Στο τροπάριο του νεκρώσιμου τρισάγιου «Η μόνη αγνή και άχραντος παρθένος…» ακούονται συχνά διάφορες παραλλαγές στο κείμενό του: «ασπόρως» αντί «αφράστως», «υπέρ τον ελεηθήναι» ή «υπέρ τού ελεηθήναι και συγχωρηθήναι» αντί «του σωθήναι». Που οφείλονται αυτές οι διαφορές και ποιο είναι το σωστό κείμενο;
Γενική και αυτονόητη αρχή είναι ότι κείμενα που χρησιμοποιούνται συχνά, και μάλιστα από στήθους, φθείρονται περισσότερο από άλλα που σπανίως χρησιμοποιούνται και που, για τον λόγο αυτό, διαβάλλονται ή ψάλλονται «από διφθέρας», δηλαδή από το βιβλίο. Ειδικώς το ανωτέρω θεοτοκίον του νεκρώσιμου τρισάγιου, λόγω ιδιαιτέρως συχνής χρήσεως, είναι σε όλους γνωστό από μνήμης και ψάλλεται όχι μόνο μέσα στον ναό, αλλά και σε τάφους και σε άλλες περιστάσεις, που είναι δύσκολη αν μη και αδύνατη η χρήση βιβλίου. Επομένως, η φθορά είναι φυσιολογική και αναμενομένη. Οι παραλλαγές δε αυτές δεν γίνονται μόνο από μνήμης, αλλά έχουν επηρεάσει και τα έντυπα.
Από όσο μπορώ να ξέρω, στα χειρόγραφα και στα περισσότερα τουλάχιστον έντυπα, τα επίμαχα σημεία του κειμένου έχουν: «η Θεόν ασπόρως κυήσασα, πρέσβευε τον σωθήναι την ψυχήν του δούλου σου» ή σε πληθυντικό «τας ψυχάς των δούλων σου». Αυτό πρέπει να είναι και το αρχικό κείμενο. Το νόημα είναι πλήρες. Σε ορισμένα έντυπα αντί του «σωθήναι» απαντά το «ελεηθήναι». Σε άλλα δε προστίθεται και το «υπέρ» («υπέρ τού σωθήναι» ή «υπέρ τού ελεηθήναι»), που χωρίς να είναι λάθος, μάλλον φαίνεται να πλεονάζει, αφού μέσα στο «πρέσβευε» υπάρχει και η έννοια του «υπέρ» («πρεσβεύω υπέρ τίνος»). Όσο για την προσθήκη «και συγχωρηθήναι», μάλλον έχει προέλθει από ευλάβεια, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Μέσα στην αιτουμένη από Θεού σωτηρία και στο έλεος εννοείται ότι συμπεριλαμβάνεται και η συγχώρηση των αμαρτιών και ό,τι άλλο η αγάπη του Θεού επιφυλάσσει. Το αίτημα πάντως που προέχει και διατυπώνεται στα τρία προηγούμενα τροπάρια είναι η ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου, που απουσιάζει από το θεοτόκιον. Επί πλέον, με τα τρία άλλα τροπάρια δεν υπάρχει ομοσυλλαβία και ομοτονία, ούτε ακολουθούν κοινό αυτόμελο για να φανεί συγκριτικά αν διασαλεύεται το μέτρο του τροπαρίου με τις, κατά τα άλλα, συμπαθείς αυτές αλλαγές λέξεων («ελεηθήναι» αντί του αρχικού «σωθήναι») και την προσθήκη του «υπέρ» και του «και συγχωρηθήναι»).
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την αλλαγή του επιρρήματος «ασπόρως» με το «αφράστως». Από όσα είπαμε η αρχική γραφή είναι η πρώτη (το «ασπόρως»), η δε αλλαγή έγινε και γίνεται αυθαιρέτως για ψευτοευσεβιστικούς λόγους, από μια ανόητη σεμνοτυφία που χαρακτηρίζει τους «καθώς πρέπει» χριστιανούς της εποχής μας. Πέρασε δε και σε ορισμένες ανεπίσημες εκδόσεις, αλλά και στην αναξιόπιστη έκδοση του Ιερατικού του έτους 1977. Και δεν επηρεάζει μεν το μέτρο και τον αριθμό των συλλαβών και την θέση των τόνων του τροπαρίου (τρεις συλλαβές, που τονίζεται η μεσαία «ασπόρως» – «αφράστως»), πράγμα που δείχνει πόσο μελετημένη και ότι από λόγιο διορθωτή έγινε η αλλαγή. Ενοχλεί όμως αυτή η απαράδεκτη τάση να φοβόμαστε τις λέξεις και να αλλοιώνουμε ακόμη και βιβλικά κείμενα για να μη «λερώσουμε το στόμα μας». Το «ασπόρως» απαντά σε δεκάδες θεοτοκία και άλλα υμνογραφικά και ευχολογικά κείμενα, στα οποία οι υμνογράφοι και οι άλλοι ιερείς συγγραφείς μιλούν απροσποίητα με την ταπεινή και ειλικρινή γλώσσα του αγίου, που ταιριάζει στην σοβαρότητα και στην σεμνή ιεροπρέπεια της θείας λατρείας. Έτσι και η όσια Θεοκτίστη η Λεσβία μετονομάσθηκε επί το κοσμιότερο «η από Λέσβου» ή«η Μηθυμναία»!
Και μια και ο λόγος για προσθήκες στα νεκρώσιμα τροπάρια, ας μνημονεύσω κάτι που άκουσα δυό φορές σε διαφόρους τόπους, αλλά που εύχομαι να μην έχει ευρύτερη διάδοση. Σε κάθε τροπάριο από τα ανωτέρω τέσσερα προσετίθετο μετά το «του δούλου σου» και το όνομα του κεκοιμημένου, που διάβαζε ο τελών από την επιγραφή τού τάφου. Και αυτό μεν συγκινούσε τους συγγενείς τού νεκρού, που κάθε φορά ξεσπούσαν σε θρήνους, αλλά δεν βοηθεί στην διατήρηση τού κοσμίου κλίματος της θείας λατρείας. Τα λειτουργικά κείμενα δεν πρέπει να αλλοιώνονται με προσθήκες ή διορθώσεις κατά το δοκούν, που οδηγούν σε αυθαιρεσίες και υπερβολές.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ- ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ