Ο φονιάς του αδελφού
Όταν ο άγιος επίσκοπος Αιγίνης Διονύσιος (1547-1624) ασκήτευε στην Μονή της Παναγίας της Αντιφωνήτριας, δέχτηκε μια νύχτα την επίσκεψη ενός αγνώστου.
Το αγριεμένο του βλέμμα, η κουρασμένη και ταραγμένη μορφή, η σβησμένη φωνή, έδειχναν άνθρωπο που κάτι φοβερό του συνέβαινε. Έτρεμε. Ήταν σαν κυνηγημένο αγρίμι. Τον ρώτησε ο άγιος ποια αφορμή τον έφερε σ΄ εκείνο το μέρος και γιατί ήταν τόσο αναστατωμένος.
-Αμάρτησα, άγιε πατέρα, του αποκρίθηκε με φωνή που έμοιαζε μάλλον με κλάμα. Σκότωσα!… Σε μια στιγμή οργής ο νους μου σκοτίστηκε και έγινα φονιάς. Ένα απόσπασμα με κυνηγάει. Είμαι άθλιος, το ξέρω, αλλά έρχομαι στην αγιοσύνη σου για να με σώσει. Κρύψε με όσο να φύγει το απόσπασμα, για να γλυτώσω.
Μετά την πρώτη γνωριμία με το φονιά, ακολουθεί η τραγική αποκάλυψη: Ο φονιάς που βρίσκεται εμπρός του ήταν φονιάς του αδελφού του! Είχε σκοτώσει τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο.
Ήταν πολύ αγαπημένα τα δύο αδέρφια. Ο άγιος Διονύσιος του είχε χαρίσει όλη την περιουσία του. Έτσι ο Κωνσταντίνος Σιγούρος ήταν πολύ πλούσιος, ευτυχισμένος και δυνατός άρχοντας του τόπου. Μια άλλη όμως ζακυνθινή οικογένεια – του Μονδίνου – δεν χώνευε την εξαιρετική σε πλούτο και τιμές οικογένεια του Σιγούρου. Δεν ήθελε να της αναγνωρίσει τα πρωτεία.
Από την αφορμή αυτή γεννήθηκε το άγριο μίσος, που όπλισε το χέρι του φονιά εναντίον του Κωνσταντίνου Σιγούρου. Και κάποια μυστική δύναμη που ήθελε να δοκιμάσει τη χριστιανική ψυχή του ασκητού της Αντιφωνήτριας, τον έφερε στα χέρια του αδερφού του.
Στην ψυχή του αγίου ξέσπασε τότε μια δυνατή εσωτερική πάλη. Είχε πληροφορηθεί από τον ίδιο τον εγκληματία τον φόνο του αγαπημένου του αδερφού. Συγχρόνως ο φονιάς τον παρακαλούσε να τον κρύψει, να τον σώσει από το απόσπασμα. Τι θα έκανε; Θα γινόταν εκδικητής, όπως του υπαγόρευε το ανθρώπινο αίσθημά του, και θα τον παρέδιδε στο απόσπασμα, ή θα έπνιγε τον πόνο της ψυχής του και θα τον έκρυβε;
Ο ουρανός στάλαξε στην ψυχή του θάρρος. Νίκησε κάθε ανθρώπινο δισταγμό. Έπνιξε κάθε αδυναμία, που τόσο φυσικό ήταν να κυριαρχήσει έστω και προς στιγμήν. Η ευσπλαχνία και η συγνώμη κυριάρχησαν. Μήπως και ο σταυρωμένος Κύριός μας δεν είχε ζητήσει από τον Πατέρα του να συγχωρήσει τους σταυρωτές του;
Ο χριστιανός νίκησε τον άνθρωπο. Ο ερημίτης τον αδελφό. Ο άγιος δεν βλέπει εμπρός του παρά μονάχα τον δυστυχισμένο φονιά, που εκλιπαρεί την προστασία του. Του την προσφέρει με όλη του την καρδιά, λαμπρύνοντας έτσι τη ζωή του με μια τόσο ηρωική πράξη!
Όταν σε λίγο φάνηκε από το ανηφορικό μονοπάτι το απόσπασμα, παίρνει ο άγιος τον φονιά από το χέρι και τον κρύβει στο κελάρι. Οι διώκτες φτάνουν λαχανιασμένοι και του αναγγέλουν το τραγικό γεγονός. Ο δεσπότης προσποιείται ότι δεν ξέρει τίποτε. Θρηνεί μαζί τους. Και για να κερδίσει χρόνο τους στέλνει στο αντικριστό δάσος για ν΄ αναζητήσουν το φονιά.
Όταν ξεμάκρυναν, κατεβαίνει στο κελάρι, βγάζει έξω τον φονιά και του λέει με φωνή τρεμουλιαστή από τον πόνο.
-Εκείνος που σκότωσες ήταν ο αδερφός μου! Μπορούσα να εκδικηθώ και να σε παραδώσω στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. Αλλά δεν το έκανα. Πήγαινε λοιπόν… Φρόντισα να σου ετοιμάσουν κάτω στ΄ ακρογιάλι ένα καΐκι για να σε περάσει στην απέναντι στεριά της Πελοποννήσου. Πήγαινε και προσπάθησε να εξιλεωθείς για το κρίμα σου. Ο Χριστός στον σταυρό συγχώρησε τις αμαρτίες του ληστή, που μετανόησε την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε και συ να γίνεις άξιος της θείας συγνώμης! Γονάτισε τότε ο φονιάς και με πικρά δάκρυα του έβρεχε το χέρι.
Η νύχτα είχε πια απλώσει το σκοτεινό πέπλο της στην άγρια ερημιά του μοναστηριού, όταν μια σιωπηλή συνοδεία πήρε το μονοπάτι, που έφερνε από την Αντιφωνήτρια στ΄ ακρογιάλι. Με προσταγή του αγίου τρεις μοναχοί συνόδεψαν τον φονιά μέχρι το καΐκι, που θα τον έσωζε από τους διώκτες του.