(c) OrthodoxAnswers.gr
Σάββατο , 28 Οκτώβριος 2017
Ειδοποιήσεις
Αρχική » Άρθρον Δεύτερον

Άρθρον Δεύτερον

ΑΡΘΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

«Καί εἰς ἕνα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

᾿Από τό ἄρθρο αὐτό μέχρι καί τό ἕβδομο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἐκτίθεται στά βασικά της σημεῖα ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Παρέχεται στίς γενικές της γραμμές ἡ Χριστολογία, πού ἀναμφισβήτητα εἶναι τό σπουδαιότερο κεφάλαιο τῆς ᾿Ορθόδοξης Δογματικῆς. Καί τοῦτο γιατί ὁ Χριστός, ὁ ἄπειρος Λόγος τοῦ Πατρός ἑνωμένος μέ τή φύση τοῦ πλάσματός του, δέν εἶναι μονάχα τό ὄργανο διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί ὁ εἰσηγητής τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ πεπτωκότος στήν ἁμαρτίαν ἀνθρώπου. ῎Ας δοῦμε κάπως λεπτομερέστερα τά πράγματα.

῾Η πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶχεν ἐπιφέρει –ὅπως ἤδη ὑπεδηλώσαμε– καθολικήν ἀχρείωση τῆς φύσεως. ῾Ο ἄνθρωπος ἀποκομμένος ἀπό τίς φυσικές ὀντολογικές ρίζες του, κουβαλοῦσε μέσα του τή νέκρωση, τόν πνευματικό θάνατο. ῎Εχασε τή χάρη τοῦ Πλάστη του, ἡ ὁποία κρατοῦσε καί ὀμόρφαινε τή ζωή του. Εἶχε καταντήσει ἄσκοπος στήν πλάση, ἕνα ὑπαρξιακό μηδενικό χωρίς νόημα καί σκοπό. ῾Η ἁμαρτία, σάν μιά τεράστια φωτιά ἔζωνε στίς καυτές φλόγες της τό γένος, κατατρώγοντας ἀνελέητα τίς φθαρμένες σάρκες του. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἡ ἐλεεινότητα τῆς ἁμαρτίας προσελάμβανε διαστάσεις ἐκρηκτικές101. ῾Ο ἄνθρωπος στέναζε κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς πικρῆς κακοδαιμονίας του. Τά ἀγριεμένα πάθη καί ἡ κακότητα τῆς ξεπεσμένης φύσεως ὄργωναν ἀνεμπόδιστα καί μετέτρεπαν σέ καυτή κόλαση τή ζωή του. Μοιάζοντας μέ καράβι πού εἶχε χάσει τόν προσανατολισμό του, κλυδωνιζόταν στήν ἀφρισμένη θάλασσα τοῦ βίου. ῎Επαυσε νά ἐλπίζει στή σωτηρία του μέ βάση τίς ἐνδογενεῖς δυνάμεις τῆς φύσεως καί τῆς ἱστορίας του. ῏Ηταν «πεπραμένος» (πουλημένος) στήν ἁμαρτία102. Μή ἔχοντας δέ κανένα ἄλλο στήριγμα, ἡ πονεμένη ψυχή του ἀναζητοῦσε τό θαῦμα· στρεφόταν στόν οὐρανό, ζητώντας ἀπό ἐκεῖ οἶκτο καί συμπάθεια. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό, τόν ὁποῖο τόσο ἀλόγιστα ἐγκατέλειψε, λύση τοῦ θλιβεροῦ δράματος τῆς ὑπάρξεώς του.
῾Ο Θεός φυσικά δέν ἄφησε τό πλάσμα του ἔρημο στήν τραγικότητα τῆς ζωῆς του. Δέν ἐπιμέτρησε τή δικαιοσύνη του στή βάση τοῦ ἀδικήματος τοῦ πλάσματος. Κάτι τέτοιο θά σήμαινε τήν ἐξαφάνιση τοῦ τελευταίου103. ᾿Απαντώντας μέ συμπόνια στήν ἀπόνοια τῆς ξεπεσμένης φύσεως, ἐφρόντισε νά διατηρεῖ, ὅσο ἦταν δυνατό, ἀναμμένα τά ζώπυρα τῆς φθαρμένης συνειδήσεως τοῦ παραβάτη, καλλιεργώντας μέσα της τήν ἰδέα τῆς ἀληθινῆς μονοθεΐας καί παρέχοντας τό νόμο του σάν ρυθμιστή τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ του, τόν ὁποῖον ὅρισε σάν θεματοφύλακα τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, σ᾿ ἕνα περιβάλλον εἰδωλολατρικό πού μαστιζόταν ἀπό τήν ἠθική σήψη καί τήν ἀγνωσία τῆς πλάνης. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἄν καί ἐλλιπῶς, δούλευε στήν παλαιά ἐποχή, ἑτοιμάζοντας μέ τό Νόμο καί τό προφητικό κήρυγμα τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων γιά νά δεχτοῦν τήν ἄνω βοήθεια, ὅταν θά ἔφθανε ὁ κατάλληλος πρός τοῦτο καιρός. Παράλληλα καί ὁ σπερματικός λόγος104 δούλευε στίς ψυχές τῶν ἐθνικῶν, φωτίζοντας ἀμυδρά τή διάνοια τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου γιά τήν ἀποδοχή τοῦ σωστικοῦ μηνύματος τῆς θείας ἀποκαλύψεως.
῞Ολο αὐτό τό προπαρασκευαστικό ἔργο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ κατέληγε στό «πλήρωμα τοῦ χρόνου»105, δηλαδή τόν κατάλληλο καιρό πού ὑπῆρχε στό ἀπειρόσοφο σχέδιο τῆς θείας βουλῆς γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο χρόνος δέ αὐτός ἔφθασε, ὅταν τό pax romana ἐδέσποζε ἐπί τοῦ τότε κόσμου μέ αὐτοκράτορα τόν ᾿Οκταβιανό Αὔγουστο, καί τήν Παλαιστίνη ὑποτελῆ στήν ἐξουσία του. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία μέ τή συμπαγῆ πειθαρχία καί τήν τάξη της, μέ τό ἑνοποιητικό ἔργο της καί τή διευκόλυνση τῆς πληθυσμιακῆς καί πνευματικῆς ἐπικοινωνίας τῶν λαῶν καί μέ ἐπίκεντρο τή συγκρητιστική ἀνάλυση θρησκειολογικῶν καί ἄλλων πολιτιστικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς, ἐμόρφωσε τήν ἕτοιμη ἐκείνη πνευματική κοίτη στήν ὁποίαν ἔμελλαν νά ρεύσουν κρυστάλλινα τά νάματα τῆς νέας χριστιανικῆς πίστεως.
῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἄνθρωπος, ὅταν τό αἴτημα τῆς λυτρώσεως κατέστη καθολικό στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, τροφοδοτούμενο ἀπό τήν γενική κατάπτωση τῶν ἠθῶν τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου, τίς αἱματοχυσίες καί τούς ἀδελφικούς σπαραγμούς καί τήν ἀβεβαιότητα γενικά τῆς ζωῆς σ᾿ ἕνα κόσμο παραδομένο στήν ἠθική διαφθορά, τή θηριωδία καί τόν πνευματικό θάνατο!
῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός γεννήθηκε στήν ᾿Ιουδαία. Φάνηκε ἐπί τῆς γῆς καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. ῏Ηταν ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τόν θέλησε ὁ Δημιουργός. ᾿Επλησίασε τόν ἄνθρωπον αὐτός, μιά καί ἐκεῖνος ξεμάκρυνεν ἀπό τόν Θεό καί ἔπαυσε νά εἶχε τή δυνατότητα νά γυρίσει καί πάλι κοντά του. Πῆρε στά χέρια του τή χαμένη ὑπόθεση τοῦ ᾿Αδάμ καί συνέχισε τό ἔργο του ἐκεῖ πού ἐκεῖνος τό διέκοψε. Πῆρε τή χαλασμένη φύση τοῦ προπάτορα καί τή διόρθωσε. Τῆς ἀφαίρεσε τά δηλητήρια καί τίς βρωμιές τῆς παρακοῆς. Τήν ὁδήγησε στήν παλαιά της εὔκλεια, ἐλάμπρυνε τούς θεοειδεῖς χαρακτῆρες της καί ἀποκατέστησε τή θεία εἰκόνα στήν πρωτογενή της εὐγένεια. 29
Οδήγησε τόν ἄνθρωπο στόν ἀληθινό προορισμό του, στή θέωση τῆς φύσεώς του. ῎Εγινεν ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό106. ῾Ο Χριστός ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος, τό πλάσμα τό θεοειδές καί θεόμορφο, ὅπως τό θέλησε ὁ Πλάστης του. Παράλληλα, μέ τό σωτήριο ἔργο του ἔκανε τόν ἄνθρωπο καί πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό. Πλήρωσε αὐτός τό χρέος τοῦ παραβάτη, ἐξόφλησε τή συναλλαγματική τοῦ θανάτου πού ἔσυρεν ἡ Εὔα εἰς βάρος τῶν ἀνθρώπων στόν κῆπο τῆς παρακοῆς. ᾿Εξιλέωσε τόν Πατέρα γιά τήν παράβαση ὁλοκλήρου τοῦ γένους. Μέ τό πανάσπιλο αἷμα του ἔπλυνε τόν κόσμον ἀπό τό αἶσχος τῆς ἀποστασίας, ἄνοιξε τόν οὐρανό γιά νά μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτόν τό πλάσμα τό ἐξαγορασμένο ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο, τό λυτρωμένο ἀπό τή δυναστεία τοῦ ἐχθροῦ. ῾Ως μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα»107, ἐκάλυψε τήν ἄβυσσο πού διεχώριζε Θεό καί ἄνθρωπο καί γκρέμισε τό μεσότοιχο108 τῆς ἔχθρας πού χώριζε τόν Πλάστην ἀπό τά πλάσματά του.
῾Ο Χριστός ὑπῆρξεν ὄν περίεργο καί ἀλλόκοτο. ᾿Εξωτερικά μέν φαινόταν σάν ἕνας τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Τό πρᾶγμα ὅμως δέν ἦταν ἔτσι. Τό φαινόμενον ἀπατοῦσε. Γιατί ἐσωτερικά ἦταν καί κάτι ἄλλο. ῏Ηταν καί Θεός. ῾Ο Χριστός δέν εἶχε μέσα του ἁπλῶς τή θεία δύναμη ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ ἄλλοι θεοφόροι ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ εἶχε τή θεότητα καί τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου βαθιά ἑνωμένες μέ τήν ἀνθρωπότητά του. ῏Ηταν ἔνσαρκος Θεός καί ὄχι θεοφόρος ἄνθρωπος. ῏Ηταν Θεάνθρωπος! Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι φοβερά συντριπτικό γιά τήν ἀντοχή τῆς φυσικῆς τοῦ ἀνθρώπου διάνοιας. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν σέ ἕνα ἐγώ, ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο, νά ὑπάρχουν συγχρόνως δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, χωρίς ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου νά βλάπτει τή διπλότητα τῶν φύσεων, καί τανάπαλιν, ἡ διπλότητα τῶν φύσεων νά μήν καταστρέφει τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου; Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν μυστήριο, ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅπου –κατ᾿ ἀντίστροφο λόγο– ἡ τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων δέν καταλύει τήν ἑνότητα τῆς θείας φύσεως. Μυστήριο, μπροστά στήν ἀπειρία τοῦ ὁποίου καταθέτει τά ὅπλα ὁ φυσικός λόγος καί κάθε κτιστή καταληπτική δυνατότητα. Δέν εἶναι, λοιπόν, παράδοξον ὅτι γύρω ἀπό τό αἰνιγματικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου δόθηκαν ἀπό τήν ἀρχή τόσοι ἀγῶνες, διεξήχθησαν τόσες συζητήσεις καί ἔγιναν τόσες ἔριδες, μέ σκοπό νά διαφωτίσουν ἔστω καί μιά περιοχή τοῦ πυκνοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖον ἀσφυκτικά τό περιβάλλει. Κατά τήν προφητική ρήση τοῦ Συμεών, ὁ Χριστός «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν»109. ῎Ετσι τό μυαλό τῶν αἱρετικῶν, πού προσπαθοῦν μέ τίς φυσικές τους δυνάμεις νά κατανοήσουν τό ἀνερμήνευτο καί ἀκατανόητο, κατακαίει ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ, στερώντας τους τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας· ἐνῶ τήν εὐσεβῆ διάνοια τῶν πιστῶν πού μέ ἁπλότητα φέρεται στά φτερά τῆς πίστεως, πυρπολεῖ τό μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὁδηγεῖ σέ ἡσυχία καί ἀνάπαυση στήν ἄϋλη δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικά ζωοποιόν.
῞Οποιος τό προσεγγίζει μέ ἀφελότητα καρδίας, παρά τή φυσική ἀδυναμία τῆς διάνοιας νά ψαύσει τό ἀπερινόητο βάθος του, ὅποιος τό ἀτενίζει μέ νοῦ χριστοποιημένο καί θεόμορφο, δέχεται τή μαρμαρυγή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀναπαύεται στήν ἀλήθεια τοῦ Κυρίου πού ἀναμοχλεύει καί λαμπρύνει τήν ὕπαρξη, τή λυτρώνει ἀπό τή σύμφυτη ἀδυναμία της καί τήν ὁδηγεῖ στίς ὁλόφωτες αὐλές τοῦ οὐρανοῦ! ᾿Αντίθετα· στό στεῖρο καί ἄγονο νοῦ, στήν ἀνθρώπινη διάνοια πού δέν λειτουργεῖ στή φωτεινή διάσταση τῆς χάριτος, καί στόν ὑπερφίαλο λόγο πού ἔχει τήν ἀξίωση νά κρίνει τά πάντα κάτω ἀπό τό φακό τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων του, δέν κατοικεῖ τό ζωογόνο πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ λυτρωτική θεία ἀλήθεια πού ἀνυψώνει τά ταπεινά πνεύματα στήν ὁλόφωτη χώρα τῆς θείας βασιλείας.

«Καί εἰς ἕνα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν».

῾Ο σύνδεσμος καί ἐξυπακούει τό ρῆμα «πιστεύω». Δηλαδή, πιστεύω καί εἰς ἕνα Κύριον… ῾Η σύνταξη κατά παράταξη σημαίνει, ὅτι ἡ πίστη στόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν εἶναι ἰσοδύναμη πρός τήν προεκτεθεῖσα πίστη στόν ἕνα Θεό Πατέρα. ῾Ομολογεῖται ἐπί ἴσοις ὅροις.
Βασικό σημεῖο τῆς πίστεώς μας εἶναι ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας. Δέν ὑπάρχουν πολλοί παράλληλοι Χριστοί, μεσσίες τοῦ κόσμου καί λυτρωτές. Αὐτό θά κατέλυε τή μοναδικότητά του· θ᾿ ἀποτελοῦσε ἀναίρεση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. «Εἷς Κύριος… ᾿Ιησοῦς Χριστός», λέγει ἡ Γραφή110. ῞Ενας ὁ μεσίτης111 μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μία καί «ἐφ᾿ ἅπαξ» ἡ ἱλαστήρια θυσία του, μία ἡ ᾿Εκκλησία του (μία ἡ πίστη καί τό βάπτισμά της)112 καί μία ἡ αἰώνια θεία βασιλεία του. ῾Η πολλότητα, σημαίνουσα διαίρεση καί κατατομή καί προερχόμενη ἀπό τή διασπαστική ἐνέργεια τῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας, καταστρέφει τό ἑνοποιητικό ἔργο τῆς σωτηρίας. Οἱ πολλοί Χριστοί φαλκιδεύουν τό ἔργο τοῦ ῾Ενός, καταργώντας τό σχέδιο τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, πού ἐπικεντρώνεται στόν ἕνα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖον ὁ Πατήρ ἀναθέτει τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀπ᾿ αἰῶνος λυτρωτικῆς θείας του βουλῆς. Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ ᾿Εκκλησία μέ σφοδρότητα ἀντέκρουσαν τήν παρουσία πολλῶν μεσσιῶν καί Χριστῶν καί στηλιτεύουν τό λαοπλάνο ἔργο τῶν ψευδοπροφητῶν113, τῶν ὁποίων κύριος στόχος ὑπῆρξε πάντοτε ἡ κατατομή τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ καί ἡ καταστροφή τῆς χριστιανικῆς γαλήνης καί ἀγάπης, πού εἶναι τά κύρια συστατικά στοιχεῖα ζωῆς τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο ἕνας Χριστός εἶναι παράλληλα καί Κύριος. ῾Ενότητα καί κυριότητα συμβαδίζουν. ῞Οπως ὁ ἕνας Θεός Πατήρ εἶναι καί Παντοκράτωρ114, στό ἴδιο μέτρο καί ὁ Υἱός, ντυμένος τήν ἀνθρώπινη μορφή, εἶναι Κύριος καί Παντοκράτωρ. Μέ τήν παράσταση δέ αὐτή ζωγραφίζεται στόν κεντρικό τροῦλλο τῶν ὀρθοδόξων ναῶν. ῾Ο Χριστός εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Τίποτε δέν ὑπάρχει πού νά μήν προέρχεται ἀπό τό ζωοποιό καί παντοδύναμο λόγο του. Μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός ἔπλασε τά ὄντα115 καί στό πρόσωπό του μονάχα λαμβάνει νόημα ἡ ὕπαρξη τοῦ κόσμου. ῞Ολα προέρχονται ἀπ᾿ αὐτόν καί συγκλίνουν πρός αὐτόν. Εἶναι ὁ Κύριος τῶν ἀνθρώπων καί τῶν πνευμάτων, ὁ ἄρχων τῶν ἀγγέλων καί ὁ τιμωρός τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. Εἶναι ὁ Κύριος τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν ὁποίαν ἐξαγόρασε ἀπό τό δεσμό τῆς κατάρας μέ τό πανάγιο αἷμα του. Εἶναι ὁ ἄρχων τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Καί ὄχι μόνον Κύριος τῆς ζωῆς, ἀλλά καί Κύριος τοῦ θανάτου. Εἶναι τό κέντρο τῆς μακαριότητος τῶν ὄντων. ῎Εξω ἀπό αὐτόν ὑπάρχει ἄλλη κυριότητα, ἡ βασιλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἡ καταδυνάστευση τῆς ἁμαρτίας. Κάτω ἀπό τήν κυριότητα αὐτή τά ὄντα χάνουν τήν ἀληθινή τους ταυτότητα, μεταχωροῦν στήν ἀνυπαρξία, δηλαδή στή ζωή χωρίς ζωή, στή ζωή πού εἶναι μπολιασμένη στό θάνατο, καί στό θάνατο πού ἁπλώνεται καί δυναστεύει τή ζωή.
Τό ὄνομα τοῦ Λυτρωτῆ εἶναι ᾿Ιησοῦς, ὄνομα πολύ συνηθισμένο στίς τότε ἰουδαϊκές οἰκογένειες. Τό Χριστός, εἶναι ἐπώνυμο, πού ἐκφράζει ἰδιότητα· αὐτόν πού ἔχει χρισθεῖ, τόν κεχρισμένο. ῾Η χρίση μέ ἔλαιο στήν παλαιά ἐποχή ἦταν ἡ ἐπίσημη καθιέρωση προσώπων σέ ἕνα ὑψηλό λειτούργημα, ὅπως ἀρχιερέων καί βασιλέων. Μέ τή χρίση αὐτή οἱ χριόμενοι (ἀρχιερεῖς) ἔμπαιναν ἐπίσημα στή διακονία τοῦ Θεοῦ, καθιερώνοντο στό ὑπούργημά τους ὡς ὑπηρέτες τοῦ ῾Υψίστου. Μιά τέτοια χρίση ἔπρεπε νά ἔχει καί ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ παῖς Κυρίου116 καί ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. ῎Επρεπε καί αὐτός νά χριστεῖ ἐπίσημα, νά καθιερωθεῖ στό διακονικό του ἀξίωμα. ῾Η χρίση αὐτή ἔγινε πραγματικά, ὄχι βέβαια μέ ἁγιασμένο ἔλαιο, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος117. ῎Ετσι τό ἔργο τῆς σωτηρίας πού συλλαμβάνει πρό τῶν αἰώνων ὁ Πατήρ καί πραγματοποιεῖ ἐν χρόνῳ ὁ Υἱός, τό καθιερώνει μέ τήν τελειωτική του ἐνέργεια τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Φυσικά ἡ χρίση τοῦ Πνεύματος δέν προσθέτει τίποτε τό ὁποῖον ἀπουσίαζε ἀπό τόν Χριστό, γιατί αὐτός, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι ἀνεπιδεής καί τέλειος. ῾Ο Χριστός χρίεται κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία ἄλλωστε ἦταν δημιούργημα τοῦ παναγίου Πνεύματος, καί ὄχι κατά τή θεότητα. Χρίεται ὡς Θεάνθρωπος, γιά νά δηλωθεῖ, ὅτι ἡ ἀποστολή του εἶναι θελημένη ἀπό τόν Πατέρα καί σ᾿ αὐτήν εὐδοκεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. ᾿Επαναλαμβάνουμε· σέ κάθε ἐνέργεια τῆς θεότητος συμμετέχουν ἀπό κοινοῦ ὅλα τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. ῎Ετσι ἡ σάρκωση δέν ἦταν ἔργο μονάχα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀλλά σ᾿ αὐτό συμμετέχουν, κατά διάφορη τάξη, καί τά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς θεότητος. ῾Ο Πατήρ συλλαμβάνει τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὁ Υἱός τό ἐκτελεῖ καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο τό καθιερώνει καί τό τελειοποιεῖ. ῎Εργο, δηλαδή, σφαιρικά πλῆρες καί τέλειο, θελημένο καί σφραγισμένο ἀπό ὁλόκληρη τήν ἁγία Τριάδα.

«Τον Υἱό του Θεού τον μονογενή»

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ118. Εἶναι ὁ ἕνας καί μόνος Υἱός τοῦ Πατρός. Δέν ὑπάρχουν δίπλα του ἄλλοι Υἱοί ὁμοούσιοι καί ἰσότιμοι μέ αὐτόν. ῾Η μοναδικότητα αὐτή μᾶς προσανατολίζει πρός τή φύση τῆς υἱότητος τοῦ Λόγου. ῾Η γέννησή του εἶναι θεοπρεπής προέλευση ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, τόν τρόπο τῆς ὁποίας μονάχα ὁ Θεός γνωρίζει. Εἶναι τό ἀπόκρυφο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Φυσικά ὁ ὅρος «γέννηση» δέν εἶναι ἄγνωστος στίς φυσικές ἐμπειρίες μας. Καί ὁ ἄνθρωπος γεννᾶ, ἔχει υἱούς, εἶναι πατέρας. Καμιά ὅμως σχέση δέν μπορεῖ νά ἔχει ἡ φυσική γέννηση τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἀπερινόητη γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη γέννηση εἶναι ἐνήδονη καί ἐμπαθής. Εἶναι καρπός τῆς γαμικῆς συνάφειας ἀνδρός καί γυναικός. Τό γεννηθέν ὑπάρχει ὡς ἴδιο ὄν ἀνεξάρτητο ἀπό τή φύση τοῦ γεννήτορα. Δέν εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν πατέρα του, ἄν καί φέρει τή φύση αὐτοῦ πού τό γέννησε. ῎Αλλος εἶναι ὁ πατέρας ὡς οὐσία καί ἄλλος ὁ υἱός. Οἱ σχέσεις αὐτές τίς ὁποῖες σοφά ὅρισεν ὁ Θεός γιά τήν οἰκονομία τῆς φύσεως, καμιά ἀναλογία δέν μποροῦν νά ἔχουν στίς μεταφυσικές σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Τριάδος. ῾Ο Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα ἀπαθῶς. Δέν προέρχεται κατά διαίρεση καί ἀποκοπή. Δέν εἶναι μέρος τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Φέρει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί». Γιά τό λόγο αὐτό ἡ οὐσία τοῦ Υἱοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἤ μικρότερη τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. ῞Ο,τι εἶναι ὁ Πατήρ, τό ἴδιο ἀπαράλλακτα εἶναι καί ὁ Υἱός. Οὔτε πάλιν ὁ Υἱός, ἐπειδή γεννᾶται, εἶναι κατώτερος τοῦ Πατρός. Τέτοιες διακρίσεις κοινές στίς φυσικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἄγνωστες στίς σχέσεις τῆς ἁγίας Τριάδος. Τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ὑπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη, τήν τιμοῦμε ἐν μυστηρίῳ στά ἄδυτα τῆς πιστευούσης καρδίας μας.

«Τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων».

Πρόταση ἐπεξηγηματική τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ. Στήν πρόταση αὐτή ἡ Σύνοδος τονίζει δύο τινά· τό ὑποστατικόν ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ καί τήν ἀϊδιότητα τῆς γεννήσεώς του. Καί σέ προηγούμενο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας κάναμε λόγο γιά τό ζήτημα αὐτό. ᾿Ετονίσαμεν ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶναι ἄναρχος, ἐπειδή ἔχει ἀρχήν, προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα. Δέν ὑπάρχει ἐν ἑαυτῷ καί καθ᾿ ἑαυτόν· δέν εἶναι αὐθύπαρκτος. Τό εἶναι του λαμβάνει ἀπό τόν Πατέρα, ἀπό τόν ὁποῖο δέχεται τή θεότητά του. ῾Η γέννηση τοῦ Λόγου καθορίζει τό ὑποστατικό του ἰδίωμα, τό ὁποῖον εἶναι ἀκοινώνητο καί ἀμετάδοτο. ᾿Ενῶ ὅλα τά ἄλλα
(οὐσίαν, βουλήν, θεῖες ἐνέργειες) τά ἔχει κοινά μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἡ γέννηση εἶναι ἀποκλειστικά δική του. Εἶναι ἀφοριστική τῆς ὑποστάσεώς του. Δέν τή μοιράζεται μέ κανένα ἄλλο πρόσωπο. Δέν σημαίνει δέ ἡ γέννηση διαφορότητα οὐσίας, γιατί ὁ Υἱός εἶναι φορέας τῆς θεότητος σέ ἴσο μέτρο πού εἶναι καί ὁ Πατήρ.
Οὔτε πάλιν εἶναι ψιλή, ὀνοματική διάκριση στή θεότητα, ὄνομα πού κατ᾿ οὐσίαν δέν λέγει τίποτε, εἶναι κενό περιεχομένου. ῾Η γέννηση εἶναι πραγματική ὑποστατική διάκριση, χωρίς αὐτό νά ἐπιφέρει σύνθεση καί κατατομή στήν οὐσία τῆς θεότητος. Δηλώνει τόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. ῞Οτι δηλαδή ὁ Υἱός ὑπάρχει, ἐπειδή γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα. Εἶναι διάκριση θεοπρεπής, ἀνεξιχνίαστη καί ἀνερμήνευτη.
῾Η γέννηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀΐδια. ῎Αν καί ὁ Υἱός δέν εἶναι ἄναρχος κατά τήν ἐκ τοῦ Πατρός προέλευση, εἶναι ἄναρχος κατά τήν ἄποψη τῆς χρονικῆς ἀρχῆς. ῾Η Σύνοδος ἐδῶ στοχεύει στήν ἀναίρεση τῆς κακοδοξίας τοῦ ᾿Αρείου, ὁ ὁποῖος, δεχόμενος τόν Υἱόν ὡς κτίσμα, ἀπέρριπτε τό ἄχρονο τῆς ὑπάρξεώς του, λέγοντας ὅτι δέν ὑπῆρχε πάντοτε καί δέν ὑπῆρχε προτοῦ δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Περισσότερα ὅμως περί αὐτοῦ στή συνέχεια τῆς ἐκθέσεώς μας. Δέν ἔχει, λοιπόν, χρονική ἀρχή ὁ Υἱός, εἶναι ἀΐδιος. ῎Αλλωστε οἱ χρονικές κατηγορίες καμιά σχέση δέν μποροῦν νά ἔχουν πρός τό ἀπειροτέλειο ὄν, τόν Θεό. Εἶναι κατηγορίες πού ἰσχύουν ἀποκλειστικά στό φυσικό κύκλο τῶν κτισμάτων. ῾Ο χρόνος ἄλλωστε δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά. Εἶναι πλάσμα τῆς δικῆς μας φαντασίας, τό ὁποῖον ἐπινοοῦμε γιά νά σημαδέψουμε τήν κίνηση καί τήν ἐξέλιξη τῶν φυσικῶν κτισμάτων καί φυσικά τοῦ ἑαυτοῦ μας. Στό μεταφυσικό ὅμως πεδίο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ τέτοιες κατηγορίες εἶναι ἐντελῶς περιττές καί ἄχρηστες. Δέν ὑπάρχει τό «πρότερον» καί τό «ὕστερον» στίς σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων. Μιά τέτοια ἰδέα καί ἀντιφατική εἶναι καί παράλογη. Διότι, πῶς θά ἦταν ὁ Θεός Πατήρ, ἄν δέν ὑπῆρχε πάντοτε ὁ Υἱός τοῦ ὁποίου ἐκεῖνος νά εἶναι Πατήρ; Τό ὑποστατικό ἰδίωμά του ἑπομένως τό ὀφείλει στή γέννηση τοῦ Υἱοῦ. Εἶναι Πατήρ ἐνόσω γεννᾶ τόν Υἱό. Χωρίς τή γέννηση θά κατέρρεε καί τό δικό του ὑποστατικό ἰδίωμα. Θά ἔχανε τήν πατρότητά του καί σέ τελική ἀνάλυση θά καταστρεφόταν καί ἡ δική του ἔννοια. Τά πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς θεότητος συνυπάρχουν ἀϊδίως στήν ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ. «῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα καί Πνεῦμα ἅγιον», χωρίς μεσότητες, ἀποστάσεις καί χρονικά διαστήματα. ῞Ενα ἑνιαῖο ὅλον, συνεχές καί ἀδιαχώριστο.
Τήν ἀϊδιότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ ἐκφράζει ὁ χρονικός προσδιορισμός «πρό πάντων τῶν αἰώνων». Πρίν ἀπό κάθε ἀρχή, χωρίς ἀφετηρία χρονική. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει ν᾿ ἀποκλείσουμε τή θεωρία περί διπλῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου, τήν ὁποίαν ἐδίδαξαν ὡρισμένοι ᾿Απολογητές στήν ἀρχαιότητα119. ῞Οτι δηλαδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννᾶται σέ δύο φάσεις ἀπό τόν Πατέρα· μίαν ὡς ἐνδιάθετος Λόγος, ὑπάρχων ἐσωτερικῶς στόν Θεό, καί μίαν ὡς προφορικός, προβαλλόμενος πρός τά ἔξω ἀπό τόν Πατέρα, διά νά πραγματοποιήσει τή δημιουργία. ῾Η θεωρία αὐτή, θέτουσα σέ ἀμφιβολία τήν ἀϊδιότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη, καταλήγουσα –ὡς καί κατέληξε– στόν ᾿Αρειανισμό. Γι᾿ αὐτό καί δέν βρῆκε εὐρύτερη ἀπήχηση στή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οτι φυσικά μέσῳ τοῦ Υἱοῦ δημιουργήθηκαν τά ὄντα, εἶναι δίδαγμα πίστεως ὑγιές. Αὐτό ὅμως καμιά σχέση δέν μπορεῖ νά ἔχει μέ τή γέννηση τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία εἶναι ἄσχετη μέ τή δημιουργική βουλή τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦσα ἐσωτερικήν ἀναγκαιότητα στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Στό σημεῖοναὐτό, πρίν προβοῦμε στήν ἐξέταση καί τῆς ὑπόλοιπης περί Χριστοῦ διδασκαλίας τοῦ παρόντος ἄρθρου, καλόν θά εἶναι νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ ᾿Αρείου120, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀφορμή συγκλήσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατά τόν ῎Αρειο, μόνον ὁ Θεός Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ἄναρχος καί αἰώνιος, αἴτιος καί δημιουργός ὅλων τῶν ὄντων πού βρίσκονται ἔξω ἀπό αὐτόν, τά ὁποῖα εἶναι κτίσματα δικά του στό χρόνο. Σ᾿ αὐτά περιλαμβάνεται καί ὁ Υἱός. Στήν ἀρχήν ὑπῆρχε μονάχα ὁ Θεός· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία του. Κατόπιν, θέλοντας νά δημιουργήσει τά ὄντα, ἔπλασε κάποιον πού ὀνόμασε Λόγον καί Σοφίαν καί Υἱόν, ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νά δημιουργήσει ὅλους ἐμᾶς. Δέν θά ὑπῆρχε φυσικά ὁ Υἱός, σέ περίπτωση πού ὁ Θεός δέν ἤθελε νά μᾶς δημιουργήσει. Συνεπῶς ὁ Θεός δέν ἦταν πάντοτε Πατήρ, οὔτε ὁ Υἱός ὑπῆρχεν ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά πλάστηκε καί αὐτός ἀπό τό μηδέν, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού πλάστηκαν καί τά ὑπόλοιπα ὄντα. ῾Ο ῎Αρειος ἔλεγε· «῏Ην ποτε (ὁ Υἱός) ὅτε οὐκ ἦν καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ᾿ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός». ῾Ο Υἱός πλάστηκε μέ τό θέλημα καί τή βουλή τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦτο εἶναι «κτίσμα καί ποίημα», «κτίσμα ὅμως Θεοῦ τέλειον».
῾Ο Υἱός συνεπῶς δέν εἶναι ἴδιος μέ τόν Πατέρα. Δέν εἶναι ἀληθινός «κατά φύσιν» Θεός, ἀλλ᾿ ἔγινε Θεός μόνο «κατά μετοχήν χάριτος». ῾Η φύση του δέν εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν οὐσία τοῦ Πατρός, οὔτε εἶναι φύσει ἀληθινός Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλά εἶναι ἕνα τῶν ποιημάτων καί γενητῶν, καταχρηστικῶς μόνον λεγόμενος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ ἀνόμοιος μέ τήν οὐσία καί τήν ἰδιότητα αὐτοῦ πού τόν ἐγέννησε.
Διά τοῦτο ὁ Υἱός δέν εἶναι ἄτρεπτος ὅπως ὁ Πατήρ, ἀλλά τρεπτός, μένοντας στό ἀγαθό μόνο μέ τή δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου του. ῾Ο Θεός, προβλέποντας ὅτι ὁ Υἱός ἔμελλε νά γίνει καλός, τόν προώρισε σ᾿ αὐτό, πού κατόπιν, ὡς ἄνθρωπος, πέτυχε μέ τή δική του ἀρετή. ᾿Από τήν ἄλλη μεριά ὁ Υἱός, ὡς κτίσμα πεπερασμένο καί ἔγχρονο, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τόν ἄπειρο Θεό. Δέν γνωρίζει τόν Πατέρα ἀκριβῶς, οὔτε τόν βλέπει ὅπως εἶναι, ἀλλ᾿ οὔτε καί τόν κατανοεῖ. Διότι, πλασμένος στό χρόνο, ἀδυνατεῖ νά γνωρίσει τόν ἄπειρο καί ἄναρχο. Τά ἴδια ἔλεγε ὁ ῎Αρειος καί γιά τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
᾿Επίκεντρο τῆς διδασκαλίας ἦταν –ὅπως βλέπουμε– ἡ ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Λόγου. ῾Ο ῎Αρειος δέν μποροῦσε νά δεχτεῖ δύο ἀγέννητα. Σ᾿ αὐτό τόν ἐμπόδιζαν οἱ φιλοσοφικές προκαταλήψεις του. ᾿Αγέννητος εἶναι μονάχα ὁ Θεός. ῞Ο,τι ἄλλο ὑπάρχει ἔξω ἀπό αὐτόν εἶναι ποίημα, κτίσμα δικό του στό χρόνο. Οὔτε ὁ Υἱός οὔτε τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξαιροῦνται ἀπό τόν κανόνα αὐτόν. ῾Ο Λόγος, ὡς δημιούργημα, εἶναι ἀπό τή φύση του ἀλλοιωτός καί τρεπτός. Δέν ἔχει σημασίαν ἄν εἶναι τό τελειότερο τῶν κτισμάτων. Σημασίαν ἔχει ὅτι εἶναι ξένος τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, περιορισμένος καί πεπερασμένος. Οἱ δοξασίες αὐτές κατέσκαβαν τίς βάσεις πάνω στίς ὁποῖες στηριζόταν τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως, ἐκθεμελίωναν τήν ᾿Εκκλησία, καί ἔκοβαν τίς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀκλόνητα χτισμένος στήν πέτρα τῆς πίστεως στή θεότητα τοῦ ἱδρυτῆ του.
῾Η Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε σθεναρά τόν ᾿Αρειανισμό. ῎Ας παρακολουθήσουμε τίς δογματικές διατυπώσεις της.

«Φῶς ἐκ φωτός».

᾿Αντιμετωπίζοντας τήν κακοδοξία τοῦ ᾿Αρείου περί ἑτερότητος οὐσίας μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ, ἡ Σύνοδος χρησιμοποιεῖ εἰκόνα παρμένην ἀπό τή φυσική ζωή, γιά νά τονίσει τήν ταυτότητα τῆς φύσεως τῶν δύο προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, τήν εἰκόνα τῆς ἀναμμένης δάδας (τοῦ κεριοῦ), ἀπό τό φῶς τῆς ὁποίας ἀνάβονται ἄλλες δᾶδες (ἄλλα κεριά). Τό παράδειγμα εἶναι πολύ ζωντανό, τό ἐχρησιμοποίησαν δέ πρίν ἀπό τή Σύνοδο οἱ ᾿Απολογητές. ῎Ετσι ὁ Τατιανός, στήν προσπάθειά του νά τονίσει, ὅτι ὁ Λόγος δέν προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα «κατ᾿ ἀποκοπήν», δηλαδή δέν μειώνει, δέν ἀφήνει γυμνή τή φύση τοῦ γεννήτορα (τό πρόβλημα τῶν σχέσεων Πατρός καί Υἱοῦ ἀπασχολοῦσε ἔντονα τή θεολογία πρό τῆς Νικαίας καί μάλιστα τούς ᾿Απολογητές), ἔφερε τό παράδειγμα τῆς  ἀναμμένης δάδας· «ὥσπερ γάρ ἀπό μιᾶς δᾳδός ἀνάπτονται μέν πυρά πολλά, τῆς δέ πρώτης δᾳδός διά τήν ἔξαψιν τῶν πολλῶν δᾳδῶν οὐκ ἐλαττοῦται τό φῶς, οὕτω καί ὁ λόγος προελθών ἐκ τῆς τοῦ πατρός δυνάμεως οὐκ ἄλογον πεποίηκε τόν γεγεννηκότα»121. Στή φράση «φῶς ἐκ φωτός» ἡ Σύνοδος ἐπικεντρώνει τή διδασκαλία της ὄχι στήν ἀμέριστη γέννηση τοῦ Λόγου (ὅπως ὁ Τατιανός), ἀλλά στήν ταυτότητα οὐσίας μεταξύ γεννήτορα καί γεννωμένου, πρᾶγμα πού ἀφοροῦσε κυρίως στήν κακοδοξία τοῦ ᾿Αρείου. ῞Οπως δηλαδή τό φῶς τῆς δάδας πού προέρχεται ἀπό τό φῶς μιᾶς ἄλλης δάδας, εἶναι ἀπαράλλακτα τό ἴδιο μέ τό φῶς ἐκείνης, ἔτσι καί ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι ἀπαράλλακτα ἴδια μέ τή φύση τοῦ γεννήτορα. Δέν εἶναι φύση ἀλλότρια, ξένη. Εἶναι μία καί ἡ αὐτή ὑπάρχουσα στά δύο πρόσωπα (Πατέρα καί Υἱόν), ὅπως ἕνα εἶναι καί τό φῶς πού ὑπάρχει στίς δύο ἀναμμένες λαμπάδες.

«Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ».

Καί στή φράση αὐτή τονίζεται ἡ ἑνότητα φύσεως μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός πού προέρχεται ἀπό Θεόν ἀληθινόν. ῾Η οὐσία του δέν εἶναι ἄλλη σέ σχέση μέ τήν οὐσία τοῦ Πατρός. ῾Ο Υἱός δέν εἶναι Θεός ξένος, κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως ἐδίδασκαν οἱ εἰσηγητές τῆς θεωρίας τῆς ὑποταγῆς122. Οὔτε πάλιν εἶναι «ὅμοιος» ἤ «ὁμοιούσιος» πρός τόν Πατέρα, ὅπως θά διδάξουν ἀργότερα ἄλλες ἀποχρώσεις τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ. ᾿Αλλ᾿ εἶναι πραγματικός Θεός, πού προέρχεται ἀπό πραγματικό Θεό, χωρίς καμιά διαφορά νά ὑπάρχει στή φύση τοῦ ἑνός Θεοῦ. ῾Ο Υἱός, ὡς τέλειος Θεός, φέρει ὅλες τίς ἰδιότητες τοῦ Πατρός. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε τρεπτός οὔτε ἀλλοιωτός. Τή θεότητά του δέν τήν ἔχει «κατά μετοχήν χάριτος», δέν εἶναι δηλαδή «θεοφόρος», ὅπως θεοφόροι ὀνομάζονται123 οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἐνοικεῖ μέ τή χάρη του ὁ Θεός. ῾Επομένως ὁ Υἱός γνωρίζει πλήρως τόν Πατέρα ὡς ἰσόθεος καί ἰσότιμος μέ αὐτόν, καί δέν τόν ἀγνοεῖ, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ ῎Αρειος. ᾿Αφοῦ δέ ὁ Υἱός εἶναι κατά πάντα ὅμοιος μέ τόν γεννήτορα, δέν μπορεῖ νά εἶναι κτίσμα, ποίημα αὐτοῦ. Εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός.

«Γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα».

Στήν προηγούμενη συνάφεια ἡ Σύνοδος ἔκανε λόγο γιά τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ, πού εἶναι ἡ ἐκ τοῦ Πατρός ἀΐδια γέννηση· «Τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων». Δηλαδή ὁ Υἱός γεννᾶται πρίν ἀπό τό χρόνο. ῾Επομένως ἡ ἐκ τοῦ Πατρός προέλευσή του δέν τοποθετεῖται σέ ὅρια χρονικά, ἀλλ᾿ εἶναι ἀΐδια, πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει χρονική ἀφετηρία καί ἀρχή. Τά ἀντίθετα ἀκριβῶς ἔλεγεν ὁ ῎Αρειος, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία ἐπικεντρώνετο στήν ἔγχρονη ἀρχή τοῦ Λόγου. ᾿Αφοῦ ὁ Υἱός, κατά τόν αἱρεσιάρχη, εἶναι κτίσμα, πρέπει νά ἔλαβε ἀρχή μέσα στό χρόνο. Δέν μποροῦσε νά ἦταν συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, διότι ἀλλιώτικα θά ἦταν Θεός ἀληθινός, ἰδέα πού λειτουργοῦσε σάν κόκκινο πανί στά μάτια τοῦ αἱρεσιάρχη. Γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε, ὅτι ὑπῆρχε καιρός πού δέν ἦταν στό εἶναι ὁ Υἱός καί δέν ὑπῆρχε προτοῦ δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα.
Μέ τή φράση της «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα» ἡ Σύνοδος πλήττει στήν καρδία της τήν ἀρειανική κακοδοξία. Διότι, ἄλλο εἶναι «γέννηση» καί ἄλλο εἶναι «ποίηση». ῾Η γέννηση φανερώνει τή θεοπρεπῆ προέλευση τοῦ Λόγου ἀπό τόν Πατέρα, τῆς ὁποίας τή φύση ἀγνοοῦμε. Λέγουμε δέ «θεοπρεπῆ», γιά νά τή διαστείλουμε ἀπό κάθε ἄλλη γέννηση πού παρατηρεῖται στά ὑλικά δημιουργήματα. Εἶναι γέννηση ὑπερφυής καί ἀκατάληπτη, τή
φύση τῆς ὁποίας γνωρίζει μόνον ὁ Τριαδικός Θεός. ῾Η ποίηση ἐξ ἄλλου εἶναι πρᾶγμα τελείως διαφορετικό. Εἶναι δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός. Καί αὐτή βέβαια προέρχεται ἀπό τόν Θεό, κατά τρόπον ὅμως διαφορετικό. ῾Η γέννηση εἶναι κάτι ἀναγκαῖο στή θεότητα. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι προέλευση ἐσωτερική, ἀΐδια καί ἄχρονη. Δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Πατήρ, πού νά μή γεννᾶ τόν Υἱόν. «῞Αμα Πατήρ ἅμα καί Υἱός». ῎Εγχρονη γέννηση τοῦ Λόγου εἶναι κάτι ἀντιφατικό στή θεότητα, πού τελικά καταστρέφει τήν ἴδια τή φύση της. ῾Η ποίηση ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι πράξη πού τελεῖται ἔξω ἀπό τή φύση τοῦ Θεοῦ, παρά τό γεγονός ὅτι καί αὐτῆς ὁ λόγος βρίσκεται μέσα στή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀποτελεῖ ἐσωτερική ἀνάγκη στή θεότητα, δέν ἀναβλύζει ἀπό τό ἐσωτερικό βάθος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ εἶναι προϊόν τῆς θείας βουλῆς. ῎Αν θέλει ὁ Θεός, δημιουργεῖ τά ὅντα. ῎Αν ὄχι, αὐτά δέν θά ἔλθουν εἰς τό εἶναι. Γι᾿ αὐτό καί τά φυσικά ὄντα ἔχουν χρονική ἀρχή. ᾿Αρχίζουν νά ὑπάρχουν ἀπό τή στιγμή πού τά φέρνει στό εἶναι ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. ῾Η διαφορά εἶναι ἐξόφθαλμη στούς δύο αὐτούς τρόπους ὑπάρξεως. Τό σημεῖο αὐτό ἦταν καίριο στή συζήτηση μέ τούς ᾿Αρειανούς, γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες δέν παρέλειπαν νά τονίζουν τή διαφορά αὐτή, διαστέλλοντας τήν ἄχρονη καί φυσική γέννηση τοῦ Λόγου ἀπό τόν Πατέρα, ἀπό τήν ἔγχρονη προέλευση τῶν κτισμάτων ἀπό τή θεία του ἐνέργεια.

«῾Ομοούσιον τῷ Πατρί».

῾Η φράση αὐτή ὑπῆρξε φράση κλειδί στόν ἀγῶνα τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἐναντίον τῆς ἀρειανικῆς κακοδοξίας. ῾Η Σύνοδος τή δανείστηκε ἀπό τό λεξιλόγιο τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας124, διότι σ᾿ αὐτήν εὕρισκε ὅρο πού μποροῦσε, ὅσο γίνεται καλύτερα, νά ἐκφράσει τό μυστήριο τῆς πίστεως σχετικά μέ τή γέννηση καί τή σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα. ῾Ο Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», δηλαδή ἔχει ἀκριβῶς τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί ὄχι ἄλλην πού νά μοιάζει μέ αὐτήν. Στή φράση «ὁμοούσιος» συνοψίζεται θαυμάσια ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Μέ αὐτήν κόβονται στή ρίζα τους οἱ κακοδοξίες τοῦ ᾿Αρείου, πού ἤθελε τόν Χριστό κτίσμα, ξένον καί ἀνόμοιον τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τό εἶναι στό χρόνο καί καταχρηστικῶς ὀνομάζεται Θεός, μετέχων «κατά χάριν» τῆς θεότητος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εὐσεβεῖς καί δίκαιοι ἄνθρωποι. Τό ὁμοούσιον ἀναδεικνύει τήν πληρότητα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἴσος τῷ Πατρί»125, δέν ὑπάρχει ἰδιότητα τοῦ Πατρός πού νά μήν τήν ἔχει καί αὐτός· ἔχει τήν αὐτή τιμή καί τήν αὐτή δόξα μέ τόν γεννήτορα καί εἶναι ἰσοδύναμος μέ αὐτόν πού ἀϊδίως τόν γεννᾶ. Θά λέγαμε ὅτι τό ὁμοούσιον εἶναι ἡ λυδία λίθος στή βάση τῆς ὁποίας ἐλέγχονται τόσο ἡ ἀλήθεια περί τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου, ὅσο καί ὅλες οἱ χριστολογικές καί τριαδολογικές κακοδοξίες, πού διαμορφώθηκαν ἀπό πολύ νωρίς γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας.

«Δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

῾Η φράση αὐτή στηρίζεται σέ ἀντίστοιχη φράση τοῦ τετάρτου Εὐαγγελίου· «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο»126, τήν ὁποίαν ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής συνδέει μέ τή θεότητα καί τήν ἄχρονη προέλευση τοῦ Λόγου ἀπό τόν Πατέρα· «᾿Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος»127. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά πλάσει μόνος του καί ἀπ᾿ εὐθείας τά ὄντα, λόγῳ τῆς ἀπολύτου ὑπερβατικότητος τῆς φύσεώς του καί τῆς ἐντεῦθεν ἀδυναμίας του νά ἔλθει σέ ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τόν αἰσθητό κόσμο, ὅπως ἐδίδασκαν οἱ ἰδεοκρατικοί φιλόσοφοι. ῾Η δημιουργική μεσιτική ἐνέργεια τοῦ Λόγου δέν τόν ἀποχωρίζει ἀπό τόν Πατέρα, πρῶτα λόγῳ ἑνότητος φύσεως καί ἔπειτα λόγῳ ἑνότητος βουλῆς καί ἐνέργειας, πού τίς ἔχει κοινές μέ τόν Πατέρα (καί μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον).
Τή διά τοῦ Λόγου δημιουργία τῶν ὄντων, σ᾿ ἕνα διαφορετικό βέβαια βάθος, ἐγνώριζε καί ἡ ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ὁποίαν –ὡς φαίνεται– εἶχεν ὑπόψει του ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής. ῾Η φιλοσοφία ὅμως ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ, δυνάμει τῆς ὁποίας οὗτος εἶχεν ἀνάγκην ἀπό ἐνδιάμεσα ὄντα (πλατωνικές ἰδέες) γιά νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τόν αἰσθητό κόσμο. ᾿Ανάλογη ἰδέα ἀπαντᾶμε καί σέ κείμενα ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων (κυρίως τῶν ᾿Απολογητῶν) μέ τή μορφή τῆς διδασκαλίας περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου, γνωστήν ὡς διδασκαλίαν περί ἐνδιαθέτου καί προφορικοῦ Λόγου. Καί ἐνδιάθετος μέν εἶναι ὁ Λόγος ὡς ἀΐδια ἀπρόσωπη δύναμη πού ὑπάρχει ἐσωτερικά στόν Θεόν· προφορικός δέ, ὅταν γίνεται πρόσωπο, σύρεται δηλαδή ἔξω ἀπό τήν πρώτη του ἀπρόσωπη κατάσταση, ἐν ὄψει τῆς δημιουργίας καί μέ σκοπό νά χρησιμεύσει ὡς ὄργανο πραγματοποιήσεως τῆς δημιουργίας. ῾Η σχετική διδασκαλία τῶν ᾿Απολογητῶν εἶναι συγκεχυμένη. Τό βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ αἰώνια γέννηση τοῦ Λόγου δέν ἀμφισβητεῖται ἀπ᾿ αὐτούς, ἔτσι ὥστε νά ἐκτίθεται σέ κίνδυνο ἡ ἀπόλυτη θεότητά του.
᾿Ανάλογες ἰδέες υἱοθετοῦσαν τόσον ὁ Φίλων ὁ ᾿Ιουδαῖος ὅσο καί ὁ ῎Αρειος128.
Κατά τόν Φίλωνα τά στάδια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου εἶναι δύο. Κατά τό πρῶτον ὁ Λόγος ἀποτελεῖ ἰδιότητα ἀπρόσωπη συνυπάρχουσαν στόν Θεό, γίνεται δέ ὄν πραγματικόν (πρόσωπον), ὡς μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, μόνο κατά τήν εἴσοδό του στό δεύτερο στάδιο τῆς ὑπάρξεώς του διά τούς σκοπούς τῆς δημιουργίας. Κατά τό φιλόσοφο ὁ Θεός, ὅταν θέλησε νά δημιουργήσει τά ὄντα, προεξετύπωσε τό νοητό κόσμο, ὁ ὁποῖος ὡς τόπο του εἶχε τό Λόγο, διά τοῦ ὁποίου πλάστηκαν τά ὄντα.
Τά φιλώνεια διδάγματα ἐπανελάμβανε καί ὁ ῎Αρειος, ὁ ὁποῖος στή «Θάλειά» του ἔγραφε, ὅτι στήν ἀρχή ὑπῆρχε μονάχα ὁ Θεός, δέν ὑπῆρχαν δέ ἀκόμη ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία. Κατόπιν, ὅταν θέλησε νά μᾶς δημιουργήσει, ἐποίησεν «ἕνα τινά», τόν ὁποῖον ὀνόμασε Λόγον καί Σοφίαν καί Υἱόν, ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά δημιουργήσει τόν κόσμον.
Τόσο διά τόν Φίλωνα ὅσο καί διά τόν ῎Αρειο (ἀλλά καί διά τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Εὐαγγελιστή), τό ἐνδιάμεσο ἔργο τοῦ Λόγου εἶναι καθαρά ὑπουργικό. ῾Ο ῎Αρειος τό χαρακτηρίζει μέ τίς λέξεις «βοηθός», «συνεργός», «μεσίτης». ῾Ο δέ Φίλων χρησιμοποιεῖ τή λέξη «συνεργοί» γιά νά περιγράψει τίς δυνάμεις πού περιλαμβάνονται στό Λόγο, οἱ ὁποῖες πῆραν ἐντολήν ἀπό τόν Θεό νά δημιουργήσουν τό σῶμα καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου129.
Τή διπλή γέννηση τοῦ Λόγου ὅπως τήν ἐδίδαξαν οἱ ᾿Απολογητές, παρά τά ἐπιλήψιμα στοιχεῖα, τίς ἀσάφειες καί τούς κινδύνους πού ἐγκυμονοῦσε, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ἀπέρριπτε τήν αἰώνια γέννηση τοῦ Λόγου, δέν τήν κατεδίκασε ἡ ᾿Εκκλησία. Οὔτε καί τόν ῎Αρειο κατεδίκασε γιά τή διδασκαλία του αὐτήν. Τόν κατεδίκασε μονάχα ὅταν προέβη ἕνα βῆμα περαιτέρω, ἀρνήθηκε τήν αἰωνιότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου, τόν ὁποῖον δέχτηκε σάν τέλειο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβε τό εἶναι του στό χρόνο. Μέ ἄλλα λόγια, ἐπειδή ἀρνήθηκε τή θεότητα τοῦ Λόγου. Τά διδάγματα φυσικά τῶν ᾿Απολογητῶν, τά ὁποῖα υἱοθέτησαν καί ἄλλοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς (Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεύς), καί ἀφότου ἡ ᾿Εκκλησία ξεκαθάρισε ἐπίσημα τό πρᾶγμα στή βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Θεολόγου, δέν βρῆκαν περαιτέρω ἀνάπτυξη στή θεολογική γραμματεία τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.
Τόν ᾿Αρειανισμό ἀναθεμάτισε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος· «Τούς δέ λέγοντας ‘‘ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν’’, καί ‘‘πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν’’, καί ὅτι ‘‘ἐξ οὐκ ὄντων’’ ἐγένετο, ἤ ‘‘ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως’’ ἤ ‘όὐσίας’’ φάσκοντας εἶναι, ἤ ‘‘κτιστόν’’ ἤ ‘‘τρεπτόν’’ ἤ ‘‘ἀλλοιωτόν’’ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί ᾿Αποστολική ᾿Εκκλησία»130.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

101. Μέ μελανά χρώματα περιγράφει ὁ ψαλμωδός τήν καθολικήν ἀχρείωση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του· «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστιν ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰός ἀσπίδων ὑπό τά χείλη αὐτῶν, ὧν τό στόμα ἀρᾶς καί πικρίας γέμει· ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα· σύντριμμα καί ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καί ὁδόν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν» (Ψαλμ. 13,3).
102. Ρωμ. 7,14.
103. «᾿Εάν ἀνομίας παρατηρήσῃς Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμ. 129,3).
104. ῾Η περί σπερματικοῦ λόγου διδασκαλία εἶναι θεολογικό ἐπίτευγμα τοῦ ᾿Ιουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος. Μέ τή διδασκαλία του αὐτήν ὁ ᾿Ιουστῖνος ἤθελε νά τονίσει τό γεγονός, ὅτι πρίν ἀπό τήν ἔγχρονη σάρκωση τοῦ Λόγου οἱ ἄνθρωποι δέν ἦσαν ἐντελῶς ἄμοιροι τῆς θείας ἀλήθειας. Εἶχαν στίς ψυχές τους ἕνα εἶδος θείας ἀποκαλύψεως. Αὐτό γινόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ σπερματικοῦ λόγου. Τήν ὁρολογία ὁ χριστιανός φιλόσοφος δανείστηκε ἀπό τό φιλοσοφικό λεξιλόγιο τῆς Στοᾶς, χωρίς φυσικά νά υἱοθετήσει τό βάθος τῆς διδασκαλίας αὐτῆς καί κυρίως τόν πανθεϊστικό χαρακτῆρα της. ῾Ο σπερματικός λόγος, κατά τόν ᾿Ιουστῖνο, δέν εἶναι μόριο τοῦ καθολικοῦ Λόγου, οὔτε πάλιν μέρος τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς ψυχῆς. Εἶναι εἰδική ἐνέργεια τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία φωτίζει τήν λογική ψυχή (στήν ὁποίαν ἔχει ἀπήχημα συγγενές) στό νά στοχασθεῖ τήν ἀλήθεια. ῾Η ἐνέργεια τοῦ σπερματικοῦ λόγου συγκρινόμενη μέ τήν ἐνέργεια τοῦ καθολικοῦ Λόγου, εἶναι μερική, ἀμυδρή καί συνεσκιασμένη. Μοιάζει μέ τό φῶς τοῦ κεριοῦ σέ σύγκριση μέ τήν ἄπλετη φωτοχυσία τοῦ ἡλίου. Εἶναι δέ καί ἐπισφαλής, διότι στή διδασκαλία τῶν φιλοσόφων (στούς ὁποίους κυρίως ἐνεργεῖ ὁ σπερματικός λόγος) ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀνακατεμένη μέ τό ψέμα, πρᾶγμα πού ἐπιτείνει ἡ σκοτιστική ἐνέργεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. ῞Οσοι πρό Χριστοῦ ἔζησαν σύμφωνα μέ τό φωτισμό τοῦ σπερματικοῦ λόγου ἦσαν χριστιανοί «κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν» (Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η θεολογία τοῦ ᾿Ιουστίνου, φιλοσόφου καί μάρτυρος, καί αἱ σχέσεις αὐτῆς πρός τήν ἑλληνικήν φιλοσοφίαν. ᾿Αθῆναι, 1962. τοῦ αὐτοῦ· ῾Η ἱστορία τῶν Δογμάτων, Α´, μέρος δεύτερον. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1978, σ. 69 ἑξ.).
105. Γαλ. 4,4.
106. «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. ᾿Αθανάσιος).
107. «῞Ηπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα» (Κανών Μ. Σαββάτου, ᾿ῼδή Γ´. Δόξα Πατρί).
108. «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας» (᾿Εφ. 2,14).
109. Λουκ. 2,34.
110. 1 Κορ. 8,6.
111. 1 Τιμ. 2,5· «εἷς καί μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός ᾿Ιησοῦς».
112. ᾿Εφ. 4,5.
113. Ματθ. 7,15· «Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες». Βλ. καί, Ματθ. 24,11. 24. Μάρκ. 13,22. 1 ᾿Ιω. 4,1.
114. ᾿Αποκ. 1,8. 19,6. 21,22. 2 Κορ. 6,18.
115. «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο» (᾿Ιω. 1,2).
116. Πράξ. 3,13. 26. 4,27. 30.
167
117. Λουκ. 4,16· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με».
118. Πράξ. 13,33. ῾Εβρ. 1,5.
119. Βλ. Θεοφ. ᾿Αντιοχείας, Πρός Αὐτόλ. Β´, ΒΕΠ 5,27. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί δύο Λόγων θεωρία ἐν τῇ θεολογικῇ γραμματείᾳ τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἐν ΕΕΘΣ (᾿Επιστ. ᾿Επετ. Θεολ. Σχολῆς), τ. ΚΣΤ´ (1984), σελ. 103–118.
120. Βλ. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά δογματικά…, τ. Ι (1952), σ. 55 ἑξ.
121. ΒΕΠ 4,244–245. Περισσότερα· ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστ. Δογμάτων Α/2, σ. 76 ἑξ.
122. Σχετικά μέ τή διδασκαλία τοῦ ᾿Ιουστίνου βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ὑποταγῆς θεωρία ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ᾿Εκκλησίᾳ. ᾿Εν ᾿Αθήναις, 1961.
123. Γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος ᾿Ιγνάτιος, ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας.
124. ῞Οτι ἡ ᾿Εκκλησία δανειζόταν ὅρους ἀπό τό πνευματικό περιβάλλον τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς δέν εἶναι κάτι τό παράδοξο. ῾Ο Χριστιανισμός δέν ἀποσκορακίζει ὅ,τι εἶναι ἀληθινό στή θύραθεν σοφία καί φιλοσοφία, διότι καί αὐτές, ὡς προϊόν τοῦ λόγου καί τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάγονται ἔμμεσα στόν Θεό. ᾿Εκεῖνο πού ἀποδοκιμάζει εἶναι ἡ ἀναλήθεια καί τό ψεῦδος εἰς τά ὁποῖα εἶναι τόσο ἐπιρρεπές τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτό δέν φωτίζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Στήν ἱστορική ἀνέλιξή του τό χριστιανικό δόγμα δανείστηκε ἀπό τούς πνευματικούς θησαυρούς τοῦ ἐθνικοῦ περιβάλλοντος πολλά σχήματα λόγου καί μορφές, διά νά καταστήσει τό μήνυμά του προσιτότερο στόν πνευματικό καί ἰδεολογικό του περίγυρο καί νά προσελκύσει στήν πίστη τά καλλιεργημένα πνεύματα τῆς ἐποχῆς. ῾Η ἐπίδραση ὅμως αὐτή –καί κυρίως τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας πού ἦταν ἡ κυριώτερη ἐκδήλωση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος– ποτέ δέν ἄγγιξε τόν πυρῆνα τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος, ὥστε νά τό μεταπλάσει στή δική της ποιότητα, ὅπως παλαιότερα ἰσχυρίστηκαν πολλοί θεολόγοι τῆς Δύσεως (Αὶ. Ηὰἶὃὰὴὂ κ.ἄ.). ῏Ηταν πάντοτε ἐπίδραση περιφερειακή καί μορφολογική, τό ἐξωτερικό ἔνδυμα πού ἔπαιρνε κάθε φορά ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως θεία ἀλήθεια, διά νά κάνει εὐκολότερη τή διείσδυσή της στόν κόσμο. Καί ἐνῶ ἡ βαθύτερη οὐσία τοῦ δόγματος, ὡς ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ, μένει πάντοτε ἡ αὐτή μέσα στή διηνεκή ροή τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἡ μορφολογική του παράσταση καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον προσφέρεται κάθε φορά στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ νά ἐξελίσσεται ἱστορικά καί νά μεταβάλλεται ἀνάλογα μέ τίς ἰδέες καί τό περιεχόμενο τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος τῆς ἐποχῆς. Στή βάση αὐτή κατανοεῖται καί ἡ γενικότερη σχέση ῾Ελληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ καί ἰδιαίτερα ὁ λεγόμενος ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στήν καρδιά τοῦ πνεύματος καί τοῦ πολιτισμοῦ τῶν προηγμένων ἰδιαίτερα λαῶν.
125. «Οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ» (Φιλιπ. 2,6).
126. «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέν ὅ γέγονεν (᾿Ιω. 1,3).
127. ᾿Ιω. 1,1.
128. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν θεολογικῶν Σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί ᾿Αντιοχείας, ᾿Αθῆναι 1983, σ. 285 ἑξ.
129. ᾿Α. Θεοδώρου, ὅ.π., σ. 285.
130. ᾿Ι. Καρμίρη, μν. ἔργ., σ. 60.

Άρθρον Πρώτον
Άρθρον Δεύτερον
Άρθρον Τρίτον
Άρθρον Τέταρτον
Άρθρον Πέμπτον
Άρθρον Έκτον
Άρθρον Έβδομον
Άρθρον Όγδοον
Άρθρον Ένατον
Άρθρον Δέκατον
Άρθρον Ενδέκατον
Άρθρον Δωδέκατον
Οι Δέκα Εντολές και ο Νόμος της Χάριτος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

(c) orthodoxanswers.gr Το παρόν site είναι αφιερωμένο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην υπερευλογημένη Θεοτόκο.
Με την χάρη του Τριαδικού Θεού οι "Ορθόδοξες Απαντήσεις" βρίσκονται στο διαδίκτυο από το 2006.