Αφορμή θα πάρουμε από το τέλος του πρώτου κεφαλαίου του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, από την περικοπή της κλήσεως των μαθητών. Αυτή η περικοπή έχει ένα ενδιαφέρον ιδιαίτερο. Και τούτο διότι αποτελεί μια εικόνα του πως καλεί ο Χριστός τον κάθε χριστιανό ξεχωριστά και τι τελικά μας προσφέρει η χάρις και η αγάπη του Θεού μέσα στην κιβωτό της σωτηρίας, την Εκκλησία.
Στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή παρουσιάζονται τρεις κλήσεις, τρία προσκλητήρια προς τρεις μαθητές. Το ένα είναι του αποστόλου Ανδρέου, το δεύτερο του Φιλίππου και το τρίτο του Ναθαναήλ.
Κατ’ αρχάς, και οι τρεις ανταποκρίνονται στην κλήση με μια έκρηξη πνευματικού ενθουσιασμού. Ο Ανδρέας αναφωνεί ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», ο Φίλιππος τρέχει στον Ναθαναήλ και του λέγει: «ον έγραφε Μωϋσής εν τω νόμω και οι προφήται ευρήκαμεν, Ιησούν», ο δε Ναθαναήλ απευθύνεται στον Κύριο και του λέγει: «συ ει ο Υιός του Θεού, συ εί ο Βασιλεύς του Ισραήλ».
Το πρώτο γνώρισμα του αυθεντικού βιώματος είναι η αίσθηση της εκ Θεού κλήσεως και η αυθόρμητη ανταπόκριση σ’ αυτήν, κάτι που εδράζεται στο άδολον της ψυχής. Ευθέως, αμέσως, χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς δισταγμό, χωρίς ορθολογιστικές σκέψεις, η ψυχή αναγνωρίζει το θεϊκό πρόσωπο και ανταποκρίνεται στην κλήση Του. Το είπε ο Κύριος· «ίδε αγαθός Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι»· δεν υπάρχει πονηρία, δεν υπάρχει μπέρδεμα, σύγχυση, πολυπλοκότητα, άλλα αυτό που κυριαρχεί στην καρδιά του Ναθαναήλ είναι η καθαρότητα και η απλοϊκότητα.
Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη η επιλογή, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση σε θεϊκό κάλεσμα. Δεν είναι τρόπος ζωής άλλα κατάσταση χάριτος. Δεν φανερώνει έναν καλό άνθρωπο με ορθό κριτήριο και καλό χαρακτήρα, άλλα αποτελεί απόδειξη της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο και του θεϊκού προορισμού του τελευταίου.
Αυτές οι αυθόρμητες πνευματικές εκρήξεις, σύμφωνα με το υπόμνημα της εορτής του αποστόλου Ανδρέου, είναι αποτέλεσμα «ψυχής ωδωούσης» και «προσδοκώσης» «την παρουσίαν Εκείνου». Αυτό μας οδηγεί σε δύο επόμενα γνωρίσματα. Το ένα είναι ο έμπονος πόθος, η επιθυμία για τον Θεό, η αίσθηση της ανάγκης Του. Και το άλλο, η προσδοκία της ελεύσεως του Κυρίου και τής επισκέψεώς Του.
Αυτή η οδύνη της ψυχής και η εσωτερική λαχτάρα και αναμονή, η βαθιά ενδόμυχη προσδοκία, αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «τρώσιν», φάγωμα της ψυχής, η διαρκής ετοιμότητα ότι έρχεται ο Κύριος να επισκεφθεί και τη δική μου ψυχή, να μπει και στη δική μου ζωή, έρχεται να αλλάξει, να μεταστρέψει, να μεταμορφώσει, να ανακαινίσει τα χαρακτηριστικά και του δικού μου βίου, και τα ιδιώματα και του δικού μου προσώπου, αυτές οι εμπειρίες αποτελούν απόδειξη αυθεντικού χριστιανικού βιώματος.
Δεν είναι η αλλαγή που προκαλεί το γνήσιο χριστιανικό βίωμα. Αυτή θα μπορούσε να γεννήσει και έπαρση και υπερηφάνεια. Αλλά είναι ο ενεργών την αλλαγή, Αυτός που αποτελεί την εγγύηση του βιώματος και την απόδειξη του παράλληλου μεγαλείου του, Αυτός που φανερώνεται μέσα από αυτήν.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενθουσιασμός των αποστόλων δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης η αγνής διαθέσεως, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστεως, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία ως θησαυρό στα χέρια Της. Τον ομολόγησαν από την αρχή ως Θεό· ως τον Μεσσία ο Ανδρέας, ως Αυτόν για τον όποιο έγραφαν ο Μωϋσής και οι προφήτες ο Φίλιππος, ως τον Υιό του Θεού του Ζώντος, ως τον Χριστό, ο Ναθαναήλ.
Και όχι μόνο αυτό. Έκαναν ακόμη ένα βήμα: κατέστησαν κοινωνούς της δικής τους πίστεως και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Διέδωσαν αμέσως το μήνυμα, το κοινοποίησαν. Ο Ανδρέας «ήγαγε τον Σίμωνα προς τον Ιησούν», ο Φίλιππος απευθύνεται στον Ναθαναήλ: «έρχου και ίδε», έλα και συ να δεις, έλα και συ να γευθείς. Αυτό το στοιχείο της κοινωνίας του θησαυρού της αγάπης του Θεού, που ξεχειλίζει από μέσα μας και εκφράζεται ως η πιο λεπτή και η πιο ωραία εκδήλωση της δικής μας αγάπης προς τους συνανθρώπους και τους αδελφούς μας, αυτό αποτελεί ένα ακόμη γνώρισμα του αυθεντικού χριστιανικού βιώματος.
Θα κλείσουμε με ένα επιπλέον γνώρισμα· τη διάθεση του μαρτυρίου. Όλοι αυτοί οι απόστολοι μαρτύρησαν. Επισφράγισαν την κλήση τους με το μαρτύριο του αίματός τους. Είχαν τέτοια πηγαιότητα πού, ενώ ήταν πολύ εύκολη η αρχή -«ευθέως» δέχθηκαν το μήνυμα και την πρόσκληση του Κυρίου- ήταν εξίσου εύκολο και το τέλος – πρόθυμα έχυσαν το αίμα τους γι’ Αυτόν. Του έδωσαν τη ζωή τους και, όσο εύκολα Τον ακολούθησαν στην επίγεια πορεία Του, τόσο πρόθυμα Τον ακολουθούν αιωνίως ενωμένοι μαζί Του και στη Βασιλεία Του.
Η αυθεντικότητα του βιώματος δεν ταυτίζεται με πομπώδη έκφραση, πληθωρικό εντυπωσιασμό, αιφνιδιασμό και έκπληξη ή κοσμικό θαυμασμό. Το χριστιανικό βίωμα είναι μυστικό, είναι βαθύ και εσωτερικό. Το βίωμα της Χαναναίας, η οποία δέχθηκε ο Κύριος να τη συγκρίνει με τα σκυλάκια, του Ζακχαίου που ομολόγησε δημόσια τις αδικίες του, της αιμορροούσης που κρυφά απέσπασε δύναμη από τον Θεό, αποτελούν υποδείγματα αυθεντικότητας. Κανείς δεν πρόσεξε αυτούς τους ανθρώπους. Ούτε οι μαθητές. Ο Κύριος όμως ακούει τις κραυγές της Χαναναίας, βλέπει και καλεί ο ίδιος τον Ζακχαίο, αισθάνεται το άγγιγμα της αιμορροούσης. Γι’ αυτό και ξεχώρισε τη Χαναναία παρακάμπτοντας τους αποστόλους, τον Ζακχαίο διακρίνοντας τον μέσα από το πλήθος, την αιμορροούσα αισθανόμενος την ιδιαιτερότητα του αγγίγματος της. Το αυθεντικό βίωμα πείθει και επιβάλλεται και στις δυσκολότερες και πιο αντίξοες συνθήκες. Επισύρει επάνω του το βλέμμα του Θεού, ξεχωρίζει τον άνθρωπο κι όταν αυτός σκεπάζεται από το πλήθος, την αδιαφορία του κόσμου, τη δική του ασημαντότητα.
Ο γνήσιος χριστιανός είναι ασφαλής, δεν φοβάται τίποτε, εμπιστεύεται εύκολα, συμπαθεί, κατανοεί, αναδίδει σιγουριά και αίσθηση καθαρότητος.
Αντίθετα, το νοθευμένο βίωμα φτιάχνει χριστιανούς που αντί να σωζόμαστε μέσα στην Εκκλησία, αισθανόμαστε πως πρέπει εμείς να σώσουμε την αλήθεια. Αντί να διακρίνουμε στα πρόσωπα των αδελφών χριστιανών τους αδελφούς του Χριστού, εμείς αντικρίζουμε αντιπάλους που πρέπει να συντρίψουμε ή ημετέρους που πρέπει να υποστηρίξουν τις απόψεις μας. Αντί να εμπιστευθούμε την κατάσταση της ψυχής μας στη δύναμη της χάριτος του Θεού, εμείς την καταθέτουμε με ασυγχώρητη αφέλεια στο αμφίβολο νυστέρι των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων ή των επιστημονικών εκτιμήσεων η των ορθολογιστικών προβλέψεων. Αντί να τρέφουμε την πίστη μας με την ταπείνωση της καρδιάς, εμείς την τροφοδοτούμε με τις απαντήσεις της γνώσης και του λογικού.
Αντί στις σύγχρονες βιοηθικές προκλήσεις, που ακουμπούν τη ζωή μας και παρεμβαίνουν στην καθημερινότητά μας, να διακρίνουμε μια αγάπη που ελευθερώνει η ένα ουσιαστικό φρόνημα που μεταφέρει σε σφαίρες άλλης λογικής, εμείς δουλικά επιμένουμε σε νομικές σχολαστικότητες που πνίγουν τη χάρη ή σε εκκοσμικευμένους συμβιβασμούς που εντελώς την απομακρύνουν. Αντί να λειτουργούμε ως αφανή κύτταρα του πνευματικού σώματος του Χριστού, εμείς βλέπουμε την Εκκλησία ως σωματείο με μέλη, καταστατικό, δικαιώματα και υποχρεώσεις, το οποίο έχει ανάγκη περισσότερο της δικής μας βοήθειας παρά των άλλων.
Γι’ αυτό και τελικά, αντί να ζούμε μέσα στην Εκκλησία σαν σε μόνιμο τάφο που κυοφορεί την ανάσταση μας, με βαθιά ταπείνωση, διάθεση θυσίας, υποχωρητικότητα, τιμή και αναγνώριση των άλλων, ανεκτικότητα, πίστη στη χάρη του Θεού και μόνο, συμπεριφερόμαστε ως προσωρινοί με επίγεια προοπτική, διεκδικήσεις και δικαιώματα, ανεξέλεγκτες ευαισθησίες, κρυπτοεγωισμούς, ψευτοϋποκρισίες και μικροϊδιοτέλειες, ανόητες συγκρίσεις και απερίσκεπτες συγκρούσεις, ανασφάλειες, υπεροχικά αισθήματα, ανερμήνευτους συμβιβασμούς, ψυχολογικές μιζέριες και αδικαιολόγητη εγκοσμιότητα.
Το ψέμα στον εαυτό μας, οι μη πειστικές δικαιολογίες, η δυσκολία να δεχθούμε κάποια κριτική και η παράλληλη προθυμία και ευκολία να κρίνουμε εντελώς επιπόλαια και συνήθως σκληρά και άκαρδα τους πάντες και τα πάντα, υποδηλώνουν μια ένοχη μυωπικότητα που πανηγυρικά πιστοποιεί την ανεπίτρεπτη ανελευθερία μας.
Μια τέτοια νοοτροπία μας κάνει να επινοούμε ένα Θεό που μόνος του αμφισβητείται· ένα Θεό που διαρκώς αυτοαναιρείται έναν Θεό που μοιάζει περισσότερο με ψυχολογικό επινόημα που χαρακτηρίζεται από νοσηρότητα και ανεπάρκεια, η ιδεολογικό καταφύγιο που το διακρίνει η προσωρινότητα και ο πνευματικός καιροσκοπισμός· έναν Θεό που δεν είναι πατέρας για να αγαπά, άλλα υπηρέτης για να λύνει τα ανόητα προβλήματά μας· έναν Θεό που δεν υπάρχει για να μας στηρίζει, άλλα τον επινοήσαμε για να τον υποστηρίζουμε· ένα Θεό που ούτε υπάρχει ούτε φυσικά και αξίζει κανείς να τον πιστεύει.
Μια τέτοια αντίληψη μας οδηγεί σε μια εκκλησία που είναι δικό μας δημιούργημα και όχι του Θεού. Έχει τα ελαττώματα του δωδεκαθέου και την αναξιοπιστία των κοινωνικών οργανώσεων η των διαλογιστικών δοξασιών. Αποτελεί μηχανισμό που βολεύει προσωρινά, εντάσσει σε μια κοινωνική ομάδα, κρύβει το μεγαλείο του ανθρώπου και πνίγει την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν. Μια τέτοια εκκλησία ούτε αξίζει ούτε μπορεί να την εμπιστευθείς. Αρκείσαι μόνο μηχανικά να την ομολογείς.
Του Μητροπολίτου Λαυρεωτικής Νικολάου Χατζηνικολάου
απόσπασμα από: Η δράσις μας, τ. 416-7 ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΜΕΘΟΡΙΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΠΛΩ. Ιούνιος 2005. (http://www.oodegr.com/oode/orthod/genika/afthentikot1.htm)
6/6/2007