοῦ βίου· «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»482. Κατά δεύτερο λόγο, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πεινᾶ καί νά διψᾶ τήν κοινωνική δικαιοσύνη, πού εἶναι μεγάλη χριστιανική ἀρετή, ἀναφερόμενη στή σωστή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπο. ῾Η δικαιοσύνη, ὡς σεβασμός καί ἀπονομή τοῦ ἀνήκοντος στόν πλησίον στήν ὁποιαδήποτε μορφή του, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἰδέα τῆς συναδελφώσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς παιδιά τοῦ ἑνός Θεοῦ, κουβαλοῦν μέσα τους τήν ἴδια φύση, εἶναι ἴσοι μεταξύ τους καί ἀδελφοί κάτω ἀπό τήν ἴδια στοργική ἀγάπη τοῦ Πατέρα καί ἑπομένως ἔχουν ἴσα δικαιώματα στή ζωή. ᾿Αριστοκρατισμοί κάθε λογῆς καθώς καί ἄνισες ταξικές καί κοινωνικές διαφορότητες καί διακρίσεις δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Εἶναι μορφώματα τῆς ἁμαρτωλότητος τῶν ἀνθρώπων. ῾Η ἀδικία ὡς καταπάτηση τοῦ δικαιώματος τοῦ πλησίον, εἶναι καταρράκωση τῆς προσωπικότητός του καί ὕβρη πρός τόν Θεό, εἰκόνα τοῦ ὁποίου εἶναι κάθε ἀδικούμενος ἄνθρωπος. Εἶναι δέ καί ἡ βασική αἰτία τόσων ἄλλων κακῶν, τά ὁποῖα δηλητηριάζουν τήν ὁμαλή συμβίωση τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο γνήσιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ταπεινός καί πρᾶος, οὐδέποτε θά ἀδικήσει τό συνάνθρωπό του, καταπατώντας τό δίκαιο καί τό μόχθο του καί ὅ,τι ἄλλο δικαιωματικά τοῦ ἀνήκει. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί δραστήρια ἀγωνίζεται γιά τήν πάταξη κάθε μορφῆς ἀδικίας καί τήν προάσπιση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν ἀνθρώπων, στίς ὅσες περιπτώσεις αὐτά καταπατοῦνται βάναυσα ἀπό τούς ἄλλους.
῾Η ἐλεημοσύνη ὡς προϋπόθεση τῆς μακαριότητος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ πέμπτου μακαρισμοῦ· «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». ῾Ο ἄνθρωπος χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι πλάσμα μετέωρο, ὕπαρξη πενιχρή καί ἄχρηστη. Κουβαλάει μέσα του πολλήν ἀθλιότητα καί δυστυχία. ῞Ολ᾿ αὐτά τά δημιουργεῖ στή ψυχή ἡ ἁμαρτία μέ τό πιεστικό ἄγχος καί τίς ἐνοχές της, μέ τήν αἴσθηση ὅτι τό πλάσμα εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ζωτικός χῶρος του καί ἡ ὑπαρξιακή του νομοτέλεια. Σέ μιά τέτοια κατάσταση περιερχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τοῦ θείου ἐλέους γιά νά μπορέσει πραγματικά νά ζήσει. Καί τό ἔλεος αὐτό παρέχεται πλούσια ἀπό τόν Πατέρα. ῞Οπως ὅμως ὁ Θεός ἐλεεῖ τό πλάσμα του, ἔτσι 144
καί τό πλάσμα, γιά νά λάβει τό θεῖον ἔλεος, πρέπει κι αὐτό νά ἀγαπᾶ καί νά ἐλεεῖ τό συνάνθρωπό του. Νά ἔχει ἀνοιχτή τήν καρδιά του ἕτοιμη νά δεχτεῖ μέσα της τόν πλησίον μέ ὅλες τίς περιστάσεις καί τίς ἀνάγκες του. Καί οἱ ἀνάγκες αὐτές σ᾿ ἕνα κόσμο τόσο ἀνταγωνιστικά σκληρό καί ἀνελέητο, εἶναι ποικιλόμορφες· λίγο ψωμί, λίγο νερό, ἕνα ροῦχο, λίγα χρήματα, δυό λόγια καλά, ἕνα χαμόγελο, μιά συμβουλή, μιά παραίνεση, μιά συμμετοχή στόν πόνο τοῦ πλησίον, μιά ὅποια βοήθεια στήν ἀνάγκη του. Δέν εἶναι δέ ἀνάγκη νά εἶναι κανείς πλούσιος γιά νά ἐλεήσει τό συνάνθρωπο. Λίγο ἀπό τό ὑλικό του ὑστέρημα καί λίγο ἀπό τό περίσσευμα τῆς καρδίας του εἶναι ἀρκετό γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο μέγα μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Πόσο ὄμορφη εἶναι, ἀλήθεια, ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης καί πόσο ὑψηλή! ᾿Ανεβάζει τόν ἄνθρωπο πολύ ψηλά, τόν κάνει «θεό»! Τό ἔλεος ἐπισπᾶται τό ῎Ελεος, ἐνῶ ἡ σκληράδα ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Μέ τό μέτρο αὐτό θά κρίνει ὁ Θεός τόν κόσμο.
Στόν ἕκτο μακαρισμό ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας ἀπαιτεῖται σάν προϋπόθεση νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό· «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τόν Θεό; Καί ἄν ναί, μέ ποίαν ἔννοιαν; Κατά τήν οὐσία του φυσικά ὁ Θεός –ὅπως πολλές φορές ἐτονίσαμε– δέν μπορεῖ νά γίνει ἐξωτερικά θεατός στόν ἄνθρωπο. Τοῦτο μπορεῖ νά γίνει μόνον μέ τή θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι μεθεκτή καί κοινωνητή στά λογικά πλάσματα. ῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεῖ τή μακαρία δόξα τῆς Τριάδος ἤ τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἰδίως ὅταν βρίσκεται σέ κατάσταση νοερᾶς προσευχῆς. Γιά τήν ὅραση ὅμως αὐτή ἀπαιτεῖται μιά βασική προϋπόθεση· ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ καρδία γιά νά δεῖ τόν Θεό πρέπει προηγουμένως ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε μολυσμό ἁμαρτίας, ὥστε ὁ νοῦς, ἤρεμος καί ἀθόλωτος ἀπό τό περικάλυμμα τῶν παθῶν, νά δεῖ τό μακάριο φῶς πού εἶναι τό φυσικό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς. ῞Οταν ἡ θεία εἰκόνα πού βρίσκεται στή ψυχή εἶναι φωτεινή καί ἀστράφτουσα, θά μπορέσει νά δεῖ τό θεῖο φῶς στό ὁποῖον εἶναι κτισμένη, ὅπως καί ὁ καθρέφτης ὅταν εἶναι καθαρός καί ἀθόλωτος, μπορεῖ ν᾿ ἀποδώσει εὐκρινεῖς τούς χαρακτῆρες τοῦ εἰδώλου του. ᾿Αντίθετα· ὅταν τά διάφορα πάθη καθίσουν πυκνά στή ψυχή, τήν καλύπτουν τόσο ὥστε νά μή μπορεῖ ἡ θεία ἀκτίνα νά διαπεράσει τό κάλυμμα τῆς ἀκαθαρσίας πού τή σκεπάζει καί νά γίνει θεατή στό νοερό ὄμμα τῆς ψυχῆς. ῾Η θέαση τοῦ θείου φωτός ἀποτελεῖ τήν ὑπέρτατη μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου, τήν οὐσία τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποίαν θ᾿ ἀπολαύσουν μόνον οἱ καθαρές καί ἀθόλωτες καρδιές. Τό φῶς θά προστεθεῖ στό φῶς, τό σκοτάδι θά ἐπιμετρηθεῖ στά σκοτάδια!
Τούς εἰρηνοποιούς θεωρεῖ εὐτυχισμένους ὁ ἕβδομος μακαρισμός. Αὐτοί θά ὀνομαστοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ· «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται». ῾Η ταπείνωση καί ἡ πραότητα εἶναι ἀρετές καθαρές στή ψυχή. Τήν ὀμορφαίνουν καί τή στολίζουν. ῎Εχουν ὅμως μιά δόση στατικότητος, ἕνα ἐσωτερικό περικλεισμό. Οἱ πρᾶοι καί οἱ ταπεινοί πρέπει νά μποῦν σέ μιά ἐνεργότερη διάσταση. Πρέπει νά γίνουν εἰρηνοποιοί, νά ποιοῦν εἰρήνη. Πρέπει νά λαμβάνουν πρωτοβουλίες, ὥστε νά προωθοῦν τήν εἰρηνική συμβίωση καί τίς εἰρηνικές κοινωνικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Νά ἐξομαλύνουν τίς διαφορές, νά σβήνουν τίς ἔριδες, νά διαλύουν τίς παρεξηγήσεις, νά ἀφανίζουν τά σκάνδαλα, νά ἀντιπροσφέρουν κλαδί ἐλιᾶς στά σπαθιά καί τά μαχαίρια, νά μετέχουν σέ εἰλικρινῆ κινήματα εἰρήνης. Μέ ἕνα μονάχα ἐλατήριο· τήν ἀγάπη, καί ἕνα σκοπό· τή συμπαράσταση στόν πλησίον. Μέ τήν εἰρηνική δράση του ὁ πιστός σβήνει τήν ἀγριεμένη φωτιά τῆς ἁμαρτίας, πού μετατρέπει σέ καυτό καμίνι τήν ἀνθρώπινη ζωή. Γιατί οἱ ἔριδες καί οἱ ἀναστατώσεις καί οἱ πόλεμοι εἶναι σπορά τοῦ διαβόλου στίς πατημένες ψυχές καί στίς κοινωνίες τίς πυρωμένες στό μῖσος καί τήν ἀπάνθρωπη κακουργία. Οἱ εἰρηνοποιοί εἶναι ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακολουθοῦν στά ἴχνη τοῦ μεγάλου Εἰρηνοποιοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στή γῆ, ντύθηκε τό πλάσμα του καί ἅπλωσε 145
στό σταυρό τά χέρια του γιά νά πιάσει μέ τό ἕνα τόν Θεό καί μέ τό ἄλλο τόν ἄνθρωπο πού βρίσκονταν σέ διάσταση, νά τούς φέρει κοντά καί νά τούς ἑνώσει διά τοῦ λυτρωτικοῦ πάθους του, καταργώντας τήν ἐχθρότητα καί ποιώντας εἰρήνην στούς «ἐγγύς καί τούς μακράν»483. Οἱ ἀληθινοί χριστιανοί δουλεύουν τήν εἰρήνη στή βάση πού θέλει ὁ Θεός, καί ὄχι στίς ὅποιες ἄλλες ἀνειλικρινεῖς καί δόλιες σκοπιμότητες, ὅπως κάνουν οἱ κατ᾿ ἐπάγγελμα ἐμπορευόμενοι τήν εἰρήνη, οἱ ὁποῖοι στά περιστέρια πού ἀποστέλλουν ντύνουν τά κοράκια τοῦ μίσους, τοῦ κοινωνικοῦ διχασμοῦ καί τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων!
Στόν ὄγδοο, τέλος, μακαρισμό θεωροῦνται εὐτυχισμένοι αὐτοί πού διώκονται γιά τή δικαιοσύνη. ῾Ο διωγμός πού γίνεται γιά τή δικαιοσύνη εἴτε σάν ἀρετή τοῦ Θεοῦ εἴτε σάν ἔργο κοινωνικῆς ἀγάπης, εἶναι σημάδι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στούς ἐργάτες τῶν ἐντολῶν καί τῶν δικαιωμάτων του. ῎Ετσι γινόταν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου. Τούς δικαίους τῆς Π. Διαθήκης τούς φόνευαν484. Τόν Χριστό τόν κάρφωσαν στό σταυρό. Τό ἴδιο ἔκαναν καί στούς μαθητές, πού πλήρωσαν μέ τό ἴδιο μέτρο τήν ἀφοσίωσή τους στό Διδάσκαλο. Καί γενικά, ὅσοι θέλουν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τήν ἀρετή καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ θά διωχθοῦν485. Τό φυτό τῆς θείας βασιλείας ποτίζεται μέ αἵματα, τήν καλωσύνη δέν τήν ἀντέχουν οἱ κακοί καί οἱ φαῦλοι. Τό φῶς της ἐνοχλεῖ τά ἀρρωστημένα μάτια τους, πού εἶναι συνηθισμένα νά ζοῦν στίς σκιερότητες καί τά σκοτάδια τοῦ θανάτου. Μισοῦν καί διώκουν τούς δικαίους, πληρώνοντας τό μέτρο τοῦ σκοτεινοῦ πατέρα τους, τοῦ διαβόλου. ῾Ο Θεός ὅμως ἀγαπᾶ καί προστατεύει τούς δικούς του. Τό πάθος τους τό ἐξαργυρώνει μέ τή μακαριότητα καί τή χαρά τῆς θείας βασιλείας του. ῾Ο Θεός εἶναι πλούσιος καί γενναιόδωρος ἀνταποδότης. Τό ἕνα τοῦ πλάσματος τό κάνει χίλια στόν ἄπειρο αἰῶνα του.
Γι᾿ αὐτό καί ἐπιλέγει ὁ Σωτήρ· «εἴσαστε εὐτυχισμένοι ὅταν σᾶς ὀνειδίσουν οἱ ἄνθρωποι καί σᾶς διώξουν καί ποῦν λόγια κακά ἐναντίον σας ψευδόμενοι, μόνο καί μόνο γιατί πιστεύετε σέ μένα. Νά νιώθετε χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι ὁ μισθός σας εἶναι μεγάλος στούς οὐρανούς. Τό ἴδιο ἔκαναν καί στούς προφῆτες πρίν ἀπό σᾶς».
Στή συνέχεια προβαίνει ὁ Σωτήρ στή συμπλήρωση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. «Δέν ἦλθα –λέγει– νά καταλύσω τόν νόμον ἤ τούς προφῆτες. Δέν ἦλθα νά τούς καταλύσω, ἀλλά νά τούς συμπληρώσω». ῾Ο Νόμος –στό ἠθικό φυσικά μέρος του– ἔστω κι ἄν δόθηκε στόν ἄνθρωπο στά πλαίσια τῆς παλαιᾶς θείας οἰκονομίας, εἶναι ἀείζωος καί λυτρωτικός. ῾Ο Χριστός δέν μποροῦσε νά τόν καταργήσει. Αὐτό θά σήμαινε ἀναίρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Φυσικά ὁ νόμος αὐτός δέν ἦταν τέλειος. Εἶχεν ἐλλείψεις τίς ὁποῖες προσδιόριζεν ἡ ἠθικοπνευματική κατάσταση τῶν ἀποδεκτῶν του, πρός τήν ὁποίαν προσαρμοζόταν ἡ νομοθετική βουλή τοῦ Θεοῦ. Τίς ἐλλείψεις αὐτές θέλησε νά θεραπεύσει ὁ Σωτήρ, ζυμώνοντας τή μωσαϊκή νομοθεσία μέ τό νέο νόμο τῆς χάριτος, τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος ἦταν κομιστής στόν ἄνθρωπο. Στό νέο Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου ὁ παλαιός Νόμος τοῦ Σινᾶ ζωντανεύει, ἀποβάλλει τίς ρυτίδες του, χωράει στά καινούργια ἀσκιά τῆς νέας οἰκονομίας, στά ὁποῖα καί διαιωνίζεται. Γιά τό κῦρος καί τή διάρκεια τῶν ἠθικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ὁ Κύριος εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός. «Σᾶς βεβαιώνω –τονίζει– ὅτι μέχρι νά παρέλθουν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἕνα γιῶτα ἤ ἕνα κόμμα (μικρές δηλαδή ἐντολές) δέν θά παραπέσουν ἀπό τό Νόμο, μέχρις ὅτου ὅλα ὅσα ἐπιτάσσει ἐκπληρωθοῦν. Μονάχα οἱ τυπικές τελετουργικές διατάξεις του θά καταργηθοῦν».
᾿Αφοῦ δέ κάνει αὐτή τή σημαντική δήλωση, στή συνέχεια συμπληρώνει τίς κυριώτερες διατάξεις τῆς μωσαϊκῆς νομοθεσίας.
146
᾿Οργή καί φόνος
«᾿Ακούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους ‘όὐ φονεύσεις· ὅς δ᾿ ἄν φονεύσει, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει’’. ᾿Εγώ ὅμως σᾶς λέγω· κάθε ἕνας πού ὀργίζεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, αὐτός θά εἶναι ἔνοχος καί θά λογοδοτήσει στήν κρίση (εἰδικό δικαστήριο). ῞Ομοια, ἐκεῖνος πού θά πεῖ «ρακά» (ἀνόητε) στόν ἀδελφό του θά εἶναι ἔνοχος καί θά δικαστεῖ ἀπό τό συνέδριο (ἀνώτατο δικαστήριο). Καί ἐκεῖνος πού μέ ἐμπάθεια θ᾿ ἀποκαλέσει «μωρέ» (βλάκα) τόν ἀδελφό του, θά εἶναι ἔνοχος καί θά τιμωρηθεῖ στή γέεννα τοῦ πυρός (στόν ἅδη). ᾿Εάν, λοιπόν, προσφέρεις τό δῶρο σου πάνω στό θυσιαστήριο κι ἐκεῖ θυμηθεῖς, ὅτι ὁ πλησίον σου ἔχει κάτι στή ψυχή του ἐναντίον σου, ἄφησε τό δῶρο σου ἐκεῖ καί σπεῦσε πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδελφό σου καί, ἀφοῦ γυρίσεις συναδελφωμένος, νά προσφέρεις τό δῶρο σου» κ.λπ.
῾Ο Μωσαϊκός Νόμος, ἀπαγορεύοντας τό φόνο, ἔμενε στήν ἐπιφάνεια τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως. Δέν εἰσχωροῦσε βαθιά νά βρεῖ τίς αἰτίες πού ὁδηγοῦν στό ἀποτρόπαιο αὐτό ἔγκλημα. Αὐτό κάνει ὁ Χριστός, θεραπεύοντας τήν ἔλλειψη τῆς παλαιᾶς νομοθεσίας. Δέν ἀπαγορεύει ἁπλῶς τό φόνο, ἀλλά καί τήν ὀργή πού συνήθως εἶναι ἡ βασική αἰτία ἀφαιρέσεως τῆς ζωῆς τοῦ πλησίον. Προσπαθεῖ ν᾿ ἀποσπάσει σύρριζα τό κακόν ἀπό τήν ψυχή. ῾Ο Σωτήρ καταδικάζει τήν ὀργή πού εἶναι βίαιο καί τυφλό πάθος, πού δέν εἶναι δύσκολο νά ὁδηγήσει στήν κακοποίηση καί πολύ συχνά στό φόνο τοῦ συνανθρώπου. Φυσικά ὑπάρχουν καί πολλοί ἄλλοι λόγοι πού μποροῦν νά ὁδηγήσουν στό φόνο (ληστεία, ἐκδίκηση, φθόνος κ.ἄ.). ῾Ο Σωτήρ ἐπιλέγει ἕνα στόν ὁποῖον περικλείονται πολλοί ἄλλοι· τήν ἔλλειψη σεβασμοῦ πρός τό συνάνθρωπο καί τήν κατεξευτέλιση τῆς προσωπικότητός του. Παράλληλα μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς ὀργῆς πού τιμωρεῖται ὅπως καί ὁ φόνος, ὁ Κύριος ἀπαγορεύει καί τίς προσβλητικές ἐκφράσεις (ἀνόητε, βλάκα) πού ἐκτοξεύονται κατά τοῦ πλησίον, τίς ὁποῖες τροφοδοτοῦν ἡ ἐμπάθεια, ἡ περιφρόνηση καί τό μῖσος. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος προπηλακίζεται καί ὑβρίζεται, ὅταν διασύρεται τό πρόσωπό του καί προσβάλλεται βάναυσα ἡ ἀξιοπρέπεια καί ἡ τιμή του, μπορεῖ νά ἀντιδράσει βίαια, πολλές δέ φορές νά καταλήξει καί σέ φόνο. ῞Ολ᾿ αὐτά πρέπει νά ἀφανιστοῦν ἀπό τήν ψυχή. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρᾶος, ἀόργητος καί εἰρηνικός, ὅταν ἀγαπᾶ, σέβεται καί ἐκτιμᾶ τό συνάνθρωπό του, εἶναι πολύ δύσκολο νά καταλήξει σέ φόνο. ῾Η ἀνθρωποκτονία κυοφορεῖται σέ βίαιες, ἐμπαθεῖς καί ὑπεροπτικές ψυχές. Εἶναι σπόρος τοῦ διαβόλου σ᾿ αὐτές, ὅπως ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός εἶναι γέννημα τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στίς ἀναγεννημένες ἀπό τή χάρη του καρδιές.
Μοιχεία
«᾿Ακούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους ‘όὐ μοιχεύσεις’’. ᾿Εγώ δέ σᾶς λέγω ὅτι κάθε ἕνας πού βλέπει ἔνοχα τή γυναῖκα (δηλαδή μέ ἐπιθυμία νά συνευρεθεῖ μαζί της), ἤδη τήν ἐμοίχευσε ἐσωτερικά στήν καρδία του. ᾿Εάν δέ τό δεξιό σου μάτι σέ σκανδαλίζει (στόν παραβολικό λόγο δεξιό μάτι εἶναι κάποιο πολύ κοντινό πρόσωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἁμαρτία), βγάλε το ἀπό πάνω σου καί πέτα το μακριά (δηλαδή κόψε σχέσεις μαζί του). Διότι σέ συμφέρει νά χαθεῖ ἕνα ἀπό τά μέλη σου, παρά νά τό διατηρήσεις καί νά ριχτεῖ ὅλο σου τό σῶμα στή γέεννα (στήν κόλαση). Καί ἐάν τό δεξιό σου χέρι σέ σκανδαλίζει (γίνεται ἀφορμή νά ἁμαρτήσεις), κόψε το καί πέταξέ το μακριά» κ.λπ.
Παράλληλα μέ τό φόνο ὁ Χριστός νομοθετεῖ καί γιά τή μοιχεία. ῾Ο παλαιός Νόμος ἀπαγόρευε γενικά τή μοιχεία· «οὐ μοιχεύσης». Κατεδίκαζεν ὅμως –ὅπως καί στό φόνο– τήν ἐξωτερική πράξη, χωρίς νά ἐρευνᾶ τό ἐσωτερικό βάθος της, νά ζητᾶ τούς λόγους οἱ 147
ὁποῖοι ὁδηγοῦν σ᾿ αὐτήν. ᾿Αντίθετα ὁ Χριστός σκάβει βαθιά, ἐρευνώντας τά αἴτια πού ὁδηγοῦν στό θανάσιμο αὐτό ἁμάρτημα. ῾Ως βασικό δέ αἴτιο ἐπισημαίνει τήν ἔνοχη ἐπιθυμία. ῎Αν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρή ἀπό ἐπιθυμίες πονηρές, ὁ ἄνθρωπος δέν θά καταλήξει στή μοιχεία. ᾿Αντίθετα, ἄν ἡ ἐπιθυμία προσβάλει ἐσωτερικά τήν καρδιά καί δέν ἀποκρουστεῖ ἔγκαιρα ἀλλά χρονίσει σ᾿ αὐτήν ἐπισπώμενη τήν ἐσωτερική τοῦ ἀνθρώπου συγκατάθεση, ἡ πράξη ἔχει ἤδη συντελεστεῖ στό ἐσωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς του, πρᾶγμα πού κυρίως βαρύνει στήν ἐκτίμηση τοῦ Θεανθρώπου. ῾Η ἐξωτερίκευσή της εἶναι ζήτημα τῆς πρώτης εὐκαιρίας, τῆς πρώτης κατάλληλης στιγμῆς. ῾Η κρίση φυσικά τοῦ Κυρίου εἶναι πολύ σκληρή γιά τά συνηθισμένα μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μαστιγώνεται ἄγρια ἀπό κάθε εἴδους προκλητικά ἐρεθίσματα σέ μιά κοινωνία τόσο ἀνήθικη καί κραυγαλέα προκλητική. Ποιός μπορεῖ τάχα νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι παραμένει ἀκαψάλιστος ὁδεύοντας στό πυρωμένο καμίνι τῆς σάρκας, πού ἀνάβει ἑπταπλασίως ἡ αἰσθησιακή ἔξαψη ἑνός κόσμου πού ἔχει ἀνυψώσει τό σέξ σέ ὑπέρτατη θεότητα; Καί ὅμως αὐτό εἶναι τό ἰδεῶδες τῆς εὐαγγελικῆς νομοθεσίας· ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας ἀπό κάθε ἔνοχη ἐπιθυμία. Περιττόν βέβαια νά τονίσουμε, ὅτι γιά νά φθάσει κανείς στά μέτρα τῆς εὐαγγελικῆς αὐτῆς καθαρότητος, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐπίμονο καί ἐπίμοχθο πνευματικό ἀγῶνα. Κυρίως πρέπει νά εἶναι προσεκτικός, νά ἀποφεύγει ἐπιμελῶς τίς ἑστίες τῆς σαρκικῆς μολύνσεως, νά ἀπομακρύνεται ἀπό πρόσωπα τά ὁποῖα μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσουν σέ σκάνδαλο, ἔστω κι ἄν αὐτά εἶναι γνώριμα καί ἀγαπητά. Διότι εἶναι προτιμότερο νά διαλύσει κανείς μιά ἐπικίνδυνη γνωριμία, παρά διατηρώντας την νά πέσει στήν ἁμαρτία καί νά χάσει στό τέλος τήν ψυχή του.
῞Ορκος καί φιλαλήθεια
«Πάλιν ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους ‘όὐκ ἐπιορκίσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς ὅρκους σου’’. ᾿Εγώ δέ σᾶς λέγω νά μήν ὁρκίζεσθε καθόλου· οὔτε στόν οὐρανό, διότι ἐκεῖ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ· οὔτε στή γῆ, διότι αὐτή εἶναι ὑποπόδιο τῶν ποδῶν του· οὔτε στά ῾Ιεροσόλυμα, διότι εἶναι πόλις τοῦ μεγάλου Βασιλέως (τοῦ Θεοῦ)· μήτε στήν κεφαλή σου νά ὁρκισθεῖς, διότι δέν μπορεῖς μέ τή θέλησή σου νά κάνεις μιά τρίχα της ἀπό ἄσπρη σέ μαύρη. ῎Ας εἶναι δέ ὁ λόγος σου ἕνα ναί ἤ ἕνα ὄχι. ῞Ο,τι εἶναι πέρα ἀπό αὐτά προέρχεται ἀπό τόν πονηρόν».
῾Ο Νόμος τοῦ Μωϋσέως δέν ἀπαγόρευε τόν ὅρκο, ἀλλά τήν ἐπιορκία. ῾Ο πιστός ᾿Ισραηλίτης ὄφειλε νά ἀποδίδει (νά ἐξοφλεῖ) στόν Θεό τίς ἔνορκες ὑποσχέσεις καί βεβαιώσεις του. ῎Εμενε ὅμως σ᾿ αὐτό, χωρίς νά εἰσχωρεῖ βαθύτερα. ῾Ο Χριστός, συμπληρώνοντας τό Νόμο, ἀπαγορεύει τελείως τόν ὅρκο. ῾Ο νέος τῆς χάριτος ᾿Ισραηλίτης (ὁ χριστιανός) δέν πρέπει νά ὁρκίζεται καθόλου. Οὔτε στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὔτε καί στά κτίσματα πού προέρχονται καί ἀνήκουν σ᾿ αὐτόν. Μέ τόν τρόπον αὐτό θεραπεύεται ριζικά τό μεγάλο ἁμάρτημα τῆς ψευδορκίας καί τῆς ἐπιορκίας. ῞Οσοι ζοῦν στή ψυχή τους τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀληθινοί καί στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. ῾Ο λόγος τους ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα. Δέν ἔχουν ἀνάγκη νά λαμβάνουν ὅρκους γιά νά γίνουν πιστευτοί ἀπό τούς ἄλλους. ῞Ενα ναί ἤ ἕνα ὄχι (μία κατάφαση ἤ μία ἄρνηση), λίγα δηλαδή λόγια ἀνεπιτήδευτα καί ἁπλά, εἶναι ἀρκετά γιά νά βεβαιώσουν αὐτά πού λέγουν. Τά λόγια τά πολλά προέρχονται συνήθως ἀπό καρδιές ρηχές καί πονηρές. Εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
148
᾿Εκδίκηση
«᾿Ακούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους ‘‘ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος’’. ᾿Εγώ δέ σᾶς λέγω νά μήν ἀντιστέκεσθε στόν πονηρό. ᾿Αλλά σ᾿ ἐκεῖνον πού θά σέ ραπίσει στή δεξιά σου σιαγόνα, νά τοῦ γυρίσεις (νά ραπίσει) καί τήν ἄλλη. Καί σ᾿ ἐκεῖνον πού θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο διεκδικώντας τό χιτῶνα σου (τό πουκάμισο), νά τοῦ ἀφήσεις καί τό ἱμάτιο (τό πανωφόρι). ῎Αν δέ σέ ἀναγκάσει κάποιος νά πᾶς μαζί του (γιά ἀγγαρεία) ἕνα μίλι, ἐσύ νά πᾶς πρόθυμα δύο. Σ᾿ αὐτόν πού σοῦ ζητᾶ (ἐλεημοσύνη) νά δίνεις καί νά δανείζεις πρόθυμα ἐκεῖνον πού σοῦ ζητᾶ δανεικά».
῾Ο παλαιός Νόμος καθιέρωνε τά ἀντίποινα· «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος». Γιά τούς ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς ἡ θέσπιση αὐτή εἶχε κάποια εὐεργετική ἀξία. Περιόριζε τήν ἐκδικητικήν ἀνταπόδοση στό ὕψος τῆς προσβολῆς καί τῆς ἀδικίας πού ἔγινε. Τήν ὑπέρβαση τοῦ ὁρίου αὐτοῦ τήν ἀπαγόρευε, προφυλάσσοντας τόν ἄνθρωπο ἀπό μεγαλύτερες κακώσεις στίς ὁποῖες μποροῦσε νά καταλήξει ἡ μανία τῆς ἐκδικήσεως. Τή θέσπιση αὐτή μποροῦσε νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς μακρινῆς ἐκείνης ἐποχῆς. ῾Ο νόμος ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου δέν ἀρκεῖται στό ἡμίμετρο αὐτό· προχωρεῖ δραστικότερα καί καταργεῖ τελείως κάθε εἴδους ἀντίσταση, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ τήν ἀντιδικία καί γίνεται αἰτία πολλῶν ἄλλων κακῶν. ῞Οπως ἡ φωτιά γιά νά σβήσει δέν πρέπει νά τροφοδοτηθεῖ μέ καύσιμη ὕλη ἀλλά νά ἀπομονωθεῖ καί νά ἐξαντληθεῖ μονάχη της, ἔτσι καί μιά ὁποιαδήποτε ἐπιθετική ἐκδήλωση πονηρῶν ἀνθρώπων δέν πρέπει ν᾿ ἀντιμετωπίζεται μέ ἀντίσταση καί ἀντεπίθεση, διότι τότε θά δημιουργηθοῦν τριβές καί ἐκρηκτικές καταστάσεις, πού εἶναι ἄγνωστο ποῦ μποροῦν νά καταλήξουν. ῾Η μή προβολή ἀντιστάσεως στίς ὅποιες ἐπιθέσεις τῶν ἄλλων, ἡ ὑποχωρητικότητα γενικά καί ἡ ἀνοχή, εἶναι ὁ μόνος τρόπος ριζικῆς θεραπείας ἑνός κακοῦ τόσο συχνοῦ στίς κοινωνικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο Κύριος φέρει καί παραδείγματα γιά νά τονίσει σχηματικά τή μεγάλη δύναμη καί ἀξία τῆς ἀνοχῆς. «῎Αν κάποιος σέ κτυπήσει στό δεξιό μάγουλο –λέγει– νά μήν ἀνταποδώσεις τό κτύπημα, ἀλλά νά τοῦ γυρίσεις (γιά νά κτυπήσει) καί τό ἀριστερό. Καί ἐάν διεκδικήσει τό χιτῶνα σου, νά τοῦ δώσεις μαζί μέ αὐτόν καί τό ἱμάτιο. Καί ἄν σοῦ ἐπιβάλει νά πᾶς μαζί του ἕνα μίλι, ἐσύ νά πᾶς πρόθυμα δύο. Σέ κάθε δύσκολη περίσταση ἡ καρδιά σου νά εἶναι ἀνοικτή πρός τό συνάνθρωπο. ῎Ετσι ἄν σοῦ ζητήσει κάτι (ἐννοεῖται χρήσιμο, καλό) νά τοῦ τό δώσεις· κι ἄν θέλει χρήματα νά τοῦ δανείσεις, νά τό κάνεις πρόθυμα (ἐννοεῖται χωρίς τόκο)». Οἱ διατάξεις φυσικά αὐτές ἀγγίζουν τά ὅρια τῶν τελείων. Στούς συνηθισμένους ὅμως ἀνθρώπους καί μάλιστα στούς καιρούς μας, ὅπου ἡ ἐμπάθεια, τό συμφέρον καί ἡ ἀγριάδα τῶν ἐνστίκτων ἔχουν βαθιά ἀποτυπωμένη τή σφραγίδα τους στήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων, τό μέτρο αὐτό τῆς εὐαγγελικῆς ἀνοχῆς εἶναι ἀκατανόητο, ἄν μή γελοῖο. Καί ὅμως· αὐτό πρέπει νά εἶναι τό ἦθος τῶν γνησίων ὀπαδῶν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀνοχῆς, τήν ὁποίαν ἐσφράγισε μέ τό πανάγιον αἷμα του!
῾Η ἀγάπη καί ἡ χριστιανική τελειότητα
«᾿Ακούσατε ὅτι εἰπώθηκε ‘‘ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καί μισήσεις τόν ἐχθρόν σου’’. ᾿Εγώ σᾶς λέγω, νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά λέγετε καλά λόγια γι᾿ αὐτούς ποῦ σᾶς καταρῶνται, νά εὐεργετεῖτε αὐτούς πού σᾶς μισοῦν καί νά προσεύχεσθε γι᾿ αὐτούς πού θέλουν τό κακό σας καί σᾶς καταδιώκουν· διότι ἔτσι θά γίνετε παιδιά τοῦ Πατέρα σας πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, ὁ ὁποῖος δέν κάνει διακρίσεις στίς εὐεργεσίες του, ἀλλά στέλλει τόν ἥλιό του ἐξ ἴσου σέ πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει τή βροχή του σέ 149
δικαίους καί ἀδίκους. Διότι, ἄν ἀγαπήσετε μονάχα αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν, ποιό μισθό θά ἔχετε ἀπό τόν Θεό; Μήπως τό ἴδιο δέν κάνουν καί οἱ ἁμαρτωλοί τελῶνες; Καί ἄν χαιρετίσετε (μέ ἀσπασμό) μονάχα τούς ἀδελφούς σας, τί τό ἐξαιρετικό ποιεῖτε; Μήπως καί οἱ τελῶνες δέν κάνουν τό ἴδιο; Σεῖς, λοιπόν, νά εἶσθε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι καί ὁ Πατέρας σας, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στούς οὐρανούς».
῾Ο παλαιός Νόμος ἐθέσπιζε ἀγάπη πρός τόν πλησίον (τόν ὁμοεθνῆ ᾿Ισραηλίτη) καί μῖσος πρός τόν ἐχθρό (τόν ἀλλογενῆ πού ἐνομίζετο ἐχθρός τοῦ Θεοῦ). Εἶναι προφανές ὅτι ὁ διαχωρισμός αὐτός μεταξύ πλησίον καί ἐχθροῦ μέ τό ἑκατέρωθεν συναισθηματικό φόρτισμα, ἀποσκοποῦσε στήν προφύλαξη τοῦ λαοῦ ἀπό κάθε μολυσμό πού ἦταν ἐνδεχόμενο νά προέλθει ἀπό τήν ἐπαφή του μέ ἀλλογενεῖς εἰδωλολάτρες. Τή διάταξη αὐτή πού ἦταν κομμένη στά πνευματικά μέτρα τοῦ ἀρχαίου ᾿Ισραηλίτη, σαρώνει κυριολεκτικά ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καταργεῖ τήν ὁποιαδήποτε μορφή μίσους ἀνυψώνοντας τούς ἐχθρούς σέ πρόσωπα ἄξια τῆς ἀγάπης καί τῆς βοηθείας μας486. ῾Ο Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔδωσε πρῶτος τό παράδειγμα ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς του, εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός. «᾿Εσεῖς –λέγει– οἱ πιστοί καί γνήσιοι μαθητές μου, γιά νά εἶσθε ἄξιοι τῆς μεγάλης εὐαγγελικῆς ἀποστολῆς σας, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας καί νά εὐεργετεῖτε αὐτούς πού θέλουν νά σᾶς βλάψουν. Διότι, ἄν περιορίζετε τήν ἀγάπη σας μονάχα σ᾿ αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν, δέν κάνετε τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι. Κάτι δηλαδή φυσικό καί αὐτονόητο. ᾿Αγαπώντας ὅμως τούς ἐχθρούς σας φτάνετε πολύ ψηλά, μοιάζοντας μέ τόν πανάγαθο Θεό, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ κι εὐεργετεῖ ἐξ ἴσου ὅλα τά πλάσματά του». Πραγματικά ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς ὅπως τή δίδαξε καί τήν ἐνσάρκωσε ὁ Κύριος, ἀποτελεῖ τό εἰδικό βάρος τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, εἶναι ἡ νέα ἐντολή487 ἡ γνωριστική τοῦ ἤθους καί τοῦ ὕφους τῶν υἱῶν τῆς θείας βασιλείας488, ἡ ὁποία –στό μέτρο πού υἱοθετήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους– ἀνεμόρφωσε τό πρόσωπο τῆς γῆς. ῾Η ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς «ἐξισώνει» τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό! Περιττό νά ποῦμε, ὅτι καί ἡ μεγάλη αὐτή ἐντολή εἶναι κάτι πού δέν μπορεῖ νά κατανοήσει ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ὁ κυριαρχημένος ἀπό τό ἀδελφοκτόνο μῖσος πού μετατρέπει τή ζωή σέ καυτή κόλαση· καί ὅτι εἶναι ἰδεῶδες στό ὁποῖο μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος.
Στό ἕκτο κεφάλαιο τῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλίας περιγράφονται καί ἄλλες πτυχές τοῦ νέου εὐαγγελικοῦ ἤθους πού πρέπει νά διακρίνει τούς γνήσιους ὀπαδούς τοῦ Χριστοῦ.
᾿Ελεημοσύνη στά κρυφά
«Προσέχετε νά μή κάνετε τήν ἐλεημοσύνη σας μπροστά στούς ἀνθρώπους μέ σκοπό νά σᾶς δοῦν καί νά σᾶς ἐπαινέσουν· ἀλλιώτικα, δέν θά πάρετε κανένα μισθό ἀπό τόν Πατέρα σας πού βρίσκεται στούς οὐρανούς. ᾿Εσύ ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, νά μή τό διασαλπίσεις γύρω σου, ὅπως συνηθίζουν νά κάνουν οἱ ὑποκριτές στίς συναγωγές καί στούς δρόμους, γιά ν᾿ ἀποσπάσουν τή δόξα τῶν ἀνθρώπων. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι μέ αὐτά πού κάνουν πῆραν τήν ἀνταμοιβή τους (ἀπό τούς ἀνθρώπους). ᾿Εσύ ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, νά τήν κάνεις τόσο κρυφά, ὥστε τό ἀριστερό σου χέρι νά μή γνωρίζει τί κάνει τό δεξιό σου, γιά νά γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη σου στά κρυφά καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει στά κρυφά, θά σοῦ δώσει τήν ἀνταμοιβή σου στά φανερά».
Εἶναι φανερόν ὅτι μέ τίς παραινέσεις αὐτές ὁ Κύριος θέλει ν᾿ ἀπαλείψει ἀπό τίς ψυχές τῶν ὀπαδῶν του τή δοξομανία, τή ματαιοδοξία καί τήν ἐπιδειξιομανία, κακίες τόσο βαθιά ριζωμένες στό ἀρρωστημένο ἔδαφος τῆς ψυχῆς, πού καί τήν ἀρετή ἀκόμα τήν κάνουν ὄχι γιατί αὐτή εἶναι ὑπαγόρευση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ἀλλά «πρός τό θεαθεῖναι», νά θαυμάζουν δηλαδή καί νά ἐπαινοῦν τήν καλή τους πράξη οἱ 150
ἄνθρωποι, χωρίς νά κατανοοῦν ὅτι μέ τή διάθεση αὐτή ἀδειάζουν τή ψυχή τους ἀπό τή συμπάθεια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἀνθρώπινος φυσικά ἔπαινος ὄχι μονάχα δέν εἶναι κακός ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ὡς δίκαιη ἀναγνώριση μιᾶς ἀξίας καί ἑνός ἔργου καλοῦ. Κακή εἶναι ἡ ὑπέρμετρη καί ἀποκλειστική θήρευση τοῦ ἐπαίνου ἐκ μέρους τοῦ ἐνεργοῦντος ὑποκειμένου, πού σημαίνει ὅτι τά ἐλατήρια τῆς ψυχῆς του δέν κινοῦνται στό χῶρο τοῦ θείου θελήματος, ἀλλ᾿ εἶναι ἐγωπαθῆ καί ματαιόδοξα.
Προσευχή στά κρυφά
Τό ἴδιο καί μέ τήν προσευχή.
«῞Οταν προσεύχεσαι –λέγει ὁ Κύριος– δέν πρέπει νά μοιάζεις μέ τούς ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά στέκονται ὄρθιοι καί νά προσεύχονται ἐπιδεικτικά στίς συναγωγές καί στίς γωνιές τῶν πλατειῶν (σέ μέρη δηλαδή περίοπτα καί πολυσύχναστα), μέ σκοπό νά τούς κοιτάξουν οἱ ἄνθρωποι. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι πῆραν (ἀπό τούς ἀνθρώπους) τήν ἀνταμοιβή τους. Σύ δέ, ὅταν προσεύχεσαι, μπές μέσα στό ἰδιαίτερό σου δωμάτιο καί, ἀφοῦ κλείσεις τή θύρα γιά νά μή σέ βλέπουν οἱ ἄλλοι, νά κάνεις τήν προσευχή σου μυστικά στόν Πατέρα σου πού εἶναι κρυμμένος καί ἀθέατος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει στά κρυφά τήν προσευχή σου, θά σέ ἀνταμείψει στά φανερά. ῞Οταν δέ προσεύχεσθε, νά μή φλυαρεῖτε διατυπώνοντας αἰτήματα ἀνόητα, ὅπως κάνουν οἱ ἐθνικοί (εἰδωλολάτρες). Νομίζουν ὅτι μέ τήν πολυλογία τους θά εἰσακουστοῦν ἀπό τόν Θεό. Νά μή τούς μοιάσετε, γιατί ὁ Πατέρας σας γνωρίζει αὐτό πού ἔχετε ἀνάγκη, προτοῦ ἀκόμα τοῦ τό ζητήσετε».
Στή συνέχεια ὁ Κύριος παρέχει καί πρότυπο ἀληθινῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία φέρει τό ὄνομά του· «Κυριακή προσευχή»· «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς· τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ. ῞Οτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας· ἀμήν».
Τά βασικά στοιχεῖα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς εἶναι· α) ῾Η ἀναφορά πρός τόν Θεό ὁ ὁποῖος εἶναι Πατέρας στοργικός καί κατοικεῖ στούς οὐρανούς (ἔκφραση ἀνθρωποπαθής), δηλαδή βρίσκεται μακριά ἀπό τήν κακότητα καί τήν ἀκαθαρσία τῆς γῆς, σέ χῶρο ἄϋλο γεμάτο μεγαλοπρέπεια καί δόξα. β) Τό αἴτημα νά ἁγιάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ, ὅπου πραγματώνεται ἡ βασιλεία του διά τῆς τηρήσεως ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ ἁγίου του θελήματος, ὅπως αὐτό γίνεται καί στόν οὐρανό (ἀπό τούς ἀγγέλους). γ) Τό αἴτημα γιά τό καθημερινό μας ψωμί, πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωματική μας συντήρηση. δ) Τό αἴτημα νά μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός ὅλα μας τά ἁμαρτήματα, μέ τή βεβαίωση ὅτι καί ἐμεῖς συγχωροῦμε τά πταίσματα τῶν ἄλλων καί ε) Τό αἴτημα νά μήν ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά μποῦμε σέ πειρασμό (δοκιμασία ψυχική) δεδομένης τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεώς μας ἡ ὁποία εὔκολα μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ πτώση, ἀλλά νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν πονηρό, ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει νά μᾶς ἐξοντώσει πνευματικά. Τά αἰτήματα δέ αὐτά τά κάνουμε μέ τή βαθιά πεποίθηση ὅτι στόν Θεόν ἀνήκει ἡ αἰώνια βασιλεία, ἡ δύναμη καί ἡ δόξα.
Τήν ὀρθή στάση, τό γνήσιο πνεῦμα καί τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς σέ ἀντίθεση μέ τήν ψεύτικη καί κακή, μᾶς ἐδίδαξεν ὁ Κύριος στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου.
151
῾Η νηστεία
Παράλληλα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν προσευχή ὁ Κύριος στηλιτεύει καί τήν ὑποκριτική νηστεία, πού ἔκαναν ἐπιδεικτικά οἱ Φαρισαῖοι γιά ν᾿ ἀποσπάσουν τό θαυμασμό καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, τονίζοντας τό νόημα τῆς ἀληθινῆς καί ἀνεπιτήδευτης νηστείας.
«῞Οταν νηστεύετε –λέγει– νά μή γίνεσθε περίλυποι καί σκυθρωποί, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι ἀλλοιώνουν ἐπίτηδες τά πρόσωπά τους διά νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους νηστεύοντες. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἔχουν πάρει ἤδη (ἀπό τούς ἀνθρώπους) τό μισθό τους. Σύ δέ, ὅταν νηστεύεις, ἄλειψε τήν κεφαλή καί νίψε τό πρόσωπό σου (σημεῖα εὐδιαθεσίας καί χαρᾶς), ἔτσι πού νά μή φαίνεσαι ἐξωτερικά στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις, ἀλλά μυστικά στόν Πατέρα σου, ὁ ὁποῖος παρακολουθεῖ τά πάντα. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τή νηστεία σου νά γίνεται στά κρυφά, θά σοῦ δώσει τήν ἀμοιβή σου στά φανερά».
῾Η νηστεία εἶναι πολύ μεγάλη ἀρετή πού ἐξυψώνει τόν ἄνθρωπο πνευματικά, ὅταν γίνεται σωστά, μέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς φτώχειας τῆς ψυχῆς, μέ φόβο Θεοῦ καί μέ ταπείνωση καί συντριβή καρδίας. ῾Η ὑποκριτική φαρισαϊκή νηστεία, πού σάν κύριο ἐλατήριό της ἔχει τό θαυμασμό καί τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, εἶναι στεγνή καί ἄκαρπη, ἐξαντλούμενη στήν ἀνθρωπαρέσκεια καί τήν ἐπιδειξιομανία της. ᾿Από τόν Θεό δέν ἔχει τίποτε νά περιμένει. Εἶναι ὑπόθεση χαμένη στήν ἰδιοτέλεια καί τήν ὑποκρισία της.
῾Ο πραγματικός θησαυρός
Στή ζωή του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει πολλῶν εἰδῶν θησαυρούς. Αὐτό βέβαια δέν εἶναι κακό, ὅταν γίνεται μέ διακριτική ἐπίγνωση καί μέσα στά ὅρια τῆς ἠθικῆς τάξεως. Τό πρᾶγμα ἀρχίζει νά γίνεται κακό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεῖ τούς θησαυρούς αὐτούς δένοντας τήν καρδιά του μαζί τους, περικλείεται ἀσφυκτικά σέ ὑλικές ἀξίες καί ἀγαθά ἐφήμερα καί παροδικά, τά ὁποῖα ὄχι μόνον εἶναι ἀνίσχυρα νά τόν βοηθήσουν, ἀλλ᾿ ὑπάρχει κίνδυνος νά τόν ὑποδουλώσουν καί νά τόν καταστρέψουν. Στούς θησαυρούς αὐτούς ὁ Κύριος ἀντιτάσσει ἄλλους πνευματικούς καί αἰώνιους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπρόσβλητοι στό χρόνο καί ἀκτύπητοι ἀπό τή φθορά, καί οἱ ὁποῖοι πρέπει νά αἰχμαλωτίζουν τή ψυχή, νά συντηροῦν τήν ὕπαρξη καί νά κατευθύνουν τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
«Νά μή μαζεύετε θησαυρούς –παραινεῖ ὁ Κύριος– πάνω στή γῆ, ὅπου ἡ σκουργιά καί ἡ σαπίλα (τῆς φθορᾶς) ἀφανίζουν καί ὅπου οἱ κλέφτες τρυποῦν τούς τοίχους καί τούς κλέβουν. Νά μαζεύετε δέ θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου οἱ κλέφτες δέν τρυποῦντούς τοίχους καί δέν τούς κλέβουν. Διότι ἐκεῖ πού βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ πρέπει νά εἶναι στραμμένη καί ἡ καρδιά σας».
Φῶς καί σκοτάδι
῞Οπως ὑπάρχει φῶς καί σκοτάδι φυσικό, ἔτσι ὑπάρχει φῶς καί σκοτάδι πνευματικό. Τό φυσικό σκοτάδι εἶναι ἡ στέρηση τοῦ φυσικοῦ φωτός, ὅπως καί τό πνευματικό σκοτάδι (ἡ ἁμαρτία) εἶναι ἡ στέρηση τοῦ πνευματικοῦ φωτός (τῆς ἀρετῆς). ῞Οπως δέ ὁ ἄνθρωπος ὁδεύει στά σκοτάδια ὅταν ὁ φυσικός του ὀφθαλμός ὑποστεῖ κάποια ζημιά, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὁδεύει στά σκοτάδια, ὅταν ὁ πνευματικός της ὀφθαλμός (ὁ νοῦς) ἀρρωστήσει· δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό καί νά ἀξιολογήσει σωστά τά πράγματα τοῦ βίου καί τήν ὑπόθεση τῆς ὑπάρξεως.
152
«Τό λυχνάρι πού φωτίζει τό σῶμα –λέγει ὁ Κύριος– εἶναι τό μάτι. ᾿Εάν τό μάτι σου εἶναι καθαρό (ὑγιές), ὅλο σου τό σῶμα θά εἶναι φωτεινό. ῎Αν, ἀντίθετα, τό μάτι σου εἶναι ἀρρωστημένο, ὅλο σου τό σῶμα θά εἶναι σκοτεινό. ᾿Εάν, λοιπόν, τό φῶς πού σοῦ δόθηκε γιά νά σέ φωτίζει γίνει σκοτάδι, τότε σέ πόσο μεγαλύτερο σκοτάδι θά βυθιστεῖς; (ἐννοεῖται τό πνευματικό σκοτάδι, σέ περίπτωση πού σκοτεινιάσει ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς). Κανένας δέν μπορεῖ νά δουλεύει συγχρόνως σέ δύο κυρίους (νά εἶναι προσκολλημένος καί στά ἐπίγεια καί στά οὐράνια ἀγαθά). Διότι, ἤ τόν ἕνα θά μισήσει καί τόν ἄλλο θ᾿ ἀγαπήσει ἤ στόν ἕνα θά προσκολληθεῖ καί τόν ἄλλο θά περιφρονήσει. Δέν μπορεῖτε νά ὑπηρετεῖτε συγχρόνως καί τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ (τόν εἰδωλοποιημένο πλοῦτο)».
᾿Αλήθεια, πόσο ὑπέροχα καί ὑψηλά εἶναι τά διδάγματα πού μᾶς παρέχει ὁ Κύριος! ῾Η καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό σπίτι τοῦ Θεοῦ, ὁ ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖ τό σπίτι τοῦ Θεοῦ νά χωρίζεται σέ δύο διαφορετικά διαμερίσματα. Στό ἕνα νά κατοικεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί στό ἄλλο τό πνεῦμα τοῦ διαβόλου, ὁ μαμωνᾶς. ῾Η καρδιά ἤ θά δοθεῖ ὁλόκληρη στόν Θεόν ἤ θά δοθεῖ ὁλόκληρη στό ἀντίπαλο πνεῦμα τῆς πονηρίας. Τό μόνο πού δέν μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά ἀφοσιώνεται ὁλοκληρωτικά καί νά ὑπηρετεῖ συγχρόνως καί τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ.
Μέριμνα καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό
῾Η ἀγωνιώδης μέριμνα τῆς ζωῆς εἶναι κάτι τό βαθιά ζυμωμένο μέ τήν καθημερινότητα τοῦ βίου. Οἱ βιοτικές ἀνάγκες σ᾿ ἕνα κόσμο πού τόσο ραγδαῖα ἐξελίσσεται εἶναι πάμπολλες καί τά προβλήματα πού δημιουργοῦνται καυτά καί ἀναρίθμητα. Τό βάρος τῆς βιοτικῆς μέριμνας πιέζει ἀσφυκτικά καί ἀναστατώνει τόν ἄνθρωπο, πού ἀγκομαχᾶ προσπαθώντας νά κερδίσει τήν καθημερινή του ὑπόθεση. ῾Η πυρετική ὅμως αὐτή ἔξαψη εἶναι κατάσταση πολύ ἐπικίνδυνη. Κουράζει τό σῶμα καί ἐξαντλεῖ τήν ψυχή. Φιλοδωρεῖ τόν ἄνθρωπο μέ πολλά ψυχοσωματικά νοσήματα μέ συνέπειες πολύ θλιβερές, χωρίς ὡστόσο νά παρέχει κάτι τό θετικό στόν ἄνθρωπο, χωρίς νά ἀνακουφίζει τή ζωή του καί νά βελτιώνει τήν τύχη του.
῾Ο Κύριος μπροστά στό σοβαρότατο αὐτό ἀσθένημα τοῦ πλάσματος παρέχει τή δική του συνταγή, ἡ ἐφαρμογή τῆς ὁποίας εἶναι ἄμεσα λυτρωτική. Εἶναι δέ αὐτή ἡ πεποίθηση στήν πρόνοια τοῦ Πατέρα, πού θωρακίζει τόν ἄνθρωπο, τοῦ γαληνεύει τή ψυχή, τοῦ κατευνάζει τίς θύελλες καί τίς καταιγίδες καί τοῦ παρέχει ἀναψυχή, ὥστε μέ δύναμη καί ἀντοχή νά παλέψει τήν τραχύτητα τῆς βιοτικῆς συγκυρίας του.
«Διά τοῦτο σᾶς λέγω νά μή φροντίζετε μέ ἀγωνία στή ψυχή σας τί θά φᾶτε καί τί θά πιῆτε ἤ μέ τί θά ντύσετε τό σῶμα σας. Δέν ἀξίζει ἡ ψυχή σας περισσότερο ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα σας περισσότερο ἀπό τό ἔνδυμα; Κοιτᾶξτε τά πουλιά πού πετοῦν στόν ἀέρα, τά ὁποῖα οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν σέ ἀποθῆκες· καί ὅμως τά τρέφει ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Δέν ἔχετε ἐσεῖς μεγαλύτερη ἀξία ἀπ᾿ αὐτά; Ποιός ἀπό σᾶς, ὅσο κι ἄν φροντίζει, μπορεῖ νά προσθέσει ἕνα πῆχυ στό σωματικό του ἀνάστημα; Καί γιά τό ἔνδυμα, γιατί φροντίζετε; Κοιτᾶξτε προσεχτικά τ᾿ ἀγριολούλουδα πῶς μεγαλώνουν. Δέν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν. Σᾶς λέγω δέ, ὅτι οὔτε καί ὁ Σολομών, σέ ὅλη τή μεγαλοπρέπεια καί τή δόξα του, δέν μπόρεσε νά ντυθεῖ σάν ἕνα ἀπ᾿ αὐτά. ᾿Εάν δέ τό χορτάρι πού ἀνέμελα φυτρώνει στούς ἀγρούς, τό ὁποῖο σήμερα ζεῖ καί αὔριο ξηραίνεται καί τό πετᾶνε στό φοῦρνο (γιά νά καεῖ) ὁ Θεός τόσο ὄμορφα τό ντύνει, πόσο περισσότερο θά κάνει αὐτό γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μή μεριμνᾶτε, λοιπόν, λέγοντες· τί θά φᾶμε ἤ τί θά πιοῦμε καί μέ τί θά ντυθοῦμε; Γιατί ὅλ᾿ αὐτά τά ζητᾶνε οἱ ἐθνικοί (εἰδωλολάτρες). ῾Ο δικός σας Πατέρας πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, γνωρίζει ὅτι ἔχετε 153
ἀνάγκην ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Νά ζητᾶτε πρῶτα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη του (τό ἅγιο θέλημά του) καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν (ἀπό τό Θεό). Μή γεμίζετε, λοιπόν, τή ψυχή σας μέ ἀγωνία γιά τό τί θά σᾶς συμβεῖ αὔριο, διότι ἡ αὐριανή ἡμέρα θά φροντίσει γιά τή δική της κακία. ᾿Αρκεῖ ἡ στενοχώρια τῆς σημερινῆς ἡμέρας».
῾Ο Κύριος φυσικά νομοθετώντας αὐτά δέν ἔχει σκοπό ν᾿ ἀπαγορεύσει κάθε μέριμνα καί κάθε προγραμματισμό στή ζωή μας, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά ἔχει δυσάρεστες ἐπιπτώσεις ὄχι μονάχα στό βιοτικό μας πεδίο, ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἐξέλιξη. Αὐτό πού ἀπαγορεύει εἶναι ἡ ἄμετρη καί ἀγχώδης μέριμνα, ἡ ἀναστάτωση καί ἡ ταραχή στήν ἀντιμετώπιση τῆς καθημερινῆς βιοπάλης, καταστάσεις πού σέ τελική ἀνάλυση εἶναι σημάδια ὀλιγοπιστίας στήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό κυρίως μετράει ἀρνητικά ἀπό τήν πλευρά τοῦ πλάσματος. Καί αὐτό θέλει νά θεραπεύσει ὁ Κύριος.
῾Η κατάκριση τοῦ πλησίον
῾Η κατάκριση τοῦ πλησίον εἶναι φαινόμενο πολύ συνηθισμένο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Προέρχεται ἀπό καρδιά ἀπό τήν ὁποίαν ἀπουσιάζει ἡ ἀδελφική ἀγάπη. Αὐτός πού κατακρίνει δέν σέβεται τόν ἀδελφό του. Καί μπορεῖ μέν, καί ἔχει χρέος νά ἐλέγχει τήν κακή συμπεριφορά του· κατ᾿ ἰδίαν ὅμως καί μέ σκοπό νά τόν βοηθήσει νά τήν βελτιώσει. ῾Η ἄσκοπη καί ἐμπαθής ἐπίκριση εἶναι κακολογία. Εἶναι δέ καί ὑποκρισία, γιατί βλέπει μονάχα τίς ἐνέργειες τῶν ἄλλων, ἐνῶ παραβλέπει τίς δικές της πού μπορεῖ νά εἶναι χειρότερες ἐκείνων πού κατακρίνει. ῾Ο Κύριος στηλιτεύει ἔντονα τήν κατάκριση τοῦ πλησίον.
«Μή κρίνετε –τονίζει– γιά νά μή κριθεῖτε. Διότι μέ τό κριτήριο μέ τό ὁποῖο κρίνετε τούς ἄλλους θά κριθεῖτε κι ἐσεῖς καί μέ τό μέτρο πού ἐκτιμᾶτε τίς πράξεις τῶν ἄλλων, θά ἐκτιμηθοῦν καί οἱ δικές σας (ἀπό τόν Θεό). Γιατί δέ, βλέπεις τό μικρό ξυλαράκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, καί δέν παρατηρεῖς τό δοκάρι πού εἶναι σφηνωμένο στό δικό σου μάτι; ῎Η πῶς θά πεῖς στόν ἀδελφό σου· ἄφησε νά βγάλω τό ξυλαράκι ἀπό τό μάτι σου, τή στιγμή πού ὑπάρχει τό δοκάρι στό δικό σου; ῾Υποκριτή, νά ἀφαιρέσεις πρῶτα τό δοκάρι πού εἶναι στό δικό σου μάτι, καί ἔπειτα νά προσπαθήσεις νά βγάλεις τό μικρό ξυλαράκι ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Οἱ θεῖοι μαργαρίτες
῾Η ἔλλειψη ἐπικριτικῆς καί κατακριτικῆς διαθέσεως τοῦ πλησίον πού πρέπει νά κοσμεῖ τή ψυχή κάθε καλοῦ χριστιανοῦ, δέν πρέπει ὡστόσο νά μᾶς ὁδηγεῖ σέ μιά ἀδιάκριτη καί χαλαρή ἐκτίμηση τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἄλλων καί σέ μιά ἀνεξέλεγκτη σχέση μαζί τους κυρίως σέ σημαντικά ζητήματα πίστεως, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά μᾶς κοστίσει βαθιές καί ἀνεπανόρθωτες ζημιές. Συγκεκριμένα ὁ Κύριος μᾶς ἀπαγορεύει νά παρέχουμε τούς πνευματικούς θησαυρούς τῆς πίστεώς μας σέ ἄγριους καί χοιρώδεις ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν ἔχουν τή δυνατότητα νά τούς δεχτοῦν, ἀλλά θά τούς βεβηλώσουν καί παράλληλα θά βλάψουν καί ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τούς μεταδίδουν.
«Νά μή δίνετε τό ἅγιον (δηλ. τό μυστήριο τῆς πίστεως) –λέγει– στά σκυλιά (τούς τραχεῖς καί ἄγριους ἀνθρώπους) καί νά μή ρίχνετε τά μαργαριτάρια σας (τίς θεῖες ἀλήθειες) στούς χοίρους (στούς αἰσθησιακούς καί ἀκάθαρτους ἀνθρώπους), μή τυχόν καί τά καταπατήσουν μέ τά πόδια τους (τά προσβάλλουν καί τά βεβηλώσουν) καί μετά στραφοῦν ἐναντίον σας νά σᾶς ξεσχίσουν».
Προσοχή, λοιπόν, στή μετάδοση τῶν ἱερῶν τῆς πίστεως ἀληθειῶν. Νά μή γίνεται ἀδιάκριτα, ἀλλά μέ σύνεση καί διακριτική ἐκτίμηση τῶν συνθηκῶν τοῦ περιβάλλοντος. 154
῞Οπου δηλαδή τό περιβάλλον, οἱ ἄνθρωποι, ὁ τόπος καί ἡ ὥρα δέν ἀντέχουν στήν ὑποδοχή τῆς θείας ἀλήθειας, ἐκεῖ νά μή προβάλλουμε τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι ἐνδεχόμενο ἀντί ὠφελείας νά προξενήσουμε ἄθελά μας ζημιά τόσο σέ μᾶς ὅσο καί σέ ἄλλους κακότροπους ἀνθρώπους.
῾Η ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς
᾿Εκεῖνος πού προσεύχεται μέ πίστη καί εἰλικρίνεια στόν Θεό θά λάβει ὁπωσδήποτε τά αἰτήματά του. Διότι ὁ Θεός εἶναι
στοργικός Πατέρας, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τά παιδιά του καί δέν μπορεῖ νά κωφεύσει στίς δεήσεις τους, ἀλλά θά ἱκανοποιήσει ὅλες τίς λογικές χρεῖες καί ἀνάγκες τους. Μόνο τά παράλογα αἰτήματα δέν μπορεῖ –γιατί δέν θέλει– νά ἱκανοποιήσει ὁ παντοδύναμος Θεός.
«Ζητεῖτε –παραινεῖ ὁ Κύριος– καί θά σᾶς δοθεῖ· γυρεύετε καί θά βρεῖτε· κτυπᾶτε καί θά σᾶς ἀνοίξουν. Διότι κάθε ἕνας πού ζητᾶ, λαμβάνει· καί κάθε ἕνας πού γυρεύει, βρίσκει· καί σ᾿ ἐκεῖνον πού κτυπᾶ, θά ἀνοιχτεῖ (ἡ πόρτα). ῎Η ποιός ἀπό σᾶς, ὅταν τό παιδί του τοῦ ζητήσει ψωμί, θά τοῦ δώσει λίθον; ῎Η ἄν τοῦ ζητήσει ψάρι, θά τοῦ δώσει φίδι; ᾿Εάν, λοιπόν, ἐσεῖς πού εἶσθε ἁμαρτωλοί, ξέρετε νά δίνετε χρήσιμα πράγματα στά παιδιά σας, πόσο μᾶλλον ὁ οὐράνιος Πατέρας σας θά δώσει ἀγαθά πράγματα σ᾿ αὐτούς πού μέ πίστη τά ζητοῦν;».
῾Ο χρυσός κανόνας τοῦ Εὐαγγελίου
«᾿Εκεῖνα πού θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι –λέγει ὁ Κύριος– τά ἴδια νά κάνετε καί σεῖς σ᾿ αὐτούς. Διότι σ᾿ αὐτό συγκεφαλαιώνονται ἡ διδαχή τοῦ Νόμου καί οἱ Προφῆτες».
Κέντρο τοῦ χρυσοῦ αὐτοῦ κανόνος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τό ἀτομικό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος δικαιολογημένα ἀπαιτεῖ οἱ ἄνθρωποι νά τιμοῦν καί νά σέβονται τήν προσωπικότητά του, νά μήν καταπατοῦν τίς ἐλευθερίες καί τά δικαιώματά του, νά σέβονται τήν οἰκογένεια καί τήν περιουσία του καί γενικά νά τόν συντρέχουν στίς ἀνάγκες καί τίς περιστάσεις του. ῞Ολ᾿ αὐτά εἶναι μιά λογική καί δίκαιη ἀπαίτηση. ῾Ο δίκαιος ὅμως καί καλοπροαίρετος ἄνθρωπος τήν ἀπαίτησή του αὐτή ὀφείλει νά τήν ἀνταποδίδει στό συνάνθρωπο. Νά κάνει δηλαδή καί στόν ἄλλον ὅσα αὐτός θέλει νά τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι. ῎Αν τό πλέγμα αὐτό τῶν ἀμοιβαίων διεκδικήσεων ἐφαρμοστεῖ ἁρμονικά καί ἰσχύσει σάν καθολική νομοθεσία, οἱ ἄνθρωποι θά ζήσουν εἰρηνικά μεταξύ τους, ἀπαλλαγμένοι ἀπό πολλά κακά πού προξενοῦν ὁ νοσηρός ἀτομισμός, ἡ ἐγωπάθεια, τό προσωπικό συμφέρον καί τόσα ἄλλα, πού μετατρέπουν τίς ἀνθρώπινες κοινωνίες σέ ἀγέλες ἄγριων θηρίων, ὅπου τό ἕνα ἐπιτίθεται καί κατασπαράσσει τό ἄλλο. Στήν ἀρνητική του μορφή ὁ χρυσός κανόνας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι γνωστός ὡς· «ὅ σύ μισεῖς, μηδενί ποιήσῃς»489. Αὐτό πού ἐσύ ἀπεχθάνεσαι καί μισεῖς, νά μή τό κάνεις στούς ἄλλους.
Οἱ δύο δρόμοι
Δύο εἶναι οἱ δρόμοι τούς ὁποίους μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθήσει στή ζωή του ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο ἕνας εἶναι τῆς ἀρετῆς, στενός καί δύσκολος, τόν ὁποῖο λίγοι μονάχα ἀκολουθοῦν. Τό τέρμα τοῦ δρόμου αὐτοῦ καταλήγει στήν εὐρυχωρία τοῦ οὐρανοῦ, στήν αἰώνια χαρά τῆς θείας βασιλείας, στούς ὁλόφωτους κόλπους τοῦ Πατέρα. ῾Ο ἄλλος εἶναι ὁ δρόμος τῆς κακίας, εὐρύχωρος καί ἄνετος, τόν ὁποῖον ἀκολουθοῦν οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων. 155
Τό τέρμα τοῦ δρόμου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς στή στενότητα καί τήν ὀδύνη τῆς κολάσεως, ἡ νέκρωση τῆς ὑπάρξεως μακριά ἀπό τήν ἀληθινή ζωή καί τό φῶς, πού εἶναι ὁ Θεός. ῾Ο Κύριος μᾶς παραινεῖ νά μπαίνουμε ἀπό τή στενή πύλη καί τήν τεθλιμμένη ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ἀνάπαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Σχετικά λέγει·
«Νά μπαίνετε ἀπό τή στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά ἡ πύλη καί εὐρύχωρη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού μπαίνουν ἀπό αὐτήν. ᾿Αντίθετα, εἶναι στενή ἡ πύλη καί στενόχωρος ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί λιγοστοί εἶναι ἐκεῖνοι πού τή βρίσκουν».
Οἱ ψευδοπροφῆτες
Στούς ἀνθρώπους πού ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς κακίας συγκαταλέγονται καί οἱ ψευδοπροφῆτες. Εἶναι ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί ἐπικίνδυνοι. Πλανεμένοι αὐτοί, προσπαθοῦν νά πλανήσουν καί τούς ἄλλους. Εἶναι στρατευμένοι πράκτορες τοῦ ψεύδους, πολέμιοι τῆς ἀλήθειας. Μεταμφιέζονται, λαμβάνοντας ψεύτικα προσωπεῖα γιά νά παραπλανήσουν τίς ἀφελεῖς καί ἀστήρικτες ψυχές. Οἱ πιστοί πρέπει νά βρίσκονται σέ ἐπιφυλακή, νά τούς ἐπισημαίνουν καί νά προφυλάσσονται ἀπό τήν πανουργία καί τήν κακουργία τους. Θά τούς ἀναγνωρίζουν δέ ἀπό τά ἔργα τους. ῾Η συμπεριφορά τους θά προδώσει τούς καταχθόνιους σκοπούς καί τίς διαθέσεις τους. ῞Οπως ἀπό τά ἀγκάθια δέν μπορεῖ νά μαζέψει κανείς σῦκα, ἔτσι καί ἀπό αὐτούς δέν μπορεῖ νά προέλθει κάτι σωστό καί καλό. Καί ὅπως ἕνα δέντρο σάπιο δέν μπορεῖ νά κάνει καρπούς καλούς, ἔτσι καί ἀπό αὐτούς δέν μποροῦν νά προέλθουν παρά ἔργα ἀνάλογα μέ τή σαπρότητα τῆς ψυχῆς τους.
«Προσέχετε –λέγει ὁ Σωτήρ– ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι σᾶς πλησιάζουν μέ ἔνδυμα προβάτων, ἐσωτερικά ὅμως εἶναι λύκοι ἄγριοι καί ἁρπακτικοί. Θά τούς ἀναγνωρίσετε ἀπό τά ἔργα τους. Μήπως μαζεύουν ἀπό τά ἀγκάθια σταφύλια ἤ ἀπό τούς τριβόλους σῦκα; ῎Ετσι κάθε δέντρο καλό παράγει καρπούς καλούς, ἐνῶ τό σάπιο δέντρο παράγει καρπούς χαλασμένους καί κακούς. Δέν μπορεῖ ἕνα δέντρο καλό νά κάνει φθαρμένους καρπούς, οὔτε ἕνα σάπιο δέντρο νά κάνει καρπούς ὑγιεῖς. Κάθε δέντρο πού δέν κάνει καρπούς καλούς τό κόβουν ἀπό τή ρίζα καί τό ρίχνουν στή φωτιά. ῎Ετσι, λοιπόν, κι ἐσεῖς θά τούς ἀναγνωρίσετε ποιοί εἶναι ἀπό τούς καρπούς τῶν ἔργων τους».
Τά λόγια καί τά ἔργα
῾Ο ἄνθρωπος εἶναι πολύ εὔκολος στά λόγια. ῾Η γλώσσα του δουλεύει ἀσταμάτητα. ᾿Αντίθετα, στά ἔργα εἶναι πολύ νωθρός καί δυσκίνητος. ῎Αν αὐτό ἰσχύει γενικά, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει στό πεδίο τῆς σωτηρίας. Στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν θά μποῦν ὅσοι περιορίζονται μονάχα στά λόγια, τά ὡραῖα ἐξωτερικά καί ὄμορφα, ἀλλ᾿ αὐτοί πού κάνουν τό θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Τά λόγια ἀπό μόνα τους, ὅταν δηλαδή δέν ἔχουν οὐσιαστικό ἀντίκρυσμα σέ ἔργα ἀρετῆς, δέν θά μπορέσουν νά τούς σώσουν. Χειρότερα δέ, σέ περίπτωση πού ἄλλα λέγουν καί ἄλλα κάνουν. ῾Ομολογοῦν ἐξωτερικά τόν Χριστό, ἐνῶ κατά βάθος εἶναι ἐργάτες δόλιοι τῆς ἀνομίας. Αὐτούς θά τούς ἀποπέμψει490 ὁ Σωτήρ κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως491. ῾Ο Κύριος δηλώνει κατηγορηματικά·
«Στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν θά εἰσέλθει κάθε ἕνας πού μοῦ λέγει ‘‘Κύριε, Κύριε’’, ἀλλά ἐκεῖνος μονάχα πού κάνει τό θέλημα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μου. Πολλοί θά μοῦ ποῦν τήν ἡμέραν ἐκείνη (τῆς κρίσεως) ‘‘Κύριε, Κύριε, στό ὄνομά σου δέν προφητέψαμε 156
καί δέν βγάλαμε δαιμόνια καί δέν κάναμε θαύματα;’’. Καί τότε θά τούς πῶ· φύγετε ἀπό κοντά μου ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομία».
Τά δύο θεμέλια
῞Ενα σπίτι γιά νά στηθεῖ καλά καί ν᾿ ἀντέξει στό πέρασμα τοῦ χρόνου, πρέπει νά κτιστεῖ πάνω σέ θεμέλιο γερό. ῎Ετσι, δέν φοβᾶται τό ὁρμητικό ρεῦμα τῶν ποταμῶν, τούς δυνατούς ἀνέμους καί τίς θύελλες. Στέκει ἀκλόνητο, γιατί ἔχει θεμέλια γερά. ᾿Αντίθετα, ὅταν δέν ἔχει θεμέλιο στέρεο, ὅταν εἶναι κτισμένο πάνω στήν ἄμμο, μέ τήν πρώτη κακοκαιρία θά σωριαστεῖ κάτω καί θά καταστραφεῖ. ῎Ετσι καί στό χῶρο τῆς σωτηρίας. Αὐτός πού κτίζει τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς του πάνω στό θεμέλιο τῆς πίστεως καί τῶν ἀγαθῶν ἔργων, δέν ἀρκεῖται δηλαδή σέ λόγια ἀνούσια ἀλλ᾿ ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν φοβᾶται τίς ἀντίξοες συνθῆκες τοῦ βίου καί τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά μένει ἀσάλευτος, πιασμένος ἀπό τήν πέτρα τῆς πίστεως καί κληρονομεῖ τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ᾿Αντίθετα, αὐτός πού ἀρκεῖται μονάχα σέ λόγια χωρίς νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κτίζει τό σπίτι τῆς ψυχῆς του στήν ἄμμο, τό ὁποῖο μέ τήν πρώτην ἐπίθεση τῶν στοιχείων σωριάζεται κάτω καί χάνεται. ῾Ο Κύριος τονίζει χαρακτηριστικά.
«Κάθε ἕναν πού ἀκούει τά λόγια μου καί τά ἐκτελεῖ, θά τόν παρομοιάσω μέ φρόνιμον ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τό σπίτι του πάνω στήν πέτρα. Καί κατέβηκε ἡ βροχή καί ἦλθαν οἱ ποταμοί καί φύσηξαν οἱ ἄνεμοι καί ἔπεσαν ἐπάνω στό σπίτι ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὅμως δέν ἔπεσε γιατί ἦταν θεμελιωμένο στήν πέτρα. Καί κάθε ἕνας πού ἀκούει τά λόγια μου καί δέν τά ἐφαρμόζει, θά μοιάσει μέ ἄνδρα ἀσύνετο, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τό σπίτι του πάνω στήν ἄμμο. Κατέβηκε δέ ἡ βροχή καί ἦλθαν οἱ ποταμοί καί φύσηξαν οἱ ἄνεμοι καί ἔπεσαν στό σπίτι ἐκεῖνο πού σωριάστηκε κάτω καί ἦταν ἡ πτώση του μεγάλη».
Στό σημεῖο αὐτό τελειώνει ἡ ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλία τοῦ Κυρίου. Στόχος της εἶναι νά ἐπισημάνει τήν ἀλήθεια τοῦ πλάσματος, ἡ ὁποία τότε εἶναι δυνατή, ὅταν εἶναι βαθιά ριζωμένη στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀναλήθεια τοῦ πλάσματος συμβαίνει, ὅταν αὐτό ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, δημιουργώντας μιά ψεύτικη σχέση μέ τόν Πλάστη του. Στό Μωσαϊκό Νόμο τό ψεύτισμα τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπίζεται στήν εἰδωλολατρία. ῾Η ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἀντικατάσταση τούτου μέ ἄλλους ἀνύπαρκτους καί ψεύτικους θεούς δημιουργεῖ διαστροφή στή σχέση του μέ τόν ἀληθινό Θεό, πού ἔχει σάν φυσικό ἐπακόλουθο τή διαστροφή στή σχέση του μέ τό συνάνθρωπο. ῞Οταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινά στόν Θεό, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σωστός καί στίς σχέσεις του μέ τόν πλησίον. Τό ἴδιο καί στό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Στό νέο ἦθος πού στηρίζεται στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα καί στή λυτρωτική χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐντοπίζεται ἡ ἀλήθεια τοῦ πλάσματος, πού πιστεύει βαθιά στόν Θεό καί μετουσιώνει τήν πίστη του σέ ἔργα ἀγάπης πρός τόν πλησίον. ᾿Εκεῖνο πού χαλάει τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι ἡ ὑποκρισία καί τό ψεῦδος. ῾Ο φαρισαϊσμός εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς εὐαγγελικῆς ἀρετῆς. Εἶναι κι αὐτός μιά μορφή εἰδωλολατρίας. Στή θέση τοῦ Θεοῦ μπαίνει ὁ νοσηρός ἀτομισμός, μεταμφιεσμένος σέ πρόσωπο ἀρετῆς, γιά νά ἱκανοποιήσει τήν ἐγωϊστική του προβολή καί τίς προσωπικές του ἰδιοτέλειες. Τό νέο πνεῦμα τῆς χάριτος εἶναι πνεῦμα εἰλικρίνειας καί ἀγάπης. Πάει βαθιά στήν καρδιά, τῆς ὁποίας ζητᾶ τήν καθαρότητα καί τή διαύγεια. Τήν καθαρή καρδιά τήν ἀνυψώνει σέ ναό τῶν ἀρετῶν. Αὐτή μονάχα θά δεῖ τόν Θεό καί θά συναντήσει σέ μιά σωστή σχέση τό συνάνθρωπο. Τροφή της εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη, ὁ φωτισμένος λόγος, ἡ δύναμη τῆς χάριτος, ἡ φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνεπλήρωσε τήν παλαιά οἰκονομία στίς πολλαπλές της ἀτέλειες, κτίζοντας τόν ἄνθρωπο στήν ἀλήθεια τῆς θείας βασιλείας. Σ᾿ αὐτήν θά εἰσέλθουν οἱ ταπεινοί, οἱ μετανιωμένοι γιά τίς ἁμαρτίες τους, οἱ 157
πρᾶοι καί οἱ εἰρηνοποιοί, οἱ ἐλεήμονες, αὐτοί πού ἀγαποῦν τή δικαιοσύνη καί διώκονται γι᾿ αὐτήν· οἱ συνετοί καί οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, αὐτοί πού κτίζουν τή ζωή τους στό θεμέλιο τῆς πίστεως, πού ἔχουν τό νοῦ τους στραμμένο στούς θησαυρούς τοῦ οὐρανοῦ καί ἀκολουθοῦν τό στενό μονοπάτι τῆς ἀρετῆς, πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή· τά παιδιά γενικά τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγορασμένα μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί κτισμένα στήν ἅγια χάρη του.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
445. Λουκ. 10,42.
446. ᾿Ιακ. 2,19.
447. Γαλ. 5,6.
448. «῾Ο τῆς εὐσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καί πράξεων ἀγαθῶν. Θάτερον γάρ θατέρου οὐ χρή διαζευγνύειν» (Νείλου, ᾿Επιστ. ΙΙ, 165. Ρὒ 79,280 Α).
449. ᾿Εξ. 19,1 ἑξ.
450. ᾿Εξ. 19,5.
451. Γεν. 2,17.
452. Δευτ. 9,3.
453. ῾Εβρ. 10,31.
454. ῞Οπως εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς ἀλήθειας ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων, ἡ ὑπόσχεση πιστῆς τηρήσεως τοῦ χρέους κατά τήν ἀνάληψη σημαντικῶν καθηκόντων, κ.ἄ.῎
455. ᾿Αποκ. 1,10.
456. Παροιμ. 6,20. 19,20.
457. Παροιμ. 29,10.
458. Παροιμ. 10,1, 15, 20.
459. Παροιμ. 18,24.
460. Παροιμ. 20,9.
461. ᾿Εξ. 12,15.
462. ᾿Ιω. 8,5.
463. Ματθ. 5,32.
464. Γεν. 4,8.
465. ᾿Εξ. 21,28.
466. ᾿Εξ. 21,37.
467. Ματθ. 26,60. 61.
468. Γεν. 3,4. 5.
469. Βασιλ. Β´ 11,2 ἑξ.
470. ῾Εβρ. 4,12.
471. Ματθ. 9,17.
472. Ματθ. 5,17.
473. Ματθ. 5,1.
474. Ματθ. 5,1–10.
475. Λουκ. 18,13.
476. Λουκ. 18,11. 12.
477. ᾿Ιακ. 4,6.
478. 1 Κορ. 2,16.
479. Φιλιπ. 4,7. ᾿Ιω. 14,17.
480. Λουκ. 8,35.
481. Ματθ. 11,29.
482. Ματθ. 6,33.
483. ᾿Εφ. 2,17.
484. ῾Εβρ. 11,36–38.
485. 2 Τιμ. 3,12.
486. Γαλ. 3,28· «Οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ».
190
487. ᾿Ιω. 13,34.
488. ᾿Ιω. 13,35.
489. Τωβ. 4,15.
490. Λουκ. 13,27.
491. Ματθ. 25,41.