Τῷ αὐτῷ μηνί H΄, μνήμη τῆς Ὁσίας μητρός ἡμῶν Πελαγίας τῆς ἀπό Ἑταιρίδων.
Αἴσχους πλυθεῖσα καί λιποῦσα τόν σάλον,
Πρός ὅρμον ἥκεις Οὐρανοῦ Πελαγία.
Ὀγδοάτῃ ὑπάλυξε βίου πέλαγος Πελαγία.
Αὐτή καταγόταν ἀπό τήν πόλι Ἀντιόχεια, καί ἀσχολεῖτο μέ τούς χορούς καί τά θέατρα καί ἦταν δημόσια πόρνη στην ἴδια πόλι. Ἔτσι ἀπό τήν διαβολική καί αἰσχρή αὐτή ἐργασία συγκέντρωσε ἀμέτρητο πλοῦτο. Αὐτή λοιπόν ἀφοῦ κατηχήθηκε μία φορά ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Νόννο, πού ἦταν ἄνδρας ἅγιος, καί μετανόησε θερμά γιά τά προηγούμενα πονηρά της ἔργα, βαπτίσθηκε. Ἀμέσως ἀποστρέφεται σάν σκύβαλα ὅλα τά καλά καί τερπνά τοῦ κόσμου. Καί, ἀφοῦ ντύθηκε τρίχινα φορέματα, δηλαδή ὑφασμένα ἀπό γίδινες τρίχες, καί μεταμορφώθηκε σέ ἄνδρα, πῆγε στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, χωρίς νά τήν ξέρη κανένας. Ἐκεῖ λοιπόν ἡ ἀείμνηστη, ἀφοῦ κλείσθηκε μέσα σέ ἕνα κελλί, πέρασε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκητικά καί θεάρεστα. Καί ἔτσι ἀναπαύθηκε εἰρηνικά ἡ μακαρία. (Τόν ἐκτενῆ Βίο της βλέπε στόν Παράδεισο).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Πελαγίας τῆς Παρθένου.
Κρημνῷ φυγοῦσα κρημνόν αἰσχύνης μέγαν,
Κρημνεῖς τόν ἐχθρόν εὐφυῶς Πελαγία.
Αὐτή ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Νουμεριανοῦ, κατά τό ἔτος 284, πατρίδα ἔχοντας τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καί καταγωγή ἀπό ἔνδοξο γένος. Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἦταν Χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιά νά τήν συλλάβουν. Οἱ στρατιῶτες πηγαίνοντας, περικύκλωσαν τό σπίτι της, γιά νά τήν ἁρπάξουν. Μόλις τό ἔμαθε αὐτό ἡ Ἁγία, ζήτησε νά τήν περιμένουν λίγο. Οἱ στρατιῶτες πείσθηκαν. Τότε ἡ μακάρια, ἀφοῦ στάθηκε πρός τήν ἀνατολή, στό μέρος ὅπου προσευχόταν, σήκωσε τά χέρια μαζί καί τά μάτια της στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε γιά πολλή ὥρα πρός τόν Θεό, παρακαλῶντας νά μή παραδοθῆ στούς στρατιῶτες, ἀλλά ἁγνή καί παρθένος νά ἀπέλθη σ’ αὐτόν. Ἔπειτα ἀφοῦ γκρεμίσθηκε, παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἁγία Ταϊσία, ἡ πρότερον πόρνη, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Ἐκ τοῦ ρύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας,
Φαιδρά πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.
Αὐτή ἀπό τήν παιδική της ἡλικία παρακινήθηκε ἀπό τήν μητέρα της καί ἔγινε ἐργαστήριο τοῦ Διαβόλου. Ἀφοῦ διδάχθηκε ὕστερα ἀπό τόν Ὅσιο Παφνούτιο τόν Σιδώνιο καί πληροφορήθηκε σωστά, ὅτι ὑπάρχει μετάνοια καί δίνεται συγχώρησις ἁμαρτιῶν ἀπό τόν Κύριο, γι’ αὐτό μοίρασε ὅλη τήν περιουσία της στούς φτωχούς, ἡ τιμή τῶν ὁποίων ἦταν τετρακόσια λίτρα χρυσοῦ. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔκλεισε τόν ἑαυτό της μέσα σέ ἕνα κελλί, στέναζε ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς της καί ἔλεγε. «Ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με». Καί ἔτσι μέ τόν λόγο αὐτό πέρασε τρία χρόνια. Ἔπειτα βγῆκε πέντε ἡμέρες ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ