Η Ευαγγελική Περικοπή της Κυριακής Ματθ. θ’ 1-8
Τω καιρώ εκείνω, εμβάς ο Ιησούς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν.
Βρισκόμαστε στην χρονική στιγμή, όπου ο Χριστός, πέρασε από την πόλη των Γεργεσηνών στην «ιδίαν πόλιν». (Γέργεσα ή Γέρασα: Παραθαλάσια πόλη, στο ανατολικό μέρος της Τιβεριάδος). Ιδίαν πόλιν την ονομάζει ο Ευαγγελιστής, επειδή εκεί ήταν η κατοικία του, όπως μας λέει και αλλού (Και καταλιπών την Ναζαρέτ, έλθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν – Μτθ, δ,13).
Και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επι κλίνης βεβλημένον, και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ» θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.
Αμέσως λοιπόν μόλις πάτησε το πόδι του στην Καπερναούμ, του έφεραν μπροστά του, έναν ανάπηρο άνθρωπο, εντελώς παραλυτικό. Γιατί, αν μπορούσε έστω και λίγο να κινηθεί, θα ερχόταν μόνος του ή με μικρή έστω βοήθεια και δεν θα τον μετέφεραν άλλοι, πάνω σε φορείο ξαπλωμένο.. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν παντελώς ανάπηρος. Και δεν μπορούσε να σηκωθεί μόνος του από το κρεβάτι, αλλά ούτε και άλλος μπορούσε να τον σηκώσει και υποβασταζόμενος να κινηθεί. Για αυτόν τον λόγο τον έφεραν ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι, μπροστά στον Ιησού. Ο Χριστός «είδε» την πίστη αυτών, δηλαδή και του παραλυτικού και των συνοδών αυτού. Χρησιμοποιεί λοιπόν πληθυντικό αριθμό, για να δείξει ότι όχι μόνο ο παράλυτος πίστευε, αλλά και εκείνοι που κρατούσαν το φορείο-κρεβάτι. Οι συνοδοί μπορεί να ήταν συγγενείς του παράλυτου ή γείτονες ή φίλοι ή άλλοι ευσπλαχνικοί άνθρωποι.. Αυτά λοιπόν τα πράγματα φανέρωναν την πίστη τους και την πίστη του παραλύτου. Γιατί αν ο παράλυτος δεν πίστευε, δεν θα τον ονόμαζε ο Ιησούς Χριστός «τέκνον». Αν οι συνοδοί δεν πίστευαν, δεν θα μετέφεραν με τόση προθυμία, αγνοώντας κόπο και δυσκολίες για κάτι που ήταν άνευ ουσίας. Για τον λόγο αυτό λέει στον παραλυτικό: «Τέκνον, μη φοβάσαι, έχε θάρρος γιατί αυτή την ώρα σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Από αυτά τα λόγια συμπεραίνουμε και κάτι άλλο: Ότι ο παράλυτος, όχι μόνο πίστευε, αλλά μετανόησε και από τις αμαρτίες του. Γιατί κανείς άπιστος δεν καλείται «τέκνον» και κανείς αμετανόητος δεν λαμβάνει «άφεσιν αμαρτιών». Η πίστη λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης δίνει το της υιοθεσίας χάρισμα και κάνει τον άνθρωπο τέκνον Θεού. (Ιωαν., 1,12) Και βεβαίως η αληθινή μετάνοια φέρνει ευθύς την άφεση των αμαρτιών.
Από το γεγονός ότι ο Χριστός πρώτα ιάτρευσε την ψυχή του παραλύτου και έπειτα το σώμα του, μαθαίνουμε ότι από τις αμαρτίες μας πολλές φορές ασθενούμε, και, ότι με την μετάνοια εξαλείφοντας τις αμαρτίες μας, λαμβάνουμε και την ίαση του σώματος.
Και ιδού τινές των γραμματέων είπον εν εαυτοίς: ούτος βλασφημεί.
Σκέφτηκαν αμέσως οι φιλοκατήγοροι γραμματείς ότι αυτός αρπάζει την εξουσία του Θεού και κάνει τον εαυτό του Θεό. Το σκέφτηκαν, το συλλογίστηκαν, δεν τόλμησαν να το ξεστομίσουν.
Και ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν. ίνα τί υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών;
Εδώ ας προβληματιστούμε και ας είμαστε προσεκτικοί. Μόνο ο Θεός, βλέπει τους διαλογισμούς των ανθρώπων. Αυτός μόνος διακρίνει τις ενθυμήσεις μας. Και τις καλές και τις κακές. Είναι αυτό που λέει ο ψαλμωδός: «Ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός» (Ψαλμ 7,9). Ενστάζει τον θείο φόβο στις ψυχές μας και μας πείθει να απέχουμε όχι μόνο από πονηρές πράξεις αλλά και από κάθε πονηρό λογισμό. Έτσι και εδώ ο Χριστός ξεμπροστιάζει τους διαλογισμούς των γραμματέων και αμέσως τους λέει:
Τί γάρ εστιν ευκοπώτερον, ειπείν, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και περιπάτει;
Γραμματείς, λέει, εσείς σκέφτεστε, ότι εγώ βλαστήμησα, διότι ως μη έχων θεϊκή εξουσία είπα προς τον παράλυτο: «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Για πείτε μου λοιπόν, τι είναι ευκολότερο, η συγχώρεση των αμαρτιών ή το να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να περπατήσει ένας άνθρωπος εντελώς παράλυτος; Σε αυτήν την ερώτηση δεν απάντησαν καθόλου οι γραμματείς. Είναι φανερό ότι εκείνος που μπορεί με ένα του λόγο να θεραπεύσει τον παράλυτο, εκείνος έχει θεϊκή δύναμη. Και όποιος έχει θεού δύναμη, εκείνος μπορεί και να συγχωρέσει αμαρτίες. Το πρώτο, (η θεραπεία), είναι έργο της παντοδυναμίας του Θεού, το δεύτερο, (συγχώρηση αμαρτιών), είναι έργο της άπειρης ευσπλαχνίας του.
Ίνα δέ ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επι της γής αφιέναι αμαρτίας τότε λέγει τω παραλυτικώ, εγερθείς άρόν σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκόν σου.
Η άφεση των αμαρτιών είναι πράγμα αόρατο. Την θεραπεία του παραλυτικού την βλέπει ο καθένας οφθαλμοφανώς. Επομένως ο παντοδύναμος Ιησούς Χριστός αποδεικνύει την θεϊκή και αόρατη εξουσία του με την ορατή και αισθητή θεραπεία του παραλύτου και κάνει το ορατό σε όλους θαύμα, απόδειξη της αοράτου δωρεάς του.
Ας προσέξουμε και την ταπείνωσή του: Μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, ονομάζοντας τον εαυτό του «υιό ανθρώπου», επειδή γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία.
Ας δούμε και κάτι άλλο. Δεν είπε ότι έλαβε εξουσία ή ότι του δόθηκε εξουσία, αλλά ότι: α) έχει την εξουσία, γιατί είναι Θεός, ομοούσιος με τον Πατέρα β) ότι οι αμαρτίες μας συγχωρούνται εδώ στην γη, στην παρούσα ζωή και όχι στην μέλλουσα και, γ) ότι για να αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο, διέταξε τον παράλυτο να πάει αμέσως πίσω στο σπίτι του.
Και εγερθείς απήλθεν εις τον οίκον αυτού.
Και όμως απίστευτο! Ο πριν κατάκοιτος, «εγερθείς απήλθεν». Ο παράλυτος κινείται ο ακίνητος σηκώνει το κρεβάτι του, ο ανήμπορος βαστάζει τον εαυτό του και το βάρος του κρεβατιού του και περπατάει προς το σπίτι του. Και ποιος άλλος «δύναται ποιήσαι ταύτα ειμή ο Θεός;» (Μαρκ. 2,12)
Ιδόντες δέ οι όχλοι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις.
Οι όχλοι λέει ο Ευαγγελιστής …απλώς εθαύμασαν και έδωσαν δόξα στον Θεό. Δηλαδή, νόμισαν τον Χριστό απλά ως άνθρωπο θαυματουργό στον οποίο άνθρωπο έδωσε εξουσία ο Θεός. Ατελής δηλαδή η πίστη του περιεστώτα όχλου. Ίσως όμως ακόμα και αυτή η ατελής πίστη, να τους οδήγησε μετέπειτα στο να πιστέψουν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος.
Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 1ος, σελ. 195 – Έκδοσις 1840)
Επεξεργασία, μεταφορά σε απλή γλώσσα, τονισμοί : Ορθόδοξες Απαντήσεις, Ιούλιος 2015
όλα θιαυμάσια.