ΑΡΘΡΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ
«Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ᾿Αμήν».
Μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρχίζει ἡ μέλλουσα ζωή. ῾Ο αἰώνας τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄφθαρτος καί ἀτελεύτητος. ῾Η ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς θείας βασιλείας. Τό φῶς τό ἄδυτο καί ἀδιάδοχο. ῾Η «ὀγδοάς» τοῦ Χριστοῦ427.
Πῶς θά εἶναι ἡ ζωή στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε ἀπό τοῦδε νά γνωρίζουμε. ῾Ο ᾿Απ. Παῦλος, πού ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ζήσει γιά λίγο τή μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, δέν μπόρεσε νά μᾶς τήν περιγράψει. ῏Ηταν κατάσταση ζωῆς, βίωμα θεόληπτο πού δέν μπορεῖ νά συλλάβει διάνοια ἀνθρώπου καί νά ζήσει ἡ καρδιά του στήν οἰκονομία τῆς παρούσης ζωῆς429. Οἱ λέξεις εἶναι πολύ πενιχρές γιά νά ἐκφράσουν τή βίωση τῆς στιγμῆς τοῦ Θεοῦ τή φορτισμένη μέ τόσο ἀμήχανο βάρος μακαριότητος καί δόξης. Γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε στή μέλλουσα ζωή, κρύβοντας αἰδήμονα στήν ψυχή μας τό ὑπέροχο μυστικό!
῾Ο ἄνθρωπος στή μέλλουσα ζωή θά ζήσει ὡς μία νέα καί ἄφθαρτη ψυχοσωματική ὀντότητα. Δέν θά ζήσει δέ μονάχα ἡ ψυχή του, ἀλλά καί τό ἀνακαινισμένο σῶμα του μέ τό ὁποῖον ἡ ψυχή θά ἑνωθεῖ καί πάλι κατά τήν ἔγερση τῶν νεκρῶν. ῾Ο προορισμός τοῦ σώματος εἶναι νά εἰσέλθει καί αὐτό στόν ἄφθαρτο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ, στήν ἀπέραντη χαρά τῆς θείας βασιλείας. Δέν θά τό νικήσει ἡ σήψη τῆς φθορᾶς, ἀλλά θά τό λαμπρύνει ἡ ἄφθιτη δόξα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό ἔσχατο ἀγαθό, ὁ εἰδικός λόγος καί τό τέλος τῆς ὑπάρξεώς του, δέν ἀφορᾶ μονάχα στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα, τό ὁποῖον, ἀφοῦ ἀπορρίψει τήν παχύτητα τῆς ὕλης, θά διαπερᾶται ἀπό τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, θά λάμπει σάν ἕνας ἄλλος μικρός ἥλιος430, καταλαμπόμενο ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό εἶδαν οἱ μαθητές στό ῎Ορος τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι σῶμα θεωμένο καί ἄφθαρτο, κατάλληλο νά ζεῖ στόν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀλήθειες αὐτές τονίζουν τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖον, πολλοί, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό διαστροφή, διασύρουν καί ἐξευτελίζουν. Τό σῶμα δέν εἶναι μονάχα ναός τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ναός τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκεῖνον δέ πού φθείρει τόν ναό τοῦ Θεοῦ, θά τόν φθείρει ὁ ἴδιος ὁ Θεός431.
῾Η ζωή στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἀδιάκοπη καί ἀδιάπτωτη. Δέν θά τή βαρύνει ἡ χρονική στιγμή, γιατί ὁ ροώδης χρόνος τῆς γῆς καμία θέση δέν θά ἔχει στό κράτος τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ. Θά εἶναι μία διαρκής στιγμή μπολιασμένη στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. ῾Επομένως δέν θά ἔχει μεταπτώσεις καί μεταλλαγές, πού τόσο ἔντονα χαρακτηρίζουν τή ζωή μας ἐδῶ στή γῆ. Δέν θά τή βαρύνει ἡ κόπωση καί ἡ ἀνάγκη ἀνάπαυλας καί ψυχαγωγίας. Οὔτε ἡ ἀνία καί ὁ κόρος θά τή σημαδεύουν, πού εἶναι συμπτώματα τοῦ παροδικοῦ χρόνου στόν ὁποῖον ἐξελίσσεται ἡ παροῦσα οἰκονομία τῆς ζωῆς. Θά εἶναι δέ τόσος ὁ συνεπαρμός τῆς φύσεως καί ἡ γοητεία πού θά νιώθουν τά μακάρια πνεύματα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὥστε ὁποιαδήποτε ὀχληρή ἀνάμνηση τῆς πρότερης φθαρμένης ζωῆς, κάθε στοιχεῖο τῆς παλαιᾶς ἐπίκηρης φύσεως νά χάνονται στήν καινότητα τῆς ἀναγεννημένης ὑπάρξεως. ῾Επομένως τό ἐρώτημα πού μέ τόση ἀφέλεια τίθεται· τί θά κάνουν οἱ ἄνθρωποι στή μονότονη ζωή τῆς θείας βασιλείας, 128
προδίδει ἄγνοια ἤ μᾶλλον παρεκδοχή τῆς νέας τάξεως πραγμάτων στό μυστηριακό αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. ῎Αραγε τί κάνουν καί οἱ ἄγγελοι στό μακάριο χῶρο τῆς θείας βασιλείας; ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀντικρούοντας τίς ἀπόψεις τοῦ ᾿Ωριγένη περί κόρου ὡς τῆς κυρίας αἰτίας τῆς πτώσεως τῶν νοερῶν ὄντων κατά τήν πρόχρονη ὕπαρξή τους, διετύπωσε πολύ ὡραῖες ἰδέες γύρω ἀπό τή μακαριότητα τῆς θείας βασιλείας. Κατά τόν ῞Αγιο, τό ἀγαθόν εἶναι τό μόνο πού ἀληθινά ὑπάρχει (τό κακόν εἶναι μή ὄν) καί ἀπό τή φύση του εἶναι ἀόριστο (χωρίς ὅρια) καί ἀδιεξόδευτο. ῞Οταν, λοιπόν, τό ὄν βρίσκεται στό ἀγαθό καί τό ἀπολαμβάνει, δέν μπορεῖ νά τό ἐξαντλήσει, φθάνοντας στό πέρας τῆς ἀπολαύσεως, ἐπειδή τέτοιο πέρας δέν ὑπάρχει, μία καί τό ἀγαθόν –ὅπως εἴπαμε– δέν ἔχει ὅρια, δέν περατοῦται. Διοδεύοντας, λοιπόν, τό ἀγαθό καί ἐρωτικά συμπλεκόμενο μέ αὐτό, παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ χορηγήσει μεγαλύτερη δόση τῆς μακαρίας ἀπολαύσεως· καί ὅταν ὁ Θεός, ἀνταποκρινόμενος στό αἴτημα, τή χορηγήσει, τό ὄν ζητᾶ νέα χορήγηση κ.ο.κ.432 ᾿Επειδή δέ ἡ δίψα τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι ἀκόρεστη, τό πρᾶγμα θά προβαίνει ἐπ᾿ ἄπειρον, χωρίς ποτέ ὁ κόρος νά σφραγίσει τήν κινητικότητα αὐτήν οὔτε καί νά λήξει ἡ μακαρία ἀπόλαυση τοῦ ἀγαθοῦ433.
῾Η ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μέ τήν ὁποία κατακλείεται τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποίαν ἐκβάλλουν ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα του, ὁ ἀγώνας καί ἡ ἄσκησή του, οἱ ὁραματισμοί καί οἱ ἐνατενίσεις του. ῾Η πόλη τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποίαν τόσο ὄμορφα περιγράφει τό ἱερό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, εἶναι ἡ πραγματική πόλη τοῦ πιστοῦ. «Οὐ γάρ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν», λέγει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, «ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»434. ῾Η γήινη πόλη μας δέν εἶναι διαρκής καί μόνιμη. Εἶναι προσωρινή καί σύντομη. Διαρκεῖ λίγες μόνο στιγμές, διαρρέει καί χάνεται. ῾Η οὐράνια ὅμως πόλη τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦμεν, μένει εἰς τόν αἰῶνα, ἀσάλευτη καί ἀδιάπτωτη. ῾Ο πιστός χριστιανός ὀφείλει νά ἐπιδιώκει αὐτό πού θά εἶναι σταθερά δικό του, κτῆμα του μόνιμο καί ἀναφαίρετο, ἀκτύπητο ἀπό τό χρόνο, ἀπρόσβλητο στή φθορά. ῎Αλλωστε, κατά τόν ἴδιο ᾿Απόστολο, τό πολίτευμα τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ᾿ ἀπόκειται στούς οὐρανούς· «ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»435. Πού σημαίνει ὅτι ὅσοι πιστεύουμε δέν εἴμαστε πολίτες τῆς γῆς, ἀλλά πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, «οὐρανοπολίτες». ᾿Εδῶ εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι436, βρισκόμενοι σέ πορεία πρός τή μονιμότητα τῆς θείας βασιλείας, ὅπου ζοῦν αἰώνια ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, πολιτογραφημένοι μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Αρνίου στίς δέλτους τῆς θείας βασιλείας, στό βιβλίο τοῦ οὐρανοῦ437. Στό πολίτευμα τοῦ οὐρανοῦ δέν θά ὑπάρχει ἡ ἀντιπαλότητα τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ σκοτεινή μηχανή τοῦ ἐχθροῦ, οἱ δυνάμεις τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἀλλά θά ὑπάρχει ἀσάλευτη ἡ παράταξη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ σύναξη τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων μέ ἐπικεφαλῆς τήν ἁγία Θεοτόκο, τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, σέ ἕνα χορό πανηγυρικό, ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων, ἀνυμνούντων τό κράτος τοῦ Παμβασιλέως τῆς δόξης.
῾Η προσδοκία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τῆς ζωῆς τῆς φωτεινῆς καί ἀνέσπερης, δίνει κουράγιο στόν πιστό πού τόσο σκληρά ταλαιπωρεῖται στόν παρόντα βίο, τόν ζυμωμένο μέ πόνο καί δάκρυα, μέ πειρασμούς καί ἀθλιότητες, μέ αἵματα καί στεναγμούς. ᾿Από τό στενό παραθυράκι τῆς ζωῆς αὐτῆς, παίρνοντας λίγο φῶς ἀπό τήν ἀνέσπερη ἡμέρα τοῦ Θεοῦ, παίρνει ἀνάσα αἰσιοδοξίας στόν παρόντα βίο του, τονώνεται στήν καθημερινότητά του, γιγαντώνεται στή γλυκιά προσδοκία του, ἔχοντας συναίσθηση ὅτι τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ δέν εἶναι ἄξια πρός τήν «μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»438. Καί προχωρεῖ στήν πνευματική του τελείωση μεταμορφούμενος «ἀπό δόξης εἰς δόξαν»439 μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἄνοιξε διάπλατα τόν οὐρανό γιά νά μπεῖ μέσα τό πλάσμα τό πονεμένο καί ἀξιέραστο, πού τόσο πολύ ὑποφέρει στή γῆ ἀπό τήν κακουργία τοῦ ἐχθροῦ. Πορεύεται «ἄμωμος ἐν 129
ὁδῷ» πρός τήν πόλη «τήν τούς θεμελίους ἔχουσαν ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός»440. Τό ὅραμα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος γλυκαίνει καί ὡραΐζει τή ζωή του, δίνοντας νόημα καί σκοπό στήν ὕπαρξή του, ὁρίζοντες ἀνοικτούς καί φωτεινούς, τή γλυκιά ἐλπίδα «τῶν πτωχῶν», «ὧν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»441.
Προτοῦ κλείσουμε τήν παροῦσα ἔκθεσή μας κρίνουμε σκόπιμο νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν ἀντίστροφη κίνηση τῶν λογικῶν ὄντων, περί τῆς ὁποίας κάναμε λόγο καί στά προηγούμενα. ῾Η πορεία πρός τόν μέλλοντα αἰῶνα δέν εἶναι μονόδρομος τῶν εὐσεβῶν καί δικαίων πρός τίς ὁλόφωτες αὐλές τοῦ οὐρανοῦ. ῾Υπάρχει καί μία ἄλλη πορεία σκοτεινή καί ἀποτρόπαιη, πού ὁδηγεῖ στόν αἰῶνα τοῦ σκότους καί τῆς αἰώνιας ἐξαθλιώσεως. Στήν πορεία αὐτή βρίσκονται ψυχές ἀγριεμένες καί σκοτεινές, τίς ὁποῖες σαλεύουν οἱ ἄνεμοι τῆς ἁμαρτίας καί οἱ θύελλες τῶν κολασμένων παθῶν, πωρωμένες στήν ἀμετανόητη ζωή, χωρίς ρίζες ὀντολογικές καί καμία ἰκμάδα πνευματικῆς ζωῆς. Πρόκειται γιά τό φαινόμενο νά χαθεῖ μία ψυχή στήν αἰώνια κόλαση, στό φρικτό τόπο τῆς βασάνου· γιά ἕνα ἐνδεχόμενο πολύ ἀληθινό, πού μᾶς τό τόνισε τόσο παραστατικά ἡ σαρκωμένη ᾿Αλήθεια στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. ῎Εχουμε ἐκφρασμένη ἐδῶ τήν ἀλήθεια περί τοῦ ἠθικοῦ ἐκείνου δυισμοῦ, τόν ὁποῖον τόσο ἐμφαντικά τονίζει ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας. Λέγουμε ἠθικοῦ δυισμοῦ, διότι ὁ ὀντολογικός δυισμός (δύο ἀρχές ἀΐδιες, ἀντιθετικές καί ἀντίπαλες μεταξύ τους) εἶναι ἐντελῶς ξένος πρός τίς βάσεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μας. Τό ἕνα σκέλος τοῦ δυισμοῦ αὐτοῦ ἐκβάλλει στή χώρα τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων, τήν ὑπεσχημένη γῆ τῆς θείας βασιλείας, ὅπου ἡ χαρά καί ἡ μακαριότητα κοντά στόν πανάγαθο Θεό. Τό ἄλλο δέ σκέλος ἐκβάλλει στόν τόπο τῆς αἰώνιας βασάνου, στήν καταραμένη γῆ τῶν κολασμένων, ὅπου ὁ πόνος, ἡ λύπη καί ὁ στεναγμός. ῾Ο ἠθικός αὐτός δυισμός στό σκέλος πού ἀφορᾶ στήν κόλαση δέν εἶναι ἔργο θείου προορισμοῦ, δηλαδή δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀντίθετα θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»442· ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου, πού κάνοντας κακή χρήση τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων, καί παρά τήν προσπάθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νά τόν βοηθήσει, ξεκόβει καί ξεμακραίνει θεληματικά ἀπό τόν Θεό, ἀπονεκρούμενος στήν ἁμαρτία πού εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος τῆς ψυχῆς. Λέγοντες, λοιπόν, ἠθικό δυισμό, ἐννοοῦμε τίς δύο αἰώνιες μελλοντικές καταστάσεις στίς ὁποῖες θά βρεθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τούς δύο κόσμους τούς ἀντιθετικούς καί αἰώνιους (ὄχι συναΐδιους), τούς κλειστούς ὅμως καί ὁριστικούς, χωρίς τή δυνατότητα ὁ ἕνας ν᾿ ἀντιμάχεται τόν ἄλλον, ἀφοῦ καί στούς δύο θά δεσπόζει ὁ Θεός, στούς μέν ὡς φῶς παρήγορο καί γλυκύ, στούς δέ ὡς φωτιά καυστική καί βασανιστική. Σ᾿ ἕναν ἀπό τούς δύο αὐτούς κόσμους θά βρεθοῦν ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα ζωῆς πού ἔκαναν στή γῆ· οἱ μέν καλοί καί ἀγαθοί στόν Παράδεισο τῆς χαρᾶς καί τῆς τρυφῆς, οἱ δέ κακοί καί διεστραμμένοι στήν ἄγρια φλόγα τῆς κολάσεως. ᾿Ενδιάμεσος τόπος δέν θά ὑπάρχει. ῾Ο αἰώνιος ἑπομένως κλῆρος μας θά ἐξαρτηθεῖ ἀποκλειστικά ἀπό τή δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογή, ποῦ δηλαδή βάλαμε τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας, ποῦ εἴδαμε τόν σκοπό τοῦ βίου μας καί πῶς δουλέψαμε γιά τήν πνευματική μας καταξίωση. ῾Ο ἄνθρωπος κρατᾶ στά χέρια του τόσο τή ζωή ὅσο καί τό θάνατο καί ἀπό τή δική του ἐλεύθερη ἐπιλογή θά ἐξαρτηθεῖ κατά ποῦ θά στραφεῖ ὁ αἰώνιος κλῆρος443 του.
Δυστυχῶς τίς μεγάλες αὐτές ἀλήθειες εἴτε τίς ἀγνοεῖ εἴτε τίς περιφρονεῖ ὁ σημερινός ἄνθρωπος. Στροβιλιζόμενος στή δίνη τῆς ζωῆς444, πνιγόμενος στά προβλήματα τοῦ βίου, ἐξελκόμενος ἀπό τήν ἁμαρτία καί παραποδιζόμενος ἀπό τά πνεύματα τῆς ἀκαθαρσίας, περιπίπτει σ᾿ ἕνα μακάβριο πνευματικό λήθαργο, αἰχμαλωτίζεται στά ψυχοκτόνα δηλητήρια καί τά παραισθησιογόνα τῆς φθορᾶς, γιά νά ξυπνήσει κάποια μέρα πού θά εἶναι ἴσως πολύ ἀργά. Κάθιδρος καί μέ κομμένη τήν ἀνάσα στήν κονίστρα τῆς ζωῆς, ἐνδιαφέρεται γιά χίλια δυό ἄλλα πράγματα πού τίς περισσότερες φορές εἶναι γελοῖα καί ἀνάξια, λησμονώντας τό ἕνα «οὗ ἐστι χρεία», τήν «ἀγαθή μερίδα»445, πού εἶναι τό αἰώνιο καί ἀναφαίρετο κτῆμα τῆς ψυχῆς του. ῎Ετσι, φορτισμένος μέ τόση ἀδιαφορία καί νωχέλεια, συμπνιγόμενος ἀπό τά ζιζάνια τῆς ματαιότητος, θά ἐκπλαγεῖ κάποια μέρα καί θά θρηνεῖ ἀνώφελα, ὅταν, πεσούσης τῆς αὐλαίας τῆς ζωῆς, θά βρεθεῖ, ὅπως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, στόν τόπο τῆς βασάνου, «ὀδυνώμενος ἐν τῇ φλογί» τῶν αἰώνιων κολαστηρίων!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
427. ῾Ωραῖα εἶναι ὅσα λέγει περί τῆς «᾿Ογδόης» ἡμέρας πού ἐγκαινίασεν ὁ Κύριος μέ τήν ᾿Ανάστασή του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στό ἔργο του «Εἰς τήν ἐπιγραφήν τῶν 188
Ψαλμῶν». ᾿Ιδού τί γράφει σέ μετάφραση· «Κοντά σ᾿ αὐτά πού ἐξετάσαμε εἶναι καί ὁ λόγος περί τῆς ‘‘᾿Ογδόης’’ (ἡμέρας), πού λέγεται ἔτσι γιατί διαδέχτηκε τόν αἰσθητό χρόνο, τόν ἀνακυκλούμενο σέ ἑβδομάδες. ῾Η ἐπιγραφή (τῶν Ψαλμῶν) περί τῆς ᾿Ογδόης μᾶς συμβουλεύει νά μήν ἔχουμε στραμμένο τό βλέμμα μας στόν παρόντα χρόνο, ἀλλά νά βλέπουμε τήν ᾿Ογδόην ἡμέρα (τόν αἰῶνα τοῦ Θεοῦ). Διότι ὅταν παύσει νά ὑπάρχει ὁ ροώδης αὐτός καί παροδικός χρόνος (τῆς γῆς), στόν ὁποῖον ἄλλα μέν γίνονται καί ἄλλα διαλύονται· καί περάσει ἡ ἀνάγκη τῆς γενέσεως (τῶν ὄντων), δέν θά ὑπάρχει δέ ἐφεξῆς αὐτό πού νά διαλύεται, καί συνάμα ἡ ἐλπιζομένη ἀνάσταση θά μεταστοιχειώσει σέ ἄλλη κατάσταση τή ζωή· σταματήσει δέ ἐπί πλέον ἡ παροδική φύση τοῦ χρόνου καί ἐκλείψει ἡ διαδικασία τῆς γενέσεως καί τῆς φθορᾶς, τότε ὁπωσδήποτε θά παύσει καί ἡ ἑβδομάδα πού τώρα μετρᾶ τό χρόνο, και θά τή διαδεχτεῖ ἡ ᾿Ογδόη ἐκείνη, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἐφεξῆς αἰών, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ὅλος μία συνεχής ἡμέρα, ὅπως λέγει κάποιος Προφήτης, «Μεγάλην ἡμέραν» ὀνομάζων τή ζωή στήν ὁποίαν ἐλπίζουμε. ᾿Επειδή τήν ἡμέραν ἐκείνην δέν θά τή φωτίζει ὁ αἰσθητός ἥλιος, ἀλλά τό ἀληθινό φῶς, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ‘‘᾿Ανατολή’’ ἀπό τήν προφητεία, ἐπειδή ποτέ πιά δέν θά ἐπικαλυφθεῖ ἀπό τή δύση» (Β´, Ε´. Ρὒ 44,504 ἲ –
505 Α).
428. Ματθ. 25,14.
429. 2 Κορ. 12,4. 1 Κορ. 2,9.
430. Ματθ. 13,43.
431. «Εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (1 Κορ. 3,17).
432. Γρηγ. Νύσσης, ῾Ομ. ΣΤ´. Ρὒ 44,888 Α.
433. «Τό γάρ ἀεί καταλαμβανόμενον τῶν μέν προκαταληφθέντων πάντοτε μεῖζόν ἐστι, οὐ μήν ὁρίζει ἐν ἑαυτῷ τό ζητούμενον· ἀλλά τό πέρας τοῦ εὑρεθέντος, ἀρχή πρός τήν τῶν ὑψηλοτέρων εὕρεσιν τοῖς ἀναβαίνουσι γίνεται. Καί οὔτε ὁ ἀνιών ποτε ἵσταται, ἀρχήν ἐξ ἀρχῆς λαμβάνων, οὔτε τελεῖται περί ἑαυτήν ἡ τῶν ἀεί μειζόνων ἀρχή. Οὐδέποτε γάρ περί τῶν ἐγνωσμένων ἡ τοῦ ἀνιόντος ἐπιθυμία ἵσταται, ἀλλά διά μείζονος πάλιν ἑτέρας ἐπιθυμίας πρός ἑτέραν ὑπερκειμένην κατά τό ἐφεξῆς ἡ ψυχή ἀνιοῦσα, πάντοτε διά τῶν ἀνωτέρων ὁδεύει πρός τό ἀόριστον»(῾Ομ. Η´. Ρὒ 44,941 ἒ. 46,105 Α–ἒ).
434. ῾Εβρ. 13,14.
435. Φιλιπ. 3,20.
436. ῾Εβρ. 11,13.
437. ᾿Αποκ. 21,27. 20,12. 13,8.
438. Ρωμ. 8,18.
439. 2 Κορ. 3,18.
440. ῾Εβρ. 11,10.
441. Λουκ. 6,20.
442. 1 Τιμ. 2,4.
443. «Διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανόν καί τήν γῆν. Τήν ζωήν καί τόν θάνατον δέδωκα πρό προσώπου ὑμῶν, τήν εὐλογίαν καί τήν κατάραν· ἔκλεξαι τήν ζωήν, ἵνα ζῇς σύ καί τό σπέρμα σου» (Δευτ. 30,19).
444. Φυσικά μέ αὐτά πού γράφουμε δέν θέλουμε νά παραθεωρήσουμε τό μόχθο τοῦ ἀνθρώπου στό σκληρό ἀγῶνα τῆς ζωῆς καί τήν προσπάθειά του νά κερδίσει τή ζωή, πού δέν εἶναι πρᾶγμα εὔκολο σέ μιά κοινωνία λύκων καί ἀνθρωπόμορφων θηρίων. ῾Ο ἱδρώτας τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε περίπτωση εἶναι τίμιος καί ἱερός. ᾿Αρκεῖ μονάχα ἡ προσπάθειά του νά μή πνίγει μέσα του τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί νά τόν κάνει νά λησμονεῖ 189
τά κορυφαῖα ζητήματα τῆς ὑπάρξεώς του, ὅπως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα σέ ὅ,τι ὅρισεν ὁ Θεός ὡς τό ὑπέρτατο τέλος τοῦ βίου.
445. Λουκ. 10,42.