Ας εξετάσουμε λοιπόν ποιο είναι το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται κατά παράδοξο τρόπο σε όσους το επιθυμούν, πως θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πως ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς.
Ο Χριστός και Θεός μας αφού κρεμάσθηκε στον σταυρό, σταύρωσε επάνω σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου κι αφού γεύθηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του -από το οποίο δεν αποχωρίσθηκε καθόλου- κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμεθα από τον κόσμο και εισερχόμεθα με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει.
Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σ’ εκείνον που συναναστήθηκε μαζί του να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση των κάτω κειμένων. Γιατί πως θα αναστηθεί αυτός που ποτέ δεν έπεσε σε αμαρτία, καθώς είναι γραμμένο, μήτε αλλοιώθηκε στο ελάχιστο η δόξα του; Ή πως θα δοξασθεί εκείνος που είναι υπερδεδοξασμένος και εξουσιάζει τα σύμπαντα;
Η Ανάσταση και η δόξα του Χριστού, καθώς είπαμε, είναι η δική μας δόξα. Αφ’ ότου δηλ. εκείνος οικειοποιήθηκε την ανθρώπινη φύση, όσα ενεργεί σ’ εμάς τα επιγράφει στον εαυτό του. Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με την ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει αν δεν δεχτεί μέσα του την ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα μ΄αυτήν, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί αρρήτως κι ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή.
Είναι δηλ. νεκρή πριν από την εν γνώσει και οράσει και αισθήσι ένωσή της με τον Χριστό, κι ας είναι νοερή κι αθάνατη από τη φύση της. Γιατί ούτε γνώση χωρίς όραση υπάρχει, ούτε όραση χωρίς αίσθηση. Να τι θέλω να πω. Έχουμε την όραση και μέσα στην όραση τη γνώση και την αίσθηση. Αυτά τα λέω για τα πνευματικά ζητήματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση: Ο τυφλός π.χ. αισθάνεται, όταν κτυπήσει το πόδι του στην πέτρα, ενώ ο νεκρός όχι.
Αλλά στα πνευματικά θέματα, αν ο νούς δεν έλθει σε θεωρία των υπερέννοιαν, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια της χάριτος. Εκείνος λοιπόν που ισχυρίζεται ότι την αισθάνεται προτού θεωρήσει τα υπέρ νούν και λόγον και έννοιαν, μοιάζει με τον τυφλό που καταλαβαίνει τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, δεν αντιλαμβάνεται όμως ακόμη ούτε και όσα είναι μπροστά του και μπορεί να του προξενήσουν τη ζωή και τον θάνατο. Γιατί τα επερχόμενα σ’ αυτόν κακά ή καλά δεν τα αισθάνεται καθόλου, επειδή στερείται της οπτικής δυνάμεως και αισθήσεως. Γι’ αυτό όταν σηκώνει το ραβδί για να αμυνθεί, κάποτε κτυπά τον φίλο του αντί τον εχθρό του που στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, πολύ λίγοι όμως είναι αυτοί που την βλέπουν καθαρά. κι αυτοί που δεν την είδαν, δεν μπορούν να προσκυνήσουν τον Ιησού Χριστό ως Άγιο και Κύριο, διότι λέει: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μή εν Πνεύματι Αγίω» ( Α΄Κορ. 12,3 ) και αλλού: «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν» (Ιωαν. 4,24).
Και το ιερότατο λόγιο, που καθημερινά έχουμε στο στόμα, δεν λέει «Ανάστασιν Χριστού πιστεύοντες» αλλά τί; «Αναστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον». Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιον Πνεύμα να λέμε ότι είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, αφού μάλιστα μία φορά αναστήθηκε ο Χριστός πριν χίλια χρόνια κι ούτε τότε τον είδε κανείς να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η Αγία Γραφή θέλει να λέμε ψέματα;
Όχι βέβαια. αλλά αυτό που μας προτρέπει να ομολογούμε είναι η αλήθεια, επειδή η Ανάσταση του Χριστού συντελείται μέσα στον κάθε πιστό κι όχι μόνο μία φορά αλλά κάθε ώρα θα λέγαμε, αφού αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας και λαμπροφορεί και απαστράπτει τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Γιατί η φωτοφόρος παρουσία του Πνέυματος μας υποδεικνύει την Ανάσταση του Χριστού μάλλον δεν μας αξιώνει να δούμε αυτόν τον ίδιο τον αναστάντα.
Γι’ αυτό και λέμε: «Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν» ( Ψαλμ. 117,27 ) και έχοντας υπ’ όψιν μας την δευτέρα του παρουσία προσθέτουμε: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» ( Ψαλμ. 117,26 ). Σε όσους λοιπόν αποκαλυφθεί ο αναστημένος Χριστός πάντως πνευματικά εμφανίζεται στα πνευματικά τους μάτια. Γιατί όταν έρχεται σε μας δια του Αγίου Πνεύματος μας ανασταίνει εκ νεκρών, μας ζωοποιεί και μας δίνει τη χάρη να τον βλέπουμε μέσα μας ολοζώντανο, αυτόν τον αθάνατο και ανώλεθρο και να γνωρίζουμε πλήρως ότι αυτός μας συνανασταίνει και μας συνδοξάζει, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή.
Αυτά είναι λοιπόν τα θεία μυστήρια των χριστιανών, αυτή είναι η μυστική δύναμη της πίστεως μας, που οι άπιστοι ή οι δύσπιστοι ή μάλλον οι ημίπιστοι δεν βλέπουν, ούτε μπορούν να δουν ποτέ. Άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη τους με έργα. Γιατί χωρίς έργα και οι δαίμονες πιστεύουν και ομολογούν ότι ο Δεσπότης Χριστός είναι Θεός, όπως λέει: «Οίδαμεν σέ, τον Υιόν του Θεού» (Πρβλ. Μάρκ. 1,24, Λούκ. 4,34, Ματθ. 8,29 ), και αλλού: «Ουτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου εισίν».
Αλλά ούτε τους δαίμονες, ούτε αυτούς τους ανθρώπους θα ωφελήσει τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκροί κατά τον θείον Απόστολον, που λέει: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκράν εστί». ( Ιακ. 2,26 ) όπως ακριβώς και τα έργα χωρίς πίστη. Γιατί είναι νεκρή; Διότι δεν έχει μέσα της τον Θεό που ζωογονεί, ούτε απέκτησε αυτόν που λέει: «Ο αγαπών με τας εντολάς τας εμάς τηρήσει, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ΄αυτώ ποιήσωμεν» ( Πρβλ. Ιωαν. 14,21.23, Ιωαν. 14,23 ), ώστε με την παρουσία του να αναστήσει εκ νεκρών εκείνον που κατέχει την ενεργόν πίστην, να τον ζωοποιήσει και να τον αξιώσει να ειδεί τον αναστάντα μέσα του που τον συνανέστησε.
Μια τέτοια πίστη λοιπόν είναι νεκρή. ή μάλλον νεκροί είναι αυτοί, που έχουν πίστη χωρίς έργα. Γιατί η πίστη στο Θεό πάντοτε ζει και ζωοποιεί εκείνους που την δέχονται με αγαθή προαίρεση, η οποία και προ της εργασίας των εντολών πολλούς οδήγησε από το θάνατο στη ζωή και τους αποκάλυψε το Χριστό και Θεό. Και αν έμεναν στις εντολές του και τις εφύλατταν μέχρι θανάτου θα μπορούσαν και αυτές να τους διαφυλάξουν ό,τι λογής έγιναν από μόνην την πίστην.
Επειδή όμως «μεταστράφησαν ως τόξον στρεβλόν» (Ψαλμ. 77,57 ) και ξαναγύρισαν στις προηγούμενες πράξεις τους, ήταν φυσικό να ναυαγήσουν αμέσως στην πίστη και δυστυχώς έτσι στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός και Θεός. Για να μην πάθουμε λοιπόν και εμείς το ίδιο, σας παρακαλώ να τηρήσουμε τις εντολές του Θεού με όλη μας την δύναμη, ώστε να κερδίσουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, δηλαδή την θέα του Θεού, που είθε όλοι μας να την απολαύσουμε με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα εις τους αιώνες. Αμήν».