Κατ’ αρχήν είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε την έννοια του «αγαπημένου» λαού. Το ότι ο Θεός χρησιμοποίησε ένα λαό στο σχέδιο της σωτηρίας της ανθρωπότητας δε σημαίνει ότι δεν αγαπούσε τους άλλους λαούς. Αντίθετα, χρησιμοποιεῖ ένα λαό για την «συστηματικότερη» εφαρμογή του σχεδίου της σωτηρίας όλων των άλλων. Μοιάζει με την προσπάθεια του καλλιεργητή που ξεχωρίζει κάποιο μικρό και προστατευμένο χώρο στο χωράφι του για να σπείρει και να καλλιεργήσει εκεί τα νέα φυτά, τα οποία αργότερα θα μεταφυτεύσει. Δε σημαίνει ότι στην πρώτη φάση της καλλιέργειας αγνοεί το υπόλοιπο χωράφι. Αντίθετα, πράττει έτσι για το καλό της σοδειάς. Κάπως έτσι κινείται και ο Θεός για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Η ιστορία, όμως, δεν αρχίζει με την επιλογή ενός λαού, αλλά με την επιλογή ενός προσώπου, του Αβραάμ, που εξαιτίας της πίστης του διακρίνεται μέσα από ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Προηγουμένως, ο Θεός δεν «έκρυψε» τον εαυτό του από τους ανθρώπους. Όπως φαίνεται από τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, οι άνθρωποι μετά την έκπτωσή τους από τον παράδεισο επιλέγουν να απομακρυνθούν από το Θεό, και μάλιστα επιδιώκουν –σε μια κίνηση αλαζονείας- το κτίσιμο ενός μοναδικού οικοδομήματος ως έμβλημα της δύναμής τους, το γνωστό πύργο της Βαβέλ που κατέληξε σε αποτυχία της ολοκλήρωσής του. Μετά από το περιστατικό με το Νώε και τον κατακλυσμό δεν παρουσιάζεται κανένα άλλο πρόσωπο στη Βίβλο που να έχει γνώση του αληθινού Θεού και η ανθρωπότητα φαίνεται να απομακρύνεται εντελώς από κοντά του. Έτσι ο Θεός επιλέγει τον ευλαβή ειδωλολάτρη Αβραάμ που κατοικεί στη Μεσοποταμία, στην πόλη Ούρ, μια πόλη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λόγω των σύγχρονων αρχαιολογικών ευρημάτων, και του αποκαλύπτεται. Ο Αβραάμ δεν είναι «Εβραίος». Δεν είναι καν παλαιστίνιος. (Η Ουρ απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από την χώρα του Ισραήλ). Η ανταπόκρισή του στο κάλεσμα του Θεού τον κάνει να αφήσει την πατρίδα του και τους συγγενείς του. Ο γιος του Ισαάκ και ο εγγονός του Ιακώβ, που ονομάστηκε Ιούδας, είναι αυτοί που συνεχίζουν μια όμοια προσωπική σχέση με το Θεό. Μέχρι τότε το θέμα της αποκάλυψης του Θεού αφορά ουσιαστικά μία οικογένεια. Ο Ιουδαϊκός λαός, από απλή οικογένεια πού ήταν, διαμορφώνεται με το πέρασμα των χρόνων στο Αιγυπτιακό περιβάλλον, μετά την μετακόμιση του Ιακώβ με τα παιδιά του και τις οικογένειές τους εκεί. Με τη γνωστή ιστορία του Φαραώ και του Μωυσή, ο Εβραϊκός λαός αποκτά εθνική συνείδηση και υπόσταση μετά την απομάκρυνσή του από την Αίγυπτο, όταν αναζητά, με την καθοδήγηση του Θεού, πατρίδα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν είναι σωστό να μιλούμε για «επιλογή» λαού που προϋπήρχε –οπότε αυτό πιθανόν να άφηνε περιθώρια υποτίμησης άλλων λαών- αλλά για «κατασκευή» νέου λαού που εξυπηρετεί το σχέδιο του Θεού. Για αυτό και ονομάστηκε «περιούσιος», ανήκει στο Θεό, αποτελεί κτήμα του. Εννοείται πως στο μεταξύ οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να εντάσσονται στο λαό αυτό, όπως π.χ. συνέβη με τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα, που μάλιστα καταγράφηκε και στο γενεαλογικό δέντρο του Χριστού. Παρόλα αυτά, στην Παλαιά Διαθήκη είναι έντονο το στοιχείο της αναγνώρισης μεν της δύναμης του Θεού του Ισραήλ –όταν οι συγκυρίες φέρνουν τους λαούς κοντά, χωρίς αυτό να οδηγεί τους ειδωλολάτρες σε άρνηση της πίστης στους δικούς τους θεούς. Το θέμα αυτό, όμως, σχετίζεται κυρίως με την γενικότερη θρησκευτική αντιληπτική ικανότητα της ανθρωπότητας και την αντίστοιχη ωριμότητα των ανθρώπων της εποχής.