Το δέντρο τῆς ζωῆς, «ξύλο τῆς ζωῆς», ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στο Γεν 2,9 ὅπου γίνεται ἀναφορά σέ τριῶν εἰδῶν δέντρα τοῦ παραδείσου:
1ον ἐκεῖνα πού ἔχουν βρώσιμους καρπούς
2ον τό δέντρο πού θά συντελοῦσε στήν πνευματική αὔξηση τοῦ ἀνθρώπου (ἤ καί στήν ὁλοκληρωτική ἀποξένωσή του ἀπό τό Θεό) τό δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί
3ον τό δέντρο πού θά τοῦ χάριζε τήν αἰώνια ζωή. Γιά τό ἴδιο δέντρο ὑπάρχει ἀναφορά στό Γεν 3,22.24
Οἱ περισσότεροι πατέρες συμφωνοῦν ὅτι πρόκειται γιά πραγματικά δέντρα πού ἐπιφορτίστηκαν μέ ἔνα ἐπιπλέον χαρακτηριστικό. Τό δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἦταν πραγματικό δέντρο καί ὄχι συμβολισμός, πού παρεῖχε στόν ἄνθρωπο τήν ἀφορμή τῆς ὑπακοῆς ἤ ἀνυπακοῆς στήν ἐντολή τῆς νηστείας πού τοῦ εἶχε δοθεῖ. Κατά παρόμοιο τρόπο, γιά νά ἐνθαρρύνει καί νά ὑπενθυμίζει στούς πρωτόπλαστους τή δυνατότητα τῆς ἄμεσης μετοχῆς στήν ἀθανασία, ὑπῆρχε τό δέντρο τῆς ζωῆς.
Ὅπως παρατηρεῖ στήν ἑρμηνεία τῶν παραπάνω χωρίων ὁ μακαριστός π. Ἱωήλ Γιαννακόπουλος, δέν ἦταν ὁ καρπός τοῦ δέντρου πού θά παρεῖχε τήν ἀθανασία. Αἴτιο τῆς ἀθανασίας εἶναι μόνο ἡ θεία βουλή καί ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού θά δινόταν ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος καθιστοῦσε τόν ἑαυτό του (μέ τήν πνευματική ἄσκηση πού τοῦ παρεῖχε τό δέντρο τῆς γνώσης) ἕτοιμο νά δεχτεῖ τή θεία αὐτή δωρεά.
Ἡ εἰκόνα τοῦ «ξύλου τῆς ζωῆς» ἐπανέρχεται στήν Ἀποκάλυψη. Στο 2,7 ὁ καρπός του δίνεται πρός βρώση σ’ ὅποιον νικήσει καί ἐξασφαλίζει τή θεραπεία ὅλων τῶν ἐθνῶν στο 22,2.14. Ἐπειδή στό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ἡ γλῶσσα εἶναι συμβολική, ὅπως συμβαίνει γενικά μέ τόν προφητικό λόγο, θά εἶναι ἄστοχο ἑρμηνευτικά νά δοῦμε ἐκεῖ τό δέντρο τῆς ζωῆς κυριολεκτικά, ὅπως βέβαια καί ὅλη την περιγραφή τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ, ὡς πόλης γεμάτη ἀπό πολύτιμους λίθους. Ἀναμφίβολα πρόκειται γιά συμβολισμούς. Ἄλλωστε στήν Ἀποκάλυψη γενικά ἐπαναλαμβάνονται πολλές ἀπό τίς εἰκόνες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού βρίσκουν πιά τήν τελική τους πραγμάτωση.
Στή λατρευτική γλώσσα τό «ξύλο τῆς ζωῆς» συνδέθηκε μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ πού ἔγινε πρόξενος καί πηγή ζωῆς καί σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας. Εἰδικά στήν ὑμνογραφία, μέ ποιητικό τρόπο ἀντιπαρατίθεται ο Σταυρός ἔναντι τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ. Ψάλουμε στα τροπάρια τῆς μεγάλης ἑβδομάδας «Διά ξύλου ὁ Ἀδάμ, παραδείσου γέγονε ἄποικος, διά ξύλου δέ σταυροῦ, ὁ ληστής παράδεισον ῳκησεν…», ἤ στό ἐξαπόστειλάριο τῆς Μ. Παρασκευῆς «… καμέ τῶ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ, φώτισον καί σῶσον με» κ.α.