ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Α’ Β’ Γ’ Δ’ Ε’ ΣΤ’ Ζ’ Η’ Θ’ Ι’ ΙΑ’ ΙΒ’ ΙΓ’ ΙΔ’ ΙΕ’ ΙΣΤ’ ΙΖ’ ΙΗ’ ΙΘ’ Κ’ ΚΑ’ ΚΒ’ ΚΓ’ ΚΔ’
- Πρωτότυπο Κείμενο
- Ερμηνευτική Απόδοση
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΑ’
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21
Τὸ δίλεπτον τῆς χήρας
1 Ἀναβλέψας δὲ εἶδε τοὺς βάλλοντας τὰ δῶρα αὐτῶν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον πλουσίους·
2 εἶδε δέ τινα χήραν πενιχρὰν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά,
3 καὶ εἶπεν· ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλεν·
4 ἅπαντες γὰρ οὗτοι ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον εἰς τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, αὕτη δὲ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῆς ἅπαντα τὸν βίον ὃν εἶχεν ἔβαλε.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος
5 Καί τινων λεγόντων περὶ τοῦ ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε·
6 ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται.
7 Ἐπηρώτησαν δὲ αὐτὸν λέγοντες· διδάσκαλε, πότε οὖν ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα γίνεσθαι;
8 Ὁ δὲ εἶπε· βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ ὁ καιρὸς ἤγγικε. Μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν.
9 Ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ᾿ οὐκ εὐθέως τὸ τέλος.
10 Τότε ἔλεγεν αὐτοῖς· ἐγερθήσεται ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν,
11 σεισμοί τε μεγάλοι κατὰ τόπους καὶ λιμοὶ καὶ λοιμοὶ ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ᾿ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται.
12 Πρὸ δὲ τούτων πάντων ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου·
13 ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον.
14 Θέσθε οὖν εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι·
15 ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν.
16 Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν,
17 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου·
18 καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται·
19 ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν.
20 Ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς.
21 Τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν,
22 ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα.
23 Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ,
24 καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν.
25 Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου,
26 ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται.
27 Καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς.
28 Ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν.
Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως
29 Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ δένδρα.
30 Ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν.
31 Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
32 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται.
33 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
34 Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη·
35 ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς.
36 Ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
37 Ἦν δὲ τὰς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν·
38 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὤρθριζε πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει ἀκούειν αὐτοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21
Τὸ δίλεπτον τῆς χήρας
1 Ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τοὺς πλουσίους νὰ βάζουν τὰ δῶρά τους εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον.
2 Εἶδε καὶ μίαν πτωχὴν χήραν νὰ βάζῃ ἐκεῖ δύο λεπτὰ
3 καὶ εἶπεν, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἡ χήρα αὐτὴ ἡ πτωχὴ ἔβαλε περισσότερα ἀπὸ ὅλους,
4 διότι ὅλοι αὐτοὶ ἔβαλαν ἀπὸ τὸ περίσευμά τους εἰς τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ αὐτὴ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της ἔβαλε ὅλα ὅσα εἶχε διὰ τὴν συντήρησίν της».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος
5 Ὅταν μερικοὶ ἔλεγαν διὰ τὸν ναὸν ὅτι εἶναι κοσμημένος μὲ ὡραίους λίθους καὶ ἀφιερώματα,
6 εἶπε, «Αὐτὰ ποὺ βλέπετε, θὰ ἔλθουν ἡμέρες ποὺ δὲν θὰ μείνῃ πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα ποὺ νὰ μὴ γκρεμισθῇ».
7 Ἐκεῖνοι ἐρώτησαν, «Διδάσκαλε, πότε λοιπὸν θὰ γίνουν αὐτὰ καὶ ποιό θὰ εἶναι τὸ σημεῖον, ὅταν πρόκειται νὰ γίνουν αὐτά;».
8 Αὐτὸς εἶπε, «Προσέχετε νὰ μὴ πλανηθῆτε, διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν, «Ἐγὼ εἶμαι» καὶ «Ὁ καιρὸς ἐπλησίασε». Μὴ τοὺς ἀκολουθήσετε.
9 Καὶ ὅταν ἀκούσετε πολέμους καὶ ἀκαταστασίες, μὴ φοβηθῆτε. Πρέπει πρῶτα νὰ γίνουν αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἀκολουθεῖ ἀμέσως τὸ τέλος».
10 Ὕστερα τοὺς εἶπε, «Θὰ σηκωθῇ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασίλειον ἐναντίον βασιλείου.
11 Θὰ γίνουν σεισμοὶ μεγάλοι κατὰ τόπους καὶ πεῖνα καὶ ἐπιδημίαι καὶ φοβερὰ φαινόμενα καὶ μεγάλα σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
12 Πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά, θὰ βάλουν τὰ χέρια ἐπάνω σας καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουν καὶ θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς φυλακάς, καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσουν εἰς βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου.
13 Αὐτὰ θὰ εἶναι γιὰ σᾶς εὐκαιρία διὰ νὰ δώσετε μαρτυρίαν.
14 Θυμηθῆτε λοιπὸν νὰ μὴ προετοιμάζετε τὴν ἀπολογίαν σας,
15 διότι ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω στόμα καὶ σοφίαν, πρὸς τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί σας δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν οὔτε νὰ ἀντείπουν.
16 Θὰ παραδοθῆτε δὲ καὶ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ θὰ θανατώσουν μερικοὺς ἀπὸ σᾶς
17 καὶ θὰ σᾶς μισοῦν ὅλοι ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου.
18 Ἀλλὰ δὲν θὰ χαθῇ οὔτε μιὰ τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι σας·
19 μὲ τὴν ὑπομονὴν σας θὰ κερδίσετε τὴν ζωήν σας.
20 Ὅταν δὲ ἰδῆτε νὰ κυκλώνεται ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ στρατούς, τότε νὰ ξέρετε ὅτι ἐπλησίασε ἡ ἐρήμωσίς της.
21 Τότε ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἂς φύγουν εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν πόλιν ἂς φύγουν ἔξω καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν ὕπαιθρον ἂς μὴ μποῦν εἰς τὴν πόλιν,
22 διότι ἡμέραι ἐκδικήσεως θὰ εἶναι αὐταί, διὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα τὰ γραμμένα.
23 Ἀλλοίμονον εἰς τὰς γυναῖκας ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας, διότι θὰ εἶναι δυστυχία μεγάλη εἰς τὴν χώραν καὶ ὀργὴ εἰς τὸν λαὸν τοῦτον.
24 Θὰ πέσουν ἐν στόματι μαχαίρας, θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτοι εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ καταπατῆται ἀπὸ ἐθνικούς, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν οἱ χρόνοι τῶν ἐθνικῶν.
25 Θὰ γίνουν σημεῖα εἰς τὸν ἥλιον, εἰς τὴν σελήνην καὶ εἰς τὰ ἄστρα καὶ εἰς τὴν γῆν ἀγωνία τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τὴν ἀμηχανίαν τους ἕνεκα τοῦ ἤχου καὶ τῆς ἀναταραχῆς τῆς θαλάσσης.
26 Θὰ λυποθυμοῦν ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν φόβον τους καὶ τὴν ἀναμονήν τῶν ἐπερχομένων εἰς τὸν κόσμον, διότι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν.
27 Καὶ τότε θὰ ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα σὲ σύννεφο μὲ δύναμιν καὶ δόξαν πολλήν.
28 Ὅταν ἀρχίσουν νὰ γίνωνται αὐτά, τότε κυττάξτε πρὸς τὰ πάνω καὶ σηκῶστε τὰ κεφάλια σας, διότι πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσίς σας».
Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως
29 Καὶ εἶπε μίαν παραβολήν: «Παρατηρῆστε τὴν συκιὰ καὶ ὅλα τὰ δένδρα.
30 Ὅταν ἤδη βλαστήσουν, βλέπετε καὶ καταλαβαίνετε μόνοι σας ὅτι πλησιάζει πιὰ τὸ καλοκαῖρι.
31 Ἔτσι καὶ ὅταν ἰδῆτε νὰ γίνωνται αὐτά, θὰ γνωρίζετε ὅτι εἶναι πλησίον ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
32 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτή, πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά.
33 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν.
34 Προσέχετε δὲ τὸν ἑαυτόν σας μήπως οἱ καρδιές σας γίνουν βαρειὲς ἀπὸ κρεπάλην καὶ μέθην καὶ ἀπὸ φροντίδες βιοτικὲς καὶ σᾶς ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ ἡμέρα ἐκείνη,
35 διότι θὰ ἔλθῃ σὰν παγίδα σ’ ὅλους ποὺ κάθονται εἰς ὅλην τὴν γῆν.
36 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, προσευχόμενοι πάντοτε διὰ νὰ καταξιωθῆτε νὰ ἀποφύγετε ὅλα αὐτὰ ποὺ μέλλουν νὰ γίνουν καὶ νὰ σταθῆτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου».
37 Τὴν ἡμέραν ἐδίδασκε εἰς τὸν ναόν, καὶ τὴν νύχτα ἔβγαινε καὶ διενυκτέρευε εἰς τὸ ὄρος, τὸ ὀνομαζόμενον Ἐλαιῶν·
38 καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐρχότανε ἀπὸ τὸ πρωΐ πρὸς αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν διὰ νὰ τὸν ἀκούῃ.