(c) OrthodoxAnswers.gr
Κυριακή , 24 Σεπτέμβριος 2017
Ειδοποιήσεις
Αρχική » Ερωτήσεις - Απαντήσεις » Ερμηνεία στην πραβολή των εργατών του αμπελώνος.

Ερμηνεία στην πραβολή των εργατών του αμπελώνος.

Ερμηνεία στην πραβολή των εργατών του αμπελώνος.

βασισμένο πάνω σε πόνημα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου 

«(1) Ὅ­μοι­α γὰρ ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ οἰ­κο­δε­σπό­τη, ὅ­στις ἐ­ξῆλ­θεν ἅ­μα πρω­ΐ μι­σθω­σά­σθαι ἐρ­γά­τας εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶνα αὐ­τοῦ

(2).Καὶ συμ­φω­νή­σας με­τὰ τῶν ἐρ­γα­τῶν ἐκ δη­να­ρί­ου τὴν ἡ­μέ­ραν ἀ­πέ­στει­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶνα αὐ­τοῦ…

(3) πολ­λοὶ δὲ εἰ­σὶ κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοὶ».

Ἀ­φορ­μὴ γιὰ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ ἔ­λα­βε ὁ Κύ­ριος, ἀ­πὸ μί­α ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Πέ­τρος (κεφ. Ι­Θ’ στὶχ. 27, 28) στὸ προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο στί­χοι 27 καὶ 28. Ἐ­κεῖ φαί­νε­ται ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γεν­νη­θεῖ στὴν ψυ­χὴ τοῦ Πέ­τρου καὶ τῶν ἄλ­λων μα­θη­τῶν κά­ποι­α καύ­χη­ση καὶ αὐ­τά­ρε­σκη σύγ­κρι­ση μὲ τοὺς ἄλ­λους ποὺ δὲν ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Ἀ­κό­μα ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­σουν τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ὑ­πα­κο­ή, σὲ ἕ­να εἶ­δος ἐμ­πο­ρι­κῆς συ­ναλ­λα­γῆς, σὲ ἕ­να εἶ­δος πα­ζα­ρέ­μα­τος, π.χ. «τό­σους κό­πους ἔ­κα­μα καὶ τό­σον χρό­νον δού­λε­ψα. Πό­σα θὰ μοῦ δώ­σεις;».

Μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τή, ὁ Χρι­στὸς θέ­λει νὰ δι­δά­ξει ὅ­τι ὁ μι­σθὸς καὶ ἡ ἀ­μοι­βὴ ποὺ θὰ δώ­σει ὁ Κύ­ριος στοὺς πι­στοὺς ὀ­πα­δούς Του, δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν χρό­νο καὶ τὸν κό­πο ποὺ κα­θέ­νας Χρι­στια­νὸς κα­τέ­βα­λε γιὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν πλή­ρη συμ­μόρ­φω­σή του πρὸς τὸν νό­μο τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­γά­πης. Γιὰ νὰ προ­φυ­λά­ξει ὁ Κύ­ριος «τούς ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος Του» ἀ­πὸ τὴν αὐ­τα­ρέ­σκεια καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση στὴν ἀ­ξί­α τους, ἡ ὁ­ποί­α δι­ε­γεί­ρει ἀ­φε­νὸς μὲν φθό­νο κα­τὰ τῶν ἄλ­λων, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ πα­ρά­πο­να κα­τὰ τοῦ Θε­οῦ, τὸν ὁ­ποῖ­ον προ­σπα­θοῦ­με νὰ πα­ρα­στή­σου­με σὰν χρε­ώ­στη μας γιὰ τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρα­με, δι­η­γή­θη­κε τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ.

1. Ἡ ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ (στὶχ. 1).

Με­γά­λη ἀ­μοι­βὴ καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτη εὐ­τυ­χί­α ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ός, σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πι­στεύ­ει στὸν Χρι­στὸ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται μὲ τα­πεί­νω­ση τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης. Στὴν πα­ροῦ­σα πα­ρα­βο­λή, ἡ ὑ­πό­σχε­ση αὐ­τὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὰν συμ­φω­νί­α ποὺ κά­νουν ἐρ­γο­δό­της καὶ ἐρ­γά­τες. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀρ­χί­ζει ὡς ἑ­ξῆς ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λή:

«Ὅ­μοι­α ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ οἰ­κο­δε­σπό­τη, ὅ­στις ἐ­ξῆλ­θεν ἅ­μα πρώ­τη μι­σθω­σά­σθαι ἐρ­γά­τας εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶ­να αὐ­τοῦ».

Ὁ μι­σθω­τὴς οἰ­κο­δε­σπό­της δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος πα­ρὰ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὁ Κύ­ριος τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, «οὐ οἶ­κος ἐ­σμέν ἡ­μεῖς», λέ­ει ὁ Παῦ­λος, (Ἑ­βρ. γ’ 6). Εἶ­ναι ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ποὺ ἔ­χει ἔρ­γο με­γά­λο καὶ σπου­δαῖ­ο, (τὴν σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου), ἀλ­λὰ καὶ ἐρ­γά­τες ποὺ κα­λοῦν­ται νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸ ἔρ­γο αὐ­τό.

Οἱ ἄν­θρω­ποι ἐρ­γο­δό­τες μι­σθώ­νουν ἐρ­γά­τες γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τὸ ἔρ­γο τους, ὅ­ποι­ο καὶ ἂν εἶ­ναι. Ἀλ­λὰ ὁ Θε­ὸς δὲν ἔ­χει κα­μμιὰ ἀ­νάγ­κη τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας καὶ τῶν ὑ­πη­ρε­σι­ῶν μας. Ἐν τού­τοις μᾶς κα­λεῖ στὸ ἔρ­γο Του.

Α. Τὸ Ἔρ­γο Του εἶ­ναι ὁ ἀμ­πε­λών Του, λέ­γει ὁ Κύ­ριος. Καὶ ὁ ἀμ­πε­λώ­νας Του εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ γε­νι­κῶς καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ κα­θε­νός μας. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­να ἀμ­πέ­λι, (ἀμ­πε­λὼν), ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρι­φράσ­σε­ται, νὰ σκά­πτε­ται, νὰ κλα­δεύ­ε­ται, νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ γί­νει τό­πος χέρ­σος, γε­μᾶτος ἀ­γρι­ό­χορ­τα καὶ ἀγ­κά­θια, πολ­λῷ μᾶλ­λον ἐ­ὰν εἶ­ναι τό­πος πε­τρώ­δης καὶ δύ­σβα­τος.

Ὅ­πως ἡ γῆ ἐ­ὰν δὲν καλ­λι­ερ­γη­θεῖ ἀ­γρι­εύ­ει καὶ γε­μί­ζει ἀγ­κά­θια, ἔ­τσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τοῦ ἀ­γα­θό­τε­ρου ἀ­κό­μα, ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πνευ­μα­τι­κῆς καλ­λι­έρ­γειας γιὰ νὰ προ­ο­δεύ­σει πνευ­μα­τι­κά, νὰ χα­ρι­τω­θεῖ καὶ νὰ σω­θεῖ, (ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ). Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη, ἑ­πο­μέ­νως, κά­θε Χρι­στια­νὸς νὰ γί­νει ἐρ­γά­της καὶ καλ­λι­ερ­γη­τὴς τῆς ψυ­χῆς του. Ἐρ­γά­της δρα­στή­ριος καὶ ἐ­πι­με­λής. «Με­τὰ φό­βου καὶ τρό­μου τὴν ἑ­αυ­τῶν σω­τη­ρί­αν κα­τερ­γά­ζε­σθε», (Φι­λιπ. Β’ 12), λέ­γει ὁ Παῦ­λος στοὺς Χρι­στια­νούς. Καμ­μιὰ ἐρ­γα­σί­α ὁ­σον­δή­πο­τε εὐ­γε­νὴς δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐρ­γα­σί­α γιὰ τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ μόρ­φω­ση τῆς ψυ­χῆς «ἄ­χρις οὐ μορ­φω­θεῖ Χρι­στὸς ἐν ὑ­μῖν», (Γαλ. δ’ 19).

Β. Ὁ μι­σθὸς, δη­λα­δὴ τὸ ἡ­με­ρο­μί­σθιο ποὺ συμ­φώ­νη­σε νὰ δώ­σει στοὺς ἐρ­γά­τες ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἦ­ταν ἕ­να δη­νά­ριο, (ρω­μα­ϊ­κὸ νό­μι­σμα). «Συμ­φω­νή­σας δὲ με­τὰ τῶν ἐρ­γα­τῶν ἐκ δη­να­ρί­ου τὴν ἡ­μέ­ραν, ἀ­πέ­στει­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὸν ἀμ­πε­λῶ­να Αὐ­τοῦ», (στίχ. 2). Πα­ρα­κά­τω δὲ λέ­γει στοὺς ἐρ­γά­τες ὅ­τι «ὁ ἐ­ὰν ἠ­κού­ει στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ νὰ ἐρ­γα­σθεῖ σὲ ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἤ­θε­λε ἀ­να­θέ­σει, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ μὴν λά­βη μι­σθόν». Ὄ­χι δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὀ­φει­λέ­της τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ δι­ό­τι αὐ­τὸς ποὺ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων, θὰ δώ­σει ὁ Θε­ὸς καὶ ὅ­σα χρει­ά­ζον­ται στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σή του καὶ στὴν μέλ­λου­σα ἑ­κα­τον­τα­πλά­σια.

Γ. Ὁ χρό­νος τῆς μι­σθώ­σε­ως: Κα­τὰ τὴν πα­ρα­βο­λὴ ὁ χρό­νος τῆς ἐρ­γα­σί­ας εἶ­ναι μί­α ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὸν Ἅγ. Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «ὁ χρό­νος τῆς ἐρ­γα­σί­ας εἶ­ναι ὁ πα­ρὼν βί­ος». Καὶ πράγ­μα­τι, ὅ­λη μας ἡ ζω­ὴ περ­νά­ει σὰν μί­α ἡ­μέ­ρα, ἐ­ὰν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με πό­σο γρή­γο­ρα πέ­ρα­σαν «τό­σα χρό­νια, σὰν χθὲς μᾶς φαί­νον­ται». Ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος στὴν Κα­θο­λι­κή του ἐ­πι­στο­λὴ λέ­γει: «ποι­ὰ ἡ ζω­ὴ ὑ­μῶν, ἄ­τμις γὰρ ἐ­στιν ἡ πρὸς ὀ­λί­γον φαι­νό­με­νη, ἔ­πει­τα δὲ ἀ­φα­νι­ζο­μέ­νη», (Ἰ­ακ. δ’­ 14). Εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρὸς ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς μας, (συγ­κρι­νό­με­νος μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα). Αὐ­τὸ ὅ­μως μᾶλ­λον πρέ­πει νὰ μᾶς χα­ρο­ποι­εῖ δι­ό­τι θὰ πε­ρά­σουν γρή­γο­ρα οἱ κό­ποι, οἱ δυ­σκο­λί­ες καὶ τὰ βά­σα­να τοῦ ἔρ­γου. (Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι τὸ ἔρ­γο θὰ δι­αρ­κέ­σει λί­γο καὶ ὅ­τι θὰ νυ­κτώ­σει σύν­το­μα). Γρή­γο­ρα θὰ φύ­γου­με ἀ­πὸ τὸν πα­ρόν­τα κό­σμο καὶ ὅ­τι προ­σω­ρι­νὴ εἶ­ναι ἡ θλί­ψη, «κα­θ᾿ ὑ­περ­βο­λὴ εἰς ὑ­περ­βέ­λην, αἰ­ώ­νιον βά­ρος δό­ξης κα­τερ­γά­ζε­ται ὑ­μῖν», (Β. Κο­ρινθ. δ’ 17), θὰ μᾶς δί­νει θάρ­ρος, ὑ­πο­μο­νή, εἰ­ρή­νη καὶ χα­ρά.

Ὅ­τι δὲν θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­ξει ἀ­πο­θάρ­ρυν­ση στὴν ἐρ­γα­σί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ στὸν ἀ­γῶ­να κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, οὔ­τε ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α στὶς θλί­ψεις καὶ στὶς δο­κι­μα­σί­ες, δι­ό­τι ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς εἶ­ναι λί­γος καὶ στὸ τέ­λος τῆς προ­σω­ρι­νῆς δο­κι­μα­σί­ας μᾶς πε­ρι­μέ­νει χα­ρά, εὐ­τυ­χί­α, στέ­φα­νος καὶ δό­ξα.

Δ. Ὁ τό­πος, ἀ­π᾿ ὅ­που προ­σε­κλή­θη­σαν οἱ ἐρ­γά­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­γο­ρά. «Καὶ ἐ­ξελ­θών πε­ρὶ τὴν Τρί­τη ὥ­ραν εἶ­δεν ἄλ­λους ἑστώ­τας ἐν τῇ ἀ­γο­ρᾴ ἀρ­γοὺς, (στίχ. 3)», καί πα­ρα­κά­τω, «καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς, τί ὧ­δε ἑστή­κα­τε ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν ἀρ­γοὶ;», (στὶχ. 6). Κά­λε­σε λοι­πὸν τοὺς ἐρ­γά­τες ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά, ὅ­που ἔ­μει­ναν «ἀρ­γοί».

Ἡ ἀ­γο­ρὰ θε­ω­ρεῖ­ται τό­πος ποι­κί­λων δι­α­σκε­δά­σε­ων, παι­χνι­δι­ῶν, ἀ­γο­ρα­πω­λη­σι­ῶν, θο­ρύ­βου, κο­σμι­κῶν φρον­τί­δων καὶ με­ρι­μνῶν. Ἡ κλή­ση αὐ­τὴ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς παίρ­νει τοὺς ἐρ­γά­τες του, ἀ­πὸ μά­ται­α, ἁ­μαρ­τω­λὰ καὶ σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­στρε­πτι­κὰ ἔρ­γα, γιὰ νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του, δη­λα­δὴ γιὰ τὴν χρι­στι­α­νι­κή τους μόρ­φω­ση καὶ σω­τη­ρί­α καὶ γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων συ­ναν­θρώ­πων τους.

Ἡ ἀρ­γί­α ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς κα­λεῖ ὁ Θε­ός, δὲν εἶ­ναι κα­τ᾿ οὐ­σί­αν ἀ­πρα­ξί­α καὶ οὐ­δε­τε­ρό­τη­τα, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐρ­γα­ζό­με­θα οὔ­τε κα­λό, οὔ­τε κα­κό. Εἶ­ναι στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐρ­γα­σί­α στὰ ἔρ­γα τοῦ Δι­α­βό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος στέλ­νει τοὺς δού­λους του «βό­σκειν χοί­ρους», (Λουκ. ιε’ 15), δη­λα­δὴ ἐ­πι­βάλ­λει σὲ αὐ­τοὺς ἐρ­γα­σί­α βα­ρειά, ἀ­τι­μω­τι­κή, πα­ρά­νο­μη. Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς ἐρ­γα­σί­ας δὲν φέρ­νουν κέρ­δος σύμ­φω­νο μὲ τὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὡς «ἀρ­γί­α», χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κά­θε ἐρ­γα­σί­α ποὺ δὲν γί­νε­ται σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ δὲν φέρ­νει ψυ­χι­κὴ ὠ­φέ­λεια, ἀλ­λὰ ἄ­χρη­στο καὶ ἀ­νω­φε­λὲς ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Ε. Οἱ δι­ά­φο­ρες ὧ­ρες τῆς προ­σκλή­σε­ως φα­νε­ρώ­νουν τὶς δι­ά­φο­ρες ἡ­λι­κί­ες κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους σὲ με­τά­νοι­α καὶ σω­τη­ρί­α. Κα­λεῖ τὸν κα­θέ­να στὴν κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α καὶ πε­ρί­στα­ση, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἐρ­γα­σθεῖ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Με­ρι­κοὶ κα­λοῦν­ται νὰ ἐρ­γα­σθοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶνα ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα, τὸ πρω­ΐ δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν βρε­φι­κὴ καὶ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α. Ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρίς, ἐ­ὰν ἔ­χουν εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς ζυ­μώ­νον­ται μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ πο­λὺ νω­ρὶς ἔ­χουν δείγ­μα­τα σω­φρο­σύ­νης, ἁ­γνό­τη­τας καὶ ἁ­γι­ό­τη­τας. Π.χ. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος «ἐ­πλή­σθη Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, ἐκ κοι­λί­ας μη­τρὸς αὐ­τοῦ», (Λουκ. α’ 15). Ὁ Τι­μό­θε­ος, «ἀ­πὸ βρέ­φους τὰ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δε», (Β’ Τι­μόθ. γ’­ 15), καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι γνω­στοὶ Ἅγιοι. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι με­γά­λο εὐ­τύ­χη­μα νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς κον­τὰ στὸ Θε­ὸ ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α. Τὰ παι­διὰ ποὺ ἀ­να­τρέ­φον­ται ἀ­πὸ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς καὶ ἀ­να­δό­χους, μπο­ροῦν νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρὶς ἀ­πὸ τὴν χά­ρη τῶν Μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, (νη­πι­ο­βα­πτι­σμός, συ­χνὴ Θεί­α κοι­νω­νί­α).

Ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι κα­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τὴν τρί­τη, τὴν ἕ­κτη, τὴν ἐ­ννά­τη ὥ­ρα, δη­λα­δὴ σὲ δι­ά­φο­ρες ἡ­λι­κί­ες, ὅ­πως ἐ­φη­βι­κή, νε­α­νι­κή, μέ­ση, ὥ­ρι­μη ἢ καὶ προ­χω­ρη­μέ­νη. Γιὰ τὸ Θε­ὸ κα­νέ­νας και­ρὸς δὲν εἶ­ναι ἄ­και­ρος. Ὅ­λες οἱ ἡ­λι­κί­ες μπο­ροῦν νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶνα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ καὶ τὸν Τι­μό­θε­ο, ὁ ἀπ. Παῦ­λος, οἱ ἄλ­λοι Ἀπό­στο­λοι, ἡ Σα­μα­ρεί­τις ἁγί­α Φω­τει­νή, ὁ ἅ­γιος Αὐ­γου­στί­νος, ὁ ἅ­γιος Κυ­πρια­νός, ἡ Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α καὶ τό­σοι ἄλ­λοι δί­και­οι ἢ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἐ­κλή­θη­σαν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ Τὸν ὑ­πη­ρέ­τη­σαν μέ­χρι τέ­λους πι­στά, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας ἔμ­πρα­κτα ὅ­τι γιὰ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­το.

Τέ­λος, βλέ­που­με νὰ κα­λοῦν­ται ἄν­θρω­ποι τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα, (δη­λα­δὴ τὴν πέμ­πτη ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὴ), μί­α ὥ­ρα πρὶν τὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, ποὺ ση­μα­το­δο­τεῖ τὴν λή­ξη τῆς ἐρ­γα­σί­ας. Ἡ ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα ση­μαί­νει τὴν προ­χω­ρη­μέ­νη γε­ρον­τι­κὴ ἡ­λι­κί­α, λί­γο πρὶν ὁ θά­να­τος κό­ψει τὸ νῆ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Βε­βαί­ως ἡ ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα μπο­ρεῖ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο νὰ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή, δι­ό­τι κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι βέ­βαι­ος ὅ­τι θὰ ζή­σει μέ­χρι τὸ βα­θὺ γῆ­ρας. Ἡ κλή­ση τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν παύ­ει νὰ κα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο σὲ με­τά­νοι­α, ὅ­σο δια­ρκεῖ ἡ ζω­ή του.

Ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­να­βάλ­λει τὴ με­τά­νοι­ά του γιὰ τὴν ἐ­σχά­τη στιγ­μή, δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι βέ­βαι­ο, οὔ­τε ὅ­τι θὰ ἔ­χει τὸν χρό­νο, οὔ­τε ἂν θὰ ἔ­χει τὴ δι­ά­θε­ση νὰ με­τα­νο­ή­σει τό­τε. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἂν με­τα­νο­ή­σει, δὲν θὰ ἔ­χει ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ σφάλ­μα­τά του καὶ νὰ κά­νει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ πρό­ο­δο. Δι­ό­τι ὁ θά­να­τος θὰ δι­α­κό­ψει τὴν πρό­ο­δό του.

Ὅ­ταν ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της βγῆ­κε στὴν ἀ­γο­ρὰ κα­τὰ τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα, βρῆ­κε καὶ ἄλ­λους ἐρ­γά­τες ἀρ­γοὺς καὶ τοὺς ρώ­τη­σε, για­τί ἔ­μει­ναν ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα ἀρ­γοί. Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι «οὐ­δεὶς ἡ­μᾶς ἐ­μι­σθώ­σα­το», (στὶχ. 7), δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­νεὶς δὲν τοὺς κά­λε­σε νὰ ἐρ­γα­στοῦν στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἴ­σως ἀ­γνο­οῦ­σαν μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε ἀμ­πε­λώ­νας καὶ ἐρ­γα­σί­α, γι᾿ αὐ­τὸ δὲν τοὺς ἔ­ψε­ξε. Ἐ­ὰν τοὺς εἶ­χε κα­λέ­σει πρω­τύ­τε­ρα καὶ εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ νὰ ἐρ­γα­σθοῦν δὲν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σαν ἔ­τσι, οὔ­τε καὶ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της θὰ τοὺς ἐ­μί­σθω­νε τὴν ἑν­δε­κά­τη ἂν εἶ­χαν προ­η­γου­μέ­νως κλη­θεῖ καὶ ἀρ­νη­θεῖ.

Οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι κλή­θη­καν πο­λὺ νω­ρὶς νὰ δε­χθοῦν τὴν διὰ τοῦ Χρι­στοῦ σω­τη­ρί­α. Ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χτη­καν τὴν πρό­σκλη­ση, (ἡ πλει­ο­νό­τη­τά τους, ὅ­σοι δὲν πί­στε­ψαν στὸν Χρι­στὸ), ἔ­μει­ναν ἐ­κτὸς σω­τη­ρί­ας. Κλή­θη­καν οἱ ἐ­θνι­κοὶ, (δη­λα­δὴ τὰ Ἔ­θνη, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες), τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα καὶ ἐ­πει­δὴ δέ­χτη­καν τὴν πρό­σκλη­ση, ἀ­πε­τέ­λε­σαν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἐ­σώ­θη­καν.

Ἕ­να ἄλ­λο σο­βα­ρὸ ὑ­πὸ ἐ­ξέ­τα­ση θέ­μα εἶ­ναι, για­τί ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ ἄλ­λους τὴν πρώ­τη, ἄλ­λους τὴν τρί­τη κ.λπ. καὶ ἄλ­λους τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ρα; Ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς κά­νει τὰ πάν­τα μὲ σο­φί­α, ἀ­πὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα μπο­ροῦ­με νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τὸν κα­θέ­να τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα, γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴν πρό­σκλη­ση, νὰ ἐρ­γα­σθεῖ στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του καὶ νὰ φέ­ρει καρ­πούς.

2. Μι­σθο­δο­σί­α

«Ὀ­ψί­ας δὲ γε­νο­μέ­νης, λέ­γει ὁ κύ­ριος τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τῷ ἐ­πι­τρό­πῳ αὐ­τοῦ. Κά­λε­σον τοὺς ἐρ­γά­τας καὶ ἀ­πο­δὸς αὐ­τοῖς τὸν μι­σθόν, ἀρ­ξά­με­νος ἀ­πὸ τῶν ἔ­σχα­των ἕ­ως τῶν πρώ­των», (στὶχ. 8).

Τὴν ἑ­σπέ­ρα με­τὰ τὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ στὸν ἐ­πι­στά­τη τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος νὰ πλη­ρώ­σει τοὺς ἐρ­γά­τες, ἀρ­χί­ζον­τας ἀ­πὸ τοὺς τε­λευ­ταί­ους μέ­χρι τοὺς πρώ­τους, γιὰ νὰ δοῦν οἱ πρῶ­τοι, τί θὰ πά­ρουν οἱ τε­λευ­ταῖ­οι.

Ἡ πα­ρα­βο­λὴ ἐ­δῶ ἔ­χει τὴν ἑ­ξῆς ση­μα­σί­α: ὅ­ταν δύ­σει ἡ ζω­ή μας, ὅ­ταν ἡ ἐρ­γα­σί­α στὴν ψυ­χὴ μας τε­λει­ώ­σει καὶ οἱ εὐ­και­ρί­ες γιὰ ἐρ­γα­σί­α πε­ρά­σουν, δι­ό­τι ὁ θά­να­τος θὰ θέ­σει τέρ­μα στὴ ζω­ή μας, τό­τε θὰ κλη­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ πά­ρου­με τὸν μι­σθὸ ποὺ μᾶς ἀ­νή­κει. Εὐ­τυ­χεῖς θὰ εἶ­ναι ὅ­σοι ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐρ­γά­στη­καν φι­λό­τι­μα. Αὐ­τοὶ θὰ πά­ρουν με­γά­λο μι­σθὸ στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Ὅ­σοι ἔ­χουν ἐρ­γα­σθεῖ στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου, (δη­λα­δὴ ἔ­χουν κο­πιά­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους καὶ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων), δὲν φο­βοῦν­ται τὸ θά­να­το, μᾶλ­λον τὸν λα­χτα­ροῦν, δι­ό­τι πε­ρι­μέ­νουν τὴ δί­και­η ἀν­τα­μοι­βὴ ἀ­πὸ τὸν φι­λάν­θρω­πο Κύ­ριο. Ὁ Παῦ­λος στὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του ἐ­πε­θύ­μει «ἀ­να­λύ­σαι καὶ σὺν Χρι­στῷ εἶ­ναι», (Φι­λιπ. α’ 23), δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι ἀ­πέ­κει­το εἰς αὐ­τὸν «ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ὅν ἀ­πο­δώ­σει Κύ­ριος» τὴν ἔ­σχα­τη ἡ­μέ­ρα.

Αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν ἐρ­γα­στεῖ γιὰ τὸ Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους καὶ ἀ­πο­θνή­σκουν «ἐν Χρι­στῷ», μα­κα­ρί­ζει ὁ Θε­ὸς διὰ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νη στὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ὡς ἑ­ξῆς: «μα­κά­ριοι οἱ νε­κροί, οἱ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­πο­θνή­σκον­τες ἀ­π᾿ ἄρ­τι. Ναὶ λέ­γει τὸ Πνεῦ­μα, ἵνα ἀ­να­παύ­σων­ται ἐκ τῶν κό­πων αὐ­τῶν, τὰ δὲ ἔρ­γα αὐ­τῶν ἀ­κο­λου­θεῖ με­τ᾿ αὐ­τῶν». (Ἀ­ποκ. ιδ΄ 13).

Τὸν πλή­ρη ὅ­μως καὶ τέ­λει­ο μι­σθὸ θὰ πά­ρουν οἱ ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τὰ τὴν ἑ­σπέ­ραν τοῦ πα­ρόν­τος κό­σμου, τὴν δω­δε­κά­τη τοῦ πα­ρόν­τος κό­σμου, κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­ταν ξα­να­έλ­θει ὁ Χρι­στὸς μὲ ὅ­λη του τὴ Δό­ξα, ὄ­χι σὰν Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ σὰν δί­και­ος Κρι­τής. Τό­τε οἱ νε­κροὶ θὰ ἀ­να­στη­θοῦν καὶ ὅ­σοι ζοῦν, «οἱ πε­ρι­λει­πό­με­νοι», θὰ ἁρ­πα­γοῦν στὰ σύν­νε­φα, γιὰ νὰ ὑ­παν­τή­σουν τὸν Κύ­ριο στὸν ἀ­έ­ρα, (Α΄ Θεσ. α΄ 16-17), καὶ ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα θὰ ὑ­πο­στεῖ τὴν τε­λι­κὴ Κρί­ση.

3. Ὁ τρό­πος τῆς μι­σθο­δοσίας

«Καὶ ἐλ­θόν­τες οἱ πε­ρὶ τὴν ἑν­δε­κά­τη ὥ­ραν, ἔ­λα­βον ἀ­νὰ δη­νά­ριον, ἐλ­θόν­τες δὲ οἱ πρῶ­τοι ἐ­νό­μι­σαν ὅ­τι πλεί­ο­να λή­ψον­ται, καὶ ἔ­λα­βον καὶ αὐ­τοὶ ἀ­νὰ δη­νά­ριον», (στὶχ. 9 καὶ 10).

Στοὺς στί­χους αὐ­τοὺς τῆς πα­ρα­βο­λῆς βλέ­που­με, ὅ­τι ὅ­λοι λαμ­βά­νουν πλή­ρη μι­σθό. Κα­νεὶς δὲ χά­νει τὸ ἡ­με­ρο­μί­σθιό του. Ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της ἀν­τα­μεί­βει ὅ­λους τούς ἐρ­γά­τες, (ἀ­νε­ξάρ­τη­τα χρό­νου ἐρ­γα­σί­ας), ἐ­ξί­σου. Μο­λο­νό­τι στὸν οὐ­ρα­νὸ θὰ ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ροι βαθ­μοὶ Δό­ξας, (Πρβλ. «ἀ­στὴρ ἀ­στέ­ρος δι­α­φέ­ρει εἰς λάμ­ψιν» καὶ «ἐν τῶν οἴ­κῳ τοῦ Πα­τρός μου, πολ­λαὶ μο­ναὶ εἰ­σίν»), ὅ­λοι θὰ ἔ­χουν πλή­ρη εὐ­τυ­χί­α. Ὅ­λοι θὰ αἰ­σθά­νον­ται πλη­ρό­τη­τα χα­ρᾶς καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τας.

Ἐ­πει­δὴ οἱ ἐρ­γά­τες δὲν μι­σθώ­θη­καν ὅ­λοι τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ καὶ ἄλ­λοι ἐρ­γάσ­τη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἄλ­λοι λι­γό­τε­ρο, ἡ ἴ­ση ἀν­τα­μοι­βὴ δὲν φαί­νε­ται ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δί­και­η. Πράγ­μα­τι, ἡ ἔλ­λει­ψη δι­και­ο­σύ­νης, (μὲ ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα), εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ δὲν γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς, πῶς σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος καὶ πῶς ἀ­ξι­ώ­νε­ται νὰ μπεῖ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον στὸν ἄν­θρω­πο νὰ σω­θεῖ μὲ τὶς δι­κές του δυ­νά­μεις, ὅ­σους κό­πους καὶ θυ­σί­ες ἂν κα­τα­βάλ­λει, (ἀ­θω­ώ­νε­ται καὶ ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τα­δί­κη τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του χά­ρη στὴ θυ­σί­α ποὺ προ­σέ­φε­ρε διὰ τοῦ Σταυ­ροῦ ὁ Χρι­στός, ἅ­παξ). Ἡ σω­τη­ρί­α εἶ­ναι δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει: «Πάν­τες ἥ­μαρ­τον καὶ ὑ­στε­ροῦν­ται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, δι­και­ού­με­νοι δω­ρε­ὰν τῇ αὐ­τοῦ χά­ρι­τι, διὰ τῆς ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως τῆς ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ», (Ρωμ. γ΄ 23-24 καὶ Τί­του γ΄ 4-5). Ὅ­λοι οἱ κό­ποι τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς δὲν ἀ­ξί­ζουν νὰ ἀ­γο­ρά­σουν οὔ­τε μί­α ὥ­ρα στὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. «Οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ, πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶς», (Ρωμ. η΄ 18), λέ­ει πά­λι ὁ Παῦ­λος. Ὅ­λοι οἱ κό­ποι καὶ τὰ πα­θή­μα­τα ποὺ ὑ­πο­φέ­ρου­με σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ή, ὅ­σα καὶ ἂν φαί­νον­ται δὲν μπο­ροῦν νὰ συγ­κρι­θοῦν μὲ τὴ δό­ξα καὶ τὴν εὐ­τυ­χί­α ποὺ θὰ μᾶς δώ­σει ὁ Θε­ὸς στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­τσι λοι­πὸν δὲν συμ­φέ­ρει καὶ τὸν με­γα­λύ­τε­ρο Ἅ­γιο νὰ πλη­ρω­θεῖ σύμ­φω­να μὲ τοὺς κό­πους του στὴν ἐ­δῶ ζω­ή.

Ἐν­ τού­τοις, ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς θὰ ἀν­τα­μεί­ψει πλου­σί­ως ὅ­σους ἐρ­γά­σθη­καν ἐ­δῶ μὲ ζῆ­λο καὶ προ­θυ­μί­α καὶ ἐ­ξε­πλή­ρω­σαν τὸν προ­ο­ρι­σμό τους μὲ πλή­ρη πί­στη, ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ ἀ­γά­πη στὸν Χρι­στό, ὅ­σους «νο­μί­μως ἤ­θλη­σαν». Δι­ό­τι μπο­ρεῖ κά­ποι­ος πο­νη­ρὸς νὰ σκε­φθεῖ ὅ­τι, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἐρ­γα­στεῖ κα­νεὶς τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς δω­ρε­ὰν καὶ κα­τὰ χά­ρη σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Ὁ Θε­ὸς θὰ ἀν­τα­μεί­ψει μό­νο αὐ­τοὺς ποὺ ἐρ­γά­στη­καν τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ ποὺ ἐ­κλή­θη­σαν, μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς τους. Ἐ­ὰν δὲν ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στὴν πρό­σκλη­σή Του δὲν θὰ λά­βουν μι­σθό.

Κα­θε­νὸς τὰ ἔρ­γα θὰ δο­κι­μα­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ πῦρ τῆς Θεί­ας Δι­και­ο­σύ­νης: (Πρβλ. Α΄ Κο­ρινθ. γ΄ 12-15: «εἰ δὲ τις ἐ­ποκο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τὸν θε­μέ­λιον τοῦ­τον, ὃς ἐ­στίν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἕ­κα­στου τὸ ἔρ­γον τὸ πῦρ δο­κι­μά­σει. Εἴ τι­νος τὸ ἔρ­γον μέ­νει ὅ ἐ­πω­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται. Εἴ τινος τὸ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δὲ σω­θή­σε­ται ὡς διὰ πυ­ρὸς», ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἐρ­γά­τες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου θὰ λά­βουν μι­σθὸν καὶ κά­ποι­οι ὄ­χι, γιὰ λό­γους ποὺ ξέ­ρει ὁ Θε­ός. Αὐ­τοὶ ποὺ δὲ θὰ κρι­θοῦν ἄ­ξιοι νὰ πά­ρουν μι­σθὸ θὰ σω­θοῦν, «ὡς διὰ πυ­ρὸς», δη­λα­δὴ μὲ με­γά­λη δυ­σκο­λί­α.

4. Οἱ πα­ρα­πο­νού­με­νοι

Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ τὸ πρω­ΐ, ξέ­χα­σαν ὅ­τι ἂν δὲν τοὺς κα­λοῦ­σε ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της στὸν ἀμ­πε­λῶ­να Του θὰ ἔ­με­ναν ἀρ­γοὶ καὶ ἄ­μι­σθοι. Ξέ­χα­σαν τὴν συμ­φω­νί­α ποὺ ἔ­κα­ναν μα­ζί Του καὶ κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ ἐ­γω­ϊσμὸ καὶ φθό­νο ἄρ­χι­σαν νὰ πα­ρα­πο­νοῦν­ται: «Λα­βόν­τες ἐ­γέγ­γυ­ζον κα­τὰ τοῦ οἰ­κο­δε­σπό­του λέ­γον­τες ὅ­τι οὗ­τοι οἱ ἔ­σχα­τοι μί­αν ὥ­ραν ἐ­ποί­η­σαν, καὶ ἴ­σους ἡ­μῖν αὐ­τοὺς ἐ­ποί­η­σας, τοῖς βα­στά­σα­σι τὸ βά­ρος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τὸν καύ­σω­να», (στὶχ. 11, 12).

Τέ­τοι­ος γογ­γυ­σμὸς ὅ­πως τὸν πα­ρου­σιά­ζει ἡ πα­ρα­βο­λή, ἔ­γι­νε ὅ­ταν ἐ­ξα­νέ­στη­σαν οἱ ἐξ Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στια­νοί, δι­ό­τι γί­νον­ταν δει­λοὶ στὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ καὶ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­παι­τοῦ­σαν τή­ρη­ση ὅ­λων τῶν τυ­πι­κῶν δι­α­τά­ξε­ων τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου (πε­ρι­το­μή, κα­θα­ρι­σμὸς κ.λπ.). Τὸ ζή­τη­μα δι­ευ­θε­τή­θη­κε μὲ τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ σύ­νο­δο, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πάλ­λα­ξε τοὺς ἐξ ἐ­θνῶν Χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τὴν τή­ρη­ση τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου.

Πολ­λοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ νω­ρὶς στὸν ἀμ­πε­λῶνα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ βα­ρειά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ὅ­τι ἡ πί­στη τους στὸ Θε­ὸ καὶ ἡ προ­φύ­λα­ξή τους ἀ­πὸ με­γά­λες ἁ­μαρ­τί­ες καὶ ἐγ­κλή­μα­τα εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς χά­ρης τοῦ Θε­οῦ. Ἂν ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τοὺς ἐγ­κα­τέ­λει­πε ἔ­στω καὶ γιὰ λί­γο, εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ δι­α­πρά­ξουν κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Αὐ­τοὶ ποὺ ἐρ­γά­στη­καν ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα καὶ ἀ­παι­τοῦν με­γα­λύ­τε­ρο μι­σθὸ ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους προ­βάλ­λουν δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι αὐ­τοὶ ἐ­βά­στα­σαν τὸ βά­ρος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ τὸν καύ­σω­να. Ἐ­ξυ­ψώ­νουν τὴν ἀ­ξί­α τους καὶ ὑ­πο­τι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α τῶν ἄλ­λων.

Πέ­ραν ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς δι­και­ο­λο­γί­ες ποὺ προ­βάλ­λουν, (με­ρι­κὲς μὲ τὰ ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα μπο­ρεῖ νὰ εὐ­στα­θοῦν), ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τους προ­δί­δει ἐ­γω­ϊσμὸ καὶ φθό­νο. Δύο­ πά­θη ποὺ ἂν δὲν προ­σε­χθοῦν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, μπο­ροῦν νὰ ἀ­κυ­ρώ­σουν κά­θε κα­λὸ ποὺ οἱ ἐρ­γά­τες ἔ­πρα­ξαν καὶ νὰ τοὺς στε­ρή­σει τὸν μι­σθό.

Μί­α πα­ρό­μοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρὰ στη­λι­τεύ­ει ὁ Χρι­στὸς στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ πρε­σβύ­τε­ρου υἱ­οῦ τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Ἀσώ­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαι­νο­με­νι­κὰ δὲν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Πα­τέ­ρα. Ὁ φθό­νος ὅ­μως καὶ ὁ ἐ­γω­ϊσμὸς δὲν τὸν ἄ­φη­σαν νὰ χα­ρεῖ τὴν με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Ἀ­σώ­του, ἀλ­λὰ με­τα­νο­η­μέ­νου ἀ­δελ­φοῦ του. Καὶ πά­λι ἐ­δῶ μπο­ροῦ­με νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ Ἀ­σώ­του, μὲ ἐ­κεί­νη τὴν ἐξ ἐ­θνῶν Χρι­στια­νῶν, ποὺ με­τα­νο­οῦν­τες βα­πτί­ζον­ται καὶ γί­νον­ται Χρι­στια­νοὶ καὶ Ἅ­γιοι, ἐ­νῶ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι, (ἀν­τι­στοι­χοῦν στὸν πρε­σβύ­τε­ρο υἱ­ὸ), ἀ­πὸ φθό­νο καὶ ἐ­γω­ϊ­σμὸ μέ­νουν μα­κρυ­ὰ ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸν οἶ­κο τοῦ Πα­τρός.

Συμ­πέ­ρα­σμα: Ἀ­κό­μα καὶ ἂν ἀ­πὸ νω­ρὶς στὴ ζω­ὴ μας ἔ­χου­με ἔρ­γα εὐ­σε­βεί­ας καὶ ἀ­ρε­τῆς, ἀλ­λὰ δὲν κα­θα­ρί­σου­με τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ φθό­νο καὶ ἐ­γω­ϊσμό, κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ τὰ χά­σου­με ὅ­λα. Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ βά­ση κά­θε ἀ­ρε­τῆς καὶ ἡ ἀ­γά­πη τὸ ἐ­πι­στέ­γα­σμά της.

5. Ἡ ἀ­ναί­ρε­ση τῶν πα­ρα­πό­νων

Στὰ πα­ρά­πο­να τῶν ἐρ­γα­τῶν, «τῶν ἐρ­γα­σα­μέ­νων ἀ­πὸ τῆς πρώ­της ὥ­ρας», ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της δί­νει τρεῖς λο­γι­κὲς ἀ­παν­τή­σεις:

Πρῶ­τον, ἀ­πο­δεικνύ­ει ὅ­τι δὲν τοὺς ἀ­δι­κεῖ, «ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θείς εἶ­πεν ἐ­π᾿ αὐ­τῶν. Ἕ­ται­ρε οὐκ ἀ­δι­κῶ σε οὐ­χὶ δη­να­ρί­ου συ­νε­φώ­νη­σάς μοι, ἄ­ρον τὸν σὸν καὶ ὕ­πα­γε. Θέ­λω δὲ τού­τω τῷ ἐ­σχά­τῳ δοῦ­ναι ὡς καὶ σοὶ», (στὶχ. 15, 14), δη­λα­δὴ «φί­λε δὲν σὲ ἀ­δι­κῶ. Ἕ­να δη­νά­ριο δὲν συμ­φω­νή­σα­με ὡς ἡ­με­ρο­μί­σθιο; Πάρ­το καὶ πή­γαι­νε. Ἐ­ὰν ἐ­γὼ θέ­λω νὰ δώ­σω στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὅ­σο καὶ σὲ σέ­να, εἶ­ναι δι­κή μου δου­λειά».

Ἐ­δῶ κά­νει με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση ὁ τρό­πος ποὺ ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της φέ­ρε­ται στοὺς ἐρ­γά­τες του. Ἀ­παν­τᾶ στὸν προ­κλη­τι­κὸ ἐρ­γά­τη χω­ρὶς ὀρ­γὴ καὶ θυ­μὸ, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο μα­λα­κὸ καὶ φι­λι­κὸ καὶ μὲ ἀ­πο­δεί­ξεις λο­γι­κὲς καὶ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τες. Μὲ πρα­ό­τη­τα καὶ μὲ εὐ­γέ­νεια καὶ μὲ ἀ­πάν­τη­ση προ­σω­πι­κὴ, «ἕ­ται­ρε οὐκ ἀ­δι­κῶ σοι».

Ὁ Θε­ός, μο­λο­νό­τι δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ ἀ­νάγ­κη νὰ κά­νει συμ­φω­νί­ες μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐν τού­τοις ἕ­νε­κα τῆς ἀ­πεί­ρου ἀ­γα­θό­τη­τας καὶ εὐ­σπλα­χνί­ας Του, κα­τα­δέ­χε­ται νὰ γί­νει ὀ­φει­λέ­της μὲ τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις ποὺ δί­νει σὲ ὅ­σους ἀ­να­λαμ­βά­νουν νὰ ἐρ­γα­σθοῦν τὰ ἔρ­γα Του. Καὶ μέ­νει πάν­τα πι­στὸς στὶς ὑ­πο­σχέ­σεις Του.

Μὲ τὸ «θέ­λω δοῦ­ναι τῷ ἐ­σχά­τῳ ὡς καὶ σοὶ» προ­σπα­θεῖ νὰ πεί­σει τὸν πα­ρα­πο­νού­με­νο, ὅ­τι εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο νὰ ἀ­παι­τεῖ ὁ ἐρ­γά­της, (δη­λα­δὴ ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος), ἀ­πὸ τὸν οἰ­κο­δε­σπό­τη, (δη­λα­δὴ τὸ Θε­ὸ), νὰ κα­νο­νί­ζει τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ του ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴ θέ­λη­ση τοῦ ἐρ­γά­τη. Ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴ δι­κή του ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ θέ­λη­ση.

Δεύ­τε­ρον ἀ­πο­δυ­κνύ­ει ὅ­τι, δι­α­θέ­τει ὅ­πως θέ­λει τὰ δι­κά του ἀ­γα­θά. «Ἡ οὐκ ἔ­ξε­στὶ μοι ποι­ῆ­σαι ὅ θέ­λω ἐν τοῖς ἐ­μοῖς;», δη­λα­δὴ μή­πως δὲν ἔ­χω δι­καί­ω­μα νὰ δι­α­θέ­σω ὅ­πως θέ­λω τὰ δι­κά μου ἀ­γα­θά;

Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος Κύ­ριος ὅ­λων τῶν ἀ­γα­θῶν. Τὰ κυ­βερ­νᾶ ὅ­λα κα­τὰ τὴ θέ­λη­σή Του, ἀν­τί­θε­τα μὲ μᾶς ποὺ δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα δι­κό μας, οὔ­τε δι­και­ού­με­θα νὰ δι­α­θέ­του­με ὅ­τι κα­τέ­χου­με ὅ­πως θέ­λου­με. Δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα δι­κό μας, χρή­μα­τα, κτή­μα­τα, ἱ­κα­νό­τη­τες, ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Ὅ­λα εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καὶ μᾶς ἔ­χει δι­ο­ρί­σει δι­α­χει­ρι­στὲς καὶ οἰ­κο­νό­μους. Καὶ θὰ μᾶς ζη­τή­σει λό­γο γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ δι­α­χει­ρι­στή­κα­με τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ μᾶς ἐμ­πι­στεύ­τη­κε.

Τρί­τον ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι, αἰ­τί­α τῶν πα­ρα­πό­νων εἶ­ναι ὁ φθό­νος, (ὁ φθό­νος στὴ Ἁ­γία­ Γρα­φὴ πα­ρι­στά­νε­ται ὅ­τι ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ μά­τι τῶν ἀν­θρώ­πων, βλ. Δεύ­τε­ρον ιε΄­ 9 καὶ Μὰρκ. ζ΄ 22), καὶ γι᾿ αὐ­τὸ λέ­γει πρὸς τὸν ἐρ­γά­τη, (δοῦ­λο): «Ἤ ὁ ὀ­φθαλ­μός σου πο­νη­ρὸς ἐ­στίν, ὅ­τι ἐ­γὼ ἀ­γα­θὸς εἰ­μί», (στὶχ. 15). Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι, ὁ Κύ­ριος ὀ­νο­μά­ζει τὸν φθό­νο, «πο­νη­ρὸ ὀ­φθαλ­μό». Δι­ό­τι τὸ μά­τι κυ­ρί­ως εἶ­ναι ἡ θύ­ρα ἀ­πὸ τὴν  ὁ­ποί­α εἰ­σέρ­χε­ται καὶ ἐ­ξέρ­χε­ται τὸ πά­θος αὐ­τό, ὅ­πως καὶ τὸ πά­θος τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καὶ τῆς ἀ­νη­θι­κό­τη­τας.

Εἶ­ναι ὁ φθό­νος, ἡ πο­νη­ριὰ καὶ κα­κί­α, ἕ­νε­κα τῆς ὁ­ποί­ας δυ­σα­ρε­στεῖ­ται καὶ λυ­πεῖ­ται ὁ φθο­νε­ρός, ὅ­ταν βλέ­πει στὸν ἄλ­λο νὰ κα­τέ­χει κά­τι κα­λό, ὡ­ραῖ­ο καὶ ζη­λευ­τό. Ὁ φθό­νος καὶ ἡ κα­κί­α δὲν φέρ­νει πο­τὲ κά­ποι­α εὐ­χα­ρί­στη­ση, ὅ­πως ἄλ­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λὰ πάν­το­τε μί­σος, πα­ρά­πο­να, δυ­στρο­πί­α, ἀ­πέ­χθεια καὶ κα­κοὺς λο­γι­σμούς. Ὁ φθο­νε­ρὸς ξε­ρρι­ζώ­νει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ του κά­θε αἴ­σθη­μα ἀ­γά­πης πρὸς τὸν πλη­σί­ον του, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε αἴ­σθη­μα εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸ Θε­ό.

Εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­παί­σιο πά­θος ὁ φθό­νος καὶ γι᾿ αὐ­τὸ χρει­ά­ζε­ται νὰ στρέ­φου­με ἄ­γρυ­πνη τὸν προ­σο­χὴ στὴν ψυ­χή μας. Ἀ­κό­μα καὶ ἂν ἐρ­γα­ζό­μα­στε «στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου», ἐ­ὰν γεν­νη­θεῖ μέ­σα μας φθό­νος καὶ δὲν ξερ­ρι­ζω­θεῖ ἔγ­και­ρα, θὰ γί­νει ἐ­πι­κίν­δυ­νο καρ­κί­νω­μα ποὺ καὶ τὴν ἐ­δῶ ζω­ή μας θὰ δη­λη­τη­ριά­ζει καὶ θὰ θέ­σει σὲ κίν­δυ­νο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Δι­ό­τι κά­πο­τε θὰ ἔλ­θει ἡ ἑ­σπέ­ρα τοῦ κό­σμου, θὰ ἔλ­θει ὁ Κρι­τὴς καὶ θὰ πα­ρου­σι­α­σθοῦ­με ἐ­νώ­πιόν Του γιὰ τὴν μι­σθο­δο­σί­α. Ἐ­κεῖ γιὰ τοὺς φθο­νε­ροὺς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει μί­α δυ­σά­ρε­στη ἔκ­πλη­ξη, τὴν ὁ­ποί­α προ­λέ­γει στὸν τε­λευ­ταῖ­ο στί­χο τῆς πα­ρού­σας πα­ρα­βο­λῆς.

6. Ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς πα­ρα­βο­λῆς

«Οὕ­τως ἔ­σον­ται οἱ ἔ­σχα­τοι πρῶ­τοι, καὶ οἱ πρῶ­τοι ἔ­σχα­τοι. Πολ­λοὶ γὰρ εἰ­σὶ κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοὶ», (στὶχ. 16).

Στὸν στί­χο 14 μὲ τὶς λέ­ξεις «ἄ­ρον τὸν σὸν καὶ ὕ­πα­γε», δεί­χνει ὁ Κύ­ριος ὅ­τι στοὺς γογ­γυ­στὲς καὶ φθο­νε­ροὺς δού­λους ἔ­δω­σε μι­σθό, ἐ­νῶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ νό­η­μα τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἀ­παι­τεῖ νὰ μὴν πά­ρουν μι­σθό, δι­ό­τι οἱ φθο­νε­ροὶ καὶ ἐ­γω­ϊ­στές, ἂν μέ­χρι τέ­λους δὲν δι­ορ­θω­θοῦν, θὰ τι­μω­ρη­θοῦν, ἀ­σχέ­τως ἂν πι­στεύ­ουν στὸν Θε­ὸ καὶ φαί­νον­ται ζη­λω­τὲς καὶ θρῆ­σκοι. Ὁ μι­σθὸς ὅ­μως ποὺ δό­θη­κε στοὺς ἐρ­γά­τες τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, δό­θη­κε σύμ­φω­να μὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο δί­και­ο, ποὺ ἀ­παι­τεῖ νὰ μὴν στε­ρη­θοῦν τὴν ἀ­μοι­βὴ γιὰ τοὺς κό­πους τῆς ἐρ­γα­σί­ας τους.

Στὸ τέ­λος τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἡ κρί­ση τοῦ δι­καί­ου Κρι­τὴ μᾶς προ­κα­λεῖ ἔκ­πλη­ξη, ὅ­ταν ἀ­να­δει­κνύ­ει τοὺς ἔ­σχα­τους πρώ­τους καὶ τοὺς πρώ­τους ἔ­σχα­τους. Οἱ λό­γοι Του αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἐ­φαρ­μο­γὴ γιὰ ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους καὶ συγ­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν ὅ­λη δι­δα­σκα­λί­α τῆς πα­ρα­βο­λῆς ὅ­ταν, εἰς τὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­μεῖς νο­μί­ζα­με μι­κροὺς καὶ ἄ­ση­μους, θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν με­γά­λοι. Ἀν­τί­θε­τα πολ­λοὶ με­γα­λό­σχη­μοι στὴ ζω­ὴ ἐ­δῶ, ποὺ νο­μί­ζα­με ὅ­τι θὰ κα­τέ­χουν με­γά­λη θέ­ση, θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν ἐ­λά­χι­στοι ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.

Οἱ λό­γοι αὐ­τοὶ τοῦ Χρι­στοῦ βρῆ­καν ἐ­φαρ­μο­γὴ, (στοὺς σύγ­χρο­νους τοῦ Χρι­στοῦ), Ἰ­ου­δαί­ους. Ἐ­θε­ω­ροῦν­το ὁ πρῶ­τος καὶ μο­να­δι­κὸς λα­ός, ποὺ ἐ­κά­λε­σε ὁ Θε­ὸς στὴν ἀ­λη­θι­νὴ λα­τρεί­α καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­καν τε­λευ­ταῖ­οι. Ἀν­τί­θε­τα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες ἐ­θνι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι κλή­θη­καν τε­λευ­ταῖ­οι στὴν ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­α, ἀ­πο­δεί­χθη­καν πρῶ­τοι στὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α.

Τέ­λος, πολ­λοί τούς ὁ­ποί­ους κά­λε­σε ὁ Θε­ὸς νὰ γί­νουν Χρι­στια­νοὶ καὶ ἀ­πε­δέ­χθη­σαν τὴν κλή­ση, βα­πτί­σθη­καν καὶ ἔ­τρε­ξαν γιὰ κά­ποι­ο χρό­νο τὸν δρό­μο τῆς χρι­στα­νι­κῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀλ­λὰ ἔ­πει­τα γύ­ρι­σαν πί­σω στὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ κό­σμου ἢ ἔ­θρε­ψαν μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τους ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ φθό­νο, θὰ κιν­δυ­νεύ­σουν νὰ χά­σουν τὸ μι­σθό τους. Γι᾿ αὐ­τὸ προ­λέ­γει ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ αὐ­τὴ ὅ­τι, θὰ κλη­θοῦν πολ­λοὶ γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ λί­γοι θὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν ἐ­κλε­κτοί.

Ἔ­χον­τας ὑ­πό­ψη ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, τοὺς τε­λευ­ταί­ους λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, λέ­γει: «Δι­ά τοῦ­το πα­ρα­κα­λῶ νὰ κα­τα­βά­λω­μεν κά­θε σπου­δὴν καὶ προ­σπά­θειαν διὰ νὰ στα­θῶ­μεν εἰς τὴν ὀρ­θὴν πί­στην καὶ νὰ δεί­ξω­μεν βί­ον ἄ­ρι­στον. Δι­ό­τι ἂν δὲν κα­τορ­θώ­σω­μεν βί­ον ἄ­ξιον τῆς πί­στε­ως, θὰ λά­βω­μεν τὴν ἔ­σχα­την τι­μω­ρί­αν».

Δὲ θὰ μᾶς ὠ­φε­λή­σει, ἡ μέ­χρι τέ­λους τῆς ζω­ῆς μας δι­α­τή­ρη­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως, ἂν δὲν ἀ­πο­κτή­σου­με στὴ ζω­ή μας καὶ δὲν δι­α­τη­ρή­σου­με μέ­χρι τέ­λους ἀ­γά­πη, τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Τέ­λος, ἂν δὲν ἀ­πορ­ρί­ψου­με κά­θε ἀ­ξί­ω­ση πρὸς τὸ Θε­ὸ γιὰ μελ­λον­τι­κὴ ἀ­μοι­βή, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ μό­νος δί­και­ος Κρι­τής, ποὺ θὰ ἀ­μεί­ψει τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς μὲ ἀ­πό­λυ­τη Δι­και­ο­σύ­νη.

πηγή

 

Δείτε επίσης

Τι είναι η αρχή της Ινδίκτου; Γιατί "ξεκινάει" το εκκλησιαστικό έτος τότε; (1 Σεπτεμβρίου)

Ο των αιώνων Ποιητής και Δεσπότης, Θεέ των όλων, υπερούσιε όντως, την ενιαύσιον ευλόγησον περίοδον, …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

(c) orthodoxanswers.gr Το παρόν site είναι αφιερωμένο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην υπερευλογημένη Θεοτόκο.
Με την χάρη του Τριαδικού Θεού οι "Ορθόδοξες Απαντήσεις" βρίσκονται στο διαδίκτυο από το 2006.