(c) OrthodoxAnswers.gr
Παρασκευή , 27 Οκτώβριος 2017
Ειδοποιήσεις
Αρχική » Άρθρον Ένατον

Άρθρον Ένατον

ΑΡΘΡΟΝ ΕΝΑΤΟΝ

«Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾿Εκκλησίαν».

Στό ἄρθρο αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀναφέρεται στό δόγμα περί ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας τονίζει τίς τέσσερις βασικές ἰδιότητες· ἑνότητα, ἁγιότητα, καθολικότητα καί ἀποστολικότητα. Τό δόγμα βέβαια εἶναι πολύ εὐρύτερο, εἶναι δέ χρήσιμο νά τό δοῦμε στίς βασικές του γραμμές, γιά νά μορφώσουμε μία γενική εἰκόνα περί αὐτοῦ, τόσο περισσότερο ὅσο τό χριστεπώνυμο πλήρωμά της πρέπει νά γνωρίζει τήν οὐσία, τούς σκοπούς καί γενικά τό ἔργο τῆς πνευματικῆς του μητέρας, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ λίθο ζῶντα λογικόν, ἔτσι ὥστε νά εἶναι σέ θέση ν᾿ ἀνταποκρίνεται πληρέστερα στό θεῖο του αὐτό καί ὑπέρτατο ἀξίωμα.

῾Ο Χριστός –ὅπως καί σέ ἄλλη περίσταση ἐτονίσαμε– ὡς πρόσωπο ἱστορικό, δέν μποροῦσε νά διαιωνίσει τήν ὕπαρξή του πάνω στή γῆ. ῎Ετσι, ἀφοῦ ἐπεράτωσε τή λυτρωτική ἀποστολή του, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ὅπου κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Τί ἐπρόκειτο ὅμως ν᾿ ἀπογίνει τό λυτρωτικό ἔργο του στή γῆ; Θά ἔμενε στάσιμο καί ἀνενέργητο, χωρίς συνέπεια καί συνέχεια ἱστορική; ᾿Ασφαλῶς ὄχι. ῾Ο Κύριος ἐμερίμνησε γιά τή σημαντική αὐτή ἀνάγκη, ἱδρύοντας τήν ᾿Εκκλησία του, στό ἔδαφος τῆς ὁποίας τό ἅπαξ τελεσθέν σωτήριο ἔργο του ἔμελλε νά ἔχει συνέχεια, ἀξιοποιούμενο ὑποκειμενικά στίς καρδιές τῶν μελῶν της, μέ τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος.
῾Η ᾿Εκκλησία, ὅπως καί ὁ ὅρος σημαίνει (ἐκ τοῦ ἐκκαλῶ = συναθροίζω), εἶναι κοινωνία, σύναξη πνευματική. Τήν πρώτη της καταβολή εἶχε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ὅπου ὁ Θεός συνάντησε τόν ἄνθρωπο, δέθηκε μαζί του ὑποστατικά σέ μία ἕνωση ἀπερινόητη, ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη, καί μέ τή φωτιά τῆς θεότητός του ἐλάμπρυνε κι ἐθέωσε τό πρόσλημμα. ῾Η ᾿Εκκλησία, ὡς οἰκοδομή πνευματική, ἔχει ὡς ἀκρογωνιαῖο μέν λίθο της τόν Κύριον ᾿Ιησοῦ Χριστό304, θεμέλιους λίθους τούς ᾿Αποστόλους305 καί ζῶντες ἐπί μέρους λίθους λογικούς τούς πιστούς πού εἶναι καί τά μέλη της306. ῾Η ᾿Εκκλησία μοιάζει μέ ἄμπελον πνευματική, τῆς ὁποίας γεωργός εἶναι ὁ Θεός307, ὁ ὁποῖος τήν περιποιεῖται καί τήν καλλιεργεῖ, κλήματα δέ ὅσοι εἶναι μυστικά ἐνσωματωμένοι σ᾿ αὐτήν. Μέ τήν ἐνσωμάτωσή τους αὐτήν οἱ πιστοί ἀπομυζοῦν τούς ζωτικούς χυμούς τῆς νοητῆς ἀμπέλου, καλλιεργοῦνται καί τρέφονται πνευματικά καί ἑνώνονται ἐσωτερικά μέ τόν Θεό. ᾿Αντίθετα, ἡ ἀποκοπή καί ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τήν ἄμπελο ἐπιφέρει τό μαρασμό καί τήν πνευματική τους νέκρωση308, ἡ ὁποία ἀπολήγει στή φωτιά, στό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι σῶμα, ζωντανός ὀργανισμός, τοῦ ὁποίου μυστική καί ἀόρατη κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός, μέλη δέ οἱ πιστοί πού συνδέονται μαζί του διά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης. Ψυχή, τέλος, τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τό ὁποῖον ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς μετά τήν ᾿Ανάληψή του στούς μαθητές, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό Πνεῦμα τό ἅγιο συγκροτεῖ μέ τή χάρη του τό θεσμό τῆς ᾿Εκκλησίας, ζωοποιεῖ καί ἁγιάζει τά μέλη της καί κατανέμει τά χαρίσματα, τίς διακονίες καί τά πνευματικά της λειτουργήματα.
῾Η ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ πνευματική κοινωνίαν ἀκατάλυτη καί ἀδιάλυτη, στό μέτρο πού ἀκατάλυτος καί αἰώνιος εἶναι καί ὁ θεῖος ἱδρυτής της. Καμία δύναμη δέν μπορεῖ νά τήν ἀφανίσει309, οὔτε ὁ θάνατος μπορεῖ νά καταλύσει τόν πνευματικό δεσμό πού συνάπτουν τά μέλη της μεταξύ τους καί μέ τό Σωτῆρα Κύριο. ῾Ο θάνατος ἀποκαθιστᾶ ἁπλῶς τά μέλη της πού φεύγουν ἀπό τή γῆ στή θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία, πού εἶναι ἀπογεγραμμένη στούς οὐρανούς310. ᾿Ονομάζεται δέ θριαμβεύουσα, διότι σέ ἀντίθεση μέ τή στρατευομένη, τό τμῆμα δηλαδή αὐτῆς πού βρίσκεται στή γῆ καί εἶναι στρατευμένο στόν ἀγῶνα κατά τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας, αὐτή βρίσκεται στόν οὐρανό, ὅπου πανηγυρίζει τά νικητήρια κατά τῆς ἁμαρτίας καί τελεῖ τόν πνευματικό θρίαμβο τῆς πίστεως, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν τμημάτων τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχει ἀείζωη πνευματική σχέση καί ἀδιάρρηκτος δεσμός. ῾Η ᾿Εκκλησία τῶν οὐρανῶν ἐναγκαλίζεται καί κατασπάζεται τήν ᾿Εκκλησίαν ἐπί τῆς γῆς. Οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο περιβάλλουν μέ τήν προστασία καί τήν ἀγάπη τους τούς ἀδελφούς τους πού μάχονται ἐδῶ κάτω στή γῆ. Οἱ ἄγγελοι χαίρονται διά τή μετάνοια καί τήν προκοπή τους καί εἶναι ἕτοιμοι νά τούς διακονήσουν σέ κάθε περίσταση καί ἀνάγκη τους. Οἱ δέ ἅγιοι τούς περιβάλλουν ὁμοίως μέ τή χάρη τους πού πλούσια ἐγκατοικεῖ στήν ἁγιασμένη φύση τους, πρεσβεύοντες στόν Κύριο νά τούς ἐνδυναμώνει στό δύσκολο ἀγῶνα τους καί νά τούς εὐλογεῖ μέ τή χρηστότητα καί τήν ἀγαθωσύνη του. ᾿Αλλά καί οἱ ἐπί γῆς στρατευόμενοι ἀδελφοί ἐκδηλώνουν πολυειδῶς τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους πρός τούς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν τά μέτρα τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, βρισκόμενοι στό στάδιο τῆς ἀδιάφθορης δόξας. Τούς ἔχουν ὡς πρότυπα μιμήσεως. ᾿Επικαλοῦνται τή χάρη, τίς εὐχές καί τίς δεήσεις τους. Καθιερώνουν ναούς πρός τιμήν τους. Τιμοῦν καί ἀσπάζονται τά ἱερά λείψανα καί τίς εἰκόνες τους. Προσφέρουν τή θεία Εὐχαριστία πρός ἔπαινο τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τούς χάρισε τήν ἁγιωσύνη καί τή δόξα τους. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μία ἀκατάλυτη κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Εἶναι ἀνάφλεξη ψυχῶν στό καμίνι τῆς χάριτος, ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ πού διαφλέγει καί θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ μυστική κοινωνία ἁγίων πού δέν περιορίζεται μέσα σέ τοπικούς καί χρονικούς περιορισμούς, ἡ παράσταση καί ἡ ἐγκαύχησή τους στήν ἀκατάλυτη δόξα τοῦ Θεοῦ311. Πόσο –ἀλήθεια– ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς τους οἱ Προτεστάντες, ὅταν ἀπορρίπτουν τό δόγμα τῶν ἁγίων!
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι κοινωνία ἀγάπης. ῾Ως μέλη της ἔχει ὅσους πιστεύουν καί ἀποδέχονται τόν Κύριον ᾿Ιησοῦ Χριστόν ὡς Σωτῆρα καί Θεό τους, πιστεύουν ὀρθόδοξα στό σύνολό της τή λυτρωτική θεία ἀλήθεια, μετέχουν στή θεία λατρεία της καί ἀποδέχονται τό σύστημα τῆς πνευματικῆς τους διακυβερνήσεως ἀπό τό ἱερατεῖο της. Τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας διαιροῦνται σέ δύο τάξεις· τό ποιμαῖνον καί κυβερνῶν τούς πιστούς ἱερατεῖον καί τούς ποιμαινόμενους πιστούς, τό λαό. ῾Ο τελευταῖος διατηρεῖ ἀκέραια τά δικαιώματα καί τή λειτουργικότητά του στό ἔργο καί τούς σκοπούς τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν εἶναι μάζα στατική καί ἀπαθής, ἀλλά σῶμα πολυδύναμο καί ζωτικό, ἐμφορούμενο ἀπό τή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ312.
῾Η ᾿Εκκλησία ὡς σῶμα ἅγιο στό ὁποῖο διαιωνίζεται ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς καί τό ἐμψυχώνει ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀπαραίτητη πρός σωτηρίαν. ῎Εξω ἀπό αὐτήν δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως δέν μπορεῖ νά ζήσει τό κλῆμα πού κόβεται ἀπό τήν ἄμπελο, τό ὁποῖο ξηραίνεται καί πεθαίνει. Tονίζει ἡ πατερική παράδοση, ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τί θά ἀπογίνουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί πού δέν ἀνήκουν στήν ᾿Εκκλησία (τήν ᾿Ορθόδοξη) καθώς καί ὅλοι οἱ ἀλλόθρησκοι, πού καμία σχέση δέν ἔχουν μέ αὐτήν; ῾Η ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. ῎Αν ἀποβλέψουμε ὅμως στό γεγονός ὅτι ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὅποια ἰδιαιτερότητα πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ καθένας τους, εἶναι πλάσματα «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» Θεοῦ, τά ὁποῖα ἀγαπᾶ ὁ δημιουργός, καί ὅτι ὁ Κύριος «ὑπέρ πάντων» ἀπέθανε313 καί «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»314· ἀκόμη δέ, ὅτι εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»315, ἴσως νά ὑπάρχει κάποια βάση νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἐκτάκτως καί κατά παρέκκλιση ἀπό τό λυτρωτικό ἀξίωμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι δυνατό νά σώσει ὁ Θεός ὁρισμένους ἐκ τῶν μή χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι 92
οὐδέποτε ἄκουσαν περί Χριστοῦ καί ᾿Εκκλησίας, ἤ καί ἄν ἄκουσαν ἡ ἰδέα πού ἐσχημάτισαν εἶναι πολύ ἀμυδρή καί συγκεχυμένη. Τούτους εἶναι ἐνδεχόμενο νά σώσει ὁ Θεός μέ τό μέτρο τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀγάπης του, ἀφοῦ τούς κρίνει φυσικά ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου πού ἀπηχεῖται σέ κάθε ἀνθρώπινη συνείδηση καί ψυχή316 καί τοῦ περιεχομένου τῆς ζωῆς πού ἐμόρφωσαν σύμφωνα μέ τίς ἀρχές καί τά στοιχεῖα τῶν θρησκευμάτων στά ὁποῖα ἔζησαν. ῎Αλλωστε εἶναι ποτέ δυνατόν νά ἐξακοντίσει στήν κόλαση ὁ Θεός (ἔστω καί ἄν τιμωροῦνται ἐλαφρά) ὅλους συλλήβδην τούς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι δέν προσχώρησαν στήν ᾿Εκκλησία του, ἀφοῦ στούς περισσότερους δέν δόθηκε κάν ἡ εὐκαιρία ν᾿ ἀκούσουν περί Χριστοῦ καί ᾿Εκκλησίας καί ἐνσυνείδητα νά λάβουν θέση ἔναντι τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς σωτηρίας τους;
῾Η ἄγνοια δέν ἀποτελεῖ βάση μιᾶς κάποιας ἀπολογίας ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ317; ᾿Αλλά καί διά τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς τό δυνατόν τῆς σωτηρίας δέν πρέπει ν᾿ ἀποκλειστεῖ σέ ὅσες περιπτώσεις ἡ ἐμμονή τους στήν αἵρεση γίνεται ἀνεπιγνώστως ἤ καλῇ τῇ πίστει (ὲ῏ὃὰ ὺἂὶὸ), εἶναι δέ ἐκ τῶν πραγμάτων σχεδόν ἀδύνατη ἡ ὑπερπήδηση τῶν ὁμολογιακῶν φραγμῶν· θά σωθοῦν δέ ἐπί τῇ βάσει τῶν σημείων στά ὁποῖα ὀρθοδοξοῦν καί τῆς ἠθικοπνευματικῆς ποιότητος τῆς ζωῆς τους. Λέγοντες βέβαια αὐτά δέν ἐπιθυμοῦμε νά μειώσουμε τό λυτρωτικό ἀξίωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς τῆς νόμιμης κιβωτοῦ τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ, στούς κόλπους τῆς ὁποίας εἶναι βεβαία ἡ σωτηρία, ἄν συντρέξουν φυσικά οἱ κατάλληλες πρός τοῦτο συνθῆκες (ἡ δικαιοῦσα πίστη, δηλαδή ἡ πίστη ἡ «δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»318). Τονίζουμε πάλιν ὅτι τό δυνατόν σωτηρίας τῶν ἀπίστων καί τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἐνδεχόμενο ἔκτακτο, τό ὁποῖο δέν συναντᾶται καί πολύ λιγότερο δέν συγκρούεται μέ τό σωστικό ἀξίωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Σέ τελική ἀνάλυση τό θέμα εἶναι καθαρά προσωπική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπό κανένα δέν περιορίζεται στίς λυτρωτικές ἐνέργειες τοῦ παναγίου του Πνεύματος, τό ὁποῖον κατά τή βεβαίωση τῆς Γραφῆς «ὅπου θέλει πνεῖ»319.
῾Η ᾿Εκκλησία φέρει δύο ὄψεις, τήν ἀόρατη –μυστική καί τήν ὁρατή– ἐμπειρική. Καί ἀόρατη μέν εἶναι ἡ θεία της πλευρά, ἡ ὁποία δέν ὑποπίπτει στήν ἐξωτερική αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι ἀόρατη εἶναι ἡ μυστική της κεφαλή, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μετά τήν ᾿Ανάληψή του στούς οὐρανούς κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. ᾿Αόρατον εἶναι καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τό ὁποῖο τήν ἐμψυχώνει καί τήν ζωοποιεῖ. ῞Οπως ἀόρατη εἶναι καί ἡ μυστηριακή χάρη διά τῆς ὁποίας ἁγιάζονται τά μέλη της καί συνάπτονται ἐσωτερικά μέ τό Σωτῆρα Χριστό. ῞Ολα αὐτά εἶναι πράγματα ὑπεραισθητά, τά ὁποῖα δέν βλέπουμε μέ τούς φυσικούς μας ὀφθαλμούς, ἀλλά τά πιστεύουμε. Διά τοῦτο ἡ παραδοχή τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἄρθρο πίστεως.
῾Η δέ ὁρατή της πλευρά εἶναι ὅ,τι αἰσθητό καί φυσικό ἐμπερικλείεται σ᾿ αὐτήν. ῎Ετσι τά μέλη της, κλῆρος καί λαός, εἶναι ἄνθρωποι ἱστορικοί, φέροντες σῶμα ὑλικό καί ἐξελισσόμενοι ἱστορικά στό χρόνο. ῎Επειτα ἡ λατρεία της εἶναι καί αὐτή ἐξωτερική καί ὁρατή, τά δέ μυστήριά της τελετές πού βλέπει καί παρακολουθεῖ μέ τίς ἐξωτερικές του αἰσθήσεις ὁ ἄνθρωπος.
῾Η πραγματική ἰδέα τῆς ᾿Εκκλησίας βρίσκεται στήν ἁρμονική συνάρθρωση τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, τοῦ θείου καί ὑπεραισθητοῦ μέ τό ἀνθρώπινο φυσικό καί ἐμπειρικό. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὅπως καί ὁ ἱδρυτής της εἶναι Θεάνθρωπος. ῞Οπως δηλαδή στόν Κύριον ὑπῆρχαν δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, πού ἑνώθηκαν μεταξύ τους σέ μία βαθιά καί ἀκατάλυτη ἕνωση, ὅποιος δέ ἀφαιρέσει μίαν ἀπ᾿ αὐτές καταστρέφει ὁλόκληρο τό θεανθρώπινο μυστήριο, ἔτσι καί στήν ᾿Εκκλησία, πού εἶναι «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» Χριστοῦ, ὑπάρχουν δύο στοιχεῖα ἀλληλένδετα, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ἄρρηκτη μυστηριακή ἑνότητα, ἔτσι 93
ὥστε ὅποιος θελήσει ν᾿ ἀποσπάσει μίαν ἀπ᾿ αὐτές, μοιραίως θά καταργήσει ὁλόκληρο τό θεανθρώπινο οἰκοδόμημα τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Η ᾿Εκκλησία, λοιπόν, εἶναι κοινωνία καί ἐξωτερική καί ἐμπειρική. Ζεῖ καί ἐξελίσσεται στό φυσικό χῶρο καί τό χρόνο. Μπορεῖς νά τή ζήσεις μέ τήν ψυχοσωματική φύση σου. Εἶναι κοινωνία ἱστορική καί περιγραπτή. ῾Η περί ἀοράτου ᾿Εκκλησίας ἐκδοχή τοῦ Προτεσταντισμοῦ μόνο κατά τό ἥμισυ ἀληθεύει. Σ᾿ αὐτήν κατέφυγαν οἱ Προτεστάντες ἀπό μία ἔντονα πιεστική ἐκκλησιολογική ἀνάγκη νά βρεθοῦν καί αὐτοί μέσα στήν ᾿Εκκλησία, ἀπό τήν ὁποίαν (τή Ρωμαιοπαπική φυσικά) καί ἐξωτερικά ἀποκόπηκαν τόν 16ον αἰῶνα κατά τή Μεταρρύθμιση. Στήν ἀόρατη ᾿Εκκλησία, πού δέν περιορίζεται σέ ὅρια τοπικά καί ὁμολογιακά ἀλλ᾿ εἶναι σκορπισμένη παντοῦ ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού πιστεύουν ἐσωτερικά στόν Χριστό καί εἶναι ἑνωμένοι μαζί του μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἶναι εὔκολο νά ἐνταχθοῦν καί αὐτοί, ὑπερπηδώντας τούς τοπικούς φραγμούς πού ὑψώνει ἡ ὁρατή ᾿Εκκλησία. ῾Η θεωρία ὅμως αὐτή εἶναι θεωρία μισή καί μονόπλευρη. Διότι καί μεῖς δεχόμαστε –ὅπως πιό πάνω σημειώσαμε– τόν ἀόρατο χαρακτῆρα τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς κοινωνίας μυστικῆς, πού μόνο διά τῆς πίστεως ζωντανεύει καί γίνεται παραδεκτή. ῾Η ἄρνηση ὅμως τοῦ ὁρατοῦ χαρακτῆρα της ὡς κοινωνίας ἐμπειρικῆς καί περιγραπτῆς, εἶναι ὅ,τι αὐθαίρετο καί πεπλανημένο, πού ἔρχεται σέ ὀξεῖα ἀντίθεση μέ αὐτό πού θέλησε καί ἵδρυσεν ὁ Χριστός διά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο Χριστός δέν ἵδρυσε ἕνα ὁμιχλῶδες καί ἀκαθόριστο κατασκεύασμα, ἀλλά κοινωνία πραγματική, ἀποτελουμένην ἀπό ἀνθρώπους πού ζοῦν σέ ὁρισμένο τόπο, γνωρίζονται μεταξύ τους, ἔχουν τούς ἴδιους σκοπούς, τήν ἴδια πίστη καί τήν ἴδια ἐλπίδα καί συγκεντρώνονται σέ ναούς διά νά λατρεύσουν μέ συγκεκριμένο τρόπο τόν Θεό, στήν ὁποίαν ὁ Χριστός παρέθεσε τά μέσα τῆς σωτηρίας καί τή θέλησε νά εἶναι ὁ συνεχιστής τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου του ἐπί τῆς γῆς. Πῶς θά γίνονταν ὅλ᾿ αὐτά σ᾿ ἕνα ἀπροσδιόριστο κατασκεύασμα πού βρίσκεται παντοῦ καί πουθενά; Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπορρίπτει ἀσυζητητί τά ἐκκλησιολογικά αὐτά γνωματεύματα, θεωροῦσα τούς Διαμαρτυρομένους ὅτι βρίσκονται ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ320.
῞Οπως κάθε κοινωνία ἀνθρώπων διά νά λειτουργήσει εὔρυθμα καί νά πετύχει τούς στόχους της ἔχει ἀνάγκην ἀπό μία ἱεραρχημένη ὀργάνωση, ἀπό νόμους καί συγκεκριμένο σύστημα διοικήσεως, χωρίς δέ αὐτά περιπίπτει σέ ἀναρχία καί διαλύεται, ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς κοινωνία ἀνθρώπων μέ καθορισμένους στόχους καί σκοπούς, διά νά λειτουργήσει σωστά ἔχει καί αὐτή ἀνάγκη ἀπό ἕνα ἱεραρχημένο διοικητικό σύστημα, ἕνα πολίτευμα σύμφωνο μέ τό πνεῦμα καί τήν ἰδιορρυθμία της καί ἀπό νόμους ἐκκλησιαστικούς (κανόνες), οἱ ὁποῖοι νά ρυθμίζουν τή συμπεριφορά τῶν μελῶν της καί νά κατευθύνουν τό ἔργο της.
Τό πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἱεραρχικό. ῾Ο ἱερός κλῆρος εἶναι ἡ τάξη πού ποιμαίνει καί διοικεῖ τό λαό. Τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα εἶναι ὁ φορέας ὅλων τῶν ἐξουσιῶν στήν ᾿Εκκλησία, ποιμαντικῶν καί διοικητικῶν, πλαισιούμενο ἀπό τούς κατώτερους ἱερατικούς βαθμούς, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους. Τό πολίτευμα αὐτό εἶναι μέν ἱεραρχικό, ὄχι ὅμως καί ἱεροκρατικό. ῾Ο κλῆρος εἶναι φορέας διακονίας στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο νά διακονήσει καί ὄχι νά διακονηθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους321. Εἶναι λειτουργοί ἀγάπης, ποιμένες πού ἡ μόνη τους φροντίδα εἶναι νά διαποιμάνουν σωστά τό ποίμνιο322 καί νά τό ὁδηγήσουν στίς φωτεινές αὐλές τοῦ οὐρανοῦ. Διοικοῦν δέ τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ὄχι ὡς «κατακυριεύοντες τῶν κλήρων»323, ἀλλ᾿ ὡς ταγοί πρόθυμοι νά τό προστατεύσουν καί νά τό βοηθήσουν στίς πολλές περιστάσεις καί ἀνάγκες του, πρόθυμοι νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους γι᾿ αὐτό324. Δέν ἀγνοοῦμε βέβαια τό αὐταρχικό πνεῦμα τοῦ δεσποτισμοῦ, 94
τό ὁποῖο θεωρητικά μέν καταδικάζεται, στήν πράξη ὅμως ὑπάρχει στή διαγωγή πολλῶν ἱερωμένων καί μάλιστα ἐπισκόπων, πού δυναστεύουν κυριολεκτικά κλῆρο καί λαό πού εἶναι ὑποτελεῖς στή διοικητική ἐξουσία τους μέ πνεῦμα ἀλαζονικό καί αὐταρχικό, σκανδαλίζοντες τή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας καί γινόμενοι πρόξενοι μεγάλων κακῶν στήν ὑπόθεση τῆς ἀποστολῆς τους· ἔτσι πού νά γίνονται, σέ συνδυασμό μέ ἄλλα σοβαρά παραπτώματα, ἅλας μωρόν βαλλόμενον ἔξω καί καταπατούμενον ὑπό τῶν ἀνθρώπων325!
Τό πολίτευμα τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ἱεροκρατικό, ὅπως διαμορφώθηκε στή δυτική ᾿Εκκλησία (Ρωμαιοκαθολικισμό), ἀλλά δημοκρατικό. ῾Η διοίκησή της δέν εἶναι μοναρχική, ὑπόθεση μιᾶς καί μόνης αὐθεντικῆς καί ἀλάθητης κεφαλῆς326, ἑνός ἀλαζονικοῦ καί ἀντίθεου συγκεντρωτισμοῦ πού πιέζει ἀσφυκτικά καί θλίβει τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά ἔργο τῶν πολλῶν, ἔργο συλλογικό, διαπνεόμενον ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀγάπης, τῆς ἰσότητος καί τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας.
Στήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία ὑψίστη πνευματική καί διοικητική ἀρχή εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σ᾿ αὐτή συνέρχονται ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ᾿Εκκλησίας καί λαμβάνουν ἀποφάσεις σέ κρίσιμα θέματα πού ἀπασχολοῦν τό πλήρωμα καί τό πνευματικό ἔργο της. Στήν Οἰκουμενική Σύνοδο συνέρχεται ὁλόκληρη ἡ ᾿Εκκλησία στό πρόσωπο τῶν κατά τόπους ἐπισκόπων της. ῾Η Οἰκ. Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη στό μέτρο πού ἀλάθητη εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία τήν ὁποίαν ἐκπροσωπεῖ, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της εἶναι ἀλάθητη στό μέτρο πού ἀλάθητη εἶναι ἡ ἀόρατη κεφαλή της, ὁ Χριστός. ῾Η ἀλάθητη φωνή τῆς Οἰκ. Συνόδου λειτουργεῖ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, τό ὁποῖον ἐμπνέει καί κατευθύνει τήν ᾿Εκκλησίαν «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»327. ῾Η Οἰκ. Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη στή λήψη καί διατύπωση τῶν δογματικῶν καθορισμῶν της. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐμπνέει καί φωτίζει τούς συνοδικούς, προφυλάσσον αὐτούς ἀπό κάθε πλάνη στή λήψη καί διατύπωση τῶν δογματικῶν της ὅρων. ῾Η διαδικασία αὐτή δέν εἶναι διαδικασία μηχανική καί μαγική, ἀλλά διεξάγεται ἐλεύθερα, κατόπιν πολλῶν συζητήσεων ἐκ μέρους τῶν συνοδικῶν, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν ἀκέραιη τήν ἐλευθερία τους καί χρησιμοποιοῦν ὁ καθένας τό περιεχόμενο τῆς προσωπικῆς του μορφώσεως. Οἱ δογματικοί ὅροι τῶν Συνόδων εἶναι μνημεῖα αἰώνια καί ἀμετακίνητα, δεσμεύοντα ἀπολύτως τήν πίστη καί τή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ἀθέτηση τῶν ὁποίων συνιστᾶ αἵρεση καί στέρηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Παράλληλα πρός τούς δογματικούς ὅρους, ἡ Οἰκ. Σύνοδος διατυπώνει καί κανόνες πού ρυθμίζουν ζητήματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ζωῆς. ῾Υπάρχουν βέβαια καί κανόνες δογματικοί. ῞Οπως οἱ δογματικοί ὅροι ἔτσι καί οἱ κανόνες τῶν Συνόδων λαμβάνονται ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἔχουν ὕψιστο κῦρος καί ἡ τήρησή τους εἶναι δεσμευτική διά τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Παρά ταῦτα, ἄν παραστεῖ ἀνάγκη καί τό ἀπαιτοῦν οἱ πνευματικές ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, μποροῦν νά τροποποιηθοῦν καί νά καταργηθοῦν (ὁρισμένοι φυσικά ἀπ᾿ αὐτούς) πάλιν ὅμως ἀπό Σύνοδο Οἰκουμενική καί ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ ἀπό μεμονωμένους ἤ καί εὐρύτερους συλλογικούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς (ἐπίσκοπος ἤ ἐπίσκοποι, τοπική σύνοδος κ.ἄ.).
Τό κῦρος τῶν Οἰκ. Συνόδων ἐξασφαλίζει ἡ παρουσία σ᾿ αὐτές ὁλόκληρης τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἡ ἀπόφαση πού λαμβάνεται ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. Εἶναι δέ φυσικό νά μήν εἶναι ἄσχετη πρός τοῦτο καί ἡ τοποθέτηση τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ἐμφορούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν ἀποδέχεται στατικά καί παθητικά τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ἀλλ᾿ ἀντιδρᾶ σ᾿ αὐτές σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τῆς ὁποίας εἶναι ἐκφραστής, καί ὡς φρουρός τῆς πατροπαράδοτής του πίστεως. Τό ἔργο τοῦ λαοῦ εἶναι ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπιδοκιμαστικό ἤ ἀποδοκιμαστικό τῆς ἀλήθειας τῆς Οἰκ. Συνόδου. ᾿Αποφαίνεται δηλαδή ὁ λαός ἄν οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου 95
ἐλήφθησαν πραγματικά ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ἤ ὄχι. Διότι μία Σύνοδος, σέ ὁποιαδήποτε μορφή της, δέν παύει νά εἶναι ἄθροιση ἀνθρώπων μέ ἀτέλειες καί πάθη, στήν ὁποία καμιά φορά νά μήν πνέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό ἀντίθεο πνεῦμα τῆς πλάνης, νά πρυτανεύουν δέ σ᾿ αὐτήν κριτήρια κοσμικά, ἰδιοτέλειες καί σκοπιμότητες ξένες τοῦ πνεύματος τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν πραγματικῶν σκοπῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Τίς ἀποφάσεις μιᾶς τέτοιας συνόδου θά τίς ἀπορρίψει τό πλήρωμα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ ὡς νεόπλασμα στό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας του, ὅπως ἔκανε στήν περίπτωση τῆς ἑνωτικῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439).
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ πνευματική οἰκογένεια, τό ἀληθινό σπίτι τοῦ ἀνθρώπου. Στή θεανθρώπινη δόμησή της, ὡς σῶμα Χριστοῦ, παρέχει στόν ἄνθρωπο πατέρα στοργικό πού ἀγαπᾶ περιπαθῶς τά παιδιά του, τά φροντίζει καί τά προστατεύει σέ ὅλες τίς στιγμές τῆς ζωῆς τους. Παρέχει μάνα πού τόν πονάει καί τόν περιβάλλει μέ τήν ἀγάπη της, τόν ἀναγεννᾶ καί τόν τρέφει μέ τό μητρικό γάλα της (τή θεία χάρη πού ξεχειλίζει ἀπό τούς θεϋπόστατους ἁρμούς της), θεραπεύει τίς πληγές καί τίς ἀρρώστιες του (πού προξενεῖ ἡ ἁμαρτία), νοηματοδοτεῖ τή ζωή του, τονώνει τήν πίστη του, φτερώνει τήν ἐλπίδα του καί τόν κάνει νικητή τοῦ θανάτου. Στήν ᾿Εκκλησία ἔχει ἀδελφούς ὁ πιστός, πού εἶναι γεννημένοι ἀπό τήν ἴδια πνευματική μήτρα καί κυλᾶ στίς φλέβες τους τό ἴδιο αἷμα πού χύθηκε ἐπάνω στό σταυρό, μέ τούς ὁποίους πιασμένος χέρι χέρι δίνει τή μάχη ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. ῎Εχει σ᾿ αὐτήν οὐράνιο Παράκλητο, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, πού μαλακώνει καί γλυκαίνει τόν πόνο του, τόν παρηγορεῖ στίς κρίσιμες ὧρες του, ψιθυρίζοντας στήν ψυχή του ὅτι ἔχει πατέρα του τόν Θεόν (᾿Αββᾶ ὁ Πατήρ). ῎Εχει πατέρες καί διδασκάλους πού μεριμνοῦν γιά τήν πνευματική πρόοδο καί τή σωτηρία του. ᾿Αλλά καί ὡς τόπος λατρείας ἡ ᾿Εκκλησία (ἡ ἐκκλησιά) εἶναι τό σπίτι τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό σπίτι τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικά, γιατί σ᾿ αὐτό κατοικεῖ πραγματικά ὁ Θεός στά καθαγιασμένα δῶρα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου (σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ), πού φυλάσσονται μόνιμα σ᾿ αὐτό. Εἶναι δέ καί σπίτι τοῦ ἀνθρώπου, διότι γι᾿ αὐτόν ὑπάρχει, νά τόν δέχεται στό χῶρο της, νά τόν εὐλογεῖ καί νά τόν ἁγιάζει. Γι᾿ αὐτό πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶ τήν ἐκκλησία του ὁ πιστός, στόν ἴδιο –ἴσως καί μεγαλύτερο βαθμό– πού ἀγαπᾶ τό δικό του σπίτι, νά εἶναι δεμένος μαζί της ὄχι περιστασιακά σέ κάποιες κρίσιμες καί κορυφαῖες φάσεις τῆς ζωῆς του, ἀλλά νά εἶναι ζυμωμένος μέ ὅλη της τήν ὑπόσταση καί ὅλη τή ζωή της, νά μετέχει στή θεία λατρεία καί τό πνευματικό ἔργο της. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ δεύτερη οἰκογένεια τοῦ πιστοῦ, τό σπίτι του τό αἰώνιο καί ἀκατάλυτο.
῾Η ᾿Εκκλησία ὅμως δέν εἶναι μονάχα πνευματική μητέρα τῶν πιστῶν, ἀλλά καί τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι Χριστομάνα. Γεννᾶ καί τρέφει τόν Χριστό. Μέ ποιά ἔννοια; Μέ τήν ἔννοιαν ὅτι γεννᾶ καί ἀναγεννᾶ τό σῶμα του, τούς πιστούς, πού εἶναι μέλη Χριστοῦ καί δικά της μέλη. Μέ τό ἱερό βάπτισμα γεννᾶ πολλούς «χριστούς», δίνει ὑπόσταση στή σάρκα τοῦ Σωτῆρος γιά τήν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἀπέθανε. ῾Ο Χριστός ἐγέννησε τήν ᾿Εκκλησία καί ἡ ᾿Εκκλησία γεννᾶ διηνεκῶς τόν Χριστό! ῎Ω θαῦμα τῆς ἀπερινόητης ἀγάπης καί σοφίας τοῦ Θεοῦ! ῎Ω περιχώρηση θεία καί ἀνθρώπινη πόσο ψηλά μᾶς ἀνεβάζεις, μᾶς φέρεις κοντά στούς ἀγγέλους, μᾶς κάνεις μικρούς θεούς!
῾Η ᾿Εκκλησία, τέλος, ὡς ἵδρυμα θεανθρώπινο, εἶναι αἰώνια καί ἀκατάλυτη. Οἱ πύλες τοῦ ῞Αδη δέν μποροῦν νά τή σκεπάσουν328. Μένει ἀδιάφθαρτη εἰς τόν αἰῶνα, ὅπως καί ὁ ἀρχηγός της, νικώντας τό θάνατο, μένει ἄφθαρτος εἰς τόν αἰῶνα. Καμία δύναμη δέν μπορεῖ νά καταλύσει τή θεοδυναμία της. Καί ἐνδέχεται μέν νά δοκιμάζει ἀνελέητα τήν κακουργία τοῦ κόσμου τούτου, νά δέχεται τίς λυσσαλέες ἐπιθέσεις τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. Μπορεῖ ὁ διάβολος νά τήν πλήττει μέ μανία. ῞Ομως νά ἡττηθεῖ καί νά καταλυθεῖ εἶναι ἀδύνατο. Γιατί στούς ἁρμούς της ὑπάρχει ἡ θεότητα, στά θεμέλιά της 96
ἀνάβει ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ καί τό ὅλο σῶμα της φλογίζεται ἀπό τήν πίστη στή θεότητα τοῦ ἱδρυτῆ της, στή μακάρια ὁμολογία329 πού ἀναμόρφωσε τή γῆ. ῾Η ᾿Εκκλησία προώρισται νά νικᾶ στή δραματική διαπάλη της μέ τίς σκοτεινές ἀντίχριστες δυνάμεις, πού μάταια μάχονται νά τήν ἐξαφανίσουν. Εἶναι χτισμένη στό βράχο τῆς πίστεως πού καλύπτει γῆ καί οὐρανούς!
Οἱ ἰδιότητες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως τίς καταγράφει τό ἱερό Σύμβολο τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι –ὅπως εἴδαμε– τέσσερις· ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα, ἡ καθολικότητα καί ἡ ἀποστολικότητα. ῎Ας τίς δοῦμε λεπτομερέστερα.
α) ῾Ενότητα.
῞Οπως ἕνας εἶναι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἔτσι μία εἶναι καί ἡ ᾿Εκκλησία πού ἵδρυσε, ἕνα τό μυστικό καί ἄχραντο σῶμα του. Δέν μπορεῖ νά ἔχει πολλά σώματα ὁ Χριστός. Πολυσωματία σέ μία πληθυντική καί παράλληλη σχέση εἶναι κάτι τό ἀντιφατικό στήν ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας, πού σημαίνει ἑνότητα, κλήση στή μία κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων. ῾Ο Χριστός μίαν ᾿Εκκλησία θέλησε καί ἵδρυσεν ἐπί τῆς γῆς μέ τό «ἐφ᾿ ἅπαξ» λυτρωτικό ἔργο του, καί ὄχι πολλές. Πολλότητα ἐκκλησιῶν σέ βάση διαφορότητος ὁμολογιακῆς εἶναι ἀναίρεση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό εἶναι ἀκριβῶς τό ἐπίτευγμα τῶν αἱρέσεων, νά διασποῦν τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καί νά ξεσχίζουν τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ὕπαρξη πολλῶν σήμερα «ἐκκλησιῶν» σέ βάση διαφορότητος ὁμολογιακῆς, δέν εἶναι κάτι τό θελημένο ἀπό τόν Χριστό· εἶναι προϊόν τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων. Τά αἱρετικά ἐκκλησιολογικά κατασκευάσματα δέν μποροῦν νά ἔχουν σχέση μέ τή μία ᾿Εκκλησία πού ἵδρυσεν ὁ Κύριος. Εἶναι μορφώματα ξένα, πού βρίσκονται στό ἔλεος καί τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐντοπίζεται στό δόγμα, τό ἦθος, τή λατρεία καί τό πολίτευμα αὐτῆς. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μία γιατί ἕνα εἶναι τό δόγμα της, μία ἡ πίστη της, μία ἡ ἀλήθειά της πού τήν παρέλαβε ἀπό τόν Χριστό, τήν φρουρεῖ καί τή διαφυλάσσει ἀμόλυντη στή διαδρομή τῆς ἐκκλησιαστικῆς της ζωῆς, μέ τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος. ῞Οπως εἶναι φυσικό, τήν ἑνότητα αὐτή καταλύουν ἀδυσώπητα οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα, καθώς καί κάθε ἄλλη διασπαστική τάση στούς κόλπους της. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ᾿Εκκλησία ἀπέκοπτε πάντοτε τά αἱρετικά αὐτά νεοπλάσματα ἀπό τό σῶμα της, πρῶτα γιά νά περισώσει τήν ἑνότητά της καί ὕστερα νά προστατεύσει τά μέλη της ἀπό τή διαβρωτική καί καταλυτική τους ἐνέργεια. Παράλληλα ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι μία, γιατί ἕνα εἶναι τό ἦθος της πού ἀπορρέει ἀπό τό δόγμα της, ὡς ἡ ἰδιαίτερη φυσιογνωμία της, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζεῖ καί ἀντιδρᾶ στόν κόσμο καί σφραγίζει τό λόγο ζωῆς330 τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ἐλπίδος της. ᾿Αλλά μία εἶναι περαιτέρω καί ἡ λατρεία της πού ἑνώνει τό σῶμα της σέ ὅλους τούς γεωγραφικούς τόπους στούς ὁποίους, κατά τή χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐντοπισμένη. Τά ἰδιαίτερα λειτουργικά ἔθιμα πού παρατηροῦνται σέ κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, δέν βλάπτουν τήν ἑνότητα τῆς θείας λατρείας της, ἡ ὁποία, κτισμένη στό δόγμα καί τήν πίστη της, ἐκφράζει ὅσο τίποτε ἄλλο τήν εὐσέβεια καί τήν πνευματική της ζωή καί ὑπόσταση. Κέντρο τῆς θείας λατρείας τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι φυσικά ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, στήν ὁποίαν ἀναπαρίσταται καί βιοῦται τό ὅλο λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, μέ ἐπίκεντρο τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι ἡ ἀναίμακτη ἀναπαράσταση καί ἡ πραγματική ἐπανάληψη τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, στοιχεῖο ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι καί τό πολίτευμά της, περί τοῦ ὁποίου κάναμε λόγο στά προηγούμενα.
β) ῾Αγιότητα.
97
῾Η ᾿Εκκλησία, ὡς κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων, εἶναι καθίδρυμα ἅγιο, μή ἔχον «σπίλον ἤ ρυτίδα τινά». Τήν ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας331 πρέπει νά τή δοῦμε κάτω ἀπό διπλό πρῖσμα· τό θεωρητικό μεταφυσικό καί τό ἐμπειρικό ἱστορικό. Τή θεωρητική ἤ μεταφυσική ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καθορίζει τό θεῖο της στοιχεῖο. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἁγία στό μέτρο πού ἅγιος εἶναι καί ὁ Χριστός, ἡ ἀόρατη καί μυστική της κεφαλή. ῞Οπως δέ θά ἦταν βλάσφημο νά ἰσχυριστοῦμε, ὅτι δέν εἶναι ἅγιος ὁ Θεός (ἡ θεία της ὑπόσταση), ἄλλο τόσο θά ἦταν βλάσφημο νά ποῦμε, ὅτι καί ἡ ᾿Εκκλησία, στήν ὁποίαν ἐνοικεῖ ὁ Θεός, δέν εἶναι ἁγία καί ἄμωμη. Κατόπιν ἅγιο καί πηγή ἁγιότητος εἶναι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο τήν ἐμψυχώνει καί τή ζωοποιεῖ, ὅπως ἁγία εἶναι καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού συγκροτεῖ τήν ὅλη της ζωή, τό ἦθος καί τήν πνευματική της ὑπόσταση. Τέλος εἶναι ἁγία, διότι ἅγιος εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει στό νά ἁγιοποιήσει τά μέλη της καί νά τά ἑνώσει ἐσωτερικά μέ τόν Θεό. ῞Ολα αὐτά συνθέτουν τή μεταφυσική ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν ὁποίαν διασφαλίζει ἡ φύση καί ἡ θεία της προέλευση.
῾Η ἐμπειρική ἱστορική ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι μέν μέγεθος ὑπαρκτό, δέν παύει ὅμως ὡστόσο νά εἶναι σχετική σέ σύγκριση μέ τήν ἀπόλυτη μεταφυσική της ἁγιότητα. Τή σχετικότητα αὐτή προσδιορίζει ἡ ἀνθρώπινη πλευρά τῆς ᾿Εκκλησίας, τό γεγονός ὅτι στούς κόλπους της περιλαμβάνει ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς καί ἀδύνατους. Τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καί τά λαϊκά μέλη της εἶναι ἄνθρωποι, πού ἔχουν πάθη καί ἀδυναμίες πολλές. Τό νά ἀρνηθεῖ κανείς τό γεγονός αὐτό, εἶναι σάν νά ἀρνεῖται κατ᾿ ἐπέκταση καί τόν ἁγιαστικό σκοπό τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ παρουσία τῆς ὁποίας ἀκριβῶς αὐτό τό νόημα ἔχει, νά σώσει ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ὁδηγώντας τους σέ μετάνοια καί πνευματική ἀναγέννηση, μέ τά ἁγιαστικά μέσα τῆς χάριτος τά ὁποῖα διαθέτει. ῎Αν ὅλοι ἦσαν ἅγιοι καί τέλειοι, ποιόν θά ἁγίαζεν ἡ ᾿Εκκλησία; ῾Η ἐμπειρική ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας δέν καταργεῖ φυσικά τήν ἀπόλυτη μεταφυσική της ἁγιότητα, οἱ ὁποῖες συνυπάρχουν στό θεανθρώπινο ὀργανισμό της, ὁ Θεός δηλαδή δεμένος μέ τόν ἄνθρωπο σέ μία κοινωνία ἁγιασμοῦ καί πνευματικῆς τελειώσεως. Περιττό νά σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο νά συγχέουμε τίς δύο αὐτές ἁγιότητες, διότι εἶναι ἐνδεχόμενο νά καταλήξουμε σέ πολλά ἄτοπα συμπεράσματα, συγκεκριμένα νά μετατοπίσουμε τίς ἁγιότητες αὐτές ἀπό τή μία πλευρά στήν ἄλλη. ῎Ετσι, ἐνόσω ἡ ᾿Εκκλησία ζεῖ καί ἐξελίσσεται στή γῆ αὐτή θά περιλαμβάνει στούς κόλπους της, παράλληλα μέ τά ἐκλεκτά καί ἁγιασμένα μέλη της, καί ἄλλα ἀδύνατα καί ἁμαρτωλά, τά ὁποῖα θά ὑπάρχουν καί θά συμφύρονται μαζί μέ ἐκεῖνα μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου332. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἄριστα μᾶς περιέγραψεν ὁ Σωτήρ στήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Στόν ἀγρό (παραβολικά τήν ᾿Εκκλησία, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς) ὁ γεωργός ἔσπειρε σιτάρι (τά καλά μέλη της). Τή νύχτα ὅμως ὁ ἐχθρός (ὁ διάβολος) ἔσπειρε στόν ἴδιο ἀγρό ζιζάνια (κακά καί ἀνάξια μέλη της). Τό πρωΐ οἱ ὑπηρέτες τοῦ γεωργοῦ (οἱ ἄγγελοι) διεπίστωσαν τό γεγονός καί ζήτησαν ἀπό τό γεωργό τήν ἄδεια νά ξεριζώσουν τά βλαβερά καί ἄχρηστα σπέρματα, τήν ὁποίαν ὅμως ἐκεῖνος δέν τούς παρεχώρησεν ἀπό φόβο, μήπως μαζί μέ τά ζιζάνια ἐκριζώσουν καί τό καλό σπέρμα. ᾿Αφῆστε τα, τούς εἶπε, νά μεγαλώνουν μαζί ὡς τήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ (Δευτέρα Παρουσία, κρίση καί ἀνταπόδοση), ὁπότε θά τά διαχωρίσετε ὁριστικά, καί τό μέν ἀγαθό σπέρμα θά μαζέψετε στίς ἀποθῆκες μου (στή θεία βασιλεία), τά δέ ζιζάνια θά τά παραδώσετε στή φωτιά (στήν αἰώνια κόλαση).
῾Η τελευταία αὐτή ἀλήθεια εἶναι πολύ σημαντική, διότι ὑπάρχουν πολλοί οἱ ὁποῖοι σκανδαλίζονται, ἰδιαίτερα μέ τά παραπτώματα τοῦ ἱεροῦ κλήρου, λησμονοῦντες ὅτι καί αὐτοί (οἱ κληρικοί), ὡς ἄνθρωποι, περίκεινται ἀσθένειαν· χωρίς τοῦτο φυσικά νά σημαίνει, ὅτι οἱ τελευταῖοι ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν ὑποχρέωση νά εἶναι προσεκτικοί καί 98
ἄψογοι στή ζωή τους, διότι σέ περίπτωση πού ἡ συμπεριφορά τους σκανδαλίζει τό ποίμνιο, τό κρῖμα τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλο. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα διά τούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι, λόγῳ τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς τοῦ ἀξιώματός τους, πρέπει νά εἶναι καθ᾿ ὅλα τύπος καί ὑπογραμμός διά τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ πνευματική διαποίμανση τοῦ ὁποίου εἶναι ἐμπιστευμένη σ᾿ αὐτούς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
γ) Καθολικότητα.
Τό «καθ᾿ ὅλου» (ἐξ οὗ ἡ λέξη «καθολικός», «καθολικότης») μπορεῖ νά νοηθεῖ κατά δύο τρόπους· τοπικά – γεωγραφικά καί τροπικά. Κατά τήν τοπική γεωγραφική ἔννοια ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι καθολική ὡς καθίδρυμα πού τείνει νά ἐξαπλωθεῖ –ἤ εἶναι ἐξαπλωμένο– σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ ᾿Αρχηγοῦ της· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος»333. Εἶναι ἰδιότητα δυναμική, πού παρουσιάζει σέ κίνηση τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως ὡς τώρα δέν κατόρθωσε νά μεταπλάσει στή δική της ποιότητα ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη334, πού στό μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται ἔξω ἀπό τούς σωτήριους κόλπους της. Στό σημεῖο αὐτό κατανοεῖται ἡ μεγάλη σημασία πού ἔχει γιά τήν ᾿Εκκλησία τό ἐξωτερικό ἱεραποστολικό ἔργο της, τό ὁποῖο τήν παρουσιάζει σέ πορεία (πορευθέντες) πρός συνάντηση τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στά σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας καί τῆς πλάνης, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἀπό τότε πού δόθηκε στούς ᾿Αποστόλους ἡ προσταγή μαθητεύσεώς του πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες!
῾Η τροπική καθολικότητα ἀποτελεῖ ἄλλη ὄψη τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως δηλαδή τήν ἑνότητα αὐτῆς συνιστᾶ ἡ ὁμοιομορφία στά κυριώτερα στοιχεῖα πού ἐκφράζουν τήν οὐσία, τούς σκοπούς καί τό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας (δόγμα, ἦθος, λατρεία, πολίτευμα), ἔτσι καί τήν καθολικότητά της ἐκφράζει ἡ ὕπαρξη τῶν ἴδιων αὐτῶν ἐκδηλώσεων, ἄσχετα μέ τό μέρος τῆς γῆς ὅπου αὐτή εἶναι κατεσπαρμένη. Τήν καθολικότητα στήν περίπτωση αὐτή δέν προσδιορίζουν λόγοι τοπικοί καί γεωγραφικοί, ἀλλά παράλληλα καί ὑπεράνω αὐτῶν ἡ ἐκδήλωση τῶν βασικῶν φυσιογνωμικῶν γνωρισμάτων της. ῾Η ᾿Εκκλησία μπορεῖ νά ὑπάρχει καί νά εἶναι καθολική καί σ᾿ ἕνα πολύ μικρό μέρος τῆς γῆς, ἀρκεῖ νά ὑπάρχουν σ᾿ αὐτήν τά στοιχεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος (δόγμα, ἦθος κ.λπ.). ῎Ετσι μία τοπική ᾿Εκκλησία (Κύπρου, ῾Ελλάδος, Ρωσίας κ.λπ.) εἶναι καί λέγεται καθολική, ὡς ἐνσαρκώνουσα στούς κόλπους της τήν ἀληθινήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Η διαίρεση τῆς μιᾶς ᾿Εκκλησίας σέ πολλές ἐπί μέρους τοπικές δέν ζημιώνει τήν καθολικότητά της, διότι ἡ μία ᾿Εκκλησία ἐμπεριχωρεῖ τίς τοπικές καί τἀνάπαλιν. ῞Οπως σ᾿ ἕνα μεγάλο γυαλί καθρεφτίζεται ὁλόκληρος ὁ ἥλιος, ἄν δέ σπάσουμε τό γυαλί αὐτό σέ μικρότερα τεμάχια ὁ ἥλιος θά καθρεφτίζεται ἐξ ἴσου καί σέ κάθε ἕνα ἀπό αὐτά, ἔτσι καί στήν περίπτωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ καθολικότητά της ὑπάρχει σέ ἴσο μέτρο τόσο στήν ὁλότητα ὅσο καί στά ἐπί μέρους τμήματα αὐτῆς. Εἶναι φανερόν ὅτι ἡ καθολικότητα ἐκφράζει ὅ,τι καί ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή τήν ταυτότητα καί τήν ὀρθοδοξία της, ἀποκλειομένων ἐξ αὐτῆς τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, πού καταστρέφουν τήν μίαν ἀδιαίρετη οὐσία της. Περιττό νά σημειωθεῖ, ὅτι καθολική στήν κυριολεξία εἶναι μονάχα ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία πού διατηρεῖ ὅλα τά στοιχεῖα τῆς καθολικότητος, καί ὄχι ἡ Παπική, ἡ ὁποία κακῶς ὀνομάζεται «Καθολική», διότι δέν ἐφύλαξε τά στοιχεῖα αὐτά (ἔπεσε σέ αἱρετικές δοξασίες, σέ ἀπόκλιση ἀπό τό πολίτευμα τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κ.λπ.).
δ) ᾿Αποστολικότητα.
99
῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἀποστολική, διότι ἱδρύθηκε στό θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων –«ὄντος ἀκρογωνιαίου λίθου Χριστοῦ»335– τῶν ὁποίων φυλάσσει ἀπαραχάρακτη τή διδασκαλία καί μέ τούς ὁποίους συνάπτεται ἱστορικῶς διά τῆς λεγομένης ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Τήν ᾿Εκκλησία του ὁ Χριστός ἵδρυσε πάνω στό θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων, τούς ὁποίους ἐξέλεξε νά εἶναι συνεχιστές τοῦ ἔργου του. Οἱ ᾿Απόστολοι μέ τή σειρά τους, ἐκτελοῦντες ἐντολή τοῦ Διδασκάλου, ἐχειροτόνησαν καί ἄλλους ἐπισκόπους ὡς διαδόχους τους στή διακυβέρνηση τῆς ᾿Εκκλησίας, αὐτοί δέ ἄλλους κ.ο.κ. ῾Η σειρά αὐτή στή χειροτονία τῶν ἐπισκόπων πού μαρτυρεῖται ἱστορικῶς (φυλάσσεται στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους κάθε τοπικῆς ᾿Εκκλησίας), ἀποτελεῖ τήν ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία εἶναι σημεῖο συνέχειας τῆς πρώτης ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, πού ἵδρυσεν ὁ Κύριος. ῞Οπου δηλαδή ὑπάρχει ἀδιάκοπη ἡ διαδοχή τῶν ᾿Αποστόλων, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία. ᾿Αντίθετα, ὅπου δέν ὑπάρχει ἡ διαδοχή αὐτή (ὅπως στόν Προτεσταντισμό), ἐκεῖ δέν ὑπάρχει καί ἡ ᾿Εκκλησία.
῾Η ἀποστολικότητα ὅμως τῆς ᾿Εκκλησίας, παράλληλα μέ τήν ἱστορική συνέχεια στή διαδοχή τοῦ ἐπισκοπικοῦ της βαθμοῦ, ἐκφράζεται καί στή συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς, ὅ,τι δηλαδή ἀληθές παρέλαβαν οἱ ᾿Απόστολοι ἀπό τόν Κύριο καί παρέδωσαν στήν ᾿Εκκλησίαν ὡς παρακαταθήκη πίστεως336, τήν ὁποίαν αὐτή ἐπιμελῶς φυλάσσει καί διαιωνίζει στήν ἱστορία της ἀνόθευτη ἀπό κάθε αἱρετική κακοβουλία καί διαστροφή. ῾Η ᾿Εκκλησία δηλαδή εἶναι ἀποστολική στό μέτρο πού διατηρεῖ ἀκέραιη καί ἀκίβδηλη τή διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων. Κάθε τί πού δέν ὑπάρχει ἤ ἔρχεται σέ σύγκρουση πρός τή διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι στοιχεῖο γνήσιο τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι κακόδοξο καί ἀπορριπτέο. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι ἡ λυδία λίθος τῆς γνησιότητος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπου δέ δέν ὑπάρχει αὐτή ἤ ὑπάρχει παραλλαγμένη ἤ ἐλλιπής, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Μετά τήν ἔκθεση πού προηγήθηκε, γεννᾶται τό ἐρώτημα· ποῦ ἐντοπίζεται σήμερα ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως; Τό ἐρώτημα ἔχει ἰδιαίτερη σημασία δεδομένου τοῦ διεκκλησιαστικοῦ κυκεῶνος τοῦ σύγχρονου χριστιανικοῦ κόσμου, ὅπου «ἐκκλησίες» καί χριστιανικές ὁμολογιακές κοινότητες, μέ σημαντικές δογματικές ἀποκλίσεις καί χωρίς καμία ἐσωτερική ἐπικοινωνία μεταξύ τους, ἰσχυρίζονται ὅτι ἐκπροσωποῦν τήν ᾿Εκκλησίαν ἤ ὅτι μετέχουν ἰσόκυρα σ᾿ αὐτήν μαζί μέ ἄλλα παρόμοια ἐκκλησιαστικά σώματα.
᾿Από ὀρθόδοξη βέβαια ἄποψη δέν ὑπάρχει κάν ζήτημα, δεδομένου ὅτι ὅλοι οἱ ᾿Ορθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία στήν ὁποίαν ἀνήκουμε ἐνσαρκώνει πλήρως τήν ᾿Εκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εἶναι δηλαδή ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία. Τόν τελευταῖο μόνο καιρό καί μέσα στά πλαίσια τοῦ κακῶς ἐννοουμένου οἰκουμενισμοῦ, ὁρισμένοι «ὀρθόδοξοι» χριστιανοί (κυρίως θεολόγοι!) ἄρχισαν μετακινούμενοι ἀπό τή βάση αὐτή, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τό ζήτημα τῆς μιᾶς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ὑπόθεση μονοπωλιακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας337 (!) καί ὅτι καί ἄλλες ἐκκλησίες εἶναι στό ἴδιο μέτρο μέ αὐτήν ἰσόκυρα καί ἰσότιμα μέλη τῆς μιᾶς ἁγίας ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου.
Ψυχή τῶν θεωρημάτων αὐτῶν εἶναι ἡ περίφημη θεωρία τῶν Κλάδων, σέ συνδυασμό μέ τήν περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας προτεσταντική ἐκδοχή. ῾Η θεωρία τῶν Κλάδων διατυπώθηκε ἀπό ἀγγλικανούς θεολόγους, στήν προσπάθειά τους νά παράσχουν ἐκκλησιολογική ὀμπρέλλα στόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος μέ τή Διαμαρτύρηση βρέθηκε ἔξω ἀπό τήν ἱστορικήν ᾿Εκκλησία (τήν Παπική φυσικά). Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή πού ἀποτελεῖ σήμερα τή σπονδυλική στήλη τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἡ ᾿Εκκλησία μοιάζει μέ δέντρο πού ἔχει κλάδους πολλούς. ῞Οπως δέ οἱ κλάδοι ἀνήκουν στό δέντρο ὡς νόμιμα, ἰσότιμα καί ἀναπόσπαστα μέρη του, ἔτσι καί οἱ ὁποιεσδήποτε ἐκκλησίες ἀνήκουν στόν κορμό τῆς μιᾶς ᾿Εκκλησίας ὡς νόμιμα καί ἀναπόσπαστα μέρη αὐτῆς, συμμετέχοντα ἰσοκύρως στήν οὐσία καί τό ἔργο της. ῾Επομένως καμία τοπική ᾿Εκκλησία –οὔτε καί ἡ ᾿Ορθόδοξη– δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι μονάχα αὐτή ἐνσαρκώνει τήν «Μίαν ῾Αγίαν» ἐπί τῆς γῆς. ῾Η περί Κλάδων θεωρία συμπλέει μέ τήν περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας ἐκδοχή, ἀφετηρία τῆς ὁποίας εἶναι ἡ διάκριση τῆς ᾿Εγελιανῆς φιλοσοφίας περί ἰδανικοῦ καί πληρώσεως αὐτοῦ στίς ἐπί μέρους ἐκδηλώσεις καί μορφές του. Τό ἰδανικό εἶναι κάτι τό ἀνέφικτο, κάτι πού βρίσκεται μπροστά, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ, σέ μία δεδομένη στιγμή, νά ἀπομάξει ἀπόλυτα μία ὁποιαδήποτε ἐπί μέρους μορφή του. ῞Ολες δέ οἱ ἐπί μέρους μορφές θά συναναβαίνουν προϊόντος τοῦ χρόνου τελειούμενες, μέχρις ὅτου φθάσουν κάποτε ὅλες μαζί στήν ἀπόμαξη τοῦ ἰδανικοῦ τους αὐτοῦ. Μέ βάση τή θεωρία αὐτή καί ἡ ᾿Εκκλησία δέν ἀποτελεῖ παρά ἕνα ἰδανικό ἀνέφικτο γιά τίς ἐπί μέρους μορφές ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖες μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου τελειούμενες ἴσως φθάσουν κάποτε στήν πραγμάτωση τῆς ἀληθινῆς ἰδέας τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι φανερόν ὅτι καί κατά τή θεωρία αὐτή καμία ἱστορική ᾿Εκκλησία δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι εἶναι ἡ «Μία ῾Αγία», ἀλλά κάποια μορφή αὐτῆς ἀτελής, στό ἴδιο μέτρο πού ἀτελεῖς εἶναι καί οἱ λοιπές.
Στό αὐτό ρεῦμα σκέψεως κινεῖται, τέλος, καί ἡ θεωρία ὅτι ἡ θεία ἀλήθεια, τήν ὁποίαν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά φυλάσσεται ὁλόκληρη καί ἀπαράλλακτη σέ μία μονάχα ᾿Εκκλησία (ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ καθολικές λεγόμενες ᾿Εκκλησίες), τή στιγμή πού ὅλα στόν κόσμο αὐτό ὑπόκεινται στό νόμο τῆς ἐξελίξεως καί τῆς μεταβολῆς. Γιατί ν᾿ ἀποτελεῖ ἐξαίρεση ἀπό τό νόμο αὐτό ἡ θεία ἀλήθεια; Κατά τή θεωρία, κάθε ἐπί μέρους ᾿Εκκλησία κατέχει τμήματα μόνο τῆς θείας ἀλήθειας καί ὄχι τό πλήρωμα αὐτῆς, τό ὁποῖο γιά νά βροῦμε πρέπει νά ἐπισημάνουμε καί νά ἀθροίσουμε τά τμήματα αὐτά.
᾿Από ὀρθόδοξη ἄποψη οἱ θεωρίες αὐτές δέν ἐκφράζουν τίποτε ἄλλο παρά τήν ἀγωνιώδη προσπάθεια τῶν Διαμαρτυρομένων νά βροῦν νόμιμη καί ἰσότιμη στέγαση στούς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου. Προσπαθοῦν δέ νά τό ἐπιτύχουν μέ τή μείωση τῆς ἐννοίας τῆς καθολικότητος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αφ᾿ ἑτέρου, στή διατύπωση τῶν θεωρημάτων αὐτῶν προωθοῦνται οἱ Διαμαρτυρόμενοι καί ἀπό ἄλλες πάγιες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις τῆς θεολογίας των. ᾿Εφ᾿ ὅσον ἀρνοῦνται τή φύση τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας ἀπορρίπτουν τό κῦρος καί τήν αὐθεντία, εἶναι φυσικό νά μήν ἀποδέχονται τή διατήρηση ὁλόκληρης τῆς θείας ἀλήθειας στούς κόλπους της, στή βάση πού ἰσχυρίζονται ὅτι τή διατηροῦν ἡ ᾿Ορθ. Καθολική ᾿Εκκλησία καί ἡ Παπική. ῎Αλλωστε γι᾿ αὐτούς τό δόγμα δέν εἶναι ἀλήθεια ἀπλανής, αἰώνια καί ἀκατάλυτη, ἀπόλυτα ἀναγκαία πρός σωτηρίαν, ἀλλά κάτι τό σχετικό, τό ὁποῖο μπορεῖ νά μεταπλάσσεται διηνεκῶς ὄχι μόνο κατά τή μορφή ἀλλά καί κατά τό περιεχόμενο, ἀνάλογα μέ τό ἑκάστοτε ἐπικρατοῦν πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς ἐποχῆς. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι μέ τίς ἰδέες αὐτές ὑποβαθμίζουν τόν ὑπερφυσικό χαρακτῆρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, τό ὁποῖο κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τῶν ἀνθρωπίνων ἀληθειῶν. Μπορεῖ ὅμως ἕνα τέτοιο δόγμα, ἄστατο καί ἄτονο, νά εἶναι λυτρωτική τῆς πίστεως ἀλήθεια;
᾿Αλλά καί στό Ρωμαιοκαθολικισμό δέν μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἡ μία τοῦ Χριστοῦ ἁγία ᾿Εκκλησία. Εἶναι βέβαια ἀληθές, ὅτι στήν ᾿Εκκλησία αὐτή διατηρεῖται ἡ ἀποστολική διαδοχή στή σειρά χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων της. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ποῦμε τό ἴδιο καί γιά τήν ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στή διατήρηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων. Παρά τή δογματική ἐγγύτητα πού ὑπάρχει μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, δογματικές ἀποκλίσεις, ἀπό τή μεριά τοῦ πρώτου, ἀπό τήν πατροπαράδοτη πίστη ἀνοίγουν δυσγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ἡμῶν καί ἐκείνων, τό ὁποῖο προσπαθεῖ σήμερα νά γεφυρώσει ὁ ἐν ἐξελίξει θεολογικός διάλογος. Σημαντικώτερες τῶν δογματικῶν διαφορῶν πού χωρίζουν τίς δύο ᾿Εκκλησίες εἶναι ἐπί μέν τοῦ πεδίου τῆς ἐκκλησιολογίας τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ἡ ὑπάτη ἀρχή καί αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας, στόν ὁποῖον ὀφείλουν ὑποταγήν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Θεωρεῖται δέ ὁ Πάπας ὡς ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου συγκεντρώνεται ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ἐξουσία, καί ὁ ὁποῖος εἶναι ἀλάθητος σέ ὅσες περιπτώσεις ἀποφαίνεται ἀπό καθέδρας διά ζητήματα πίστεως, ἤθους καί ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας. Εἰς δέ τό πεδίο τῆς Τριαδολογίας κορυφαία διαφορά εἶναι τό filioque, διδασκαλία κατά τήν ὁποίαν τό Πνεῦμα τό ἅγιο δέν ἐκπορεύεται μόνον ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱόν.
Τά δόγματα αὐτά συνιστοῦν αἱρετικήν ἀπόκλιση ἀπό τήν πατροπαράδοτη πίστη τῶν ᾿Αποστόλων, ἡ ὁποία δυσχεραίνει ἀφάνταστα τό θεολογικό διάλογο πού διεξάγεται σήμερα μεταξύ τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν. Δέν εἶναι δέ οἱ διαφορές αὐτές, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, θεολογούμενα, δηλαδή ζητήματα πού μέ κάποια δόση καλῆς θελήσεως μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτά, ἀλλά δόγματα κορυφαῖα, ἡ ἀθέτηση τῶν ὁποίων ἀνατρέπει τίς δογματικές βάσεις τῆς πίστεως. ῾Η ἐκκλησιολογία τῆς Παπικῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι φθαρμένη ἐκκλησιολογία, σ᾿ αὐτήν δέ ἀνακλᾶται τό ἰδιαίτερο πνεῦμα τοῦ Παπισμοῦ, μέ τό ὑπερφίαλο, συγκεντρωτικό, κατακτητικό καί κυριαρχικό πνεῦμα του, πού ἀνάγλυφα φαίνεται στό θεσμό τῆς Οὑνίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ καταλυτικά σέ βάρος τῆς ᾿Ορθοδοξίας, καί ἀπό τήν ὁποίαν ὁ Πάπας εἶναι ἀπρόθυμος νά ἀποκολληθεῖ. ᾿Αλλά καί τό filioque, ἄγνωστο στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, εἶναι παραφθορά τοῦ περί ἁγίας Τριάδος δόγματος τῆς πίστεως, τό ὁποῖον, ὡς γνωστόν, ὁδήγησε στό σχίσμα ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως τόν Θ´ αἰῶνα.
Μετά τά ὅσα εἰπώθηκαν, κατανοοῦμε γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐντοπισθεῖ ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία στά ὡς ἄνω δύο ἐκκλησιαστικά σώματα. Τό ζήτημα φυσικά δέν εἶναι τόσο ἁπλό, ἀλλά δυσχερές καί πολύπλοκο, τό ὁποῖον πρέπει νά μελετηθεῖ ἐπισταμένα ἀπό τήν ᾿Ορθ. Καθολική ᾿Εκκλησία, νά δοθεῖ δέ ἐπίσημα ἀπάντηση στό ἐρώτημα τί ἀντιπροσωπεύουν οἱ ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καί ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ τοποθέτηση τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔναντι αὐτῶν, τόσο περισσότερο ὅσο στά σύγχρονα χαλαρά πλαίσια τοῦ οἰκουμενισμοῦ οἱ ὁμολογιακοί φραγμοί τείνουν σιγά σιγά νά καταργηθοῦν, ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση ὁλοένα καί ἀμβλύνεται, ἀκούονται δέ ἐκδηλώσεις καί πρακτικές, οἱ ὁποῖες θέτουν σέ σοβαρό κίνδυνο τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί ἀπειλοῦν νά παραμορφώσουν τήν πατροπαράδοτη φυσιογνωμία της!

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

304. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός» (1 Κορ. 3,11).
305. «᾿Εποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφ. 2,20).
306. «Καί αὐτοί ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός (1 Πέτρ. 2,5).
307. ᾿Ιω. 15,1. 2.
308. ᾿Ιω. 15,6.
309. Ματθ. 16,18.
310. «Καί ᾿Εκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (῾Εβρ. 12,23).
179
311. «Καυχήσονται ὅσιοι ἐν δόξῃ» (Ψαλμ. 149,5).
312. Τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Ορθ. Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ τή Ρωμαιοπαπική, ἡ ὁποία, διαπνεόμενη ἀπό πνεῦμα ἄγαν ἱεροκρατικό, ἐξυψώνει τόν κλῆρον ὑπέρ τόν λαόν.
313. 2 Κορ. 5,14.
314. 1 Τιμ. 2,4.
315. Προσευχή εἰς τόν Χριστόν. Βλ. ᾿Ιω. 1,9. 1 ᾿Ιω. 2,8.
316. Ρωμ. 2,14. 15.
317. Διατυπώνοντας τίς σκέψεις αὐτές, δέν παραβλέπουμε τίς πολλές θεολογικές δυσχέρειες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στό ζήτημα τῆς σωτηρίας τῶν ἀπίστων, ὅπως· α) Τή ρητή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου· «ἄν μή τις γεννηθεῖ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιω. 3,3). ῾Η γέννηση αὐτή γίνεται διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, κάτι πού ἐκ τῶν πραγμάτων δέν μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄπιστος. β) Τήν παρουσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖον ἀπαρέσκει στόν Θεόν ὡς συνέπεια τῆς φθορᾶς τῆς φύσεως, καί ὡς τοιοῦτο κωλύει τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί σ᾿ αὐτά ἀκόμη τά ἀβάπτιστα νήπια! γ) Τήν παρουσία πολλῶν προσωπικῶν ἁμαρτημάτων στόν ἐνήλικον ἄπιστο, τά ὁποῖα –ὡς γνωστόν– μόνον διά τῆς μυστηριακῆς χάριτος καί στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας μποροῦν ν᾿ ἀπαλειφθοῦν. δ) Τό γεγονός ὅτι ἡ ἐκδοχή σωτηρίας τῶν ἀπίστων μειώνει τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Πρός τί, ἀλήθεια, τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἄν, καί χωρίς αὐτό, εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία; ε) Τί νόημα ἔχει ἡ ἐργώδης προσπάθεια μεταλαμπαδεύσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ φωτός σέ ἀπίστους, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι καί χωρίς αὐτό οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά σωθοῦν; Καί στ) παρόμοιες ἀντιλήψεις δέν ὁδηγοῦν ἔμμεσα σέ ἕνα πανθρησκειακό συγκρητισμό;
318. Γαλ. 5,6.
319. ᾿Ιω. 3,8.
320. Καί ἐδῶ ἀνακύπτει τό ἐρώτημα· στό διαμαρτυρόμενο κόσμο πού ἀριθμεῖ τόσα ἑκατομμύρια πιστῶν (περισσότερα τῶν ᾿Ορθοδόξων), μέ τήν πίστη, τά σεβάσματα καί τή λατρεία του καί τά τόσα ἄλλα ἀξιόλογα χριστιανικά του ἐπιτεύγματα (στόν τομέα τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, λόγου χάρη, ὅπου ἡ ἀγάπη, ὁ ζῆλος καί ὁ μόχθος ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς αὐτοθυσίας), ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἡ μία τοῦ Χριστοῦ ἁγία ᾿Εκκλησία; Τό ζήτημα φυσικά ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς εἶναι ἀρκετά δύσκολο, ἡ δέ ᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία διακριτικά ἀποφεύγει νά τό ἀντιμετωπίσει. ῾Ως πότε ὅμως θά κρύβεται πίσω ἀπό τό δάκτυλό της; Δέν πρέπει κάποτε στόν κύκλο τῶν διαχριστιανικῶν της σχέσεων ν᾿ ἀσχοληθεῖ μέ τήν ὁριοθέτηση τῆς ἀληθινῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας; Καί ἐφ᾿ ὅσον πιστεύει –ὀρθῶς βέβαια– ὅτι αὐτή ἐνσαρκώνει τήν μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾿Εκκλησίαν, δέν θά ἔπρεπε ἀπό ὑποχρέωση πλέον καί ἀγάπη νά μελετήσει τό ζήτημα τῆς φύσεως τῆς Προτεσταντικῆς ᾿Εκκλησίας, μάλιστα στά πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου πού διεξάγεται σήμερα, καί στούς κόλπους τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν, στό ὁποῖον ἀπό πολλοῦ ἀνήκει ἐπίσημα ὡς μέλος; Ποιά εἶναι –ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά– ἡ ταυτότητα τῶν ἀδελφῶν μας μέ τούς ὁποίους συνδιαλεγόμαστε; Εἶναι αἱρετικοί; Καί ἄν ναί, μέ ποιάν ἔννοιαν; Τί δέ σημαίνει ἐκκλησιολογικῶς τό «ἑτερόδοξοι» μέ τό ὁποῖο συνήθως τούς ἀποκαλοῦμε; ᾿Εκτός ἀπό τήν ἀνοχή καί τήν ἀγάπη, στά ὁποῖα εἶναι –καί πρέπει νά εἶναι– πολύ εὐαίσθητη ἡ ᾿Ορθοδοξία, τί ἀλήθεια ἐπιδιώκει στά πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως; Πῶς μπορεῖ νά συγχρονίσει καί νά ἐναρμονίσει τό δόγμα της στό χῶρο τοῦ προτεσταντικοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ὑποκειμενισμοῦ; ῾Υπάρχει ἡ δυνατότητα ἑνός τέτοιου συγχρονισμοῦ; Καί ἄν κάποτε παραστεῖ ἀνάγκη νά θέσει αὐστηρά τήν 180
ταυτότητά της, κάποιοι ἐκπρόσωποί της θά τό πράξουν χωρίς καιροσκοπικούς ἤ ἄλλους συναισθηματικούς ἐνδοιασμούς; Τό ποίμνιο περιμένει πολλά καί θά πρέπει νά τ᾿ ἀκούσει κάποτε ἐπίσημα ἀπό τά χείλη τῆς ποιμαίνουσας Μητέρας του!
321. Ματθ. 20,28. Μάρκ. 10,45.
322. Πράξ. 20,28· «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ». 1 Πέτρ. 5,2· «ποιμάνατε τό ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ».
323. 1. Πέτρ. 5,3· «μηδ᾿ ὡς κατακυριευόντων τῶν κλήρων».
324. «῾Ο ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (᾿Ιω. 10,11).
325. Ματθ. 5,13.
326. Τό αἱρετικό δόγμα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ἀλαθήτου, ἄγνωστο στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, στό ὁποῖο συγκλίνουν τόσες ἀνθρώπινες μωρίες αὐταρχισμοῦ καί φιλοπρωτίας καί τό ὁποῖον ἐκπροσωπεῖ μιά φθαρμένη ἐκκλησιολογία, ὑπῆρξε μιά μελανή στιγμή στήν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἀποξένωσε τά καλύτερα πνεύματα τῆς Δύσεως ἀπό τήν ᾿Εκκλησία (Παπική). Εἶναι δέ καί τό φοβερότερο ἀγκάθι τόσο στό σῶμα τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου πού διεξάγεται σήμερα μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅσο καί στίς γενικότερες σχέσεις τους, πού τόσα δεινά ἐσώρευσε στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολή!
327. ᾿Ιω. 16,13.
328. Ματθ. 16,18.
329. «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16,17).
330. Φιλιπ. 2,16.
331. «Καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ᾿Εκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷ ἔνδοξον τήν ἐκκλησίαν, μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» (᾿Εφ. 5,27).
332. Ματθ. 13,24–30.
333. Ματθ. 28,19.
334. ῾Η βραδύτητα αὐτή νά βρίσκεται ἄραγε στό σχέδιο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ; ῎Ισως ναί, ἄν ἀποβλέψουμε στήν παραβολή τῆς ζύμης (Ματθ. 13,33. Λουκ. 13,21), μέ τήν ὁποίαν παρομοιάζει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁ Κύριος. ῾Η ζύμη τήν ὁποίαν ἡ γυναίκα ἔκρυψε σέ «ἀλεύρου σάτα τρία» μέχρις ὅτου σιγά σιγά ζυμωθεῖ ὅλο τό φύραμα, ὑποδηλώνει τή βραδεῖα διείσδυση τοῦ εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας σ᾿ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. ῞Οπως ὅμως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νά ἐνεργοποιεῖται πάντοτε, πράττουσα ὅ,τι εἶναι δυνατό διά τήν μετάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τή θέληση τοῦ Κυρίου ἔχουν ἀναφαίρετο δικαίωμα μαθητεύσεώς τους στήν εὐαγγελικήν ἀλήθεια. ῾Η ὀλιγωρία στό ὑπέρτατο αὐτό χρέος συνιστᾶ μεγάλη παράλειψη, ἡ ὁποία θά εἶναι ὑπόλογη στό Δομήτορα τῆς ᾿Εκκλησίας Κύριον.
335. ᾿Εφ. 2,10.
336. 1 Τιμ. 6,20. 2 1,14.
337. Μερικοί μάλιστα ἀπό τούς σύγχρονους «προοδευτικούς» ὀρθόδοξους οἰκουμενιστές δέν διστάζουν νά χαρακτηρίσουν τήν ὁμολογία, ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ πραγματική ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς «ναρκισσισμό», δηλαδή ἕνα εἶδος νοσηροῦ ἐγωκεντρικοῦ συναισθηματισμοῦ καί αὐτοερωτισμοῦ, σάν αὐτό πού συνέβη στό μυθολογικό Νάρκισσο, ὁ ὁποῖος βλέποντας στό νερό τό εἴδωλό του τό ἐρωτεύτηκε. ῎Αλλοι πάλι τή χαρακτηρίζουν ὡς «ἐπαρχιωτισμό», σάν κάτι τό ἀπομονωμένο, τό ξεκομμένο ἀπό τούς σύγχρονους ἐκκλησιολογικούς ρυθμούς, σεμνότυφο, στενόκαρδο 181
καί φανατικό! Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου κινδυνεύει νά διαβρώσει τήν ὀρθόδοξη συνείδηση ὁ σύγχρονος παρδαλός οἰκουμενισμός! Αὐτά δέ καθ᾿ ἥν στιγμήν οἱ ὀρθόδοξοι καθηγητές τῆς Θεολογίας τοῦ παρελθόντος (τῆς περασμένης γενεᾶς) στό τέλος τῶν πρακτικῶν τῶν οἰκουμενικῶν διεκκλησιαστικῶν συνεδρίων δέν παρέλειπαν νά καταχωρήσουν τήν πίστη τους, ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική ᾿Εκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως!

Άρθρον Πρώτον
Άρθρον Δεύτερον
Άρθρον Τρίτον
Άρθρον Τέταρτον
Άρθρον Πέμπτον
Άρθρον Έκτον
Άρθρον Έβδομον
Άρθρον Όγδοον
Άρθρον Ένατον
Άρθρον Δέκατον
Άρθρον Ενδέκατον
Άρθρον Δωδέκατον
Οι Δέκα Εντολές και ο Νόμος της Χάριτος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

(c) orthodoxanswers.gr Το παρόν site είναι αφιερωμένο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην υπερευλογημένη Θεοτόκο.
Με την χάρη του Τριαδικού Θεού οι "Ορθόδοξες Απαντήσεις" βρίσκονται στο διαδίκτυο από το 2006.