Τα τελευταία γεγονότα της δημόσιας δράσης του Ιησού – Η είσοδος στα Ιεροσόλυμα (Ιω. 12,1-18)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς, χωρίς να λογαριάσει ο Χριστός τον κίνδυνο από το μίσος εναντίον Του των αρχιερέων και Φαρισαίων, εξαιτίας ακριβώς τής εκ νεκρών εγέρσεως του Λαζάρου. Πήγε εκεί να δει τους φίλους Του τους οποίους αγαπούσε, και για να τους αποχαιρετήσει, γιατί γνώριζε πως σε λίγο θα τους αποχωριζόταν. Ετοίμασαν λοιπόν εκεί για χάρη Του δείπνο. Ο Χριστός κάθεται ανάμεσα στον Σίμωνα τον λεπρό (Μκ. 14,3/ Μθ. 26,6), τον οποίον είχε θεραπεύσει, και στον Λάζαρο, τον οποίον γύρισε από τον άλλο κόσμο. Οι αποδείξεις λοιπόν της θεότητας και παντοδυναμίας Του είναι ολοφάνερες στους μη εθελοντικά τυφλούς. Η Μάρθα, αδελφή του Λαζάρου, υπηρετούσε από αγάπη προς τον Θεάνθρωπο και με κόπο (μεγάλος ο μισθός όσων πράττουν το ίδιο, σε οποιαδήποτε διακονία κι αν είναι), ενώ τον Λάζαρο, που παρακαθόταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο, έβλεπε ο κόσμος που είχε απ’ έξω συγκεντρωθεί ότι δεν ήταν φάντασμα, αφού μιλούσε και έτρωγε.
Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα ανόθευτης και γνήσιας νάρδου (ινδικό φυτό με γλυκύτατη οσμή) κι άλειψε από ευγνωμοσύνη τα πόδια του Ιησού, αφού πρώτα έριξε και επί την κεφαλήν Του (βλ. και Ματθ. & Μάρκ.), θεωρώντας Τον Δεσπότη και Κύριο. Χωρίς να ενδιαφέρεται για τη σπατάλη, και τιμώντας τον Χριστό όσο περνούσε από το χέρι της, έριξε μεγάλη ποσότητα στα πόδια του Ιησού, ως να έπλενε αυτά σε λουτρό. Δεν δίστασε μάλιστα να λύσει τα μαλλιά της (ήταν μεγάλη ντροπή για μια γυναίκα τότε) και με δημόσια ταπεινωτική ενέργεια (η πραγματική αγάπη δεν ντρέπεται να εκτεθεί, αλλά στην ουσία θυσιάζεται) να σκουπίσει με αυτά τα πόδια του Κυρίου. Όλο το σπίτι γέμισε τότε με την ευωδία του μύρου. Η τελευταία αυτή πληροφορία του ευαγγελιστή Ιωάννη υποδηλώνει τον αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων. Αλλά ακόμη μάς οδηγεί στο να αντιληφθούμε πόση ευωδία θα εξέχεε το ίδιο το σώμα του Ιησού, και όσο ακόμη ζούσε επί της γης, αφού Εκείνος είναι η πηγή της ακτίστου και αρρήτου ευωδίας των λειψάνων των αγίων, και εν Σώματι ήταν εξάλλου ο κατεξοχήν ναός του Αγίου Πνεύματος. Το γεγονός της μύρωσης του Χριστού από την Μαρία επισημαίνει ακόμη πως η ευχαριστία προς τον Θεό για παρελθούσες ευεργεσίες Του, ή γι’ Αυτόν τον Ίδιο και μόνο, είναι ανώτερη και λιγότερο εγωιστική και ιδιοτελής προσευχή-πράξη από την ζήτηση μελλοντικών ευεργεσιών.
Λέγει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, συμπαρασύροντας προφανώς και άλλους μαθητές του Ιησού (Μθ. 26,8/ Μκ. 14,4= και οι καλύτεροι των ανθρώπων μπορούν να παρασυρθούν, αν δεν υπάρχει εγρήγορση και επαγρύπνηση), αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: “Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;” Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτόν του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Να πούμε εδώ πως η οικονομική κατάσταση του Ιησού και των μαθητών Του αποτελείτο από προσφορές τρίτων, το περίσσευμα των οποίων μοίραζαν στους φτωχούς, αφού κρατούσαν μόνο τα αναγκαία προς το ζην. Έκαναν έτσι πράξη τη θεολογική και φιλοσοφική αλήθεια ότι «η Ύπαρξη (το ίδιο το όν) είναι κατά πολύ ανώτερη από το έχειν και κατέχειν». Τα παραπάνω λόγια του Ιούδα δείχνουν ότι πολλές φορές σατανικοί στόχοι ντύνονται με το πανωφόρι φιλανθρωπικών πράξεων, για να κινούνται ύπουλα και αθόρυβα. Και επίσης πως οι χειρότεροι άνθρωποι (όπως ο προδότης Ιούδας) μπορούν να βρεθούν στις καλύτερες θέσεις (όπως η θέση του μαθητή του Κυρίου), γι’ αυτό απαιτείται και αγιο-πνευματική διάκριση, αφού άλλωστε ο σατανάς μετασχηματίζεται για να παραπλανήσει ακόμη και σε άγγελο φωτός.
Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη. Αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντα». Ο Κύριος ελέγχει στο σημείο αυτό όχι τον σκοπό του Ιούδα (δηλαδή το συμφέρον και την κλοπή) αλλά τα λόγια του, αφήνοντας έτσι περιθώρια για να μετανοήσει. Είναι απαραίτητο λοιπόν να μην εκθέτουμε με το παραμικρό συνανθρώπους μας, αλλά να αποσκοπούμε στη διόρθωση και μεταμέλειά τους. Έπειτα, αυτό που είπε ο Χριστός είναι μια εκ νέου γνωστοποίηση, και προετοιμασία όλων όσοι άκουσαν, για το μαρτύριό Του που πλησίαζε πολύ, και στην ουσία τούς λέει πως «η Μαρία από τώρα άρχισε να εφαρμόζει τα νεκρικά έθιμα για την κηδεία μου, που θα επακολουθήσει πολύ σύντομα». Αυτό για τους φτωχούς που τους είπε ο Χριστός, καθιστά προσεκτικούς τους χριστιανούς στο να έχουμε διάκριση και να μην υποτιμούμε τα πνευματικά εις βάρος των υλικών αγαθών. Η Εκκλησία οφείλει επιπλέον να μην μετατρέπεται σε φιλανθρωπικό κοσμικό σωματείο, ξεπέφτοντας έτσι του σκοπού της, που είναι η άφεση των αμαρτιών και η λύτρωση-αγιασμός των ανθρώπων.
Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως (που είχαν για διδασκάλους τούς άρχοντες των Ιουδαίων) έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν, όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς (δεν αποκλείεται κάποιοι ίσως και από περιέργεια, για να μάθουν πως είναι η ζωή μετά θάνατον). Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν (εννοείται μετά από συσκέψεις, άρα γνώριζαν επομένως καλά τι έκαναν) να σκοτώσουν και το Λάζαρο (πρώτοι σίγουρα οι Σαδδουκαίοι, που αρνούνταν την ανάσταση των νεκρών), επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού. Ήσαν επομένως οι αρχιερείς και Φαρισαίοι επαναστάτες κατά του θελήματος του Θεού, διότι:
(α) Αν και ο Θεός θέλησε να ζήσει εκ νέου ο Λάζαρος, εκείνοι σκόπευαν να τον φονεύσουν, επειδή αποσκοπούσαν στο ότι οι φονευθέντες δεν ανίστανται πλέον, και
(β) Αν και γνώριζαν την πλήρη αθωότητα, τα μοναδικά θαύματα και το μεγαλείο του Ιησού, σκόπευαν να τον θανατώσουν, εναντιωμένοι στα σωτήρια σχέδια και τη Χάρη του Υψίστου.
Την άλλη ημέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα (είχε αναχωρήσει για λίγο ώστε να προσευχηθεί και να προστατεύσει δια της απουσίας Του τους μαθητές, και την φιλική Του οικογένεια, από την άδικη οργή εναντίον Του), πήραν κλαδιά φοινικιάς (σύμβολα νίκης) και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν (στην ιστορία, ο λαός συνήθως κατέχει την αλήθεια, όχι οι άρχοντες και εξουσιαστές), κραυγάζοντας: “Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!”. Τον αναγνώριζαν επομένως, εν καρδιακή συμφωνία, ως τον αναμενόμενο Μεσσία και ως περισσότερο από προφήτη. Τα λόγια που αναφωνούσαν προέρχονται από τον μεσσιανικό ψαλμό 117 (στ. 26,27,29). Ο ίδιος ψαλμός προφητεύει ότι «η πέτρα που οι οικοδόμοι παραπέταξαν (ο Ιησούς Χριστός), έγινε το σημαντικότερο αγκωνάρι (θεμέλιο) (στ. 22). Επίσης, στον χριστολογικό ψαλμό 109 αναγράφεται περί του Μεσσίου: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου (ο Πατέρας στον Υιόν Του): Κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από την εξουσία σου. Απ’ τη Σιών θα στείλει ο Κύριος της εξουσίας σου το σκήπτρο. Δέσποζε στους εχθρούς σου ανάμεσα. Σ’ ακολουθεί ο λαός σου εθελοντικά (οι πιστοί πλέον), όταν τους προσκαλείς ν’ αγωνιστούνε (τον καλόν αγώνα της αρετής)… τα παλικάρια σου τριγύρω σου συνάζονται (η Εκκλησία Του)… Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ (ο Ιησούς= αρχιερέας εις τον αιώνα) …» (1-4).
Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Αλαλάξτε από χαρά, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Νάτος, ο βασιλιάς σας, Έρχεται. Είναι δίκαιος και σώζει. Είναι πράος, και κάθεται πάνω σε γαϊδούρι, σ’ ένα πουλάρι, γέννημα υποζυγίου… θα συντρίψει τα τόξα τα πολεμικά και θα εγκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στα έθνη. Η εξουσία του θ’ απλώνεται … ως τις άκρες της γης» (Ζαχαρίας 9,9-10). Ο Χριστός επιπλέον λέγει: «Ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω. Σηκώστε πάνω σας το ζυγό μου… γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και οι ψυχές σας θα βρουν ξεκούραση. Γιατί ο ζυγός μου είναι απαλός, και το φορτίο μου ελαφρό» (Μθ. 11,28-30). Άλλωστε η πραγματική αγάπη διώχνει τον φόβο και φέρνει την χαρά. Χειρότεροι είναι βέβαια οι φόβοι εκ της απιστίας, διότι δεν τελειοποιούν την ύπαρξη, οδηγούν πολλές φορές σε κατάθλιψη και απελπισία, και απομακρύνουν από το νόημα της ζωής. Ο Χριστός, τέλος, έρχεται βραδέως στη ζωή της ανθρωπότητας, όπως αργά βαδίζει ένα πουλάρι, αλλά με σίγουρα-σταθερά βήματα και κομίζων τον στέφανο της νίκης, σε όσους ταπεινώνονται, αγαπούν, και θυσιάζονται υπέρ της του κόσμου ζωής, όπως Εκείνος μάς υπέδειξε.
Τα παραπάνω δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές Του. Όπως και το άλλο προφητικό, που είπε πριν σταυρωθεί και εκτελεστεί: «Γκρεμίστε τον ναό αυτόν και σε τρεις μέρες ΕΓΩ θα τον ανοικοδομήσω», εννοώντας τον τριήμερο σωματικό θάνατο και την ένδοξη έγερσή Του, αλλά και τη θεότητά Του (Ιω. 2,19). Όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε-αναλήφθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν και εννόησαν πνευματικώς (ιδίως μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του Αγίου Πνεύματος) τα πάντα, όλα όσα έγιναν και ειπώθηκαν, από την Παλαιά ήδη Διαθήκη, διότι περί Αυτού είχαν ειπωθεί και καταγραφτεί. Ό,τι εξάλλου είχε γραφτεί για εκείνον, αυτά και του έκαναν. Όλοι λοιπόν εκείνοι, που ήταν μαζί με τον Ιησού όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει (ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της αλήθειας των γεγενημένων). Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει (κόσμος πολύς, όταν άκουσε από τους αυτόπτες μάρτυρες τι ακριβώς έγινε), επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
- ‘Η Αγία Γραφή’, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 1997
- ‘Η Καινή Διαθήκη’, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
- ‘Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον’, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1990
Ορθόδοξες Απαντήσεις, 2014