Ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ – ο Βίος του (2 Ιανουαρίου)
Ο όσιος Σεραφείμ, ο στάρετς του Σάρωφ, γεννήθηκε στην πόλη Κούρσκ της Ρωσίας από θεοσεβείς και εύπορους γονείς, τον Ισίδωρο και την Άγάθη Μοσνίν, στις 19 Ιουλίου του 1759, και στο άγιο βάπτισμα πήρε το όνομα Πρόχορος.
Ό πατέρας του ήταν έμπορος και είχε πολύ ζήλο για τον Οίκο του Θεού· ή μητέρα του ξεπερνούσε τον σύζυγο της στην ευλάβεια και τις αγαθοεργίες. Σε ηλικία τριών ετών ό Πρόχορος έχασε τον πατέρα του. Μοναδική του παιδαγωγός απέμεινε ή ευλαβής μητέρα του, ή οποία τού μετέδωσε την χριστιανική ευσέβεια και την αγάπη προς την λειτουργική ζωή.
Από την τρυφερή παιδική του ηλικία εκδηλωνόταν επάνω στον μακάριο εξαιρετική θεία επιστασία πού προανάγγελλε τον εκλεκτό της χάριτος τού Θεού. Κάποτε, όταν ή μητέρα του επέβλεπε την αποπεράτωση κάποιου ναού πού είχε αρχίσει να κτίζει ό σύζυγος της, πήρε μαζί της στην κορυφή τού καμπαναριού τον επταετή Πρόχορο. Το παιδί από απροσεξία έπεσε από το καμπαναριό στο έδαφος. Ή Άγάθη περίτρομη κατέβηκε τροχάδην, νομίζοντας άτι ό γιος της χτύπησε θανάσιμα. Με έκπληξη και χαρά όμως τον είδε να στέκεται όρθιος, σώος και αβλαβής. Εκπληρώθηκαν έτσι στο χαριτωμένο παιδί οι λόγοι τής Αγίας Γραφής: Ού προαελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ουκ έγγιεί εν τω σκηνώματί σου, ότι τοις άγγέλοις αύτού έντελείται περί σού τού διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταις όδοίς σου επί χειρών άρούσι σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου.
Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει γράμματα και σύντομα κατανοούσε την εκκλησιαστική γλώσσα, φανερώνοντας έτσι φωτεινό μυαλό και μνήμη, ενώ ταυτοχρόνως στολιζόταν με πραότητα και ταπεινοφροσύνη. Απροσδόκητα όμως ασθένησε τόσο σοβαρά, ώστε οι οικείοι του πίστευαν ότι δεν θα θεραπευθεί. Σ’ αυτή την δύσκολη περίσταση είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο, ή οποία τού υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον κάνη καλά. Οι λόγοι τής Θεοτόκου σύντομα πραγματοποιήθηκαν, όταν έγινε στο Κούρσκ λιτανεία με επικεφαλής την θαυματουργό εικόνα τής Θεοτόκου την λεγομένη Ζναμένσκα. Επειδή έβρεχε και είχε λάσπη, ή λιτανεία για να συντόμευση την πορεία της πέρασε μέσα από την αυλή τού σπιτιού τού Προχόρου. Ή θεοσεβής Άγάθη έσπευσε να φέρει ενώπιον τής θαυματουργού εικόνος τής Θεομήτορος το άρρωστο παιδί της. Μετά άπ’ αυτό το αγόρι θεραπεύθηκε εντελώς.
Ό ευλαβής μικρός κόπιαζε στην μάθησι με μεγάλη φιλοπονία, μελετώντας την Αγία Γραφή και άλλα θεία και ψυχωφελή βιβλία και προσηλώνοντας όλον τον νου του στον Θεό, από τού οποίου την αγάπη φλεγόταν ή καθαρή του ψυχή. Αλλά ό μεγαλύτερος του αδελφός, πού ήταν έμπορος, άρχισε σιγά-σιγά να τον μυεί στο εμπόριο. Αυτό όμως δεν ανάπαυε την καρδιά τού Προχόρου. Ή ψυχή του ποθούσε να απόκτηση θησαυρό άφθαρτο και αδαπάνητο. Μη έχοντας δυνατότητα να λειτουργήται τις εργάσιμες ήμερες, δεν παρέλειψε ούτε μία σχεδόν ημέρα πού να μη πάει στο ναό τού Θεού ενωρίς το πρωί για την ακολουθία τού όρθρου. Τις Κυριακές πάλι και τις εορτές αγαπούσε ιδιαιτέρως να μελετά πνευματικά βιβλία. Συχνά διάβαζε και έκφώνως στους συνομηλίκους του, αλλά κυρίως προτιμούσε να μελετά μόνος και σε ησυχία.
Δεν ήταν κρυφό από την μητέρα του, τι επιθυμεί ή ψυχή τού Προχόρου· ή ίδια καθόλου δεν ήταν αντίθετη σ’ αυτή του την επιθυμία. Και όταν ό ευλαβής νέος συμπλήρωσε τα δέκα επτά του, πήρε την σταθερή απόφαση να εγκατάλειψη τα εγκόσμια και να αφιερωθεί στην μοναχική ζωή, αφού πάρει την ευλογία· τής μητέρας του. Ή μητέρα του ευλογώντας τον τού χάρισε μεταλλικό σταυρό, τον οποίο δεν αποχωρίσθηκε ποτέ.
Αφού εγκατέλειψε τον κόσμο ό μακάριος νέος, ταξίδευσε πριν άπ’ όλα για προσκύνημα στην λαύρα τού Κιεβο-Πετσέρσκυ. Εκεί ένας διορατικός έγκλειστος λεγόμενος Δοσίθεος, διαβλέποντας στον Πρόχορο τον καλό ασκητή τού Χριστού, τον προέτρεψε να πάει στην έρημο τού Σάρωφ για να σωθεί. «Πήγαινε, τέκνο τού Θεού, τού είπε, και μείνε στην μονή τού Σάρωφ· αυτός ό τόπος θα σού είναι εις σωτηρίαν· με την βοήθεια τού Θεού εκεί θα τελείωσης και την επί γης ξενητεία σου. Το Άγιο Πνεύμα, ό θησαυρός των αγαθών, θα σε οδηγήσει στην αγιότητα».
Υπακούοντας στην συμβουλή τού προορατικού στάρετς, ό Πρόχορος ταξίδευσε στην έρημο τού Σάρωφ. Εκεί τον δέχθηκε με αγάπη ό ηγούμενος π. Παχώμιος, ένας πράος και ταπεινός μοναχός πού ασκούνταν πολύ στη νηστεία και την προσευχή και αποτελούσε υπόδειγμα στους μοναχούς. Διαβλέποντας ό π. Παχώμιος τον ωραίο πόθο τού Προχόρου, τον συγκατέλεξε μεταξύ των υποτακτικών και τον παρέδωσε στην καθοδήγηση τού γέροντος ιερομόναχου Ιωσήφ, οικονόμου τής μονής. Κάτω από την υπακοή τού π. Ιωσήφ, ό Πρόχορος εκπλήρωνε με ζήλο όλους τους κανονισμούς και τα τυπικά, καθώς και διάφορα διακονήματα στο αρτοποιείο, στα πρόσφορα και στο ξυλουργείο. Έκτος αυτών είχε και το διακόνεμα τού εκκλησιαστικού. Ποτέ δεν έμενε χωρίς εργασία, αλλά με την συνεχή απασχόληση κόπιαζε να προφυλάγει τον εαυτό του από την ακηδία, την οποία θεωρούσε ως τον πιο επικίνδυνο πειρασμό για τον μοναχό. «Ή ασθένεια αυτή, έλεγε αργότερα βάσει τής προσωπικής του πείρας, θεραπεύεται με την προσευχή, την αποχή από την αργολογία, το εργόχειρο, την μελέτη τής Αγίας Γραφής και την υπομονή, επειδή ακριβώς ή ακηδία γεννάται από την μικροψυχία, την αμέλεια και την αργολογία».
Στις ακολουθίες ό Πρόχορος ερχόταν πριν άπ’ όλους και έμενε ακίνητος όσο και αν διαρκούσε ή ακολουθία. Όταν δεν ήταν στο ναό, τού άρεσε ν’ αποσύρεται στο κελλί του. Ασχολουμένους με το εργόχειρο ή με οποιοδήποτε άλλο διακόνημα, κρατούσε ακατάπαυστα στο νου και την καρδιά την ευχή τού Ιησού και με την δύναμη της κατανικούσε τους ποικίλους δαιμονικούς πειρασμούς. Μη βρίσκοντας αρκετή την ηρεμία και ησυχία τής μονής τού Σάρωφ και μιμούμενος μετρικούς γέροντες τού κοινοβίου, οι οποίοι με την ευλογία τού ηγουμένου έφευγαν από τα όρια τής μονής στα βάθη τού μοναστηριακών δασών ζητώντας ολοκληρωτική μόνωση, πήρε ευλογία από τον γέροντα του Ιωσήφ να αποσύρεται τις ελεύθερες ώρες στο πυκνό δάσος χάριν τής ησυχαστικής προσευχής. Με την προσευχή είχε συνδυάσει την εγκράτεια και την νηστεία. Την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν έτρωγε καθόλου, ενώ τις άλλες ήμερες από μία φορά.
Όλοι έτρεφαν σεβασμό και αγάπη προς τον ασυνήθιστο ασκητή, τού οποίου τα ακατάπαυστα και εντυπωσιακά ασκητικά κατορθώματα δεν ήταν δυνατόν να κρύβουν παρά την βαθειά του ταπείνωση. Ιδιαίτερη αγάπη και εμπιστοσύνη τού έδειχναν οι γέροντες Παχώμιος και Ιωσήφ, σαν να ήταν κατά σάρκα τέκνο τους. Ή αγάπη αυτή και ό καθολικός σεβασμός των μοναχών τού Σάρωφ προς τον νέον ασκητή τού Χρίστου εκδηλώθηκε ιδιαιτέρως με το έξης περιστατικό. Το έτος 1780 ό Πρόχορος ασθένησε βαρειά. Πρήσθηκε όλο του το σώμα, ώστε υπέφερε φρικτούς πόνους και έμεινε ακίνητος επάνω στο σκληρό του κρεβάτι. Ιατρός δεν υπήρχε και κανένα φάρμακο δεν τον βοηθούσε. Κατά τα φαινόμενα έπασχε από υδρωπικία πού κράτησε τρία χρόνια, από τα όποια το ένάμισυ το πέρασε κατάκοιτος. Όλο αυτό το διάστημα δεν βγήκε από το στόμα του ούτε μία λέξι γογγυσμού· ολόκληρος, με την ψυχή και το σώμα, είχε παραδοθή στον Κύριο και προσευχόταν αδιάλειπτα, ποτίζοντας την κοίτη του με τα δάκρυα του. Όσο ήταν άρρωστος, ό πνευματικός του πατέρας και οδηγός π. Ιωσήφ τον υπηρετούσε σαν κοινός υποτακτικός· ό ηγούμενος π. Παχώμιος δεν απομακρύνθηκε από κοντά του· ό π. Ησαΐας και άλλοι γέροντες και αδελφοί τον φρόντιζαν επίσης πολύ.
Τελικά, φοβούμενος για την ίδια την ζωή τού άρρωστου, ό ηγούμενος π. Παχώμιος πρότεινε αποφασιστικά στον ασθενή να καλέσουν ιατρό, αλλά ό μακάριος ακόμη αποφασιστικότερα αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. «Πατερά άγιε, τού είπε, εγώ αφιερώθηκα στον Κυριών ημών Ιησού Χριστό και την Άχραντη Μητέρα του· και αν ή αγάπη σας εύαρεστήται, έφοδιάστε με το ουράνιο φάρμακο, την θεία Κοινωνία». Ό π. Ιωσήφ κατόπιν τής παρακλήσεως τού άρρωστου και επειδή και ό ίδιος πολύ το επιθυμούσε, έκανε ολονύκτια αγρυπνία και λειτουργία, οπού συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί και προσευχήθηκαν για τον πάσχοντα. Μετά την θ. λειτουργία ό Πρόχορος, όπως ήταν κατάκοιτος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Άχραντων τού Χρίστου Μυστηρίων. Και να, μετά την θεία Μετάληψη τού εμφανίσθηκε ή Ύπεραγία Θεοτόκος μέσα σε άρρητο φως, συνοδευομένη από τους αγίους αποστόλους Ιωάννη τον Θεολόγο και Πέτρο. Στρέφοντας το θείο πρόσωπο Της προς τον Ιωάννη έδειξε τον Πρόχορο και είπε: «αυτός είναι από το γένος μας». Κατόπιν ακούμπησε το δεξί Της χέρι στο κεφάλι τού Προχόρου και αυτοστιγμεί το υγρό, το οποίο είχε γεμίσει το σώμα του, άρχισε να ρέει ποταμηδόν από ένα άνοιγμα πού δημιουργήθηκε στον δεξιό του μηρό. Ό Πρόχορος σύντομα θεραπεύθηκε εντελώς, και μόνον το σημάδι τής πληγής, από τήν οποία έτρεξε τό υγρό, έμεινε στό σώμα του γιά πάντα.
Μετά τό περιστατικό αυτό, στό σημείο οπού είχε εμφανισθεί ή Θεοτόκος κτίσθηκε διώροφος ναός, καί παραπλεύρως, στην θέση οπού υπήρχε τό κελί τού Προχόρου, κτίσθηκε νοσοκομείο. Ό Πρόχορος μέ εντολή τού ηγουμένου συγκέντρωνε εισφορές γιά τήν οίκοδόμησι και μέ τά ιδία του τά χέρια κατασκεύασε αγία τράπεζα άπό ξύλο κυπαρισσιού για τον κάτω ναό τού νοσοκομείου. Επειδή τό μέρος αυτό είχε αγιασθεί και δια τού θαύματος, ό όσιος Σεραφείμ κοινωνούσε μέχρι τέλους της ζωής του σ’ αυτό τό ναό, για να θυμάται πάντοτε τη μεγάλη ευεργεσία τού Θεού, ή οποία τού εκδηλώθηκε στο χώρο εκείνο.
Αφού έζησε οκτώ χρόνια ως υποτακτικός στην έρημο τού Σάρωφ, ό Πρόχορος αξιώθηκε στις 18 Αυγούστου τού 1786, στό εικοστό έβδομο έτος της ηλικίας του, να καρή μοναχός και νά λάβη τό νέο όνομα Σεραφείμ. Τό μοναχικό σχήμα και ή ιδία ή σημασία τού νέου ονόματος υπενθύμιζαν σ’ αυτόν τήν καθαρότητα και τήν πύρινη διακονία των Αγγέλων προς τον Θεό και ενίσχυαν μέσα του όλο και περισσότερο τον πόθο και τον ιερό ζήλο νά διακονήσει τον Κύριο. Διπλασίασε τους κόπους και τους αγώνες, άρχισε νά ζει ακόμη ήσυχαστικώτερα και νά βυθίζεται στην εσωτερική θεωρία.
Αφού πέρασε διάστημα περισσότερο τού ενός έτους, ό όσιος χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Έκτοτε επί έξι περίπου έτη λειτουργούσε διαρκώς ως ιεροδιάκονος, αυξάνοντας τους μόχθους και τά παλαίσματα, ζέων τω πνεύματι και φλεγόμενος από τον θείο έρωτα. Τις νύκτες, ξημερώνοντας Κυριακή ή εορτή, τις περνούσε άγρυπνος χωρίς ανάπαυσι, προσευχόμενος θερμά μέχρι τήν ώρα τής λειτουργίας. Μετά τό πέρας τής θ. λειτουργίας έμενε επί πολύ στό ναό τακτοποιώντας τά ιερά σκεύη και φροντίζοντας γιά τήν καθαριότητα τού ιερού. Παρ’ ολ’ αυτά ό μακάριος Σεραφείμ σχεδόν δέν αισθανόταν τους κόπους, δεν αισθανόταν τήν ανάγκη αναπαύσεως και συχνά λησμονούσε τήν τροφή και τό νερό. Και όταν αναπαυόταν, θλιβόταν, πού ό άνθρωπος δεν μπορεί νά υπηρετεί ακατάπαυστα τον Θεό, όπως οι Άγγελοι.
Ή ψυχή τού Σεραφείμ ανέβαινε αλματωδώς την κλίμακα των αρετών και τής θείας θεωρίας, και ό Κύριος, ωσάν ανταποκρινόμενος στον φλογερό και ιερό του ζήλο, τον παρηγορούσε και τον ενίσχυε στον αγώνα του με ουράνιες αποκαλύψεις. Εμβαθύνοντας σ’ αυτές ό όσιος κατέστησε τον εαυτόν του ικανό, λόγω της καθαρότητος της ψυχής του, να έγκρατεύεται συνεχώς και να ανυψώνει σταθερά την ψυχή του προς τον Θεό. Έτσι, ορισμένες φορές, κατά την διάρκεια τής ακολουθίας στον ναό, έβλεπε πώς οι άγιοι Άγγελοι ως άστραπόμορφοι νέοι, φορώντας λευκές χρυσοκέντητες ενδυμασίες, συλλειτουργούν και συμψάλλουν με τους αδελφούς· και ή ψαλμωδία τους ήταν αδύνατον να εκφρασθεί με λόγια ή να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε επίγεια μελωδία. «Έγενήθη ή καρδία μου ώσεί κηρός τηκόμενος...», έλεγε ό ίδιος αργότερα με τα λόγια τού ψαλμωδού, αναπολώντας αυτή την άρρητη χαρά πού αισθανόταν κατά τις ουράνιες εκείνες εμφανίσεις. Και από τη χαρά του τίποτε άλλο δεν μπορούσε να θυμηθεί, παρά μόνον oτι είχε μπει και είχε βγει από την εκκλησία.
Ιδιαιτέρως κάποτε, την Μεγάλη Εβδομάδα και μάλιστα την Μεγάλη Πέμπτη, ό όσιος αξιώθηκε κατά την διάρκεια τής θείας λειτουργίας να δει μία υπέροχη οπτασία. Λειτουργούσαν οι θεοσεβείς γέροντες Παχώμιος και Ιωσήφ μαζί με τον μακάριο Σεραφείμ, δεδομένου oτι ό Παχώμιος είχε βαθύτατα αγαπήσει τον νεαρό μεν, πλην όμως πνευματικώς έμπειρο μοναχό και σχεδόν πάντοτε λειτουργούσε μαζί του. Όταν ό Σεραφείμ, μετά την μικρά είσοδο ξεφώνησε το «Κύριε, σώσον τους ευσεβείς», και βγαίνοντας από την Ωραία Πύλη με τις λέξεις «…και εις τους αιώνας των αιώνων», ύψωσε το χέρι με το όράριο προς το εκκλησίασμα, φωτίσθηκε από ένα ασυνήθιστο φως, ωσάν από ηλιακές ακτίνες. Υψώνοντας τα μάτια προς την κατεύθυνση τού φωτός, ό μακάριος Σεραφείμ είδε τον Κύριο Ιησού Χριστό με την μορφή τού Υιού τού Ανθρώπου, ό οποίος άστραπτε με φως ανέκφραστο και ήταν περικυκλωμένος, ωσάν από σμήνος μελισσών, από τις ουράνιες Δυνάμεις: τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ. Ερχόταν από την δυτική πύλη τού ναού, σταμάτησε εμπρός στον άμβωνα και, αφού ύψωσε τα χέρια Του, ευλόγησε τους λειτουργούντες και τον συμπροσευχόμενο λαό. Κατόπιν μπήκε μέσα στην εικόνα τού τέμπλου δίπλα στην Ωραία Πύλη. Ή καρδιά τού μακαρίου πλημμύρισε από άρρητη χαρά μέσα σ’ ένα αίσθημα γλυκείας, φλογερής αγάπης προς τον Κύριο και περιλάμφθηκε άπό το θειο φως τής χάριτος. Από το μυστικό αυτό δράμα ή oψις του αλλοιώθηκε όλη, ώστε ούτε να κινηθεί ούτε να μιλήσει μπορούσε. Πολλοί το αντιλήφθηκαν αλλά κανείς δεν γνώριζε την αληθινή αιτία τού συμβάντος. Τότε πλησίασαν τον Σεραφείμ δύο ιεροδιάκονοι και τον οδήγησαν στο ιερό, οπού στη συνέχεια έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση επί δύο ώρες. Μόνο το πρόσωπο του μεταμορφωνόταν συνεχώς· άλλοτε ήταν λευκό σαν το χιόνι και άλλοτε απλωνόταν επάνω του ζωηρό ρόδινο χρώμα. Οι λειτουργούντες γέροντες Παχώμιος και Ιωσήφ πίστεψαν oτι τού συνέβη κάποια οργανική ταλαιπωρία, πράγμα πολύ πιθανό να συμβεί κατά την Μεγάλη Πέμπτη κατόπιν μακράς νηστείας, ιδίως αν σκεφθεί κανείς τον ζήλο πού ό μακάριος Σεραφείμ έτρεφε ανέκαθεν στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν oτι είδε όραμα και όταν ό Σεραφείμ συνήλθε, οι γέροντες τον ερώτησαν τι τού συνέβη. Αυτός με πραότητα και παιδική εμπιστοσύνη διηγήθηκε την οπτασία του. Οι έμπειροι στην πνευματική ζωή γέροντες διατήρησαν στην καρδιά τους την διήγηση του και τον συμβούλευσαν να μη υπερηφανευθεί και να μη επιτρέψει να υπεισέλθει στην ψυχή του ό ολέθριος λογισμός για κάποια δική του δήθεν αξία ενώπιον τού Θεού. Και κανείς έκτος από τους γέροντες αυτούς δεν έμαθε τότε την θαυμάσια επίσκεψη τού Θεού πού αξιώθηκε ό μακάριος Σεραφείμ.
Μετά την ουράνια αυτή οπτασία δεν κενοδόξησε για κάποια προσωπικά πνευματικά του χαρίσματα, άλλα εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο στην ταπεινοφροσύνη. Όχυρωμένος με βαθειά ταπείνωση ανερχόταν εκ δυνάμεως εις δϋναμιν, και ασκούμενος ακατάπαυστα στην αύτομεμψία ακολουθούσε πιστά και σταθερά τον Κύριο, βαστάζων τον σταυρόν εαυτού. Έκτοτε άρχισε να αναζητά όλο και περισσότερο την ησυχία και ν’ απομακρύνεται συχνότερα χάριν προσευχής στο δάσος τού Σάρωφ, οπού υπήρχε γι’ αυτόν ερημικό κελλί. Τις ήμερες από το πρωί έως το βράδυ τις περνούσε στο μοναστήρι, συμμετέχοντας στις ακολουθίες και εκπληρώνοντας τους κανόνες και τα διακονήματα τού κοινοβίου, ενώ το βράδυ αποσυρόταν στο ερημικό του κελλί για να αγρυπνήσει προσευχόμενος.
Τό 1793 ό όσιος Σεραφείμ, στο τριακοστό πέμπτο έτος τής ηλικίας του, χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Ως ιερομόναχος, όπως μέχρι τότε, άλλα και με μεγαλύτερη ακόμη αγάπη συνέχισε να λειτουργεί καθημερινώς, μεταλαμβάνοντας με πιστή και φόβο τα Αγια Μυστήρια.
Λίγο αργότερα ό όσιος Σεραφείμ ανέλαβε ακόμη μεγαλύτερη άσκηση και απομακρύνθηκε οικειοθελώς στην έρημο. Αυτό το έκανε μετά την κοίμηση τού αγαπημένου του ηγουμένου, μακαρίου γέροντος Παχωμίου, ό οποίος προ τού τέλους του, τού έδωσε ευλογία γι’ αυτή την άσκηση. Αφού συνόδευσε μέχρι τον τάφο, χύνοντας πικρά δάκρυα, το σκήνωμα τού γέροντος του και αφού πήρε ευλογία γι’ αυτή την νέα άσκηση και από τον πνευματικό του πατέρα και ηγούμενο, τον γέροντα Ησαΐα, ό Σεραφείμ εγκατέλειψε το κοινόβιο χάριν ησυχίας στην έρημο.
Το κελλί τού οσίου Σεραφείμ βρισκόταν σε δύσβατο δάσος πεύκων, στις όχθες τού πόταμου Σαρόβκα σε ψηλό λόφο, έξι έως επτά χιλιόμετρα από την μονή. Αυτό ήταν ένα ξύλινο δωμάτιο με σόμπα. Δίπλα από το κελλί ό όσιος φύτευσε μικρό κήπο και κατόπιν έκανε ένα μελισσώνα. Κοντά στον όσιο ζούσαν τον μονήρη βίο και άλλοι ερημίτες τού Σάρωφ ολόκληρη ή γύρω περιοχή, πού άποτελούνταν από διαφόρους λοφίσκους κατάσπαρτους από δάση, θάμνους και κελλιά ερημιτών, θύμιζε κατά κάποιο τρόπο το Άγιον Όρος τού Άθω. Γι’ αυτό ό όσιος αποκαλούσε την νέα του κατοικία Άγιον Όρος· σε άλλα ερημικότερα μέρη τού δάσους έδωσε επίσης διάφορες ονομασίες των Άγιων Τόπων: Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ, Ιορδάνης, Χείμαρρος των Κέδρων, Γολγοθάς, Όρος Ελαιών και Θαβώρ, για να αισθάνεται όσο το δυνατόν ζωηρότερα τα ιερά γεγονότα τής επί γης ζωής τού Σωτήρος, στον οποίο είχε παραδώσει οριστικά όλο το θέλημα του και όλη την ζωή του.
Ασκούμενος ακατάπαυστα στην ανάγνωση τού αγίου Ευαγγελίου, τού άρεσε ιδιαιτέρως να διαβάζη τα διάφορα ευαγγελικά γεγονότα στους τόπους στους οποίους είχε δώσει τις αντίστοιχες επωνυμίες. Στον κήπο τής Βηθλεέμ έψαλλε την αγγελική δοξολογία: Δόξα εν ύψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία. Στην όχθη τού πόταμου, σαν να ήταν στις όχθες τού Ιορδανού, ζούσε μέ την μνήμη του το κήρυγμα τού αγίου Ιωάννου τού βαπτιστού και το βάπτισμα τού Σωτήρος. Την επί τού Όρους Ομιλία τού Σωτήρος με τους μακαρισμούς την διάβαζε σ’ ένα βουναλάκι δίπλα στον ποταμό· και σε άλλο ύψωμα πού το αποκαλούσε Όρος τής Μεταμορφώσεως, φανταζόμενος τους αγίους Αποστόλους ως παρόντες, θεωρούσε την δόξα τού μεταμορφωθέντος Κυρίου. Εισχωρούσε στο πιο πυκνό και άβατο δάσος για να θυμάται την προσευχή τού Κυρίου στον κήπο τής Γεθσημανή, και συγκλονισμένος μέχρι τα έγκατα τής ψυχής του από την κατώδυνη αγωνία Εκείνου, προσευχόταν με δάκρυα για τη σωτηρία του. Στο λεγόμενο Όρος των Ελαιών θεωρούσε την δόξα τής Αναλήψεως τού Χρίστου και τής εκ δεξιών τού Πατρός καθέδρας Του.
Ό όσιος φορούσε συνεχώς την ίδια απλή και ευτελή ενδυμασία· στο κεφάλι ένα φθαρμένο καλυμαύχι, στο σώμα παλαιωμένο λευκό ζωστικό, στα χέρια δερμάτινα γάντια και στα πόδια δερμάτινες κάλτσες και τσαρούχια. Επάνω από το κοντόρασο, στο λαιμό του, κρεμόταν ό σταυρός με τον οποίο τον είχε ευλογήσει ή μητέρα του προπέμποντας τον από το σπίτι στο κοινόβιο. Στους ώμους του έφερε δισάκι, όπου απαραιτήτως είχε το άγιο Ευαγγέλιο πού τού υπενθύμιζε ότι πρέπει να βαστάζει τον σωτήριο χρηστό ζυγό και το ελαφρό φορτίο τού Χρίστου. Ό ένθερμος ασκητής τού Κυρίου περνούσε τον χρόνο του σε αδιάλειπτη προσευχή και υμνωδία, σε ανάγνωση των ιερών βιβλίων και σε σωματικούς κόπους.
Τις παγερές ήμερες ό όσιος έκοβε με το τσεκούρι του κλαδιά και συγκέντρωνε χλωρά και ξηρά ξύλα για να ζεσταίνει το πτωχό του κελλάκι. Το καλοκαίρι εργαζόταν στον μικρό του κήπο, τον οποίο καλλιεργούσε ό ίδιος, και τρεφόταν κυρίως από τα λαχανικά του. Τις ζεστές καλοκαιρινές ήμερες πήγαινε σε ελώδεις περιοχές για να συλλέξει κάποιο χόρτο πού χρησιμοποιούσε ως λίπασμα για τον κήπο του. Σ’ αυτά τα έλη εισχωρούσε γυμνός, περισωσμένος μόνο γύρω από την οσφύ. Κουνούπια και άλλα έντομα, πού υπήρχαν άφθονα εκεί, τον κατάτρωγαν τόσο ώστε συχνά το σώμα του όχι μόνο πρηζόταν και μελάνιαζε αλλά και αίμάτωνε. Ό ασκητής όμως τού Θεού υπέμενε εκουσίως τις βασανιστικές αυτές πληγές χάριν τού Κυρίου και μάλιστα χαιρόταν, διότι, όπως ό ίδιος έλεγε αργότερα, «τα πάθη εκριζώνονται με κόπους και δεινοπαθήματα, είτε εκούσια είτε στελλόμενα από την Θεία Πρόνοια». Γι’ αυτό και ό ίδιος για την ασφαλή και ολοκληρωτική κάθαρση τής ψυχής υπέμενε εκούσια δεινοπαθήματα. Αφού μάζευε αυτό το ειδικό χόρτο, λίπαινε μ’ αυτό τον κήπο, τον έσπερνε, τον πότιζε, τον καθάριζε από τα ζιζάνια και μάζευε τα λαχανικά, δοξολογώντας ακατάπαυστα τον Θεό και εκφράζοντας την αγία του χαρά με ψαλμωδίες ιερών ύμνων.
Με τους ύμνους αυτούς δρόσιζε και κατάρτιζε το πνεύμα του εν μέσω των μονότονων σωματικών κόπων. Διαθέτοντας λαμπρή μνήμη και προσέχοντας με ευλάβεια από παιδί τις ιερές ακολουθίες, ό Σεραφείμ γνώριζε από μνήμης πλήθος εκκλησιαστικών ύμνων, πού τού άρεσε να τους ψάλλει εργαζόμενος στην ησυχία τής ερήμου του. Μερικοί άνθρωποι, οι πλησιέστεροι στον όσιο, παρατηρούσαν ότι πολλοί από τους ύμνους αυτούς αντιστοιχούσαν στον τόπο και το τρόπο τής ασκήσεως του. Ιδιαιτέρως π.χ. τού άρεσε να ψάλλει συχνά: «την παγκόσμιον δόξαν» προς τιμήν τής Θεοτόκου, την οποία θεωρούσε προστάτιδα τής έρημου του-«τοις έρημικοίς άπαυστος ό θειος πόθος έγγίνεται, κόσμου ούσι τού μάταιου εκτός», αντίφωνο πού διαζωγραφεί την ζωή τού ερημίτη και αναπτερώνει την ψυχή του προς τα θεία· επίσης ύμνους, οι οποίοι ανάγουν την ψυχή τού άνθρωπου στο μεγάλο έργο τής αγάπης τού Θεού και στην δημιουργία τού κόσμου και τού ανθρώπου, όπως: «ό εξ ούκ όντων τα πάντα παραγαγών, τα τω Λόγω κτιζόμενα, Πνεύματι δε τελειούμενα» ή «ό πήξας επί τού μηδενός την γην τη προστάξει σου».
Έτσι λοιπόν, με πολύ κόπο και προσευχή, εργαζόταν στον κήπο, στις μέλισσες, στο δάσος, και βυθιζόταν σε τόσο υψηλή θεωρία των πνευματικών μυστηρίων, ώστε χωρίς να το αντιλαμβάνεται ό Ίδιος, διέκοπτε την εργασία, τα εργαλεία τού έπεφταν από τα χέρια και το βλέμμα του έδινε στην μορφή του μία ιδιαίτερη χαρισματική έκφραση περισυλλογής. Ό όσιος κατέβαινε στα βάθη τής ψυχής του και με το νου του ανέβαινε στον ουρανό και μετεωριζόταν στην θεωρία τού Θεού. Και αν συνέβαινε τις στιγμές αυτές να βρεθεί κάποιος κοντά του ή να περάσει δίπλα του, δεν τολμούσε να τού διακόψει την ευλογημένη του ησυχία και ηρεμία, άλλα τον προσπερνούσε αθόρυβα.
Σε κάθε αντικείμενο, σε κάθε έργο ό όσιος έβλεπε την κεκαλυμμένη σχέση τους προς την πνευματική ζωή· άπ’ αυτά διδασκόταν και έστρεφε προς τα άνω τους νοητούς οφθαλμούς. Έτσι, όταν έκοβε ξύλα, κόβοντας ένα ή τρία εμβάθυνε στην θεωρία τού μεγάλου μυστηρίου τού Ενός εν Τριάδι δοξαζομένου Θεού. Έκτος των σωματικών κόπων ό όσιος Σεραφείμ, για να προκόψει όσο το δυνατόν περισσότερο στην πνευματική τελειοποίηση, παραδινόταν στις υψηλές εργασίες τού νου και τής καρδιάς και μελετούσε πολλά βιβλία, ιδίως την Αγία Γραφή, τα έργα των αγίων Πατέρων και τα λειτουργικά βιβλία. Γι’ αυτόν το σημαντικώτερο βιβλίο ήταν το άγιο Ευαγγέλιο το οποίο ποτέ δεν αποχωριζόταν. Ή ασκητική ζωή, ή καθαρότητα της καρδιάς, ή κατά την προσευχή συνομιλία με τον Θεό, ή πνευματική περισυλλογή και ή εξαιρετική κατάρτισης του στην Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία περιέλαμψαν το νου του με τέτοιο φως, ώστε αντιλαμβανόταν καθαρά και με όλη την ψυχή του εισχωρούσε στο νόημα των λόγων τού Θεού.
Στην έρημο έβαλε διαρκή κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά και να ερμηνεύει μερικές περικοπές από το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο. «Την ψυχή πρέπει να την έφοδιάζωμε με τον λόγω τού Θεού, έλεγε αργότερα, διότι ό λόγος τού Θεού είναι αγγελικός άρτος, με τον οποίο τρέφονται οι ψυχές πού πεινούν τον Θεό. Πάνω από όλα πρέπει να μελετά κανείς την Καινή Διαθήκη και τους Ψαλμούς. Από την ανάγνωση τής Αγίας Γραφής φωτίζεται ή διάνοια και υφίσταται θείαν αλλοίωση. Πρέπει να καταρτίσωμε τον εαυτό μας έτσι ώστε κυριολεκτικά να κολυμβά στον νόμο τού Κυρίου, με την καθοδήγηση τού οποίου πρέπει να ρυθμίζωμε όλη μας την ζωή. Είναι ωφελιμότατο να μελέτα κανείς τον λόγο τού Θεού και να έμβαθύνη σε όλη την Βίβλο. Για μία τέτοια προσπάθεια, συνδυασμένη και με τα άλλα καλά έργα, ό Κύριος, κατά το μέγα Του έλεος, δεν θα εγκατάλειψη τον άνθρωπο, άλλα θα τού δώση το χάρισμα τής κατανοήσεως των γραφών».
Και ό όσιος από την ακατάπαυστη εξάσκηση στην ανάγνωσι τού λόγου τού Θεού απόκτησε αυτό το χάρισμα τής κατανοήσεως και παράλληλα την ειρήνη τής ψυχής και το υψηλό χάρισμα τής καρδιακής κατανύξεως. Στην Αγία Γραφή δεν ζητούσε μόνο την αλήθεια, άλλα και την θερμότητα τού πνεύματος και συχνά, όταν διάβαζε τα ιερά βιβλία, έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κατανύξεως. Από τα δάκρυα αυτά, όπως ομολογούσε ό ίδιος, θερμαίνεται ό άνθρωπος και αξιώνεται πνευματικών δωρεών, οι όποιες γλυκαίνουν τον νου και την καρδιά.
Ό όσιος διάβαζε καθημερινά το ψαλτήρι, τον δε μοναχικό κανόνα προσευχής τον έκανε κατά την διάταξη των αρχαιοτέρων χριστιανών ερημιτών. Τις διατεταγμένες ώρες διάβαζε και έψαλλε την Πρώτη, Τρίτη, Έκτη και Ένατη ώρα, τον εσπερινό, το μικρό απόδειπνο, τις προσευχές προ τού ύπνου, το μεσονυκτικό και άλλες ακολουθίες. Επίσης αντί τού εσπερινού κανόνος έκανε χίλιες μετάνοιες. Αφού εξάσκησε όλες τις μορφές και τις βαθμίδες τής προσευχής, κατόρθωσε όχι μόνο τη νοερά προσευχή, άλλα και την υψηλότερη επί γης κορυφή τής θεωρίας, όταν νους και καρδιά ενώνονται στην προσευχή, οι λογισμοί δεν διασκορπίζονται και ή καρδιά πυρπολείται από πνευματική θερμότητα, μέσα από την οποία εκλάμπει το φως τού Χρίστου πληρώνοντας με ειρήνη και χαρά όλον τον έσω άνθρωπο.
Αγωνιζόμενος στην έρημο κατά τήν διάρκεια τής εβδομάδος ό όσιος Σεραφείμ ερχόταν παραμονές Κυριακών ή εορτών στό κοινόβιο τού Σάρωφ, παρακολουθούσε τόν εσπερινό, τήν αγρυπνία ή τόν όρθρο, και στην πρωινή λειτουργία κοινωνούσε των Άχραντων Μυστηρίων. Στη συνέχεια, μέχρι τόν εσπερινό, δεχόταν τους αδελφούς πού έρχονταν σ’ αυτόν με διάφορα προβλήματα και κατόπιν, αφού έπαιρνε μαζί του ψωμί για μία εβδομάδα, επέστρεφε στό ερημικό του κελλί. Ολόκληρη τήν πρώτη εβδομάδα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής τήν περνούσε στην μονή, όπου ετοιμαζόταν για τήν θεία Μετάληψη, εξομολογούνταν και κοινωνούσε.
Τις ανατάσεις τής προσευχής ό μακάριος ασκητής συνδύαζε με μεγάλη εγκράτεια και νηστεία. Στην αρχή τής ερημικής, άναχωρητικής ζωής του τρεφόταν με σκληρό και ξηρό ψωμί πού το έπαιρνε από το μοναστήρι κάθε Κυριακή για Ολόκληρη τήν εβδομάδα. Αλλά και από αυτή τήν ποσότητα ξεχώριζε αρκετό για τα ζώα και τα πουλιά τής ερήμου, τα όποια τόν
υπεραγαπούσαν και συχνά επισκέπτονταν τόν τόπο, όπου προσευχόταν και ασκήτευε. Ακόμη και στα άγρια θηρία ενέπνεε ό όσιος το δέος. Συχνά τόν πλησίαζε μιά πελώρια αρκούδα,στην οποία έδινε τροφή· κάποτε, μάλιστα, άφηνε και τους επισκέπτες του να της δώσουν. Μ’ ένα λόγο του, ή αρκούδα έφευγε στό δάσος, καί ερχόταν πάλι άλλη φορά.
Αργότερα ό όσιος ενέτεινε ακόμη περισσότερο τήν νηστεία του. Κατάργησε το ψωμί και συνήθισε σε τέτοια εγκράτεια, ώστε τρεφόταν με λαχανικά τού κήπου του, εργαζόμενος ιδίως χερσι κατά τον Απόστολο. Τήν πρώτη πάλι εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δεν γευόταν καθόλου τροφή μέχρι το Σάββατο, οπότε κοινωνούσε των Αγίων Μυστηρίων.
Αφού έπαυσε εντελώς το ψωμί, ζούσε επί δυόμισυ χρόνια χωρίς να παίρνει καθόλου τρόφιμα από το μοναστήρι. Οι αδελφοί απορούσαν με τι τρεφόταν ό γέροντας όλο αυτό το διάστημα, όχι μόνο το καλοκαίρι, αλλά και τόν χειμώνα. Μόλις, λίγο πρό τού θανάτου του διηγήθηκε ό όσιος σε κάποια προσφιλή του πρόσωπα, ότι τρία περίπου χρόνια τρεφόταν με το ζωμό τού χόρτου σνίτς πού το μάζευε το καλοκαίρι και το ξέραινε για τόν χειμώνα.
Στό μεταξύ, πολλοί άρχισαν να παραβιάζουν τήν ησυχία τού μακαρίου ερημίτη με το να τόν επισκέπτονται χάριν πνευματικών διδαχών και παρηγοριάς. Πολλοί από τήν αδελφότητα τού Σάρωφ έρχονταν σ’ αυτόν για συμβουλές και διδαχές ή μόνο για να τόν δουν. Ό όσιος ήταν εις θέσιν να γνωρίζει και να διακρίνει τους ανθρώπους και γι’ αυτό απέφευγε μετρικούς τηρώντας σιγή. Άλλους πάλι πού είχαν πράγματι ανάγκη από τήν πνευματική του βοήθεια, τους δεχόταν πρόθυμα και με αγάπη τους καθοδηγούσε με συμβουλές, παραινέσεις και πνευματική συζήτησι. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι τακτικοί του επισκέπτες, ό μεγαλόσχημος μοναχός Μάρκος και ό ιεροδιάκονος Αλέξανδρος. Αλλά και αυτοί, όταν εύρισκαν τόν γέροντα καταβυθισμένο στην θεωρία τού Θεού, δεν τολμούσαν να τόν ανησυχήσουν, αλλά ή περίμεναν να τελείωση τήν προσευχή του ή απομακρύνονταν αθόρυβα.
Ό όσιος είχε και ξένους επισκέπτες. Όσες φορές συναντούσε απροσδόκητα κάποιον μέσα στό δάσος, συνήθως δεν μιλούσε μαζί του αλλά τού έβαζε ταπεινά μετάνοια και απομακρύνονταν. Διότι, όπως έλεγε αργότερα στις διδαχές του, ποτέ δεν μεταμελήθηκε για τήν σιωπή του. Συνήθως όμως οι επισκέπτες του τόν δυσκόλευαν, διότι τού παραβίαζαν τήν ησυχία.
Δυσκολευόταν ιδιαιτέρως όταν έρχονταν σ’ αυτόν γυναίκες· άλλα δεν μπορούσε να μη τις συμβουλεύσει, διότι πίστευε ότι τέτοια ενέργεια δεν ήταν θεάρεστη. Επειδή όμως στό γυναικείο γένος ήταν απαγορευμένη ή είσοδος στό Άγιον Όρος τού Άθω, ό όσιος αποφάσισε να επεκτείνει τήν απαγόρευση και στό δικό του όρος, στό οποίο είχε δώσει τήν ιδία επωνυμία. Και κάποτε, όταν ήλθε στό μοναστήρι για να λειτουργηθεί, ζήτησε γι’ αυτό ευλογία από τόν ηγούμενο τού Σάρωφ π. Ησαΐα. Αυτός, μετά από κάποιο δισταγμό, τού έδωσε ευλογία σταυρώνοντας τον με τήν εικόνα τής Θεοτόκου.
Παράλληλα ό όσιος με πύρινη παράκληση απευθύνθηκε στον Θεό και τήν Ύπεραγία Θεοτόκο να τού εκπληρώσουν τήν επιθυμία και να απαγορευθεί στις γυναίκες ή είσοδος στό ερημικό ασκητήριο του, για να μη γίνεται ή προσέλευσης αυτών αφορμή σκανδαλισμού για μετρικούς από τους αδελφούς και ακόμη περισσότερο για τους λαϊκούς. Ως απόδειξη τής συναινέσεως τού Θεού σ’ αυτή τήν παράκληση, ό όσιος ζήτησε από τόν Θεό το εξής σημείο: να λυγίσουν τα κλαδιά των δένδρων στό μονοπάτι από το οποίο έπρεπε να περάσει, επιστρέφοντας μετά τις εορτές των Χριστουγέννων από το Σάρωφ στο κελλί του.
Πράγματι, όταν ό όσιος τήν νύκτα προς τήν 26η Δεκεμβρίου ξεκίνησε για το Σάρωφ για τήν θεία λειτουργία και έφθασε στό μέρος, όπου το έδαφος κατηφόριζε απότομα, είδε ότι και από τις δύο πλευρές τής διαδρομής πελώριοι κλάδοι αιωνόβιων πεύκων κάλυπταν το μονοπάτι και εμπόδιζαν το πέρασμα προς το κελλί του· τήν προηγουμένη δεν υπήρχε ούτε ίχνος από το φαινόμενο αυτό. Τότε ό άγιος γέροντας πλήρης ευγνωμοσύνης ευχαρίστησε τόν Θεό, πεισθείς από το γεγονός αυτό, ότι ή επιθυμία του ήταν αρεστή στον Κύριο. Ό ίδιος έσπευσε να συσσώρευση επάνω στό μονοπάτι κορμούς, ώστε έκτοτε ή πρόσβαση προς αυτόν ήταν παντελώς κλειστή όχι μόνο στις γυναίκες αλλά και σε όλους τους ξένους.
Βλέποντας τους αγώνες του ό εχθρός τού ανθρωπίνου γένους, τόν άντιπολέμησε με παντοειδείς πειρασμούς και παγίδες. Άρχισε να εξαπολύει κατά τού οσίου διάφορα φόβητρα: άλλοτε ακουγόταν έξω από το κελλί του ουρλιαχτό, ωσάν από κάποιο άγριο θηρίο· άλλοτε φαινόταν ότι πλήθος λαού κατασπάει με ορμή τήν πόρτα τού κελιού του, ότι εκτοξεύονται ξύλα εναντίον του και άλλα παρόμοια· κάπου-κάπου τήν ημέρα, άλλα ιδίως τήν νύκτα, όταν ό όσιος Σεραφείμ αγρυπνούσε προσευχόμενος, τού φαινόταν ξαφνικά ότι γκρεμίζεται το κελλί του και ότι από παντού εισορμούν εναντίον του με μανιώδες ουρλιαχτό φοβερά θηρία. Άλλοτε, πάλι, παρουσιάζονταν ξαφνικά εμπρός του ανοικτά μνημεία άπ’ όπου σηκώνονταν νεκροί.
Όταν, αργότερα, ένας λαϊκός με απλότητα τόν ερώτησε: «Πατερούλη έχεις δει τα πονηρά πνεύματα;», αυτός τού απάντησε μειδιώντας: «Αυτά είναι βδελυρά. Όπως είναι αδύνατον στον αμαρτωλό να κοιτάξει το φως των αγγέλων, έτσι είναι φρικιαστικό να δεις τους δαίμονες, διότι είναι ειδεχθείς».
Όλα όμως αυτά τα φοβερά οράματα και τους φρικτούς πειρασμούς, οι οποίοι κάποτε συνοδεύονταν και από σωματικές κακώσεις, ό χαριτωμένος ασκητής τα υπερνικούσε με τήν καρδιακή προσευχή και τα κατατρόπωνε με τήν δύναμη τού τιμίου και ζωοποιού Σταύρου τού Κυρίου. Όχι λίγες φορές δοκιμάσθηκε και από το πνεύμα της φιλοδοξίας διότι εξελέγη ως ηγούμενος και αρχιμανδρίτης διαφόρων μονών. ‘Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις με ασάλευτη πάντοτε αποφασιστικότητα, εμφορούμενος από βαθειά ταπείνωση, δεν δεχόταν τις θέσεις αυτές, επιδιώκοντας τήν αληθινή άσκηση και ζητώντας στην μοναχική ζωή μόνο τήν σωτηρία της ψυχής του και των πλησίον του.
Βλέποντας τήν ταπεινοφροσύνη τού οσίου ό διάβολος κατάφερε εναντίον του ισχυρό πόλεμο λογισμών. Από παρόμοιο πόλεμο είχαν πέσει παλαιότερα και μερικοί από τους μεγαλύτερους αγωνιστές. Τότε ό όσιος Σεραφείμ, στην δυσβάστακτη αυτή ψυχική δοκιμασία, απευθύνθηκε με καρδιακή προσευχή στον αγωνοθέτη τής σωτηρίας μας Κύριο Ιησού Χριστό και τήν Άχραντη Θεοτόκο. Και ταυτοχρόνως, για να απομακρύνει και να εξολόθρευση τις παγίδες των δαιμόνων, αποφάσισε ν’ αναλάβει νέο, μεγαλύτερο αγώνα προσευχής, μιμούμενος τους αρχαίους στυλίτες του Χριστιανισμού. Στό βάθος τού αδιαπέραστου δάσους, τήν νύκτα, εντελώς αθέατος, ανέβαινε σε υψηλό γρανιτένιο βράχο για να εντείνει τήν προσευχή, και όρθιος ή γονατιστός προσευχόταν επί πολύ, κράζοντας από τα βάθη τής ψυχής του τήν προσευχή τού τελώ νου: Ό Θεός ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ.
Ό νέος αυτός στυλίτης τοποθέτησε και στό κελλί του πέτρα μετρίου μεγέθους όπου προσευχόταν από το πρωί μέχρι τη νύκτα. Από τήν πέτρα αυτή κατέβαινε μόνο για ν’ αναπαυθεί από τήν άκρα εξάντληση ή για να τονωθεί λίγο με πενιχρή τροφή. Σ’ αυτή τήν μεγάλη άσκηση πέρασε χίλιες ήμερες και χίλιες νύκτες. Ό διάβολος νικήθηκε οριστικά και ό πόλεμος των λογισμών έπαυσε. Αλλά από τόν ασυνήθιστο αυτό αγώνα προσευχής και τήν ορθοστασία καταβλήθηκε στό έπαρκο και απόκτησε φοβερές πληγές στα πόδια οι όποιες δεν θεραπεύθηκαν ποτέ.
Όσο ζούσε ό όσιος, κανένας δεν γνώριζε τήν ασυνήθιστη αυτή άθληση· είχε κατορθώσει να τήν απόκρυψη από το περίεργο ανθρώπινο βλέμμα.
Ό πανιερώτατος επίσκοπος τού Ταμπώβ απηύθυνε στον ηγούμενο π. Νήφωνα, τόν διάδοχο τού π. Ησαΐα, εμπιστευτικό έγγραφο ερώτημα περί τού οσίου Σεραφείμ, στο οποίο ό ηγούμενος απάντησε: «Γνωρίζομε τους αγώνες και τήν πολιτεία τού πατρός Σεραφείμ· ποτέ όμως κανένας δεν έμαθε για μερικές μυστικές εργασίες του, καθώς και για τήν στάση του επάνω στον βράχο επί χίλιες ήμερες και χίλιες νύκτες». Μόνο λίγο πριν τήν μακάρια τελευτή του ό όσιος, μιμούμενος πολλούς Άλλους ασκητές, διηγήθηκε σε μετρικούς από τους αδελφούς τού Σάρωφ μεταξύ των άλλων και γι’ αυτό το εξαίσιο αγώνισμα. Ένας από τους παρόντες παρατήρησε τότε ότι το άθλημα αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις και ό όσιος απάντησε με τήν ταπείνωση πού απορρέει από τήν πίστη: «Ό άγιος Συμεών ό στυλίτης ορθοστατούσε στό στύλο σαράντα χρόνια· άραγε οι δικοί μου κόποι είναι παρόμοιοι με τήν δική του άσκηση;» Και όταν ό συνομιλητής παρατήρησε ότι ό γέροντας τήν περίοδο εκείνη θα αισθανόταν πιθανότατα τήν βοήθεια τής θείας Χάριτος να τόν ενισχύει, ό όσιος αποκρίθηκε: «Ναι, διαφορετικά οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν θα αρκούσαν… Μέσα μου αισθανόμουν ενίσχυση και παρηγοριά, αυτό το ουράνιο δώρημα, το καταβαίνον άνωθεν από τού Πατρός των Φώτων». Έπειτα, αφού σώπασε για λίγο, πρόσθεσε: «Όταν ή καρδιά μας κατανύσσεται, τότε είναι ό Θεός μαζί μας».
Κατησχυμένος ό διάβολος άρχισε να πλέκει νέες πλεκτάνες εναντίον τού οσίου για να τόν εκδίωξη από τήν έρημο. Έστειλε εναντίον του ανθρώπους πονηρούς. Αυτοί τόν συνάντησαν στό δάσος και άρχισαν να τού ζητούν χρήματα, τα όποια δέχεται τάχα από τους λαϊκούς επισκέπτες του. Αυτός απάντησε ότι δεν παίρνει από κανένα χρήματα. Δεν τόν πίστεψαν και ένας από τους κακοποιούς όρμησε κατ’ επάνω του, άλλα έπεσε ό ίδιος στό έδαφος. Ό όσιος Σεραφείμ διέθετε δύναμη σωματική ώστε μπορούσε και με τήν βοήθεια μάλιστα τού τσεκουριού πού κρατούσε να υπερασπισθεί τόν εαυτόν του από τους τρεις ληστές. Θυμήθηκε όμως τους λόγους τού Σωτήρος: πάντες γάρ οι λαβόντες μάχαιραν έν μαχαίρα άποθανουνται. Ένας από τους κακοποιούς, αφού άρπαξε το τσεκούρι, κτύπησε δυνατά τόν γέροντα στό κεφάλι με τήν πίσω πλευρά τού τσεκουριού, ώστε το αίμα έτρεξε ακράτητα από το στόμα του και τα αυτιά του και έπεσε λιπόθυμος. Οι κακοποιοί συνέχισαν μαινόμενοι να τόν κτυπούν με τήν πίσω πλευρά τού τσεκουριού, με ξύλα, με χέρια και με πόδια. Τελικά, παρατηρώντας ότι δεν αναπνέει και νομίζοντας ότι πέθανε, τού έδεσαν με σχοινιά τα χέρια και τα πόδια, με σκοπό να τόν πετάξουν στον ποταμό για να κρύψουν το έγκλημα τους, και έτρεξαν στό κελλί του για τήν λεία πού είχαν φαντασθεί. Αλλά, άφού ερεύνησαν προσεκτικά, αναποδογύρισαν και έσπασαν ότι υπήρχε στό κελλί, δεν βρήκαν τίποτε εκτός από άγιες εικόνες και μερικές πατάτες. Τότε φοβήθηκαν και μεταμελήθηκαν πού, χωρίς να κερδίσουν τίποτε, φόνευσαν τόν άγιο και πτωχό άνθρωπο τού Θεού και γι’ αυτό τράπηκαν σε φυγή.
Στό μεταξύ ό όσιος Σεραφείμ, αφού συνήλθε και αποδέσμευσε τα χέρια του, προσευχήθηκε στον Θεό να συγχώρηση αυτούς πού αποπειράθηκαν να τόν σκοτώσουν και συρόμενος ήλθε μέχρι το κελλί του, όπου πέρασε τήν νύκτα με φοβερούς πόνους. Τήν επομένη, ό όσιος συρόμενος με τα τέσσερα έφθασε με μεγάλη προσπάθεια στην μονή, τήν ώρα τής θείας λειτουργίας. Ή οψι του ήταν φοβερή, το κεφάλι αιμόφυρτο, τα μαλλιά ανακατωμένα και γεμάτα σκόνη και λάσπη· το πρόσωπο και τα χέρια γδαρμένα· τα αυτιά και το στόμα γεμάτα από ξηρό αίμα· μερικά δόντια βγαλμένα. Οι αδελφοί άναυδοι τόν ερώτησαν τι είχε συμβεί αλλά αυτός σιωπούσε· παρακάλεσε μόνο να φωνάξουν τόν ηγούμενο π. Ησαΐα και τόν πνευματικό τής μονής και σ’ αυτούς τους δύο διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
Και έτσι, προς χαράν τού χαιρέκακου διαβόλου, ό όσιος Σεραφείμ ήταν αναγκασμένος να μείνει στό μοναστήρι. Έμεινε στό κρεββάτι με αφόρητους πόνους· μόλις ανάπνεε χωρίς να μπορεί καθόλου να φάει. Σ’ αυτή τήν κατάσταση πέρασε οκτώ ήμερες. Τότε, φοβούμενοι για τήν ζωή του κάλεσαν ιατρούς- αυτοί εξέτασαν τόν όσιο και διέγνωσαν ότι το κεφάλι του ήταν ραγισμένο, οι πλευρές σπασμένες, το στήθος ποδοπατημένο, και ολόκληρο το σώμα γεμάτο από θανατηφόρες πληγές· γι’ αυτό απορούσαν πώς μπορούσε να ζει μετά από τόσα κτυπήματα. Οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν στό κελλί τού οσίου για να συσκεφθούν τι πρέπει να κάνουν για να τόν βοηθήσουν. Κάλεσαν και τόν ηγούμενο. Και ακριβώς τήν ώρα πού ερχόταν ό ηγούμενος, ό όσιος Σεραφείμ σάλευσε και κοιμήθηκε με λεπτό, ελαφρό, αναπαυτικό ύπνο. Είδε τότε ένα εξαίσιο δράμα, παρόμοιο μ’ εκείνο πού είχε δει παλαιότερα ως υποτακτικός, όταν ήταν βαρειά άρρωστος. Τόν πλησίασε ή Ύπεραγία Θεοτόκος ντυμένη με βασιλική πορφύρα και περικυκλωμένη από ουράνια δόξα· πίσω της ακολουθούσαν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ό Θεολόγος. Στάθηκαν στην άκρη τού κρεββατιού· ή Παναγία Παρθένος έδειξε προς το μέρος τού αρρώστου με το δεξί Της χέρι και στρέφοντας το πανακήρατο πρόσωπο Της προς τους ιατρούς είπε: «Γιατί βασανίζεσθε;» Κατόπιν στράφηκε προς τόν π. Σεραφείμ και είπε: «Αυτός εδώ είναι από το γένος μου!».
Μετά τους λόγους αυτούς, το δράμα, το οποίο ούτε καν υποπτεύθηκαν οι παρευρισκόμενοι, έλαβε τέλος. Και όταν ό ηγούμενος μπήκε στό κελλί ό άρρωστος είχε ήδη συνέλθει. Ό π. Ησαΐας άρχισε να τού μιλά με αγάπη και επιμονή προσπαθώντας να τόν πείσει να επωφεληθεί τις συμβουλές και τήν βοήθεια των ιατρών. Αλλά ό ασθενής, παρά τήν απελπιστική του κατάσταση, απάντησε αποφασιστικά ότι τώρα δεν επιθυμεί κανενός είδους βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρακάλεσε τόν ηγούμενο να τού επιτρέψει να εμπιστευθεί τήν ζωή του στον Θεό και τήν Ύπεραγία Θεοτόκο. Ό ηγούμενος αναγκάσθηκε να εκπλήρωση τήν επιθυμία τού οσίου, ό οποίος λόγω τής θαυμαστής θείας επισκέψεως βρισκόταν για μερικές ώρες μέσα σε άρρητη ουράνια χαρά. Κατόπιν ειρήνευσε, οι πόνοι υποχώρησαν και οι δυνάμεις του επανέρχονταν βαθμιαίως. Σύντομα σηκώθηκε από το κρεββάτι, έκανε μερικά βήματα στό κελλί και το βράδυ τονώθηκε λίγο με τροφή. Από τήν ίδια κιόλας ημέρα άρχισε πάλι να επιδίδεται βαθμιαίως σε πνευματικούς αγώνες.
Από τήν ημέρα πού κτυπήθηκε, ό όσιος πέρασε περίπου πέντε μήνες στο μοναστήρι. Ή ασθένεια τόν καμπούριασε. Βέβαια και ενωρίτερα παρατηρούσε κανείς κάποια κύρτωση σ’ αυτόν, διότι τόν πλάκωσε ένα δένδρο πού έκοβε κάποια μέρα. Αλλά, όταν ό π. Σεραφείμ αισθάνθηκε εκ νέου δυνάμεις για ερημική ζωή απευθύνθηκε στον ηγούμενο με τήν παράκληση να τού επιτρέψει να φύγει στην έρημο. Ό π. Ησαΐας και οι αδελφοί τόν παρακαλούσαν να μείνει για πάντα στό μοναστήρι. Αλλά ό όσιος απάντησε αποφασιστικά ότι δεν υπολογίζει καθόλου επιθέσεις παρόμοιες μ’ εκείνη πού τού συνέβη και ότι είναι έτοιμος με αντίτιμο τήν ζωή του να υποστεί όλες τις θλίψεις πού θα συνάντηση. Ό π. Ησαΐας τότε έδωσε τήν ευλογία του και ό όσιος επέστρεψε στό ερημητήριο του.
Σύντομα μετά το περιστατικό αυτό, οι ληστές πού είχαν κτυπήσει τόν όσιο ανακαλύφθηκαν. Ήσαν άνθρωποι τού ντόπιου γαιοκτήμονα Τάτιστσεβ. Ό όσιος Σεραφείμ τους συγχώρεσε με αγάπη και παρακάλεσε τόν ηγούμενο και τόν γαιοκτήμονα να μη τους τιμωρήσουν, δηλώνοντας ότι διαφορετικά θα εγκατέλειπε το κοινόβιο τού Σάρωφ και θα έφευγε κρυφά σε άλλα μάκρυνα αγιασμένα μέρη. Κατά τήν παράκληση του συγχώρησαν τους ληστές, τους οποίους όμως σύντομα τιμώρησε ό Θεός: ισχυρή πυρκαγιά κατέκαυσε τα σπίτια τους. Οι ληστές μετά άπ’ αυτό ήλθαν σε μετάνοια και ζητούσαν παρακλητικά και με δάκρυα από τόν όσιο Σεραφείμ τήν συγχώρηση και τις άγιες προσευχές του. Και με τήν ευλογία του επέστρεψαν στό δρόμο τής ενάρετης ζωής.
Για τους υψηλούς του αγώνες και τήν θεάρεστη ζωή του ό όσιος αξιώθηκε να λάβη από τόν Θεό το χάρισμα τής διορατικότητας. Αλλά εκείνος ακόμη περισσότερο απέφευγε τήν δόξα των ανθρώπων και στρεφόταν προς τήν ησυχαστική ζωή και τήν άσκηση. Το 1806 ό ηγούμενος τής μονής τού Σάρωφ π. Ησαΐας παραιτήθηκε λόγω ασθενείας και γήρατος και ή αδελφότητα εξέλεξε ομόψυχα και ομόφωνα τόν όσιο Σεραφείμ. Αυτός όμως το αρνήθηκε τόσο λόγω τής βαθειάς του ταπεινοφροσύνης όσο και για τήν άκρα αγάπη του προς τήν έρημο και τήν ησυχία. Για ηγούμενο τότε εξέλεξαν τόν π. Νήφωνα, γνωστό από παιδί στον όσιο Σεραφείμ. Ό π. Ησαΐας, λόγω τής ασθενείας και τής πλήρους αδυναμίας του, δεν ήταν εις θέσιν να διανύσει δρόμο έξι χιλιομέτρων μέχρι τήν έρημο τού οσίου Σεραφείμ για να παρηγορηθεί συνομιλώντας μαζί του και θλιβόταν γι’ αυτό υπερβολικά. Οι αδελφοί με αγάπη έφερναν τόν υπερήλικα π. Ησαΐα στον όσιο Σεραφείμ, αφού και οι δύο ήσαν σωματικά ανήμποροι. Σύντομα όμως και αυτός ό τελευταίος από τους πιο αγαπημένους συνοδοιπόρους τού οσίου Σεραφείμ στην πνευματική ζωή έξεδήμησε προς Κύριον. Ή απώλεια αυτή έθλιψε βαθειά τόν όσιο Σεραφείμ και έκτοτε άρχισε να στοχάζεται περισσότερο και συχνότερα το φθαρτό τής πρόσκαιρης αυτής ζωής, τήν μέλλουσα ζωή και τήν φοβερή κρίσι τού Χρίστου. Παράλληλα, άρχισε να προσεύχεται με ιδιαίτερο ζήλο υπέρ αναπαύσεως των προσφιλών του ψυχών των μακαριστών Παχωμίου, Ιωσήφ και Ησαΐα. Όσες φορές περνούσε από το κοιμητήριο τής μονής, ανέπεμπε φλογερές δεήσεις προς τόν Ύψιστο υπέρ αυτών και των λοιπών γερόντων και ασκητών τού Σάρωφ, τους οποίους, λόγω των φλογερών και ευπρόσδεκτων προσευχών τους αποκαλούσε «ούρανομήκεις στύλους πυρός». Ανέθετε και σε άλλους να τους μνημονεύουν συχνά στις προσευχές τους. Σε μιά γνωστή π.χ. μοναχή, ή όποια σύχναζε στό Σάρωφ και τόν επισκεπτόταν, έδωσε τήν εξής εντολή: «Όταν έρχεσαι σε μένα, στρέψου προς τα μνήματα, κάνε τρεις μετάνοιες και παρακάλεσε τόν Θεό να ανάπαυση τις ψυχές των δούλων Αυτού, Ησαΐα, Παχωμίου, Ιωσήφ, Μάρκου και των λοιπών· κατόπιν λέγε για τόν εαυτόν σου: συγχωρήσατε, πατέρες άγιοι και πρεσβεύσατε υπέρ έμού».
Μετά τον θάνατο τού π. Ησαΐα (1807), ό όσιος Σεραφείμ δεν μετέβαλε τρόπο άναχωρητικής ζωής άλλα πρόσθεσε νέα ιδιότητα στην άσκηση του αναλαμβάνοντας τόν αγώνα τής σιωπής. Σ’ αυτούς πού τόν επισκέπτονταν στην έρημο δεν παρουσιαζόταν. «Αν συνέβαινε να συνάντηση κάποιον στό δάσος, έπεφτε κάτω με το πρόσωπο Στη γή και δεν σήκωνε τα μάτια του μέχρις οτου ν’ απομακρυνθεί ό διαβάτης. Μέσα σε τέτοια σιωπή πέρασε τρία χρόνια. Λίγο ενωρίτερα είχε παύσει να επισκέπτεται το κοινόβιο τού Σάρωφ τις Κυριακές ή τις εορτές. Μία φορά τήν εβδομάδα, κατά τήν Κυριακή, ένας αδελφός τού έφερε τροφή στό ερημητήριο του, ιδίως τόν χειμώνα, όταν ό όσιος δεν είχε τα λαχανικά του. Όταν ό αδελφός έμπαινε στον προθάλαμο, ό γέροντας λέγοντας μέσα του «αμήν» άνοιγε τήν πόρτα με το κεφάλι σκυμμένο προς τήν γή. Και μόλις έμελλε να αναχώρηση ό αδελφός, ό όσιος έβαζε μέσα στό σκεύος, πού ήταν επάνω στό τραπέζι, ένα κομματάκι ψωμί ή λίγο ξυνολάχανο και έτσι γνωστοποιούσε στον αδελφό τι ήθελε να τού φέρει τήν επόμενη εβδομάδα.
Όλα αυτά όμως ήσαν εξωτερικά τεκμήρια τής σιγής του. Τήν ουσία τής πολύμοχθης ασκήσεως τού οσίου συνιστούσε, όχι ή εξωτερική αποχή από τήν επικοινωνία, αλλά ή ησυχία τού νου, ή άποταγή κάθε βιοτικού λογισμού χάριν τής καθαρότατης και τελειότατης αφιερώσεως του στον Θεό. Πολλοί αδελφοί θλίβονταν υπερβολικά λόγω τής απομακρύνσεως αυτής τού οσίου από τήν άμεση επικοινωνία μαζί τους και λόγω τής επιδόσεως του στον αγώνα τής σιγής. Μερικοί μάλιστα ακόμη και τόν κατηγορούσαν πού αποσύρθηκε στην απομόνωση, ενώ σε κοινωνία με τήν αδελφότητα θα τήν οικοδομούσε με λόγους και έργα, χωρίς να παραβλάπτεται ή ευλογημένη πορεία τής δικής του ψυχής. Αλλά σ’ όλες αυτές τις μομφές, ό όσιος απαντούσε με τους λόγους τού αγίου Ισαάκ τού Σύρου: «Αγάπησε τήν ησυχία, διότι αυτή αξίζει πολύ περισσότερο από το να διατρέφεις τους πεινασμένους τού κόσμου»· επίσης με τους λόγους τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου: «Είναι θαυμάσιο το να θεολογείς χάριν τού Θεού, περισσότερο όμως συμφέρει να καθαρίσεις τόν εαυτόν σου χάριν Εκείνου».
Με τήν πολύμοχθη άσκηση τής σιωπής ό όσιος Σεραφείμ καθάριζε κατά τόν τελειότερο τρόπο και φώτιζε τήν δικαία του ψυχή οδηγώντας την όλο και περισσότερο στό μυστήριο τής θείας θεωρίας, αφού αφόπλισε παντελώς τόν πολέμιο του. Τι πνευματικούς καρπούς έφερε ή άσκηση αυτή στον μακάριο Σεραφείμ το βλέπει κανείς καθαρά στις διδαχές του περί ησυχίας, οι όποιες βασίζονταν αναμφιβόλως και επί τής προσωπικής του πείρας.
«Όταν παραμένωμε σε σιγή, έλεγε αργότερα, ό διάβολος δεν επιτυγχάνει τίποτε κατά τού κρυπτού άνθρωπου τής καρδίας· εννοείται βέβαια ή σιγή τού νου. Ή σιγή γεννά στην ψυχή τού ησυχαστή διαφόρους καρπούς τού Πνεύματος. Από τήν μόνωση και τήν σιγή γεννώνται ή κατάνυξης και ή πραότης. Ενωμένη με άλλες πνευματικές εργασίες, ή προσευχητική σιγή ανυψώνει τόν άνθρωπο προς τήν ευσέβεια, τόν φέρει κοντά στον Θεό και τόν κάνει επίγειο άγγελο. Σύ μόνο κάθησε στό κελλί σου με νήψη και σιγή· κοπίαζε με κάθε δυνατό τρόπο να πλησίασης τόν Κύριο και Εκείνος είναι έτοιμος από άνθρωπο να σε κάνη άγγελο: και έπι τίνα επιβλέψω, άλλ’ ή έπι τόν ταπεινόν και ήσύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου; Έκτος των άλλων πνευματικών αποκτημάτων, καρπός τής σιγής είναι ή ειρήνη τής ψυχής. Ή σιγή διδάσκει τήν ησυχία και τήν αδιάλειπτη προσευχή, ενώ ή εγκράτεια κάνει τόν λογισμό αρρέμβαστο. Αυτόν πού κατορθώνει τήν σιγή, τόν αναμένει ειρηνική διάθεση».
Έτσι ό όσιος Σεραφείμ προχωρώντας στην άσκηση τής σιγής απέκτησε τα ανώτερα πνευματικά χαρίσματα, παρηγορούμενος από τήν θεία χάρη και αισθανόμενος στην καρδιά άρρητη χαρά εν Πνεύματι ‘Αγίω. Ανερχόμενος συνεχώς τήν κλίμακα των αρετών και τής μοναχικής ασκήσεως, ανέλαβε ό όσιος τόν ακόμη υψηλότερο αγώνα τού εγκλείστου βίου. Αυτό συνέβη ως εξής: Τήν εποχή αυτή, για τήν οποία γίνεται λόγος, ηγούμενος τού Σάρωφ ήταν ό π. Νήφων, άνθρωπος θεοφοβούμενος, ενάρετος, φιλάδελφος και ζηλωτής τού τυπικού και των ακολουθιών της εκκλησίας. Ό όσιος Σεραφείμ, από τόν θάνατο τού γέροντος του Ησαΐα, αφού έδωσε υπόσχεση σιγής, ζούσε στην έρημο του έγκλειστος, ωσάν σε φυλακή. Παλαιότερα, τις Κυριακές και τις εορτές πήγαινε στό μοναστήρι για να μεταλάβη. Τώρα όμως μετά τήν παρατεταμένη εκείνη προσευχή επάνω στον βράχο τόν πονούσαν τα πόδια και δεν μπορούσε να περπατή. Πολλοί μοναχοί σκανδαλίζονταν και απορούσαν ποιος κοινωνεί των Άχραντων Μυστηρίων τόν όσιο Σεραφείμ. Για τόν λόγο αυτό ό ηγούμενος συνεκάλεσε σύναξη των γερόντων τής μονής και έφερε ενώπιον τους το θέμα σχετικά με τήν Μετάληψη τού π. Σεραφείμ. Αυτοί μετά από συμβούλιο αποφάσισαν να προτείνουν στον π. Σεραφείμ να έρχεται, όπως και ενωρίτερα, στό μοναστήρι για να μεταλαμβάνει των Άχραντων Μυστηρίων, αν βέβαια τόν υπακούουν τα πόδια του· διαφορετικά, να έλθει και να μείνει μονίμως στό μοναστήρι. Όρισαν να διαβιβασθή αυτή ή απόφασης στον π. Σεραφείμ με τόν αδελφό πού τού πήγαινε τήν τροφή κατά τις Κυριακές και ας διάλεξη ότι προτιμά.
Έτσι και έγινε, άλλα για πρώτη φορά ό όσιος δεν απάντησε ούτε λέξι. Ανέθεσαν λοιπόν στον αδελφό και τήν επομένη Κυριακή να μεταβίβαση για δεύτερη φορά στον π. Σεραφείμ τήν πρόταση τής συνάξεως. Τότε ό όσιος ευλόγησε τόν αδελφό και ξεκίνησε μαζί του πεζή για το μοναστήρι. Αποδέχθηκε τήν δεύτερη πρόταση τής συνάξεως τής μονής και έδειξε ότι λόγω ασθενείας δεν μπορούσε να έρχεται στην μονή τις Κυριακές και τις εορτές, όπως έκανε ενωρίτερα. Αυτό συνέβη στις οκτώ Μαΐου τού 1810, όταν ό όσιος Σεραφείμ ήταν πενήντα ετών.
Όταν επέστρεψε στό μοναστήρι, μετά από δεκαπενταετή αγώνα στην έρημο, ό όσιος Σεραφείμ δεν πήγε στό κελλί του, αλλά στό νοσοκομείο. Αυτό έγινε τήν ημέρα εκείνη, λίγο πριν να αρχίσει ή αγρυπνία. Όταν κτύπησαν οι καμπάνες για τήν αγρυπνία, ό όσιος παρουσιάσθηκε στον ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. Όλοι οι αδελφοί έξεπλάγησαν, όταν αστραπιαία διαδόθηκε μεταξύ τους ή είδηση ότι ό π. Σεραφείμ αποφάσισε να εγκατασταθεί στό μοναστήρι. Τήν επομένη, στις εννέα Μαΐου, εορτή τής μετακομιδής των λειψάνων τού αγίου Νικολάου τού θαυματουργού στό Μπάρι τής Κάτω Ιταλίας, ό όσιος Σεραφείμ ήλθε, όπως συνήθιζε, στην πρωινή λειτουργία στην εκκλησία τού νοσοκομείου και μετέλαβε των Αγίων τού Χρίστου Μυστηρίων. Από τόν ναό πήγε στό κελλί τού ηγουμένου π. Νήφωνος, πήρε τήν ευλογία του και κατόπιν εγκαταστάθηκε στό πρότερο του κελλί. Εκεί δεν δεχόταν κανένα, δεν πήγαινε πουθενά και δεν συνομιλούσε με κανένα· ανέλαβε δηλαδή νέο δυσκολώτατο αγώνισμα, τόν έγκλειστο βίο.
Για τους αγώνες τού οσίου Σεραφείμ κατά τήν περίοδο τού εγκλείστου βίου του πολύ λίγα είναι γνωστά, διότι δεν δεχόταν ούτε συνομιλούσε με κανένα. Στό κελλί του δεν είχε τίποτε, ακόμη ούτε και τα πιο απαραίτητα πράγματα. Ή εικόνα τής Θεοτόκου, ενώπιον τής οποίας έκαιε πάντοτε κανδήλα, και ένα κούτσουρο πού χρησίμευε ως κάθισμα, αυτά ήσαν όλα κι όλα. Ό αυστηρός αγωνιστής ούτε καν χρησιμοποιούσε φωτιά. Τη περίοδο αυτή φορούσε στό λαιμό του, κάτω από το ζωστικό, μεγάλο σιδερένιο σταυρό εις ολεθρον τής σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή. Αλυσίδες όμως ή πρόβεια δεν φορούσε ποτέ, ούτε συμβούλευε άλλους να τα φορούν. «Αν κάποιος μας προσβάλλει με λόγο ή έργο, έλεγε ό όσιος, και εμείς υπομείνομε εύαγγελικώς τη προσβολή, να οι αλυσίδες μας, να και ή πρόβεια! Αυτές οι πνευματικές αλυσίδες είναι ανώτερες από τις σιδερένιες, και ή πνευματική αυτή πρόβεια ανώτερη από τήν υλική». Φορούσε τήν ίδια ενδυμασία πού είχε και στην έρημο. Το μοναδικό του ποτό ήταν το νερό και ή μοναδική του τροφή κριθάρι κοπανισμένο και λευκό ξυνολάχανο. Το νερό και τήν τροφή τού τα έφερε ό μοναχός Παύλος, πού έμενε στό γειτονικό κελλί, και λέγοντας το «Δι’ ευχών» τα άφηνε μπροστά Στη πόρτα τού οσίου. Και ό έγκλειστος, για να μη τόν δη κανένας, σκεπαζόταν μ’ ένα μεγάλο ύφασμα και, αφού έπαιρνε γονατιστός το σκεύος, το έφερε στό κελλί του, ωσάν να το δεχόταν από το χέρι τού Θεού. Κατόπιν, αφού έτρωγε λίγο, άφηνε το σκεύος στην πρότερα του θέση έχοντας πάλι καλυμμένο το πρόσωπο του με ύφασμα, μιμούμενος τους αρχαίους ερημίτες, οι οποίοι κάλυπταν το πρόσωπο τους με το κουκούλι.
Ή άθλησης τού οσίου Σεραφείμ στην προσευχή, όλο το διάστημα τού εγκλείστου βίου του, ήταν πολύ δύσκολη και ποικιλόμορφη. Και εδώ, όπως και στην έρημο, έκανε τόν κανόνα του και τις καθημερινές ακολουθίες, έκτος της θείας λειτουργίας. Επί πλέον δόθηκε στην άσκηση της νοεράς προσευχής λέγοντας στην καρδιά του εκ περιτροπής τήν ευχή τού Ιησού και τήν ευχή προς τήν Θεοτόκο. Κατά καιρούς, προσευχόμενος βυθιζόταν στην παρατεταμένη θεωρία τού Θεού. Στεκόταν ενώπιον της αγίας εικόνος και, χωρίς να λέγει καμμιά προσευχή ή να κάνη μετάνοιες, θεωρούσε νοερά τόν Κύριο μέσα στην καρδιά του.
Κατά τήν διάρκεια της εβδομάδος, ό όσιος Σεραφείμ μελετούσε όλη τήν Καινή Διαθήκη με τήν εξής σειρά: Τήν Δευτέρα το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, τήν Τρίτη τό κατά Μάρκον, τήν Τετάρτη το κατά Λουκάν, τήν Πέμπτη το κατά Ίωάννην, τις υπόλοιπες ήμερες τις Πράξεις και τις επιστολές των αγίων Αποστόλων. Καμμιά φορά ακουγόταν από τήν πόρτα ή φωνή του, καθώς, διαβάζοντας δυνατά, ερμήνευε στον εαυτό του το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων· σ’ αυτό αφιέρωνε αρκετό χρόνο. Πολλοί έρχονταν και άκουαν τους λόγους του με ευχαρίστηση, εντρυφούσαν σ’ αυτούς, παρηγορούνταν και ωφελούνταν πνευματικά. Κάποτε σταματούσε να γυρίζει τα φύλλα τού βιβλίου και βυθιζόταν ολόκληρος στην θεωρία των καθαρών, υψηλών νοημάτων τού Αγίου Πνεύματος. Δεν κινούσε ούτε ένα μέλος τού σώματος του· τα μάτια του ήταν ατενώς στραμμένα σ’ ένα αντικείμενο. Ή ολοκληρωτική αυτή περισυλλογή τού οσίου Σεραφείμ στις Ευαγγελικές αλήθειες δεν έμεινε χωρίς χάριν από τόν Θεό. Ή σπουδαιότερη μαρτυρία αυτού είναι το ότι αξιώθηκε ασύλληπτων αρπαγών στις ουράνιες μονές, όπως ό απόστολος Παύλος, ό άγιος Ανδρέας ό διά Χριστόν Σαλός και ό όσιος Βαρσανούφιος, οι οποίοι ηρπαγησαν έως τρίτου ουρανού.
Σχετικά μ’ ένα τέτοιο ακατανόητο στην ανθρώπινη λογική όραμα, ό δόκιμος Ιωάννης Τύχωνωφ (μετέπειτα ιερομόναχος Ίωάσαφ) διηγήθηκε τα έξης: «Κάποτε, όταν ό π. Σεραφείμ είχε τελειώσει τήν έγκλειστη πολιτεία του, με επισκέφθηκε ένας φιλόθεος αδελφός, με τόν οποίο μοιραζόμουν συνήθως κάθε χαρά και κάθε παρήγορο λόγο, πού είχε πει ό π. Σεραφείμ. Ενώ συνομιλούσαμε, με ερώτησε ξαφνικά ό π. Σεραφείμ μού είχε αποκαλύψει το μέγα μυστήριο τής αρπαγής του στα ουράνια σκηνώματα. Εγώ τού απάντησα ότι τίποτε δεν άκουσα γι’ αυτό το μέγα έλεος τού Θεού και άρχισα να τόν παρακαλώ να μού πει όσο το δυνατόν περισσότερα σχετικά μ’ αυτό· εκείνος όμως, παρά τήν επιθυμία του δεν μπορούσε να μού πει τίποτε με σαφήνεια. Αφού κατευόδωσα τόν αδελφό, περίμενα με ανυπομονησία να βράδυνση, για να πάω στον π. Σεραφείμ και να τόν παρακαλέσω να μού απαλύνει τήν ψυχή μιλώντας μου γι’ αυτό το μέγα έλεος τού Θεού. Έτσι και έκανα μόλις βράδυασε. Αυτός με υποδέχθηκε σάν φιλότεκνος πατέρας και αμέσως κλείδωσε τήν πόρτα. Όταν καθήσαμε, και μόλις ήμουν έτοιμος να τόν παρακαλέσω να μού διηγηθεί το μεγάλο μυστήριο, μού έκλεισε με το χέρι του το στόμα και είπε: «περιφράξου με σιωπή». Τότε άρχισε να μού έκθετει με τήν χαρακτηριστική του απλότητα τήν ιστορία των Προφητών, των Αποστόλων, των αγίων Πατέρων και των Μαρτύρων. «Όλοι οι άγιοι, έλεγε, τους οποίους εορτάζει ή εκκλησία τού Χρίστου, μας άφησαν τήν ζωή τους ως παράδειγμα προς μίμησιν όλοι ήσαν ομοιοπαθείς με μας άνθρωποι, άλλα, με τήν ακριβή εκπλήρωση των εντολών τού Χρίστου, πέτυχαν τήν τελείωση και τήν σωτηρία, έλαβαν χάρη, αξιώθηκαν ποικίλων δωρεών τού Αγίου Πνεύματος και κληρονόμησαν τήν Βασιλεία των Ουρανών. Και ενώπιον της Ουρανίου Βασιλείας, όλη ή δόξα αυτού τού κόσμου είναι μηδέν. Όλες οι απολαύσεις τού κόσμου αυτού δεν είναι ούτε σκιά αυτών πού έχουν ετοιμασθεί στις ουράνιες μονές για όσους αγαπούν τόν Θεό· εκεί υπάρχει αιώνια χαρά και πανήγυρης. Αλλά για να ελευθερωθεί το πνεύμα μας, να υψωθεί εκεί και να τρέφεται με τήν γλυκύτατη συνομιλία με τόν Κύριο, πρέπει να ταπεινωθούμε με τήν αγρυπνία, τήν προσευχή και τήν μνήμη τού Κυρίου. Γι’ αυτό το λόγο εγώ, ό πτωχός Σεραφείμ, μελετώ το Ευαγγέλιο κάθε μέρα. Τήν Δευτέρα διαβάζω το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο από τήν αρχή μέχρι το τέλος· τήν Τρίτη το κατά Μάρκον· τήν Τετάρτη το κατά Λουκάν· τήν Πέμπτη το κατά Ιωάννην τις δε υπόλοιπες ήμερες τις Πράξεις και τις επιστολές των Αποστόλων· και ούτε μία ημέρα δεν παραλείπω να διαβάσω το Ευαγγέλιο και τόν Απόστολο της ημέρας και τού Αγίου. Με όλα αυτά όχι μόνον ή ψυχή, αλλά και το σώμα μου τέρπεται και ζωογονείται· έτσι συνομιλώντας με τόν Κύριο, μνημονεύοντας τήν ζωή και τα πάθη Του, δοξολογώντας Αυτόν ημέρα και νύκτα, αίνώ και ευχαριστώ τόν Λυτρωτή μου για όλα τα ελέη Του, τα όποια εξέχεε στό ανθρώπινο γένος και σε μένα τόν ανάξιο». Κατόπιν ό π. Σεραφείμ απευθύνθηκε πάλι σ’ έμενα: «Χαρά μου! Σε παρακαλώ, απόκτησε το πνεύμα τής ειρήνης και τότε χιλιάδες ψυχές θα σωθούν γύρω σου». Και με απερίγραπτη χαρά και υψωμένη τήν φωνή πρόσθεσε: «Να, θα σού μιλήσω για τόν πτωχό Σεραφείμ». Χαμηλώνοντας, λοιπόν, τήν φωνή συνέχισε: «Με κατάνυξη και γλυκύτητα γεμίζει τήν ψυχή μου ό λόγος τού Κυρίου Ιησού Χριστού ότι, εν τη οικία τού πατρός μου μοναί πολλαί είσιν, για όσους βεβαίως τόν διακονούν και δοξάζουν το άγιον Όνομα Του. Σ’ αυτούς τους λόγους του Σωτήρος μου σταμάτησα εγώ ό ελεεινός και επιθύμησα να ιδώ αυτές τις ουράνιες μονές. Και ό Κύριος δεν με στέρησε, τόν πτωχό, τού ελέους Του εξεπλήρωσε τήν επιθυμία και τήν παράκληση μου και εγώ ήρπάγην εις τόν παράδεισον, είτε έν σώματι είτε έκτος τού σώματος ουκ οίδα, ό Θεός οίδεν· αυτό παραμένει ανεξιχνίαστο. Αδυνατώ να σού εκφράσω τι χαρά και τι ουράνια γλυκύτητα αισθάνθηκα εκεί». Με τους λόγους αυτούς ό π. Σεραφείμ έσιώπησε. Ταυτοχρόνως έσκυψε λίγο προς τα εμπρός, έγειρε το κεφάλι με κλειστά τα μάτια και έφερε τήν ανοικτή παλάμη τού δεξιού του χεριού αργά και αρμονικά προς το μέρος τής καρδιάς. Το πρόσωπο του αλλοιωνόταν βαθμηδόν και ακτινοβολούσε ένα θαυμάσιο φως· τελικά έλαμψε τόσο, ώστε ήταν αδύνατον να τόν κοιτάζω· στα χείλη και σε όλη του τήν έκφραση υπήρχε τέτοια χαρά και ουράνιος ενθουσιασμός, ώστε μπορούσε όντως τήν στιγμή αυτή να τόν αποκαλέσει κανείς επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο. Όσο διαρκούσε ή μυστηριώδης εκείνη σιωπή του, αυτός έμοιαζε να θεωρεί κάτι με κατάνυξη ή να ακούει κάτι με κατάπληξι. ‘Αλλά με τι στην πραγματικότητα ενθουσιαζόταν και με τι ευφραινόταν ή ψυχή τού δικαίου μόνον ό Θεός γνωρίζει. Ό δίκαιος τού Θεού, λόγω τής αδυναμίας τής ανθρωπινής γλώσσης δεν ήταν εις θέσιν να μού εξηγήσει με λόγια τήν θαυμαστή αρπαγή του στα ουράνια σκηνώματα, μού το έδειξε όμως με το παράδοξο φως τού προσώπου του και με τήν μυστηριώδη σιωπή του. Και εγώ, αν και ήμουν αυτόπτης αυτού τού θαυμαστού συμβάντος, θα επαναλαμβάνω πάντοτε το ίδιο: Ό Κύριος γνωρίζει πώς έγιναν όλα αυτά. Μετά άπό μακρά σιωπή, ή οποία κατά τήν γνώμη μου κράτησε περίπου μισή ώρα, ό π. Σεραφείμ άρχισε πάλι να όμιλή και στενάζοντας είπε με χαρά και κατάνυξη: «Αχ πολυαγαπημένε μου πάτερ Ιωάννη, αν γνώριζες τι χαρά και τι γλυκύτητα αναμένει στον ουρανό τήν ψυχή τού δικαίου, τότε θα αποφάσιζες να υπομένεις με ευγνωμοσύνη, σ’ αυτή τήν πρόσκαιρη ζωή, όλα τα βάσανα, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες· ακόμη και αν το ίδιο το κελλί μας ήταν γεμάτο σκουλήκια και αν ακόμα τα σκουλήκια κατάτρωγαν τις σάρκες μας κατά τήν διάρκεια όλης τής επίγειας ζωής μας, και τότε, με όλη μας τήν καρδιά, έπρεπε να συγκατατεθούμε σ’ αυτό μόνο και μόνο για να μη στερηθούμε τήν ουράνια εκείνη χαρά τήν οποία ετοίμασε ό Θεός γι’ αυτούς πού τόν αγαπούν. Εκεί δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός άλλα άρρητος γλυκασμός και χαρά· εκεί οι δίκαιοι θα λάμπουν όπως ό ήλιος. Αλλά όταν τήν ουράνια αυτή δόξα και χαρά δεν μπορούσε να τήν έκφραση ούτε αυτός ό άγιος Απόστολος Παύλος, τότε ποια άλλη ανθρώπινη γλώσσα θα μπόρεση να έκφραση τήν ομορφιά των ουρανίων σκηνωμάτων, τα όποια θα κατοικήσουν οι ψυχές των δικαίων;».
Καθ’ όλη τήν διάρκεια τού εγκλείστου βίου του, ό όσιος Σεραφείμ κοινωνούσε κάθε Κυριακή ή εορτή των αγίων τού Χρίστου Μυστηρίων, τα όποια τού έφεραν στό κελλί του από τόν ναό τού νοσοκομείου, μετά τήν πρωινή θεία λειτουργία. Για να μη λησμονεί τήν ώρα τού θανάτου και να τήν συλλογίζεται όσο το δυνατόν εναργέστερα και άμεσώτερα, παρακάλεσε να τού κατασκευάσουν ένα φέρετρο και να το τοποθετήσουν στον προθάλαμο τού κελιού του. Οι αδελφοί εκπλήρωσαν τήν επιθυμία του. Μέσα σ’ ένα ακέραιο κορμό δρυός τού σκάλισαν φέρετρο με σκέπασμα και άβαφο· το τοποθέτησαν μονίμως στον προθάλαμο. Εκεί ό όσιος προσευχόταν συχνά έτοιμαζόμενος για τήν έξοδο άπ’ αυτή τήν ζωή. Σε συνομιλίες με τους αδελφούς τού Σάρωφ, ό όσιος Σεραφείμ αναφερόταν συχνά σ’ αυτό το φέρετρο, παρακαλώντας να τόν τοποθετήσουν σ’ αυτό όταν πεθάνει.
Στους πνευματικούς του αγώνες πρόσθετε ό άγιος ασκητής και τήν χειρωνακτική εργασία στό ύπαιθρο. Πολύ πρωί πρό της αυγής, όταν όλα ακόμη κοιμούνται, λέγοντας τήν ευχή τού Ιησού μάζευε ξύλα ανάμεσα από τα μνήματα και τα μετέφερε κοντά στό κελλί του. Μιά φορά τόν αντιλήφθηκε ένας δόκιμος τής μονής πού είχε ως διακόνημα να σημαίνει το εγερτήριο και γεμάτος χαρά τού έκανε εδαφιαία μετάνοια και καταφιλώντας τα πόδια του ζήτησε τήν ευλογία του. Ό όσιος Σεραφείμ τόν ευλόγησε και τού είπε: «περίφραξε τόν εαυτόν σου με σιωπή και πρόσεχε».
Αφού πέρασε έγκλειστος πέντε περίπου χρόνια, ό όσιος άλλαξε σε μερικά σημεία τήν εξωτερική όψη τής έγκλειστης πολιτείας του: ή πόρτα τού κελιού του ήταν τώρα ανοικτή και ό καθένας μπορούσε να τόν επισκεφθεί, μόνο πού εκείνος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις, κρατώντας τήν υπόσχεση τής σιγής και συνεχίζοντας τις πνευματικές του ενασχολήσεις. Ό τότε επίσκοπος τού Ταμπώφ Ίωνάς, πού επισκεπτόταν συχνά τήν μονή τού Σάρωφ, επιθύμησε κάποτε να ιδεί κατά πρόσωπο τόν π. Σεραφείμ. Με το σκοπό αυτό ήλθε στό κελλί του· άλλα ό όσιος, εκπληρώνοντας πιστά τις υποσχέσεις του ενώπιον τού Θεού και προστατεύοντας τόν εαυτόν του από τήν άνθρωπαρέσκεια, δεν διέκοψε ούτε αυτή τήν φορά τήν σιγή και τόν εγκλεισμό του. Για τόν όσιο δεν είχε έλθει προφανώς ή ώρα να εγκατάλειψη τόν έγκλειστο βίο. Έτσι το εννόησε και ό σεβασμιώτατος επίσκοπος, ό οποίος απέρριψε τήν πρόταση τού ηγουμένου Νήφωνος να παραβιάσουν τήν πόρτα, λέγοντας: «μη τυχόν σφάλωμε». Και άφησε τόν όσιο έν ειρήνη.
Αλλά σύντομα μετά το περιστατικό αυτό ήλθε όντως ή ώρα για τόν όσιο Σεραφείμ να εγκατάλειψη ολοκληρωτικά τήν εξάσκηση τού εγκλείστου βίου και τής σιγής. Με πλήρη αυταπάρνηση, υπομονή, ταπείνωση και ακαταίσχυντη πίστη διάνυσε τήν οδό τού κοινοβιάτη, τού ερημίτη, τού στυλίτη, τού ησυχαστή και τού έγκλειστου, απόκτησε μεγάλη καθαρότητα ψυχής και αξιώθηκε υψηλών χαρισμάτων από το Θεό. Και τότε, κατά το θέλημα τού Κυρίου, υποχρεώθηκε να εγκατάλειψη τήν ησυχία και, Ενώ εξακολουθούσε να ζει ολοκληρωτικά έν τω Θεώ και διά τόν Θεό και ή ζωή του ισοδυναμούσε με τήν τελεία απόταξη τού κόσμου, άρχισε τήν διακονία προς τόν κόσμο αυτό με τήν αγάπη του, με τα θεόσδοτα χαρίσματα τής διδασκαλίας, τής διορατικότητας, τής θαυματουργίας και των ιαμάτων, με τήν πνευματική καθοδήγηση, τήν προσευχή, τήν παρηγοριά και τις συμβουλές. Κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανέλαβε ό όσιος Σεραφείμ το υψηλό έργο του γέροντος, τήν πνευματική πατρότητα, στο οποίο και τελείωσε τήν πολύμοχθη και αγία του ζωή.
Ό όσιος άρχισε το έργο αυτό με το να δέχεται να συνομιλεί με τους επισκέπτες και κατ’ αρχήν με τους μοναχούς. Αυτούς τους συμβούλευε να κρατούν αυστηρά και με ζήλο όλους τους μοναχικούς κανονισμούς: τις ακολουθίες να τις τελούν σύμφωνα με το τυπικό· να παρίστανται ανελλιπώς στις ακολουθίες στο ναό και να τις παρακολουθούν άγρυπνος- να ασκούνται ακατάπαυστα στην νοερά προσευχή· να εκτελούν τα διακονήματά τους ολοπρόθυμα με ζήλο και με ταπείνωση· στην τράπεζα να κάθονται με φόβο Θεού να μη εξέρχονται από το μοναστήρι χωρίς εύλογη αιτία· να απέχουν από τήν αυθαιρεσία και τήν πρωτοβουλία· να υπομένουν όλες τις δοκιμασίες· να φυλάγουν τήν ειρήνη μεταξύ τους κ.ο.κ.
Κατόπιν άρχισε ό άγιος γέροντας να δέχεται και τους λαϊκούς. Ή πόρτα τού κελιού του ήταν ανοικτή για όλους από τήν πρωινή λειτουργία μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Όλους τους δεχόταν πρόθυμα, σε όλους έδινε ευλογία και απαραίτητες σύντομες νουθεσίες. Τους επισκέπτες τους δεχόταν ντυμένος ως συνήθως με λευκό ζοστικό και κοντόρασο· τις Κυριακές και τις εορτές φορούσε επί πλέον έπιτραχήλι και έπιμάνικα, επειδή τις ήμερες αυτές κοινωνούσε. Με ιδιαίτερη αγάπη δεχόταν εκείνους, στους οποίους παρατηρούσε ειλικρινή μετάνοια και ταπείνωση, καθώς και εκείνους πού έδειχναν φλογερό ζήλο για τήν πνευματική ζωή. Αφού συνομιλούσε μαζί τους ακουμπούσε στα σκυμμένα κεφάλια τους τήν άκρη τού επιτραχηλίου με το δεξί του χέρι και τους πρότεινε να προφέρουν μαζί του τήν εξής προσευχή μετανοίας: «Ήμαρτον Κύριε, ήμαρτον με τήν ψυχή και το σώμα, με λόγο και έργο, με το νου και τήν διάνοια και με όλες μου τις αισθήσεις: τήν δράση, τήν ακοή, τήν όσφρηση, τήν γεύση και τήν αφή· εκούσιος και ακούσιος, εν γνώσει και αγνοία». Κατόπιν διάβαζε τήν συγχωρητική ευχή, πράγμα πού έδινε στους επισκέπτες του ανακούφιση συνειδήσεως και ιδιαίτερη πνευματική γλυκύτητα, και τους έχριε σταυροειδώς στο μέτωπο με λάδι από τήν κανδήλα πού έκαιε ενώπιον της εικόνος τής Θεοτόκου τής Έλεούσης, τήν οποία αποκαλούσε χαρά όλων των χαρών. Και αν ήταν πρωί έδινε αγιασμό των Θεοφανείων και τεμάχιο αντίδωρου ή άρτου ό οποίος είχε ευλογηθεί στην ολονύκτια αγρυπνία. Έπειτα, αφού τους ασπαζόταν, έλεγε τόν Αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη!», και έδινε να ασπασθούν τήν εικόνα τής Θεοτόκου ή τόν σταυρό πού φορούσε στό στήθος του. Εκείνους πού τού αποκάλυπταν κάποια ιδιαίτερα ψυχικά τους βάσανα και δεινοπαθήματα, ό όσιος τους παρηγορούσε πατρικά και τους έδινε τα απαραίτητα πνευματικά φάρμακα. Σε άλλες περιπτώσεις έδινε συμβουλές πού ισχύουν για όλους τους χριστιανούς, ιδίως ομως καθοδηγούσε στην αδιάλειπτη μνήμη τού Θεού, στην προσευχή και στην σωφροσύνη.
Πάντοτε τόνιζε ιδιαιτέρως να έχουν διαρκώς στην γλώσσα και τήν καρδιά: τήν Κυριακή προσευχή «Πάτερ ημών», τήν αρχαγγελική «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη…», το Σύμβολο τής πίστεως, και τήν ευχή τού Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού έλέησόν με τόν αμαρτωλό.« Σ’ αυτά, έλεγε, ας συγκεντρώνεται όλη σου ή προσοχή· είτε κάθεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε έρχεσαι, είτε αναχωρείς, είτε βρίσκεσαι στό ναό πριν από τήν έναρξη τής ακολουθίας, αυτά έχε συνεχώς στό στόμα σου και στην καρδιά σου. Με αυτή τήν επίκληση τού ονόματος τού Θεού θα ευρείς ανάπαυση, θα κατορθώσεις τήν κάθαρση σαρκός και πνεύματος και θα σκηνώσει μέσα σου το πνεύμα το Άγιον, ή πηγή όλων των αγαθών, και θα σε οδηγεί στην άγιωσύνη, εν πάση ευσέβεια και σεμνότητι».
Τον όσιο επισκέπτονταν και επιφανείς άνθρωποι, υψηλοί κρατικοί υπάλληλοι και τα μέλη τής αυτοκρατορικής οικογενείας. Κυρίως όμως έρχονταν απλοϊκοί άνθρωποι και ζητούσαν όχι μόνο συμβουλές αλλά και βοήθεια στα βιοτικά τους προβλήματα. Διότι, πιστεύοντας στην αγιότητα του και το προορατικό του χάρισμα, ζητούσαν άπ’ αυτόν βοήθεια σε καθαρώς βιοτικές θλίψεις και συμφορές και αυτός τους βοηθούσε όλο προθυμα. Έτσι, κάποτε έφθασε τρέχοντας στο μοναστήρι απλοϊκός χωρικός με το καπέλλο στό χέρι, με ακατάστατα μαλλιά και όλος απόγνωση ερώτησε τόν πρώτο μοναχό πού συνάντησε: «Πατερούλη! είσαι μήπως ό π. Σεραφείμ;» Και όταν αυτός τού εξήγησε πού είναι ό π. Σεραφείμ, έτρεξε μέχρις αυτόν, έπεσε στα πόδια του και άρχισε πειστικά να τού λέει: «Πατερούλη! Μού έκλεψαν το άλογο και εγώ τώρα, χωρίς αυτό, δεν έχω απολύτως τίποτε. Δεν ξέρω με τι θα θρέψω τήν οικογένεια μου. Και λένε ότι σύ μαντεύεις». Ό όσιος Σεραφείμ τόν έπιασε στοργικά από το κεφάλι και αφού το έφερε κοντά στό δικό του, τού λέει: «Μη πεις σε κανένα τίποτε· τρέξε μόνο στό τάδε χωριό· όταν μπεις σ’ αυτό, στρίψε στον δρόμο δεξιά, πέρασε τέσσερα σπίτια και θα δεις μιά πορτούλα· μπες μέσα, λύσε το άλογο σου από το κούτσουρο και βγάλε το σιωπηλά». Ό χωρικός σύμφωνα με τις οδηγίες πού πήρε, έτρεξε αμέσως με πίστη και χαρά, χωρίς να σταματήσει πουθενά. Κατόπιν μαθεύτηκε στό Σάρωφ ότι αυτός βρήκε όντως το άλογο του στό μέρος πού τού είχε υποδειχθεί.
Άλλη παρόμοια περίπτωση διηγήθηκε ό π. Παύλος, μοναχός τού Σάρωφ. «Κάποτε, είπε, έφερα στον π. Σεραφείμ νεαρό χωρικό με τα γκέμια στα χέρια· έκλαιε γιατί είχε χάσει τα άλογα· τους άφησα μόνους. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξανασυνάντησα τόν χωρικό αυτό και τόν ρώτησα αν βρήκε τα άλογα του. «Βεβαίως, πατερούλη, τα βρήκα», απάντησε ό χωρικός. «Πού και πώς;» τόν ερώτησα. Και απάντησε: «Ό π. Σεραφείμ μού είπε να πάω στην αγορά και εκεί θα τα δω. Πήγα και πράγματι τα είδα τα αλογάκια μου, τα πήρα και τα πήγα στό σπίτι».
Επίσης, ό όσιος θεράπευε συχνά τους ασθενείς αλείφοντας τους με λάδι από τη κανδήλα πού κρεμόταν ενώπιον τής εικόνος τής Θεοτόκου, στό κελλί του. Παρ’ όλα όμως αυτά ό όσιος δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει τελείως τόν έγκλειστο βίο. Άν και έπαυσε τήν απόλυτη σιωπή και δεχόταν τους επισκέπτες, ό ίδιος δεν έβγαινε πουθενά έξω από το κελλί του. Σύντομα όμως ήλθε ό καιρός να εγκατάλειψη εντελώς ό όσιος Σεραφείμ τόν έγκλειστο βίο. Αλλά πριν να το αποφασίσει απευθύνθηκε με προσευχή στον Θεό να τού αποκάλυψη το θέλημα Του σχετικά με το θέμα αυτό. Και να, τήν νύκτα ξημερώνοντας ή 25η Νοεμβρίου τού 1825, εμφανίσθηκε στον ύπνο του ή Μητέρα τού Θεού μαζί με τους αγίους τής ημέρας εκείνης, τόν Κλήμεντα Ρώμης και τόν Πέτρο Αλεξανδρείας, και τού επέτρεψε να παύση να ζει έγκλειστος, και να επισκέπτεται τήν έρημο. Το πρωί, αφού τελείωσε τόν συνηθισμένο του κανόνα προσευχής, ανακοίνωσε τήν επιθυμία του στον ηγούμενο Νήφωνα, από τόν οποίο και πήρε γι’ αυτό ευλογία. Έκτοτε άρχισε να επισκέπτεται το κελλί του στην έρημο και να προσεύχεται εκεί.
Ό όσιος πήγαινε συχνά στην λεγομένη «Θεολογική πηγή». Αυτή ή πηγή βρισκόταν σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το μοναστήρι και υπήρχε από παλαιά, άλλα ήταν παραμελημένη. Ή εκβολή τού νερού ήταν σκεπασμένη με κορμούς δένδρων και έπιχωσμένη· το νερό έτρεχε μόνο από ένα σωλήνα. Κοντά στην πηγή, επάνω σ’ ένα μικρό στύλο, υπήρχε ή εικόνα τού αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννου τού Θεολόγου, άπ’ όπου και έλαβε τήν επωνυμία της. Αυτό το μέρος άρεσε πολύ στον όσιο Σεραφείμ. Σύμφωνα με τήν επιθυμία του καθάρισαν και ανακαίνισαν τήν πηγή· πήραν από εκεί τους κορμούς και στην θέση τους κατασκεύασαν νέα στοά με σωλήνα. Εκεί ό όσιος, ασχολούμενος με χειρωνακτικές εργασίες και έχοντας τήν σκέψη του στον Θεό, περνούσε τόν περισσότερο χρόνο του, διότι λόγω ασθενείας δεν μπορούσε πιά να πηγαίνει στό πρώτο του κελλί. Συγκέντρωνε πέτρες από τόν ποταμό και μ’ αυτές λιθόστρωνε τήν πηγή. Δίπλα στην πηγή έφτιαξε ένα μικρό κήπο, όπου καλλιεργούσε λαχανικά. Στό λοφίσκο κοντά στην πηγή είχαν κτίσει γι’ αυτόν μικρό καλυβάκι από κορμούς δένδρων, χωρίς παράθυρα και σχεδόν χωρίς πόρτα, με είσοδο από το έδαφος, κάτω από μικρό άνοιγμα. Μπαίνοντας ό όσιος στό καλυβάκι, στό πτωχικό αυτό κρησφύγετο, ξεκουραζόταν μετά τήν εργασία, αποφεύγοντας τόν μεσημβρινό καύσωνα. Αργότερα τού έφτιαξαν νέο κελί με πόρτα και σόμπα, αλλά χωρίς παράθυρα. Στό ερημητήριο αυτό περνούσε όλες τις εργάσιμες ήμερες, ενώ τα βράδυα επέστρεφε στό μοναστήρι. Αυτό το μέρος άρχισαν να το ονομάζουν κοντινή έρημο τού π. Σεραφείμ, και τήν πηγή, φρέαρ τού πατρός Σεραφείμ.
Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς αυτόν τόν ταπεινό, κυρτωμένο γέροντα να στηρίζεται επάνω στό ραβδί ή στό τσεκούρι, να κόβει ξύλα ή να καλλιεργεί το περιβολάκι, με φθαρμένο καλυμαύχι στό κεφάλι, με τριμμένο ζωστικό, με δισάκι στους ώμους, όπου είχε το ευαγγέλιο και φορτίο από πέτρες και άμμο προς νέκρωσιν τού σώματος. Στις ερωτήσεις μερικών, γιατί φέρει αυτό το φορτίο στους ώμους, ό άγιος γέροντας απαντούσε με τους λόγους τού αγίου Έφραίμ τού Σύρου: «βασανίζω τόν βασανιστή μου».
Ό αριθμός των επισκεπτών τού χαρισματούχου γέροντος μεγάλωνε συνεχώς. Μερικοί τόν περίμεναν στό μοναστήρι· άλλοι πήγαιναν στην έρημο με τήν επιθυμία να τόν δουν και να πάρουν άπ’ αυτόν ευλογία και διδαχή. Ήταν συγκλονιστικό το θέαμα, όταν ό όσιος επέστρεφε στην έρημο του, μετά τήν αγία Μετάληψη, φορώντας μανδύα, έπιτραχήλι και έπιμάνικα. Πλήθη λαού συνωστίζονταν γύρω του και καθυστερούσαν τήν πορεία του. Αυτή τήν ώρα όμως σε κανένα δεν μιλούσε, ούτε έδινε ευλογία έμοιαζε να μη βλέπει κανένα και ήταν ολόκληρος βυθισμένος σε σκέψεις περί της χάριτος και τής δυνάμεως των Άγιων Μυστηρίων. Ό ηγούμενος π. Νήφων πού σεβόταν βαθειά και αγαπούσε τόν χαριτωμένο γέροντα, έλεγε εξ αφορμής τού πλήθους των επισκεπτών του: «Όταν ό π. Σεραφείμ ζούσε στην έρημο, έκλεινε με δένδρα όλα τα περάσματα προς αυτόν, για να μη τόν επισκέπτεται ό λαός· και τώρα, άρχισε να τους δέχεται όλους, ώστε μέχρι τα μεσάνυκτα να μη μπορώ να κλείσω τήν πύλη τής μονής».
Από τήν περίοδο αυτή, στό πρόσωπο τού οσίου Σεραφείμ φανέρωσε ό Θεός στους πιστούς μεγάλο και όντως πολύτιμο θησαυρό. Ό ψυχωφελής διάλογος με τόν χαρισματούχο γέροντα ήταν ιδιαιτέρως γλυκύς και παρήγορος. Ό λόγος του χαρακτηριζόταν άπό μία ιδιαίτερη φιλοστοργία και από μία γαλήνια εξουσία. Αλλά και όλη ή συμπεριφορά του προς τους επισκέπτες χαρακτηριζόταν πρό παντός από βαθειά ταπείνωση και πανσυγχωρητική, έμπρακτη, χριστιανική αγάπη. Ό λόγος του θέρμαινε ακόμη και τις πιο σκληρές και ψυχρές καρδιές· διαφώτιζε τις ψυχές με πνευματική κατανόηση· τις απάλυνε και τις έκανε να χύνουν δάκρυα μετανοίας και συντριβής· προκαλούσε χαρμόσυνη ελπίδα για δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας ακόμη και σε αναίσθητους αμαρτωλούς. Έτσι γέμιζε τις ψυχές με τήν θεία χάρη και τήν ειρήνη. Οποιοιδήποτε και αν τόν επισκεπτόταν, είτε ρακένδυτοι πτωχοί είτε πλούσιοι με πολυτελή ενδύματα, και οποιαδήποτε βάσανα, αμαρτήματα και ανάγκες και αν είχαν στην ψυχή τους, τους αγκάλιαζε όλους με αγάπη, υποκλινόταν μέχρις εδάφους σε όλους και ευλογώντας τους, φιλούσε ό ίδιος τα χέρια τους. Δεν επιτιμούσε κανένα με σκληρότητα, ούτε τόν ήλεγχε με αυστηρότητα· σε κανένα δεν επέβαλλε βαρύ φορτίο αν και ό ίδιος βάσταζε τόν Σταυρό τού Χριστού και υπόμενε όλες τις θλίψεις. Πού και πού ήλεγχε βέβαια, άλλα με πραότητα, μετριάζοντας τόν λόγο του με τήν ταπείνωση του και τήν αγάπη του. Φροντίζοντας να ξυπνήσει με συμβουλές τήν φωνή της συνειδήσεως, υποδείκνυε τήν οδό τής σωτηρίας, πολλές φορές μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, πού ό ενδιαφερόμενος στην αρχή δεν καταλάβαινε ότι αναφερόταν στην δική του ψυχή· κατόπιν όμως ή δύναμις τού λόγου του, πού ήταν εμπνευσμένος από τήν χάρη, εξασκούσε τήν επιρροή της. Δεν έφευγαν άπ’ αυτόν χωρίς ουσιαστικό δίδαγμα ούτε πλούσιοι, ούτε πτωχοί, ούτε αγράμματοι, ούτε εγγράμματοι, ούτε αριστοκράτες, ούτε απλοί πολίτες· για όλους υπήρχε αρκετό ύδωρ ζών πού έρρεε από το στόμα τού άλλοτε σιωπώντος, ταπεινού και πτωχού ασκητή. Χιλιάδες λαού συνέρρεαν σ’ αυτόν, ιδίως κατά τήν τελευταία δεκαετία τής ζωής του. Καθημερινά συνωστίζονταν μπροστά από το κελλί του, στό μοναστήρι τού Σάρωφ, περισσότεροι από δύο χιλιάδες άνθρωποι. Αυτό δεν τού ήταν δυσβάστακτο· εύρισκε χρόνο να συζήτηση με τόν καθένα προς ωφέλεια τής ψυχής του. Εξηγούσε στον καθένα με μερικές λέξεις εκείνα τα οποία τού ήταν πράγματι τα πιο απαραίτητα, αποκαλύπτοντας συχνά τους πλέον κρυφούς λογισμούς των επισκεπτών του.
Τα λόγια του όπως και τα έργα του και ολόκληρη τη ζωή του τα στήριζε στην Αγία Γραφή, στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και στα διδακτικά παραδείγματα από τους βίους των αγίων τού Θεού. Παράλληλα, είχε ιδιαίτερη ευλάβεια προς τους αγίους εκείνους, οι οποίοι αναδείχθηκαν οι γενναίοι υπέρμαχοι και φωτισμένοι ζηλωτές τής ορθοδόξου πίστεως, όπως ήσαν ό Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ό Θεολόγος, Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ό Κλήμης Ρώμης, ό Μέγας Αθανάσιος, ό Κύριλλος Ιεροσολύμων, ό Αμβρόσιος Μεδιολάνων και άλλοι. Με ιδιαίτερη φλόγα φύλαγε και προάσπιζε τήν καθαρότητα τής ορθοδοξίας. Έτσι όταν κάποτε τόν ερώτησε κάποιος σχισματικός παλαιόπιστος ποια πίστις είναι καλύτερη, τής Εκκλησίας ή των παλαιοπίστων, τού απάντησε ως έξουσίαν έχων: «Άφησε τα παραληρήματα σου. Ή ζωή μας είναι θάλασσα, ή αγία ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι το πλοίο και πηδαλιούχος είναι ό ίδιος ό Χριστός. Οι άνθρωποι όμως αν και έχουν τέτοιο πηδαλιούχο, λόγω τής εξ αμαρτιών αδυναμίας τους κολυμβούν με χίλια δύο βάσανα μέσα στα κύματα τής ζωής και δεν σώζονται όλοι από τόν πνιγμό. Πού πας λοιπόν εσύ με τη βαρκούλα σου και σε τι στηρίζεις τήν ελπίδα σου να σωθείς, χωρίς πηδαλιούχο;».
Επειδή, για τήν καθαρότητα τής ψυχής του, έλαβε από τόν Θεό το χάρισμα τής διορατικότητας, ό όσιος Σεραφείμ έδινε συχνά στους επισκέπτες του συμβουλές, οι όποιες ανταποκρίνονταν στα πιο μυστικά τους αισθήματα και στις πιο απόκρυφες σκέψεις τους, χωρίς να του τις έχουν αποκαλύψει. Να ένα τέτοιο παράδειγμα: Με κάποια ευκαιρία ήλθε στό Σάρωφ από περιέργεια ό στρατηγός Λ. Αφού περιεργάσθηκε τα κτίσματα τής μονής ήθελε να αναχώρηση, χωρίς να πάρει κάτι για τήν ψυχή του. Τόν σταμάτησε όμως ό γαιοκτήμων Προκούτσιν, συμβουλεύοντας τον να περάσει από τόν έγκλειστο γέροντα Σεραφείμ. Ό αγέρωχος στρατηγός αρνήθηκε στην αρχή, αλλά κατόπιν τής επιμονής τού Προκούτσιν συγκατατέθηκε. Όταν μπήκε στό κελλί, ό π. Σεραφείμ τόν προύπάντησε και τόν προσκύνησε μέχρις εδάφους. Τέτοια ταπείνωση άφησε εμβρόντητο τόν υπερήφανο στρατηγό. Ό Προκούτσιν, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν πρέπει να παραμείνει στό κελλί, βγήκε στον προθάλαμο. Ό στολισμένος με τα παράσημα του στρατηγός έμεινε μισή ώρα περίπου, συζητώντας με τόν όσιο. Σε μερικά λεπτά ακούσθηκαν κλάμματα. Ήταν ό στρατηγός πού έκλαιε σάν μικρό παιδί. Μετά από μισή ώρα άνοιξε ή πόρτα και βγήκε ό όσιος Σεραφείμ κρατώντας από το χέρι τόν στρατηγό, ό οποίος συνέχιζε να κλαίη. Τα παράσημα του και το καπέλλο του τα είχε αφήσει μέσα στό κελλί. Ό όσιος τού τα έφερε και τού τα κρέμασε στην στολή του. Αργότερα ό στρατηγός αυτός έλεγε ότι είχε ταξιδεύσει σ’ ολόκληρη τήν Ευρώπη, είχε γνωρίσει πλήθος διαφόρων ανθρώπων, άλλα πρώτη φορά στην ζωή του είδε ταπείνωση σάν αυτή με τήν οποία τόν προύπάντησε ό έγκλειστος τού Σάρωφ. Μέχρι τότε δεν γνώριζε ούτε τέτοια διορατικότητα, με τήν οποία αυτός τού αποκάλυψε όλη του τήν ζωή, μέχρι τις πιο απόκρυφες λεπτομέρειες. Όταν, κατά τήν διάρκεια τής συνομιλίας τους, έπεσαν τα παράσημα από το στήθος του, ό διορατικός γέροντας τού είπε: «Αυτό συνέβη, επειδή τα απόκτησες, χωρίς να σού αξίζουν.»
Ή αγάπη τού χαρισματούχου γέροντα ήταν απεριόριστη και περιελάμβανε τα πάντα. Φαινόταν ότι αγαπά όλους και καθένα χωριστά, περισσότερο άπ’ όσο αγαπά ή μητέρα το μονάκριβο παιδί της. Δεν υπήρχε λύπη ή συμφορά τού πλησίον πού να μη τήν συναισθανθή, να μη τήν είσδεχθή στην ψυχή του και να μη εύρη τα κατάλληλα φάρμακα. Γι’ αυτό έγινε το καταφύγιο τού ρώσικου ορθοδόξου λαού, το πνευματικό στήριγμα και ή παρηγοριά όλων των πασχόντων και θλιβομένων, όλων των κοπιώντων και πεφορτισμένων, όλων όσοι έχουν ανάγκη από το έλεος τού Θεού και τήν βοήθεια τής θείας Χάριτος. Άτομα και των δύο φύλων, κάθε ηλικίας, τάξεως και επαγγέλματος, με εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια και άφελότητα καρδιάς αποκάλυπταν σ’ αυτόν τις ψυχές και τις καρδιές τους, τις αμφιβολίες και τις απορίες τους, τις πνευματικές τους ανάγκες και τα βάσανα τους, τα αμαρτήματα τους και τους αμαρτωλούς λογισμούς τους. ‘Αλλά για να εξομολογηθεί όλα αυτά ό επισκέπτης, χωρίς τήν απατηλή ντροπή και τήν συγκαλύψει, συχνά έσπευδε να βοηθήσει ό ίδιος ό όσιος, διαβάζοντας τήν ψυχή τού εξομολογούμενου και λέγοντας του μεγαλόφωνα τα αμαρτήματα και τους λογισμούς του. Με τήν αγάπη του ειρήνευε και ανέπαυε όλους. Κανένας δεν έφευγε άπ’ αυτόν χωρίς ανακούφιση και πνευματική είρήνευσι, χωρίς πνευματική οικοδομή και παρηγοριά· κανένας, ούτε ό πλούσιος, ούτε ό πτωχός, ούτε ό άσημος, ούτε ό επιφανής. Όλοι αισθάνονταν τήν μεγάλη του αγάπη και τήν χαρισματική δύναμη της. Πολλές φορές μάλιστα συνέβαινε να τρέχουν ποταμηδόν τα δάκρυα από τα μάτια ανθρώπων με σκληρή και λίθινη καρδιά.
Συχνά ό όσιος προκαλούσε σε πολλούς φθόνο, μομφές ή αμφιβολίες ακριβώς επειδή όλους τους δεχόταν χωρίς διακρίσεις, τους ευεργετούσε εξ ίσου, τους άκουε με προσοχή, τους παρηγορούσε και τους δίδασκε μη διακρίνοντας ούτε φύλο, ούτε επάγγελμα, ούτε οικονομική κατάσταση, ούτε ηθικά προσόντα των επισκεπτών του. Σχετικά ό όσιος έλεγε πολλές φορές: «Ας ύποθέσωμε ότι κλείνω τήν πόρτα τού κελιού μου. Οι επισκέπτες πού έχουν ανάγκη από λόγο παρηγοριάς θα με παρακαλούν, για το όνομα τού Θεού, να τους ανοίξω τήν πόρτα· μη λαμβάνοντας όμως απόκριση από μένα θα φεύγουν πικραμένοι για το σπίτι τους… Τι δικαιολογία θα δώσω στον Θεό στό φοβερό Του δικαστήριο;» Άλλοτε, όταν ένας μοναχός τον ερώτησε: «Γιατί τους διδάσκεις όλους;» αυτός απάντησε: «Κρατώ τήν διδασκαλία της Εκκλησίας πού ψάλλει: Μη κρύπτε λόγον Θεού· κατάγγελε τα θαυμάσια Αυτού».
Έτσι ό όσιος θεωρούσε υπόθεση της συνειδήσεως του και καθήκον της ζωής του να δέχεται όλους όσοι έρχονταν σ’ αυτόν. Πίστευε μάλιστα ότι θα δώση γι’ αυτό λόγο στό φοβερό βήμα τού Θεού. Και όταν παρατηρούσε ότι οι επισκέπτες του υπακούουν στις συμβουλές του, κρατούν τις νουθεσίες του και επιστρέφουν από τήν οδό τής αμαρτίας και τής απώλειας στην οδό τής αρετής και τής σωτηρίας, δεν υψηλοφρονούσε γι’ αυτό, θεωρώντας το τάχα ως καρπό τής δικής του δραστηριότητας, αλλά ευλογώντας για όλα τόν αγαθό Θεό, έλεγε: «Μη ήμίν Κύριε, μη ήμίν, άλλ’ ή τω ονόματι σου δός δόξαν… Εμείς πρέπει να διώχνωμε από κοντά μας κάθε γήινη χαρά, ακολουθώντας τήν διδασκαλία τού Κυρίου Ιησού, ό οποίος έλεγε: πλην εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα πνεύματα ύμίν υποτάσσεται· χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών έγράφη εν τοις ούρανοίς.»
Κάποτε ήλθε στο κελλί τού οσίου ό ηγούμενος τής μονής τού Βισοκογκόρσκ ιερομόναχος Αντώνιος με έναν έμπορο από τήν επαρχία τού Βλαδιμίρ. Ό όσιος Σεραφείμ παρακάλεσε τόν ηγούμενο να περιμένει, Ενώ με τόν έμπορο άρχισε αμέσως να συνομιλεί. Με έλεος, αγαθοσύνη και τρυφερότητα ήλεγχε τα ελαττώματα του και τόν συμβούλευε: «Όλες σου oι ταλαιπωρίες και oι θλίψεις, τού έλεγε, είναι αποτελέσματα τής εμπαθούς σου ζωής. Άφησε αυτή τήν ζωή, διόρθωσε τήν πορεία σου». Ό εκτενής λόγος του επάνω σ’ αυτό το θέμα ήταν διαποτισμένος από τόσο συγκινητική εγκαρδιότητα και θέρμη, ώστε και ό έμπορος προς τόν οποίον απευθυνόταν και ό παρευρισκόμενος π. Αντώνιος είχαν συγκινηθή μέχρι δακρύων. Και όταν ό έμπορος βγήκε από το κελλί, ό π. Αντώνιος πού γνώριζε και σεβόταν από πολλών ετών τόν όσιο Σεραφείμ τόλμησε να πει: «Πατερούλη, ή ψυχή τού ανθρώπου είναι μπροστά σας ανοικτή σάν σε καθρέπτη. Εμπρός στα μάτια μου, Ενώ ακόμη δεν είχατε ακούσει τις πνευματικές ανάγκες και τις ταλαιπωρίες αυτού τού προσκυνητή, τού τα είπατε ήδη όλα εκ των προτέρων. Τώρα βλέπω ότι ό νους σας είναι τόσο καθαρός, ώστε τίποτε δεν μένει κρυφό σ’ αυτόν από τήν καρδιά τού πλησίον». Τότε ό όσιος Σεραφείμ έβαλε στό στόμα τού π. Αντωνίου τήν δεξιά του παλάμη ωσάν να ήθελε να τόν αποστομώσει, και είπε: «Δεν μιλάς όπως πρέπει, χαρά μου. Ή καρδιά τού ανθρώπου είναι ανοικτή μόνο στον Κύριο και ό Θεός είναι ό μόνος καρδιογνώστης· ή δε καρδία τού άνθρωπου είναι βαθεία». Ό π. Αντώνιος ξαναρώτησε: «Πώς εσείς, πατερούλη, Ενώ ούτε μία λέξι δεν ερωτήσατε τόν έμπορο, τού είπατε έν τούτοις όλα όσα τού ήσαν αναγκαία;» Ό όσιος απάντησε ταπεινά: «Αυτός ήλθε σε μένα όπως όλοι οι άλλοι, όπως και εσύ, επειδή με θεωρούσε δούλο τού Θεού- εγώ ό ταπεινός Σεραφείμ επίσης θεωρώ τόν εαυτόν μου ως αμαρτωλό δούλο τού Θεού και ότι μού ορίζει ό Κύριος αυτό και παραδίνω ως ωφέλιμο σ’ εκείνον πού έχει ανάγκη. Τήν πρώτη σκέψη πού εμφανίζεται στην ψυχή μου τήν θεωρώ ως υπόδειξη τού Θεού, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει στην ψυχή τού συνομιλητή μου, άλλα μόνο πιστεύοντας ότι αυτό είναι το θέλημα τού Θεού. Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό έτσι και εγώ έχω παραδώσει το θέλημα μου και ολόκληρο τόν εαυτό μου στον Κύριο. Ότι είναι αρεστό σε Εκείνον, αυτό και πράττω. Δεν έχω δικό μου θέλημα, άλλα ότι είναι ευάρεστο στον Θεό αυτό και μεταδίδω.»
Και όμως ή χαρισματική αυτή διορατικότητα τού όσιου Σεραφείμ ήταν όντως ασυνήθιστη. Όταν έπαιρνε επιστολές, συχνά χωρίς να τις ανοίγει γνώριζε το περιεχόμενο τους και απαντούσε: «Να, αυτό λέγει ό ελεεινός Σεραφείμ» κ.λ.π. Μετά τήν μακάρια κοίμηση του βρέθηκαν πολλές τέτοιες κλειστές επιστολές στις όποιες είχε απαντήσει ένώ ακόμη ζούσε. Επίσης ό όσιος ήταν κατά πνεύμα ενωμένος μέ πολλούς ασκητές, τους οποίους ποτέ δέν είχε δη και οι οποίοι ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά του. Όταν σε κάποιον έγκλειστο της μονής τής Θεοτόκου του Ζαντόνσκ ήλθε ό λογισμός να άλλάξη την κατοικία του για να άποσυρθή σε μεγαλύτερη μόνωσι καί πριν τον φανέρωση σε κανένα, ήλθε ξαφνικά κάποιος προσκυνητής από την έρημο του Σάρωφ εκ μέρους του πατρός Σεραφείμ και του είπε: « Ό π. Σεραφείμ μέ διέταξε να σού πώ: Τόσα χρόνια αγωνίζεσαι στον έγκλειστο βίο· θα ήταν ντροπή λοιπόν να σε κυριεύσουν διαβολικοί λογισμοί να εγκατάλειψης τον τόπο σου. Πουθενά μη πάς! Ή Ύπεραγία Θεοτόκος σε προστάζει να μείνης οπού είσαι». Και όταν άρχισαν να αναζητούν τον προσκυνητή δέν μπορούσαν να τον εϋρουν ούτε στο μοναστήρι ούτε γύρω άπ’ αυτό.
Πριν ακόμη να γίνη οτιδήποτε γνωστό σχετικά μέ τον δούλο του Θεού Μητροφάνη, πρώτο επίσκοπο του Βορονέζ, ό οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε άγιος, ακριβώς επειδή ακόμη δέν υπήρχε καμμία άποκάλυψις ή σημείο τής αγιότητας του, ό όσιος Σεραφείμ μέ μερικές λέξεις γραμμένες ιδιοχείρως συνεχάρηκε τον πανιερώτατο αρχιεπίσκοπο του Βορονέζ Αντώνιο για την άνακομιδή των ιερών λειψάνων του δούλου του Θεού Μητροφάνους.
Σε κάποιον λαϊκό, μέ τό όνομα Α.Γ. Βοροτίλωφ, ό όσιος έλεγε επανειλημμένως ότι εναντίον τής Ρωσίας θα επαναστατήσουν τρία κράτη και θα την εξαντλήσουν πολύ. Αλλά ό Κύριος χάριν τής Όρθοδοξίας θα την διαφύλαξη. Την εποχή εκείνη οι λόγοι αυτοί ήσαν ακατανόητοι. Αργότερα όμως τα ίδια τα γεγονότα διατράνωσαν ότι ό όσιος εννοούσε τον πόλεμο τής Κριμαίας.
Ό όσιος, ήδη από τό 1831, μιλούσε σε πολλούς για τον επικείμενο λιμό. Ή μονή του Σάρωφ κατόπιν τής συμβουλής του προμηθεύθηκε τρόφιμα για έξι χρόνια και έτσι δέν έγινε εκεί αισθητός ό λιμός. Όταν εμφανίσθηκε για πρώτη φορά ή χολέρα στην Ρωσία, ό όσιος δήλωνε καθαρά ότι δέν θα έμφανισθή ούτε στο Σάρωφ ούτε στο Ντιβιέγιεβο· αυτό επαληθεύθηκε πλήρως, διότι άπό την πρώτη χολέρα δέν πέθανε ούτε ένας άνθρωπος στο Σάρωφ και στο Ντιβιέγιεβο.
Μέ τό προορατικό χάρισμα, έβλεπε ό όσιος τό παρελθόν και τό μέλλον. Διαζωγραφούσε στον άνθρωπο μέ μερικές λέξεις- την μετέπειτα ζωή του. Συχνά έλεγε φράσεις ή συμβουλές εκ πρώτης όψεως παράδοξες, τις όποιες όμως δικαίωναν τα μεταγενέστερα γεγονότα και τίς φανέρωναν κατ’ αυτό τον τρόπο ώς προερχόμενες άπό τό προορατικό χάρισμα. Μ’ αυτό τό χάρισμα ό όσιος ωφελούσε ποικιλοτρόπως τους ανθρώπους. Έτσι κάποτε πήγε άπό την Πένζα στο Σάρωφ μία ευσεβής γυναίκα, χήρα διακόνου, ονόματι Ευδοκία. Επιθυμώντας να εύλογηθή άπό τον όσιο, τον συνόδευσε μαζί μέ πλήθη λαού άπό τό ναό του νοσοκομείου και έμεινε πίσω άπό όλους, αρκετά μακρυά άπό τό κελλί του, περιμένοντας την σειρά της. Αυτός όμως παραμερίζοντας όλους τους άλλους, την φώναξε ξαφνικά: «Ευδοκία έλα έδώ γρήγορα!» Ή Ευδοκία απόρησε πολύ πού την αποκάλεσε μέ τό όνομα της, ένώ δέν την είχε δή ποτέ. Πλησίασε μέ αίσθήματα δέους και τρόμου. Ό όσιος Σεραφείμ την ευλόγησε, τής έδωσε αντίδωρο και τής είπε: «Πρέπει να βιασθής για να προλάβης τον γιό σου στο σπίτι». Ή Ευδοκία έτρεξε στο σπίτι της· πράγματι, μόλις πού πρόφθασε τό γιό της Εκεί. Κατά την απουσία της ή διεύθυνσις τής Ιερατικής Σχολής τής Πένζας επέλεξε τό γιό της να σπουδάση στην Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου και επειδή τό Κίεβο ήταν μακρυά άπό την Πένζα έπρεπε όσο τό δυνατόν γρηγορώτερα να τον κατευοδώση. Ό γιος της αυτός τελείωσε την Ακαδημία και έγινε μοναχός μέ τό όνομα είρήναρχος- κατόπιν έγινε καθηγητής σε διάφορες εκκλησιαστικές σχολές, σχολάρχης και τέλος επίσκοπος.
Ή ευσεβής Πελαγία Ίβάνοβνα Σκαρίνα, κάτοικος τής πόλεως ‘Αρζαμάς, επιθυμούσε άπό μικρή να μονάση. Ό όσιος όμως, πέντε χρόνια πρό τής κοιμήσεως του, τής προείπε ότι θα απορφανισθεί, θα πανδρευθεί, θα απόκτηση επτά παιδιά – και στο σημείο αυτό ό προορατικός γέροντας τα κατονόμασε όλα – και κατόπιν θα χάση τον άνδρα της. Οι προρρήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν όλες πλήρως.
Αντίθετα, την Μπαλάχνα Ζαγιάγιεβα ό όσιος συμβούλευσε να κοινοβίαση. Εκείνη αρνήθηκε. Της είπε και την αιτία, για την οποία της έδινε τέτοια συμβουλή. «Θα δυστυχήσης στον γάμο σου, της είπε, θα απόκτησης μέν πολλά παιδιά, πλην όμως θα χηρεύσης και θα ύποφέρης έκτοτε από ακόμη μεγαλύτερη ανέχεια από όσην όταν ζούσε ό άνδρας σου». Ή Ζαγιάγιεβα δεν υπάκουσε· πανδρεύθηκε και κατόπιν μεταμελήθηκε πικρά. Διότι όλοι οι λόγοι τού οσίου Σεραφείμ προς αυτήν επαληθεύθηκαν.
Ή Ελπίδα Θεοδώροβνα Όστρόβσκαγια διηγήθηκε τά έξης: «Ό αδελφός μου αντισυνταγματάρχης Β. Όστρόβσκι, κατά συμβουλή μιας θείας μας πού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον πατέρα Σεραφείμ, πήγε στην έρημο τού Σάρωφ σ’ αυτόν τον προορατικό γέροντα. Ό π. Σεραφείμ τον δέχθηκε με πολλή στοργή. Μεταξύ των άλλων νουθεσιών, τού είπε ξαφνικά: «Αχ, αδελφέ Βλαδίμηρε, τι μεγάλος μέθυσος θα γίνεις!» Αυτές οι λέξεις λύπησαν πολύ τον αδελφό μου. Αυτός είχε πολλά χαρίσματα από τον Θεό και όλα τά χρησιμοποιούσε προς δόξαν Εκείνου· στον πατέρα Σεραφείμ έτρεφε βαθειά άφοσίωσι και προς τους υφισταμένους του φερόταν ως πατέρας. Γι’ αυτό θεωρούσε ότι απέχει πολύ άπό τήν μέθη και τήν κραιπάλη, ή όποια δέν άρμοζε ούτε στό επάγγελμα του ούτε στον τρόπο της ζωής του. Ό προορατικός γέροντας αντιλήφθηκε τήν ταραχή του και συνέχισε: «Δέν πρέπει να ταράζεσαι και να θλίβεσαι, διότι ό Κύριος επιτρέπει καμμιά φορά οι ένθερμοι προς Αυτόν άνθρωποι να πέφτουν σε φοβερά πάθη και αυτό για να μη υποκύψουν σε μεγαλύτερη ακόμη αμαρτία, τήν υψηλοφροσύνη και τήν υπεροψία. Ό πειρασμός σου αυτός θα περάση μέ τό έλεος τού Θεού και συ θα ζήσης μέ ταπείνωσι τις υπόλοιπες ήμερες τής ζωής σου· μόνο μη λησμονής τό αμάρτημα σου». Αυτή ή παράξενη προφητεία πραγματοποιήθηκε. Λόγω διαφόρων δύσκολων περιστάσεων ό αδελφός μου περιέπεσε σ’ αυτό τό πανάθλιο πάθος τής μέθης και προς καθολική κατάπληξι όλων των συγγενών του πέρασε μερικά χρόνια σ’ αυτή τήν αξιοθρήνητη κατάσταση. Τελικά, μέ τις ευχές του πατρός Σεραφείμ και για τήν απλότητα τής καρδιάς του, ελεήθηκε άπό τον Κύριο. Και όχι μόνον εγκατέλειψε αυτό τό πάθος του άλλα και άλλαξε ριζικά όλο τον τρόπο τής ζωής του. Φρόντιζε να ζή σύμφωνα μέ τις ευαγγελικές εντολές, όπως αρμόζει σε κάθε αληθινό χριστιανό.
Το 1832 κάποιος γαιοκτήμων Μπογκντάνωφ αξιώθηκε να δή τον όσιο Σεραφείμ στην έρημο του Σάρωφ. Στον διάλογο τους, μεταξύ άλλων, ό Μπογκντάνωφ ερώτησε τον μακάριο ασκητή τι θα του πρότεινε να διαβάζη. Ό όσιος του απάντησε: «Τό ευαγγέλιο! Διάβαζε ανά τέσσερα κεφάλαια τήν ημέρα, ένα άπό κάθε ευαγγελιστή· και επί πλέον τον βίο του δικαίου Ίώβ. Αυτός, άν και άκουγε άπό τή γυναίκα του ότι είναι προτιμότερο να πεθάνη, έκανε υπομονή σε όλα και σώθηκε. Επίσης, μη λησμονής να στέλλης δώρα σε όσους σ’ έχουν αδικήσει». Στην έρώτησι του Μπογκντάνωφ άν πρέπη να ζητά κανείς θεραπεία άπό τις ασθένειες και πώς πρέπει γενικώς να περνά τήν ζωή του, ό θεόσοφος ασκητής αποκρίθηκε: «Ή άρρώστεια καθαρίζει άπό τις αμαρτίες. Πάλι, όπως θέλεις. Βάδιζε τήν μέση όδό· μη παίρνης επάνω σου αυτό πού υπερβαίνει τις δυνάμεις σου διότι θα πέσης και ό διάβολος θα σε περιγελάση. Κάποτε ό διάβολος πρότεινε σε κάποιο δίκαιο να πηδήση σε μία βαθειά χαράδρα. Αυτός τό δέχθηκε, άλλα ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος τον συγκράτησε. Να τι θα κάνης: Όταν σε υβρίζουν, μη ύβρίζης· όταν σε διώκουν, να ύπομένης· όταν σε ατιμάζουν, να έπαινής· να κρίνης μόνο τον εαυτόν σου και τότε ούτε ό Θεός θα σε κρίνη· να ύποτάσσης τό θέλημα σου στό θέλημα του Θεού· ποτέ μη κολακεύης· να γνωρίζης τι είναι καλό και τι κακό μέσα σου· είναι μακάριος ό άνθρωπος πού τό γνωρίζει αυτό· αγάπα τον πλησίον σου ώς εαυτόν. Αν ζήσης κατά σάρκα, θα άπωλέσης και τήν ψυχή και τήν σάρκα· άν όμως ζήσης κατά Θεόν θα σώσης και τήν ψυχή και τό σώμα. Αυτά είναι κατορθώματα μεγαλύτερα άπό τό να πάς για προσκύνημα στό Κίεβο και ακόμη μακρύτερα». Οί τελευταίες λέξεις τού οσίου Σεραφείμ αναφέρονταν στην επιθυμία του Μπογκντάνωφ να κάνη προσκυνηματικό ταξίδι στό Κίεβο και άλλου, έφ’ όσον βέβαια θα έπαιρνε τήν ευλογία του οσίου. Τήν επιθυμία του όμως αυτή δέν είχε ανακοινώσει ακόμη στον όσιο, ό οποίος τήν γνώριζε άπό τό προορατικό του χάρισμα και μόνον.
Έκτος τού προορατικού χαρίσματος ό Κύριος προίκισε τον όσιο Σεραφείμ με το χάρισμα των ίαμάτων άπό τις σωματικές ασθένειες. Ακόμη παλαιότερα, τό 1823, πρίν να εγκατάλειψη οριστικά τον έγκλειστο βίο, έκανε ένα συγκλονιστικό θαύμα· θεράπευσε άπό ανίατη ασθένεια τον γαιοκτήμονα Μ.Β. Μαντόρωφ. Όταν ή ασθένεια αυτού έλαβε απειλητικές διαστάσεις, ώστε τρίμματα οστών να πέφτουν άπό τά πόδια του και χάθηκε κάθε ελπίδα στην βοήθεια της ιατρικής επιστήμης, οί συγγενείς και γνωστοί συμβούλευσαν τον Μαντόρωφ να έπισκεφθή τον πατέρα Σεραφείμ, του οποίου ή αγία ζωή είχε φημολογηθή σ’ όλα τά πλάτη και μήκη της Ρωσίας. Οδήγησαν λοιπόν τον Μαντόρωφ, του οποίου τό κτήμα απείχε σαράντα χιλιόμετρα άπό τό Σάρωφ, στον π. Σεραφείμ. Μέ μεγάλη ταλαιπωρία τον έφεραν στον προθάλαμο του κελλιού του εγκλείστου χαρισματούχου, τον οποίο άρχισε ό Μαντόρωφ να παρακαλή μέ δάκρυα να τον θεραπεύση άπό τήν φρικτή νόσο του. Αυτός μέ πατρική αγάπη και εγκάρδια συμπόνοια τον ερώτησε αν πιστεύη στον Θεό. Και όταν ό ασθενής ομολόγησε τρεις φορές τήν πίστι του στον Θεό, ό όσιος του είπε μέ κατάνυξι: «Χαρά μου, εάν έτσι πιστεύης, τότε πίστευσε επίσης ότι πάντα δυνατά παρά τω Θεώ στον πιστεύοντα· γι’ αυτό πίστευε ότι ό Κύριος θα σε θεραπεύση, και έγώ, ό ελεεινός Σεραφείμ θα προσευχηθώ». Μετά άπ’ αυτό ό όσιος αποσύρθηκε στό κελλί του και σε λίγο βγήκε μέ άγιο έλαιο άπό τή κανδήλα τής εικόνος τής Θεοτόκου τής Έλεούσης. Διέταξε τον Μαντόρωφ να γύμνωση τά πόδια και άλειψε τά προσβεβλημένα άπό τήν νόσο σημεία. Εκείνη τήν στιγμή οί πληγές, οί όποιες κάλυπταν τά πόδια του χάθηκαν έν ριπή οφθαλμού· ό Μαντόρωφ θεραπεύθηκε και χωρίς να τον ύποβοηθή κανείς βγήκε άπό τό κελλί του θαυματουργού του Σάρωφ. Όταν κατάλαβε ότι είναι πλέον υγιής, έπεσε άπό τήν χαρά του στά πόδια του οσίου καταφιλώντας τα μέ ευγνωμοσύνη. Αυτός όμως τον σήκωσε και του είπε αυστηρά: «Μήπως είναι ό Σεραφείμ αυτός ό οποίος θάνατοι και ζωογονεί, κατάγει εις Άδου και ανάγει; Τι έπαθες αγαπητέ; Αυτό είναι έργο του μόνου Κυρίου, ό οποίος εκπληρώνει τό θέλημα των φοβούμενων Αυτόν και ακούει τήν προσευχή τους. Δώσε ευχαριστία στον παντοδύναμο Κύριο και τήν Πανακήρατη Μητέρα του». Μέ αυτά τά λόγια απέλυσε ό ταπεινόφρων δούλος του Θεού τον Μαντόρωφ.
Εξ ίσου θαυμαστή ήταν ή θεραπεία τής Αλεξάνδρας Λεμπέντεβα, τό 1827. Αυτή περισσότερο άπό ένα έτος έπασχε άπό φοβερές, ανεξήγητες κρίσεις συνοδευόμενες άπό έμέτους, τρίξιμο τών δοντιών και σπασμούς όλου του σώματος. Μετά τις κρίσεις έμενε αναίσθητη. Τέτοιες κρίσεις τής συνέβαιναν καθημερινά. Τά φάρμακα δέν βοηθούσαν καθόλου. Ένας έμπειρος, πιστός και έντιμος ιατρός, ό οποίος μέ πολύ ενδιαφέρον μεταχειρίσθηκε όλες του τις γνώσεις και τήν ιατρική του τέχνη, τελικά την συμβούλευσε να στηριχθεί στο θέλημα τού Ύψιστου και να ζητήση άπό Εκείνον βοήθεια και προστασία, διότι κανένας άπό τους ανθρώπους δέν μπορεί να τήν θεραπεύση. Τά λόγια αυτά προκάλεσαν βαθειά θλίψι στους συγγενείς της, ενώ τήν ίδια τήν έριξαν σε άπόγνωσι. Μία νύκτα όμως παρουσιάσθηκε μπροστά της κάποια άγνωστη, πολύ ηλικιωμένη γυναίκα. Και όταν ή άρρωστη κατατρομαγμένη άρχισε να προσεύχεται στον τίμιο Σταυρό, ή γυναίκα τής είπε: «Μη μέ φοβάσαι· και έγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα σάν και σένα, μόνο πού τώρα δέν είμαι έκ του κόσμου τούτου, άλλα έκ του βασιλείου τών νεκρών. Σήκω άπό τό κρεββάτι σου και τρέξε όσο τό δυνατόν γρηγορώτερα στην μονή του Σάρωφ, στον πατέρα Σεραφείμ· αυτός σε περιμένει αύριο κοντά του και θα σε θεραπεύση». Ή ασθενής τόλμησε να τήν ερώτηση: «Και σύ ποια είσαι και άπό πού;» Ή γερόντισσα απάντησε: «Έγώ είμαι ή πρώτη ηγουμένη τής μονής του Ντιβιέγιεβο, Άγάθη μοναχή». Τήν επομένη οί συγγενείς της τήν οδήγησαν στό Σάρωφ. Καθ’ όδόν τήν έπιασαν φρικτές κρίσεις και σπασμοί. Στό Σάρωφ έφθασαν μετά τήν δεύτερη λειτουργία, τήν ώρα ακριβώς εκείνη πού οί αδελφοί της μονής βρίσκονταν στην Τράπεζα, ένώ ό όσιος Σεραφείμ κλεινόταν στό κελλί του και δέν δεχόταν κανένα. Όταν όμως ή ασθενής πλησίασε στο κελλί του και πριν προφθάση να τελείωση την συνηθισμένη ευχή, ό όσιος βγήκε, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε μέσα. Τής κάλυψε το κεφάλι με το έπιτραχήλι, τής διάβασε χαμηλόφωνος τις ευχές προς τον Κύριο και την Ύπεραγία Θεοτόκο, τής έδωσε να πιει αγιασμό των Θεοφανείων, ένα κομματάκι πρόσφορο, τρία παξιμάδια και τής είπε: «Παίρνε κάθε μέρα ένα παξιμάδι με αγιασμό και πήγαινε στο Ντιβιέγιεβο, στον τάφο τής δούλης τού Θεού Άγάθης· πάρε από εκεί χώμα και κάνε όσες μετάνοιες μπορείς. Ή Άγάθη σε συμπονεί και θέλει την θεραπεία σου. Στο εξής όταν θα αισθάνεσαι άσχημα προσευχήσου στον Θεό και πες: Πάτερ Σεραφείμ μνήσθητί μου και πρέσβευε υπέρ έμού τής αμαρτωλής να μη με ρίξουν εκ νέου οι πολέμιοι και εχθροί τού Θεού σ’ αυτή την ασθένεια». Τότε ή νόσος έφυγε άπ’ αυτήν αισθητά, με μεγάλο κρότο, και δεν επανήλθε πλέον σ’ αυτήν. Μετά από την θεραπεία της γέννησε τέσσερις γιους και πέντε θυγατέρες.
Τον Σεπτέμβριο τού 1831 έφθασε από την επαρχία τού Σιμπίρσκ και τού Νιζεγκορόντσκ ό γαιοκτήμων Νικόλαος Μοτοβίλωφ, ό οποίος ήταν βαρειά ασθενής και θεραπεύθηκε θαυματουργικά με την προσευχή τού οσίου Σεραφείμ. Στο σημειωματάριο του περιγράφει ώς εξής την θεραπεία του: «Ό μεγάλος στάρετς Σεραφείμ με θεράπευσε από φοβερούς και απίστευτα ισχυρούς ρευματικούς πόνους και από άλλες ασθένειες. Όλο μου το σώμα ήταν πιασμένο, τα πόδια άκαμπτα και τα γόνατα πρησμένα, ενώ οι πλάτες και οι μηροί ήσαν όλο πληγές. Τρία χρόνια έπασχα από όλα αυτά χωρίς ίαση. Ή θεραπεία μου συνέβη ώς έξης: Την 5η Σεπτεμβρίου τού 1831 με έφεραν στην έρημο τού Σάρωφ· την 7η και 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα των γενεθλίων της Θεομήτορος, αξιώθηκα να συνομιλήσω δυο φορές με τον π. Σεραφείμ στο κελλί του, χωρίς όμως ακόμη να θεραπευθώ. Στις εννέα Σεπτεμβρίου με πήγαν σ’ αυτόν, στην κοντινή μικρή του έρημο, κοντά στην πηγή του· οι τέσσερις άνθρωποι πού με κρατούσαν στα χέρια και ό πέμπτος πού μού υποβάσταζε το κεφάλι με έφεραν κοντά του. Ήταν περικυκλωμένος από πλήθος επισκεπτών, με τους οποίους συνομιλούσε. Με τοποθέτησαν στο λιβάδι, δίπλα σ’ ένα πελώριο και πολύ χονδρό πεύκο, στις όχθες τού ποταμού. Στην παράκλησί μου να με βοηθήσει και να με θεραπεύσει, ό π. Σεραφείμ αποκρίθηκε: «Μα δεν είμαι εγώ ιατρός· οποίος ζητά θεραπεία από οποιεσδήποτε ασθένειες πρέπει να πηγαίνει στους ιατρούς». Τού διηγήθηκα τότε λεπτομερώς τα βάσανα μου· τού είπα ότι δοκίμασα όλους τους τρόπους θεραπείας άλλα δεν έγινα καλά και δεν υπάρχει πλέον για μένα θεραπεία, ούτε έχω άλλες ελπίδες εκτός από την χάρη τού Θεού. Επειδή όμως είμαι αμαρτωλός και δεν έχω παρρησία προς τον Κύριο και Θεό μου, γι’ αυτό ζητώ τις δικές του προσευχές, διά των οποίων θα με θεραπεύσει ό Κύριος. Εκείνος με ερώτησε: «Πιστεύετε ότι ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι Θεάνθρωπος και ή Παναγία Μητέρα του Άει Πάρθενος;» «Πιστεύω», απάντησα. «Και πιστεύετε, εξακολούθησε να με έρωτα, ότι ό Κύριος ό οποίος άλλοτε θεράπευε ακαριαία, με ένα λόγο Του ή ένα ψηλάφημά Του, όλες τις ασθένειες των ανθρώπων, μπορεί και τώρα με την ιδία ευκολία να θεραπεύσει με ένα Του λόγο εκείνους πού έχουν ανάγκη από τη βοήθεια Του; Και ότι ή μεσιτεία τής Μητέρας Του προς Εκείνον υπέρ ημών είναι παντοδύναμη; Και ακόμη ότι ό Κύριος Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών Εκείνης μπορεί και τώρα, έτσι ακριβώς ακαριαία και με ένα λόγο Του, να σας θεραπεύσει εντελώς;» Εγώ τού απάντησα ότι σε όλα αυτά πιστεύω ειλικρινά με όλη τη ψυχή και όλη την καρδιά μου και ότι αν δεν πίστευα δεν θα όριζα να με φέρουν εδώ κοντά του. «Εάν λοιπόν πιστεύετε, κατέληξε αυτός, τότε είσθε ήδη υγιής!» «Πώς είμαι υγιής, ερώτησα εγώ, αφού εσείς και οι άνθρωποι μου με βαστάζετε στα χέρια σας». «Όχι, μού είπε εκείνος, τώρα είσθε επί τέλους εντελώς καλά σ’ όλο το σώμα σας». Διέταξε τότε τους ανθρώπους πού με κρατούσαν να με αφήσουν. Ό ίδιος με έπιασε από τους ώμους, με σήκωσε από το έδαφος και αφού με έστησε στα πόδια μου, μού είπε: «Σταθήτε με περισσότερη σιγουριά και στη ρίξτε ισχυρότερα τα πόδια σας στο έδαφος! Να, έτσι! Μη φοβήσθε, είσθε πια εντελώς καλά». Και κατόπιν, ατενίζοντας με χαρά, πρόσθεσε: «Λοιπόν, βλέπετε πόσο καλά στέκεσθε τώρα;». «Θέλω, δεν θέλω, στέκομαι καλά, αφού εσείς με κρατάτε γερά» απάντησα. Τότε αυτός πήρε από πάνω μου τα χέρια του και μού είπε: «Μα να, τώρα πια ούτε εγώ σας κρατώ και εσείς στέκεσθε σταθερά και χωρίς την βοήθεια μου. Βαδίστε με τόλμη, πατερούλη μου, ό Κύριος σάς θεράπευσε. Εμπρός, ξεκινήστε». Και αφού με το ένα του χέρι έπιασε το δικό μου και με το άλλο μού ωθούσε την πλάτη απαλά, με οδήγησε μέσ’ από την χλόη στο ανώμαλο έδαφος, γύρω από το πεύκο λέγοντας: «Ιδού, φιλόθεε, πόσο καλά ξεκινήσατε!» «Επειδή, βεβαίως, έχετε την καλωσύνη να με όδηγήτε καλά», απάντησα. «Όχι, μού είπε εκείνος παίρνοντας από πάνω μου το χέρι του, ό ίδιος ό Κύριος ευδόκησε να σάς θεραπεύσει εντελώς, και ή ίδια ή Μητέρα τού Θεού τον παρακάλεσε γι’ αυτό. Εσείς και χωρίς την βοήθεια μου θα περπατήσετε τώρα και πάντοτε θα βαδίζετε καλά· εμπρός ξεκινήστε…» Και άρχισε να με σπρώχνει για να προχωρήσω. «Μα, έτσι θα πέσω και θα πληγωθώ...». «Όχι, μού αντείπε εκείνος, δε θα πληγωθείτε άλλα θα βαδίσετε με σταθερότητα…» Τότε αισθάνθηκα μέσα μου κάποια δύναμη θεία πού με εμψύχωσε και προχώρησα με βήμα σταθερό. Κατόπιν ό π. Σεραφείμ με σταμάτησε ξαφνικά και μού είπε: «Αρκετά! Έχετε λοιπόν πεισθεί τώρα ότι ό Κύριος σάς θεράπευσε εντελώς; Πήρε ό Κύριος τις ανομίες σας και σάς καθάρισε από τις αμαρτίες σας. Βλέπετε τι μεγάλο θαύμα έπετέλεσε σε σάς ό Κύριος; Γι’ αυτό να πιστεύετε πάντοτε χωρίς αμφιβολία σ’ Εκείνον, τον Χριστό και Σωτήρα μας, και να έχετε εδραία εμπιστοσύνη στην προς εσάς ευσπλαχνία Του. Αγαπήστε Τον με όλη σας την καρδιά, προσκολληθήτε σ’ Αυτόν με όλη σας την ψυχή, ελπίζετε πάντοτε ακλόνητα σ’ Εκείνον και ευχαριστείτε την Βασίλισσα των ουρανών για το μεγάλο έλεος Της προς εσάς. Επειδή όμως ή τριετής ταλαιπωρία σας πολύ σας έχει εξαντλήσει, γι’ αυτό τώρα μη προχωρείτε επί πολύ μονομιάς. Συνηθίστε σιγά-σιγά στο βάδισμα και φυλάξτε την υγεία σας ώς πολύτιμο δώρο τού Θεού...» Αφού συνομιλήσαμε επί πολύ ακόμη, με έστειλε στον ξενώνα εντελώς υγιή. Και επειδή πολλοί προσκυνητές ήσαν μαζί μου κατά την θεραπεία μου, και είχαν επιστρέψει πριν από μένα στο μοναστήρι, είχαν ήδη διατυμπανίσει σε όλους αυτό το μεγάλο θαύμα.
Μετά την θεραπεία του ό Μοτοβίλωφ έγινε πολύ τακτικός επισκέπτης τής μονής. Κατά την διάρκεια μιας συνομιλίας του με τον όσιο Σεραφείμ, τέλη Νοεμβρίου τού 1831, ευτύχησε να τον δει καταγλαϊσμένο από τη Χάρη και λάμποντα μέσα στο φως, και να ακούσει από αυτόν ότι ή χριστιανική ζωή πρέπει να γίνει ζωή εν Άγίω Πνεύματι.
Να τι έγραψε σχετικά ό Μοτοβίλωφ στο σημειωματάριο του, το οποίο βρέθηκε στο αρχείο τής μονής Ντιβιέγιεβο, οπού είχε γίνει μοναχή ή χήρα Ελένη Μοτοβίλοβα: «Ή ημέρα ήταν συννεφιασμένη· ή γη είχε καλυφθεί από παχύ στρώμα χιονιού, το οποίο έπεφτε συνεχώς, όταν ό σταρετς Σεραφείμ με έβαλε να καθήσω δίπλα του σ’ ένα πεσμένο κορμό δένδρου. «Ό Κύριος μού αποκάλυψε, μού είπε, ότι στην παιδική σας ηλικία επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ό σκοπός τής χριστιανικής ζωής. Σας συμβούλευαν να εκκλησιάζεσθε, να προσεύχεσθε, να κάνετε καλές πράξεις, διότι σ’ αυτά, σας έλεγαν, συνίσταται ό σκοπός τής χριστιανικής ζωής. Αυτή ή άπάντησις όμως δεν μπορούσε να σας ικανοποίηση. Όντως ή προσευχή, ή νηστεία, ή αγρυπνία, όπως και όλη ή χριστιανική άσκησις είναι καλά καθ’ έαυτά. ‘Αλλά ό σκοπός τής ζωής μας δεν είναι μόνο να έκπληρώσωμέ αυτά, διότι αυτά είναι μόνο μέσα. Ό πραγματικός σκοπός τής χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσομε το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζετε ότι μόνο εκείνο το καλό έργο πού έχει γίνει από αγάπη προς το Χριστό φέρει τους καρπούς τού Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μ’ αυτά ή απόκτησης τού Αγίου Πνεύματος είναι ό σκοπός τής ζωής μας». «Με ποια έννοια λέτε ότι πρέπει να κερδίσωμε το Άγιο Πνεύμα, ερώτησα εγώ, δεν το καταλαβαίνω καλά αυτό». «Κερδίζω σημαίνει αποκτώ, μού απάντησε. Εσείς γνωρίζετε σίγουρα τι σημαίνει αποκτώ χρήματα. Αυτό το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Ό σκοπός τής επίγειας ζωής για τον κοινό άνθρωπο είναι να κερδίσει χρήματα ή ν’ απόκτηση τιμές, διακρίσεις και βραβεία. Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης κεφάλαιο και μάλιστα το αιώνιο κεφάλαιο και ό μοναδικός θησαυρός, αστείρευτος στον αιώνα. Κάθε έργο πού έγινε από αγάπη Χριστού, φέρει την χάρη τού Αγίου Πνεύματος· όμως τούτο κατορθώνεται εύκολώτερα με τη προσευχή διότι αυτή αποτελεί το όργανο πού διαθέτομε. Μπορεί να τύχη να θέλετε να πάτε στην εκκλησία, άλλα ή εκκλησία να μη είναι κοντά ή να έχη τελειώσει ή ακολουθία. Ή έχετε ενδεχομένως επιθυμία να ελεήσετε κάποιον πτωχό, άλλα πτωχός δεν υπάρχει. Ίσως επιθυμείτε να γίνετε απαθής, άλλα δεν έχετε γι’ αυτό δυνάμεις. Για την προσευχή όμως υπάρχει πάντοτε δυνατότητα· αυτή είναι προσιτή τόσο στον πλούσιο, όσο και στον πτωχό, τόσο στον εγγράμματο, όσο και στον απλοϊκό, στον ισχυρό, όσο και στον αδύναμο, στον υγιή όσο και στον ασθενή, στον δίκαιο όσο και στον αμαρτωλό. Ή δύναμις τής προσευχής είναι τεράστια και περισσότερο άπ’ οτιδήποτε άλλο αυτή ελκύει το Άγιο Πνεύμα». «Γέροντα, είπα, όλη την ώρα μιλάτε για την χάρη τού Αγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει ν’ αποκτήσομε, άλλα πώς και πού μπορώ να την δω; Τα καλά έργα είναι ορατά. Άραγε το Άγιο Πνεύμα μπορεί να γίνει ορατό; Πώς μπορώ να γνωρίζω αν Αυτό είναι μαζί μου ή όχι;» «Ή χάρις τού Αγίου Πνεύματος, ή οποία μας έχει δοθεί στο βάπτισμα, λάμπει στην καρδιά μας παρά τις αμαρτίες και τα σκοτάδια πού μάς περικυκλώνουν. Αυτή εμφανίζεται μέσα σε άρρητο φως σ’ εκείνους, με τους οποίους ό Κύριος αναγγέλλει την παρουσία Του. Οι άγιοι Απόστολοι αισθάνθηκαν χειροπιαστά την παρουσία τού Αγίου Πνεύματος». Εγώ τότε ερώτησα: «Πώς θα μπορούσα να γίνω και εγώ προσωπικά μάρτυς αυτού τού πράγματος;» Ό π. Σεραφείμ με αγκάλιασε και μού είπε: «Αγαπητέ μου, εμείς είμαστε και οι δύο τώρα εν Πνεύματι. Γιατί δεν με κοιτάζετε;» «Γέροντα, δεν μπορώ να σας κοιτάξω διότι το πρόσωπο σας έγινε φωτεινότερο από τον ήλιο και τα μάτια μου έχουν θαμβωθεί». «Μη φοβήσθε, διότι και εσείς έχετε γίνει τώρα φωτοφόρος όπως και εγώ. Έχετε και εσείς τώρα πληρωθεί από το Άγιο Πνεύμα, αλλιώς δεν θα μπορούσατε να με δείτε έτσι όπως με βλέπετε». Και σκύβοντας κοντά μου, μού ψιθύρισε: «Παρακαλούσα τον Κύριο με όλη μου την καρδιά να σας αξιώσει να δείτε με τα σωματικά σας μάτια αυτή την κάθοδο τού Αγίου Του Πνεύματος. Και να, με το μέγα Του έλεος παρηγόρησε την καρδιά σας, όπως θάλπει ή μητέρα τα παιδιά της. Λοιπόν αγαπητέ μου, γιατί δεν με κοιτάζετε; Μη φοβήσθε τίποτε, ό Κύριος είναι μαζί σας!» Τον κοίταξα και με διαπέρασε ρίγος. Φαντασθήτε τον ήλιο στην πιο δυνατή λάμψη τής μεσημβρινής ακτινοβολίας του και στο κέντρο τού ήλιου να βλέπετε πρόσωπο ανθρώπου, ό οποίος συνομιλεί μαζί σας. Βλέπετε τις κινήσεις των χειλιών του, την έκφραση των ματιών του, ακούτε την φωνή του, αίσθάνεσθε ότι το ένα του χέρι είναι απλωμένο γύρω από τον ώμο σας, αλλά δεν βλέπετε ούτε αυτό το χέρι ούτε το πρόσωπο, παρά μόνο το εκτυφλωτικό φως πού απλώνεται παντού γύρω σας και φωτίζει με την λάμψη του το χιόνι πού καλύπτει το ξέφωτο και τις χιονονιφάδες πού πέφτουν. «Τι αίσθάνεσθε;» με ερώτησε. «Ησυχία και ειρήνη ανέκφραστη», είπα. «Και τι ακόμη αίσθάνεσθε;» «Να γεμίζει ή καρδιά μου από άρρητη χαρά». «Αυτή ή χαρά πού αίσθάνεσθε είναι μηδαμινή όταν συγκριθεί με εκείνη την χαρά για την οποία έχει γραφή: οφθαλμός ουκ είδε και ους ούκ ήκουσε και έπί καρδίαν άνθρωπου ουκ άνέβη, α ήτοιμασεν ό Θεός τοις άγαπώσιν Αυτόν. Σε μας δόθηκε μία σκιά μόνο τής χαράς αυτής· τι να πει κανείς για την πραγματική χαρά; Τι αίσθάνεσθε ακόμη φιλόθεε;» «Ανέκφραστη θερμότητα», είπα. «Τι είδους θερμότητα; Είμαστε στο δάσος, τώρα είναι χειμώνας και παντού γύρω μας χιόνι… Τι είδους θερμότητα είναι αυτή πού αίσθάνεσθε;» Και εγώ αποκρίθηκα: «Όπως όταν λούζωμαι με ζεστό νερό. Αισθάνομαι ακόμη εύωδία τέτοια πού ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω αίσθανθή». «Ξέρω, ξέρω, είπε εκείνος· σας ερωτώ επίτηδες. Αυτή ή εύωδία πού αίσθάνεσθε είναι ή εύωδία τού Αγίου Πνεύματος. Και αυτή ή θερμότητα για την οποία μιλάτε δεν υπάρχει στην ατμόσφαιρα, αλλά μέσα μας. Θερμαινόμενοι από αυτήν οι ερημίτες δεν φοβούνταν τον χειμώνα διότι φορούσαν τον χιτώνα τής χάριτος ό οποίος αντικαθιστούσε το ένδυμα. Ή Βασιλεία τού Θεού εντός ημών έστιν. Ή κατάστασις στην οποία τώρα βρισκόμαστε το αποδεικνύει. Να τι σημαίνει να είσαι πλήρης Πνεύματος Αγίου». «Θα θυμάμαι το έλεος αυτό πού μας επισκέφθηκε σήμερα;» ερώτησα. «Πιστεύω ότι ό Κύριος θα σας βοηθήσει να το διαφυλάξετε στην καρδιά σας, διότι αυτό δόθηκε όχι μόνο για μας, άλλα διά μέσου ημών και για τον υπόλοιπο κόσμο. Πορεύεσθε έν ειρήνη! Ό Κύριος και ή Παναγία ας είναι μαζί σας!» Όταν τον άφησα το όραμα δεν είχε παύσει: ό γέροντας βρισκόταν στην ιδια θέση πού είχε στην αρχή τής συνομιλίας μας και το άρρητο φως πού είχα ιδεί με τα μάτια μου συνέχιζε να τον περιβάλλη».
Τους δαιμονισμένους τους θεράπευε ό όσιος Σεραφείμ με την δύναμι τού τιμίου Σταύρου και τής προσευχής. «Ήμουν παρών, έλεγε ό χωρικός Λιχάτσεβσκι ό οποίος εργαζόταν στο Σάρωφ, όταν μερικοί άνθρωποι έφεραν στον προθάλαμο τού κελλιού τού π. Σεραφείμ, στην έρημο, μία δαιμονισμένη γυναίκα. Αυτή σε όλη την διαδρομή εναντιωνόταν, άλλα μπροστά έκεί έπεσε πλέον κάτω, τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι της και έκραζε: «θα με κατακαύση, θα με κατακαύση!» Ό π. Σεραφείμ βγήκε από το κελλί και επειδή ή γυναικά δεν ήθελε ν’ άνοιξη το στόμα της, τής έβαλε με δυσκολία μερικές σταλαγματιές αγιασμού. Όλοι οι παρόντες είδαμε πώς εκείνη την στιγμή βγήκε από το στόμα της κάτι σαν καπνός. Ό γέροντας κατόπιν την έσφράγισε με το σημείο τού τιμίου σταυρού, τής διάβασε ευχή και ή δαιμονισμένη συνήλθε και άρχισε από μόνη της να προσεύχεται. Αργότερα, όταν την είδα στο καθολικό τού Σάρωφ εντελώς υγιή, την ερώτησα πώς αισθάνεται. «Δόξα τω Θεώ, τώρα δεν αισθάνομαι την πρότερη ασθένεια» απάντησε».
Πολλά και διάφορα θαύματα επιτελούσε ό όσιος Σεραφείμ σε βαρειά ασθενείς· πολλά από αυτά έχουν καταγραφή, αλλά και πολλά έμειναν χαραγμένα μόνο στις καρδιές των θεραπευθέντων. Έδώ μερικά μόνον αναφέρθηκαν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ό χαρισματούχος γέροντας είχε την συνήθεια να χρίη τους αρρώστους με λάδι από τη κανδήλα πού έκαιε στο κελλί σου ενώπιον τής εικόνος τής Θεοτόκου τής Έλεούσης. Όταν τον ερωτούσαν γιατί το κάνει αυτό, απαντούσε: «Διαβάζομε στην Αγία Γραφή ότι οι Απόστολοι ήλειφον έλαίφ πολλούς άρρωστους και έθεράπευον. Και εμείς ποιόν να μιμηθούμε άν όχι τους Αποστόλους;»
Τον χρόνο πού απέμενε στον όσιο από τις υποχρεώσεις του προς τους επισκέπτες, τον αφιέρωνε στην προσευχή. Τελώντας με την χαρακτηριστική σ’ αυτόν ακρίβεια και επιμέλεια τον κανόνα του προς σωτηρίαν τής ψυχής του, προσευχόταν συγχρόνως και παρακαλούσε θερμά τον Θεό για όλους τους ζώντες και κεκοιμημένους ορθοδόξους χριστιανούς. Γι’ αυτό, όταν διάβαζε Ψαλτήρι, σε κάθε στάσι του άνέπεμπε ανελλιπώς δεήσεις μέ όλη τήν καρδιά του ώς εξής:
α) Για τους ζώντες: «Σώσον Κύριε και έλέησον πάντας τους ορθοδόξους χριστιανούς και πάντας τους διαβιούντας εν παντί τόπω τής δεσποτείας Σου. Χάρισαι αύτοΐς Κύριε, τήν ψυχικήν και τήν σωματικήν ύγείαν και συγχώρησον αύτοίς πάν αμάρτημα έκούσιόν τε και άκούσιον και ταις άγίαις εύχαίς αυτών έλέησον και έμέ τον άμαρτωλόν».
β) Για τους κεκοιμημένους: «Άνάπαυσον, Κύριε, τάς ψυχάς τών κεκοιμημένων δούλων Σου, τών προπατόρων, πατέρων και αδελφών ημών, τών ένθάδε κειμένων και απανταχού ορθοδόξων. Χάρισαι αύτοίς, Κύριε, τήν βασιλείαν Σου και τήν μέθεξιν τής Σής άπειρου και μακάριας ζωής και συγχώρησον αύτοίς πάν αμάρτημα έκούσιόν τε και άκούσιον».
Κατά τήν προσευχή, ό όσιος έδινε μεγάλη σημασία στά γνήσια κεριά, τά όποια έκαιαν στό κελλί του ενώπιον τών εικόνων. Αυτό τό εξήγησε τον Νοέμβριο του 1831 στον διάλογο του μέ τον Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Διηγείται ό Μοτοβίλωφ: «Βλέποντας στον στάρετς πολλές κανδήλες και ιδίως μεγάλο αριθμό αγνών κεριών μεγάλων και μικρών σε διαφόρους στρογγυλούς δίσκους, στους οποίους άπό τό μακροχρόνιο στάξιμο τών κεριών είχαν σχηματισθή ολόκληροι λοφίσκοι άπό κερί, σκέφθηκα μέσα μου: Γιατί άραγε ό πατερούλης ανάβει τόσο πολλές κανδήλες και κεριά και προξενεί ανυπόφορη ζέστη στό κελλί του; Και εκείνος, ωσάν να έλεγε στους λογισμούς μου να σιωπήσουν, μού είπε: Εσείς θα θέλατε να μάθετε φιλόθεε, για ποια αιτία ανάβω τόσες κανδήλες και κεριά ενώπιον τών εικόνων. Να λοιπόν γιατί: Καθώς γνωρίζετε έχω πολλά πρόσωπα πού μέ αγαπούν και ευεργετούν τις όρφανουλες μου του Μύλου. Αυτοί μού φέρουν λάδι και κεριά και μέ παρακαλούν να προσεύχωμαι γι’ αυτούς. Όταν διαβάζω τήν ακολουθία μου, τους μνημονεύω μία φορά στην αρχή. Επειδή όμως τά ονόματα είναι πολλά και εγώ δέν μπορώ να τά επαναλαμβάνω σε κάθε σημείο τής ακολουθίας οπού πρέπει να μνημονευθούν, διότι ό χρόνος δέν θα μού αρκούσε, ανάβω όλα τά κεριά υπέρ αυτών ώς θυσία στον Θεό, ένα κερί για τον καθένα. Για μερικούς ανάβω ένα μεγάλο κερί και για άλλους πάλι ανάβω μία κανδήλα. Και οπού χρειάζεται στην ακολουθία να τους μνημονεύσω, λέγω: Κύριε μνήσθητι πάντων τών δούλων σου, υπέρ τών ψυχών τών οποίων έγώ ό ελεεινός άναψα ενώπιον σου αυτά τά κεριά καί τις κανδήλες. Ότι δέ τούτο δέν είναι κάποια δική μου έπινόησις ή κάποιος δικός μου ζήλος πού δέν βασίζεται σε καμμία θείκή εντολή, θα σου φέρω ώς άπόδειξι τους λόγους τής θείας Γραφής. Εκεί λέγεται ότι ό Μωϋσής άκουσε τήν φωνή του Κυρίου να τον προστάζη ίνα καίηται λύχνος διαπαντός, εν τη σκηνή του μαρτυρίου.,.καύσει αυτό Ααρών και οι υίοι αυτού άφ’ εσπέρας έως πρωί εναντίον Κυρίου. Να, φιλόθεε, γιατί ή Αγία Εκκλησία του Θεού παρέλαβε ώς συνήθεια να άνάβωνται στους ιερούς ναούς καί στά σπίτια των χριστιανών κανδήλες ενώπιον των αγίων εικόνων του Κυρίου, τής Θεοτόκου, τών Αγγέλων και τών αγίων ανθρώπων, οί οποίοι εύαρέστησαν στον Κύριο».
Υπάρχει μία μαρτυρία ότι κάποτε προσευχόμενος ό όσιος υψώθηκε στον αέρα. Όπως διηγήθηκε ή πριγκήπισσα Ε.Σ., συνέβησαν τά έξης: Ηλθε σ’ αυτήν από τήν Πετρούπολι ό άρρωστος άνηψιός της. Εκείνη τον πήγε στό Σάρωφ, στον όσιο Σεραφείμ. Ό νεαρός ήταν τόσο άρρωστος και αδύναμος πού τον έφεραν στην αυλή τής μονής επάνω στό κρεββάτι του. Τήν στιγμή εκείνη ό όσιος Σεραφείμ ήταν στην πόρτα του κελλιού του σάν να περίμενε να προύπάντηση τον εξαντλημένο επισκέπτη. Αμέσως διέταξε να τον φέρουν στό κελλί του. Και αφού στράφηκε προς τον ασθενή του λέγει: «Σύ, χαρά μου, προσεύχου· και εγώ θα προσεύχωμαι για σένα· μόνο πρόσεχε· μένε όπως είσαι ξαπλωμένος και μη γυρίσης στό άλλο σου πλευρό». Υπακούοντας ό ασθενής έμεινε ξαπλωμένος έτσι επί πολύ. Άλλ’ ή υπομονή του εξαντλήθηκε και ή περιέργεια τον παρακίνησε να δή τι κάνει ό όσιος. Όταν γύρισε προς τά πίσω, τον είδε να προσεύχεται χωρίς να ακουμπά στή γή· άπό τό απροσδόκητο και ασυνήθιστο αυτό θέαμα φώναξε πολύ δυνατά. Αφού τελείωσε τήν προσευχή ό όσιος Σεραφείμ τον πλησίασε και τού είπε: «Σίγουρα τώρα εσύ θα λες σε όλους ότι ό Σεραφείμ είναι άγιος και προσεύχεται στον αέρα… Ό Κύριος θα σε έλεήση… Πρόσεχε όμως. Περίφραξε τον εαυτόν σου μέ σιωπή και μη πής τίποτε σε κανένα μέχρι τήν ημέρα τής έκδημίας μου· διαφορετικά ή ασθένεια σου θα έπιστρέψη πάλι σε σένα». Ό ασθενής σηκώθηκε άπό τό κρεββάτι και στηριζόμενος σε άλλους βγήκε άπό τό κελλί περπατώντας.
Στον ξενώνα της μονής άπ’ όλες τις πλευρές τον ενοχλούσαν έντονα μέ ερωτήσεις, τι έκανε και τι είπε ό π. Σεραφείμ. Εκείνος όμως προς κατάπληξιν όλων δέν έβγαλε ούτε μία λέξι άπό τό στόμα του. Έτσι, θεραπευμένος εντελώς αναχώρησε για τήν Πετρούπολι. Μετά άπό κάποιο χρονικό διάστημα πήγε πάλι στην θεία του, τήν πριγκήπισσα Ε.Σ. Εκεί έμαθε ότι ό μακάριος γέροντας Σεραφείμ αναπαύθηκε άπό τους κόπους του. Τότε ό νεαρός διηγήθηκε για τήν θαυμαστή προσευχή του όσιου.
Σχετικά μέ τήν «Θεολογική πηγή» ή οποία έλαβε τήν επωνυμία «φρέαρ του Σεραφείμ» ό όσιος έλεγε: «Προσευχήθηκα να γίνη ιαματικό τό νερό τής πηγής». Από τότε το νερό τής πηγής εκείνης έλαβε ιδιαίτερες θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτό τό νερό δέν αλλοιωνόταν έστω και άν έμενε για χρόνια σε ανοικτά δοχεία. Σε κάθε εποχή του έτους ασθενείς και υγιείς νίπτονταν άπ’ αυτό και ωφελούνταν. Πολλούς πού υπέφεραν από φοβερές πληγές ό όσιος τους παρακινούσε να νιφθούν μέ τό νερό αυτής τής πηγής και όντως όλοι θεραπεύονταν. Μερικοί τυφλοί πλένοντας τό πρόσωπο τους μέ αυτό άνέβλεψαν· άλλοι πάλι ήπιαν άπ’ αυτό και αμέσως θεραπεύθηκαν άπό σοβαρές ασθένειες.
Κατά τήν επιδημία τής χολέρας τό 1830 συνέρρεαν στό «φρέαρ του Σεραφείμ» πολλοί πιστοί ακόμη και άπό τίς πιό απομακρυσμένες επαρχίες. Κατά τήν πίστι του ό καθένας εύρισκε άνακούφισι και θεραπεία άπό τό ιαματικό νερό τής πηγής αυτής. Έτσι π.χ. ό Τεπλώφ, ένας αξιωματικός του ιππικού άπό τήν επαρχία του Έκατερινοσλάβλιε, οπού ή χολέρα είχε αρχίσει να θερίζη, θυμήθηκε ότι κάποτε ό όσιος Σεραφείμ του είχε πή τάχα παρεμπιπτόντως: «Αν σε βρή κάποια δυστυχία πέρασε άπό τό κελλί του πτωχού Σεραφείμ· αυτός θα προσευχηθεί για σένα». Ή άνάμνησις αυτή τον παρακίνησε ν’ άπευθυνθή άπό μακρυά μαζί μέ τήν γυναίκα του στον πατέρα Σεραφείμ, για να τους λύτρωση άπό τήν ολέθρια νόσο. Και να! Τήν επόμενη νύκτα ό όσιος έμφανίσθηκε στον ύπνο τής συζύγου του Τεπλώφ και τήν διέταξε να πάη στην Θεολογική πηγή, να άντληση νερό, να πιή άπ’ αυτό και να νίψη τον σύζυγο της, όλη τήν οικογένεια και όλους τους υπηρέτες. Μέ απόλυτη πίστι στην δύναμι τής προσευχής του οσίου Σεραφείμ οι Τεπλώφ πήγαν στην πηγή, ήπιαν νερό, πλύθηκαν, γέμισαν ολόκληρο βαρέλι και τό πήγαν στό κτήμα τους. Και πράγματι. Πολλοί ασθενείς στό σπίτι του Τεπλώφ, οί οποίοι ήσαν ήδη ετοιμοθάνατοι, θεραπεύθηκαν θαυματουργικά άπό τό νερό αυτό. Έκτοτε κανένας πιά δέν προσβλήθηκε άπό χολέρα στό σπίτι του Τεπλώφ.
Ή επιρροή του χαριτωμένου ασκητή δέν περιορίσθηκε μόνο στην έρημο του Σάρωφ. Συνετέλεσε ό όσιος ολως ιδιαιτέρως στην άνάπτυξι του γυναικείου μοναχισμού στά μέρη εκείνα. Συγκινητικώτατες ήσαν οί σχέσεις του μέ τή γυναικεία αδελφότητα του Ντιβιέγιεβο πού ιδρύθηκε τό 1780 περίπου άπό τήν μεγαλογαιοκτήμονα χήρα συνταγματάρχου ‘Αγάθη Μελιγούνοβα. Αυτή είχε χηρεύσει νέα και σκόπευε ν’ αφιέρωση τήν ζωή της στον Θεό. Έχοντας αυτό τον σκοπό περιήλθε πολλά προσκυνήματα. Και να, μία φορά πού ξεκουραζόταν στό χωριό Ντιβιέγιεβο, κάπου είκοσι χιλιόμετρα μακρυά άπό τήν μονή του Σάρωφ, και βρισκόταν σε μία κατάστασι μεταξύ ύπνου και έγρηγόρσεως, είδε τήν Μητέρα του Θεού ή οποία τής ανέθεσε να μείνη σ’ αυτό τό μέρος και να κτίση ναό προς τιμήν τής θαυματουργού εικόνος της του Καζάν. Αργότερα, κοντά στη Μελιγούνοβα πού έγινε μοναχή μέ τό όνομα Αλεξάνδρα, ήλθαν και άλλες άσκήτριες και έτσι μπήκαν οί βάσεις τής μονής του Ντιβιέγιεβο μέ τήν όποια είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο τό όνομα του όσιου Σεραφείμ του Σάρωφ. Ή ίδια ή κτιτόρισσα του μοναστηρίου του Ντιβιέγιεβο εμπιστεύθηκε πρό του θανάτου της στον π. Σεραφείμ τήν φροντίδα των αδελφών· τότε ό όσιος ήταν ακόμη ιεροδιάκονος. Επίσης και ό μακάριος π. Παχώμιος, ό ηγούμενος του Σάρωφ, όταν ήταν στό νεκρικό του κρεββάτι, εμπιστεύθηκε στον π. Σεραφείμ τήν επιμέλεια του κοινοβίου του Ντιβιέγιεβο. Ό όσιος τό φρόντιζε μέ αληθινή πατρική αγάπη και ενδιαφέρον. Οί αδελφές του Ντιβιέγιεβο πήγαιναν στον όσιο να ευλογηθούν και να ενισχυθούν στις διάφορες δυσκολίες και αμφιβολίες. Εκείνος φιλόστοργα τις έδινε καλές και ωφέλιμες συμβουλές, και εισερχόταν μέ όλη του τήν ψυχή στην ζωή τους και στό όλο τους μοναστικό πρόγραμμα.
Μέ τις ευχές του οσίου και τις εισφορές πολλών πού είχαν θεραπευθή από αυτόν, ή αδελφότητα του Ντιβιέγιεβο αυξήθηκε. Τότε ό όσιος χώρισε τό κοινόβιο σε δύο μέρη μέ κοινή όμως διεύθυνσι και καθοδήγησι. Ό δούλος του Θεού ενήργησε έτσι διότι θεωρούσε ότι είναι άβολο και ασύμφορο να μένουν οί παρθένες μαζί μέ τις χήρες. Μέ τήν ύπόδειξι της Ύπεραγίας Θεοτόκου επέλεξε ένα μέρος κοντά στην εκκλησία του Καζάν στό Ντιβιέγιεβο, σ’ ένα κτήμα πού του είχε δωρηθή, και εκεί έκτισε για τις αδελφές του Ντιβιέγιεβο ένα μύλο. Επίσης κτίσθηκαν σε ιδιαίτερο προαύλιο νέα κελλιά και αργότερα ναός, ώστε εμφανίσθηκε ένα νέο μοναστήρι. Μ’ αυτό τόν τρόπο ό όσιος σχημάτισε μία αδελφότητα, πού ονομάσθηκε «Σεραφείμεια», ξεχωριστή από αυτήν πού είχε συστήσει ή Άγάθη Μελιγούνοβα. «Αυτό, έλεγε, έγινε κατά τό θέλημα του Θεού και της Ύπεραγίας Θεοτόκου».
Έπιμελούμενος ό όσιος τις μοναχές του Ντιβιέγιεβο και ιδίως «τις αδελφές του Μύλου», όπως συνήθιζε ν’ άποκαλή τή νέα χωριστή αδελφότητα, τις παρηγορούσε ακούραστα και τις ενίσχυε σ’ όλες τις δυσκολίες και τις θλίψεις τής πολύμοχθης μοναστικής ζωής. Χάρις στην χαρισματική επιρροή τού οσίου, το κοινόβιο τού Ντιβιέγιεβο άρχισε να προσελκύη όλο και περισσότερες αδελφές, οί όποιες αναζητούσαν τήν θεάρεστη μοναχική ζωή κάτω από τήν πατρική καθοδήγησι του. Μερικές αφιέρωναν τήν ζωή τους στό Θεό άπό ευγνωμοσύνη για τήν θεραπεία πού έλαβαν μέ τις ευχές του οσίου. Μερικές, κατά τό προορατικο του χάρισμα, τις προόριζε ό όσιος γι’ αυτή τήν ζωή άπό τήν παιδική τους ηλικία και αναλόγως τις κατεύθυνε άπό ενωρίς. Και όταν οί αδελφές, φοβούμενες για τό μέλλον, άρχισαν να θλίβωνται, διότι τό μοναστήρι άπό υλικής πλευράς δέν ήταν εξασφαλισμένο, τις παρηγορούσε λέγοντας ότι τό μέρος αυτό τό διάλεξε γι’ αυτές ή ίδια ή βασίλισσα των Ουρανών και ότι Αυτή θα τις βοηθήση σε όλα, ώστε να έχουν και τά υλικά και τά πνευματικά αγαθά, όπως και στό Σάρωφ. Πρόσθεσε μάλιστα, ότι και εκείνος, «ό ελεεινός Σεραφείμ», θα κλίνη πάντοτε γόνυ δεόμενος υπέρ αυτών. Οί αδελφές τού έκαναν τέλεια υπακοή. Τίποτε δέν έκαναν χωρίς τήν ευλογία του. Όταν κάποια αδελφή έφευγε άπό τό μοναστήρι για κάποιο χρονικό διάστημα, πήγαινε στον όσιο για ευλογία και πριν να αναχώρηση και μετά τήν επιστροφή της.
Ή αδελφή τής μονής του Ντιβιέγιεβο Ματρόνα Πλεπτσέγιεβα διηγήθηκε τό έξης θαυμαστό περιστατικό: «Όταν ήλθα στό μοναστήρι είχα μέ τήν ευλογία του π. Σεραφείμ τό διακόνημα να μαγειρεύω για τις αδελφές. Ξαφνικά λόγω αδυναμίας και δαιμονικού πειρασμού, περιέπεσα σε τέτοια ψυχική αγωνία και σκυθρωπότητα, ώστε αποφάσισα κρυφά και χωρίς ευλογία να εγκαταλείψω τήν μονή· τόσο δύσκολο και ανυπόφορο μού ήταν αυτό τό διακόνημα. Ό π. Σεραφείμ χωρίς αμφιβολία προσείδε αυτόν μου τον πειρασμό, αφού ξαφνικά μέ προσκάλεσε να τον επισκεφθώ. Πήγα σ’ εκείνον τήν τρίτη ημέρα τής εορτής τών αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Σε όλη τήν διαδρομή έκλαια. Όταν έφθασα στό κελλί του και πριν να εισέλθω είπα τήν συνηθισμένη ευχή. Αυτός απάντησε τό «αμήν» και βγήκε να μέ προϋπαντήση σάν φιλόστοργος πατέρας. Μέ έπιασε άπό τά δυό μου χέρια, μέ οδήγησε στό κελλί και είπε: «χαρά μου, σε περίμενα όλη τήν ημέρα». Μέ δάκρυα του αποκρίθηκα: «Πατερούλη σύ γνωρίζεις ποιο είναι τό διακόνημα μου· μού ήταν αδύνατον να φθάσω ενωρίτερα. Μόλις ετοίμασα τό γεύμα στις αδελφές ξεκίνησα για εδώ και σε όλη τήν διαδρομή έκλαια». Τότε ό π. Σεραφείμ μού σκούπισε τά δάκρυα μέ τό μανδήλι του λέγοντας: «Μητερούλα, τά δάκρυα σου δέν στάζουν μάταια στό έδαφος». Κατόπιν μέ οδήγησε στην εικόνα τής Ύπεραγίας Θεοτόκου τής Έλεούσης και μού είπε: «Βάλε μετάνοια μητερούλα και άσπάσου τήν Βασίλισσα τών ουρανών· Αυτή θα σε παρηγόρηση». Έβαλα μετάνοια, ασπάσθηκα τήν εικόνα και αισθάνθηκα τέτοια χαρά στην ψυχή, ώστε αναγεννήθηκα έξ ολοκλήρου. Μετά άπ’ αυτό ό π. Σεραφείμ μού είπε: «Μητερούλα, τώρα πήγαινε στον ξενώνα και αύριο έλα στη μακρινή έρημο». «Φοβάμαι, πατερούλη, να έλθω μόνη στην μακρινή έρημο» του είπα. ‘Αλλά εκείνος αποκρίθηκε: «Σύ, μητερούλα, στην διαδρομή προς τήν έρημο λέγε μεγαλόφωνα και αδιάλειπτα τό Κύριε Έλέησον!» Αμέσως άρχισε και ό ίδιος να σιγοψάλλη μερικές φορές τό Κύριε Έλέησον! Έγώ έκανα όπως μού είπε. Τήν επομένη έλεγα δυνατά σε όλη τήν διαδρομή τό Κύριε Έλέησον. Και όχι μόνο δέν αισθάνθηκα κανένα φόβο, άλλα αντίθετα υπέρτατη χαρά. Πλησιάζοντας στην μακρινή μικρή έρημο, είδα ξαφνικά τον π. Σεραφείμ να κάθεται επάνω σ’ ένα κούτσουρο κοντά στό κελλί του και δίπλα του να στέκεται μία μεγάλη αρκούδα. Έγώ έμεινα σάν στήλη άλατος άπό τον φόβο μου και φώναζα μέ όση δύναμι είχα: «Πατερούλη, θα πεθάνω!» Και έπεσα άπό τον τρόμο. Αυτός όταν άκουσε τήν φωνή μου κτύπησε τήν αρκούδα ελαφρά και τής ένευσε μέ τό χέρι του. Ή αρκούδα ωσάν να ήταν λογικό πλάσμα έφυγε αμέσως στό πυκνό δάσος, προς τήν πλευρά πού τής έδειξε μέ τό χέρι του. Βλέποντας έγώ όλα αυτά έτρεμα άπό τή φρίκη. ‘Ακόμη και όταν μέ πλησίασε ό π. Σεραφείμ και μού είπε να μη φοβούμαι, έγώ συνέχιζα να φωνάζω: «’Αλοίμονό μου! Θα πεθάνω!» «Όχι, μητερούλα, μού είπε ό γέροντας, δέν θα πεθάνης· ό θάνατος είναι μακρυά σου· αυτό εδώ είναι χαρά». Και τότε μέ οδήγησε σ’ αυτό τό ίδιο κούτσουρο οπού καθόταν πρό ολίγου. Προσευχήθηκε, μέ έβαλε να καθήσω εκεί και κάθησε και ό ίδιος. Μόλις όμως καθήσαμε, εμφανίσθηκε έξαφνα άπό τό πυκνό δάσος ή ίδια αρκούδα και αφού πλησίασε τον π. Σεραφείμ ξάπλωσε στά πόδια του. Έγώ, επειδή ήμουν τόσο κοντά στό φοβερό θηρίο, στην αρχή φοβήθηκα υπερβολικά. Κατόπιν όμως, βλέποντας τον π. Σεραφείμ να συμπεριφέρεται χωρίς κανένα φόβο και έπί πλέον να δίνη με το χέρι του στην αρκούδα ψωμί, ειρήνευσα και συνήλθα. Τό πρόσωπο του αγιασμένου μου πατερούλη μου φάνηκε εξαιρετικά θαυμαστό, φωτεινό και χαρούμενο, ως πρόσωπο αγγέλου. Όταν ειρήνευσα ολότελα, ό γέροντας μού πρόσφερε το υπόλοιπο ψωμί, και με προέτρεψε να το δώσω ή ίδια στην αρκούδα. Έγώ όμως του απάντησα: «Φοβάμαι πατερούλη, θα μού κόψη και τό χέρι μέ τά δόντια της». Αυτός μέ κοίταξε και μειδιώντας μού είπε: «Όχι, μητερούλα, πίστευσε ότι δέν θα σου κόψη τό χέρι». Πήρα τότε τό ψωμί και ετάισα τήν αρκούδα μέ τέτοια εύχαρίστησι ώστε ήθελα να τής δώσω και άλλο· τό θηρίο ήταν ήμερο και πράο ακόμη και σε μένα, τήν αμαρτωλή, μέ τήν ευχή του π. Σεραφείμ. Βλέποντας με αυτός ήρεμη μού είπε: «Θυμάσαι μητερούλα ότι στον Ιορδάνη υπηρετούσε τον όσιο Γεράσιμο ένα λιοντάρι; Τον πτωχό Σεραφείμ τον υπηρετεί μία αρκούδα. Βλέπεις; Και τά θηρία μας υπακούουν, και σύ όλιγοψύχησες μητερούλα. Γιατί όμως να όλιγοπιστούμε;» Τότε του είπα μέ αφέλεια: «Πατερούλη, αν έβλεπαν οί αδελφές αυτή τήν αρκούδα θα πέθαιναν άπό φόβο». Αυτός μού αποκρίθηκε: «Όχι, μητερούλα, οί αδελφές δέν θα τήν δουν». «Μά άν κάποιος τήν σκοτώση, πολύ θα λυπηθώ», του είπα. Και αυτός απάντησε: «Δέν θα τήν σκοτώσουν, άλλα εκτός άπό σένα δέν θα τήν δη κανένας». Έγώ σκεπτόμουν ακόμη πώς θα διηγηθώ στις αδελφές αυτό τό φοβερό θαύμα. Ό π. Σεραφείμ απαντώντας στις σκέψεις μου είπε: «Μητερούλα, μέχρι να περάσουν ένδεκα χρόνια άπό τήν τελευτή μου, δέν θα μιλήσης σε κανένα γι’ αυτό- τότε θα σου αποκάλυψη ό Θεός σε ποιόν θα τό διηγηθής».
Μετά άπό πολλά χρόνια, ή αδελφή Ματρόνα ήλθε για κάποια δουλειά στό κελλί, οπού μέ τήν ευλογία του π. Σεραφείμ αγιογραφούσε ό Ευθύμιος Βασίλιεφ, γνωστός για τήν ευλάβεια και αγάπη του προς τον μακάριο γέροντα. Βλέποντας ότι ζωγραφίζει τον π. Σεραφείμ του είπε ξαφνικά: «Θα ήταν ωραίο να ζωγραφίσης τον πατέρα Σεραφείμ μέ μία αρκούδα». Ό Ευθύμιος Βασίλιεφ τήν ερώτησε πώς τής ήλθε αυτή ή ιδέα. Και έτσι ήταν αυτός ό πρώτος, στον οποίο ή μοναχή αφηγήθηκε τό εξαίσιο περιστατικό. Τότε ακριβώς είχε συμπληρωθή ή ένδεκαετία από τήν κοίμησι του οσίου.
Για τις αδελφές της μονής του Ντιβιέγιεβο ό όσιος άφησε ιδιαίτερο τυπικό και έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, πώς να διαφυλάγουν τό σκευοφυλάκιο καί τήν μοναστηριακή περιουσία. Οί αδελφές της «μονής του Μύλου» δέν είχαν στην αρχή ιδιαίτερο ναό, πράγμα πού δημιουργούσε πολλές δυσκολίες. Αλλά, όταν ό όσιος του Θεού θεράπευσε θαυματουργικά τον προαναφερθέντα Μαντόρωφ, εκείνος άπό ευγνωμοσύνη πούλησε τό κτήμα του και πρόσφερε τά χρήματα για τήν άνέγερσι μεγάλου λίθινου ναού για τίς «αδελφές του Μύλου». Ό ναός κτίσθηκε δισυπόστατος, επ’ ονόματι τής Γεννήσεως του Χρίστου και των Γενεθλίων της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Τά εγκαίνια έγιναν τό 1829.
Ό όσιος Σεραφείμ άφησε κανόνα στις αδελφές τού Ντιβιέγιεβο, εκτός από τις εργασίες στο νερόμυλο να ασχολούνται με εργασίες πού αρμόζουν σε απλούς ανθρώπους. Ζωγραφική, κέντημα μέ μετάξι και χρυσό και άλλες παρόμοιες εργασίες πού απαιτούν συγκέντρωσι του νου και ανήκουν στην καλλιτεχνία δέν τις επέτρεπε. Πιστός πάντοτε στην αρχή του, στήριζε τήν εντολή του αυτή στους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου οί οποίοι συνιστούν στους μοναχούς να άσχολούνται μόνο μέ τά έργα εκείνα πού ικανοποιούν τίς ανάγκες τής μονής. Σχετικά μέ τό εργόχειρο, ό όσιος συμβούλευε ότι πρέπει να τηρούμε αυστηρά τον εξής κανόνα: «Στά χέρια ή εργασία, στά χείλη ή προσευχή».
Όλες αυτές τίς υποθήκες του οσίου ή αδελφότητα του Ντιβιέγιεβο τίς τηρούσε αυστηρά. Κάθε παρέκκλισις συνήθως συνεπαγόταν δυσάρεστες καταστάσεις στην μονή. Ό όσιος Σεραφείμ όμως προστάτευε τό κοινόβιο άπό τίς δυσκολίες καί τίς συμφορές. Έτσι π.χ. στον ανεγερθέντα ναό τής Γεννήσεως του Χρίστου, όπου γινόταν διαρκής άνάγνωσις του Ψαλτηρίου, άφησε εντολή να καίη πάντοτε κερί ενώπιον τής εικόνος του Σωτήρος και ακοίμητη κανδήλα ενώπιον τής εικόνος τής Θεοτόκου. Πρόσθεσε ότι αν ή εντολή του αυτή τηρηθή ακριβώς, ή αδελφότητα του Ντιβιέγιεβο δέν θα ύποστή θλίψεις και συμφορές· ούτε θα ύπαρξη έλλειψις λαδιού. Κάποτε όμως, όταν όλοι είχαν βγή άπό τον ναό, ή έκκλησάρισσα είδε ότι ή κανδήλα είχε σβύσει καί τό λάδι είχε μέχρι τέλους καή. Αυτό ήταν τό τελευταίο λάδι. Τότε θυμήθηκε τους λόγους του οσίου Σεραφείμ και σκέφθηκε ότι αυτοί δέν εκπληρώθηκαν και άρα δέν πρέπει να πιστεύσωμε ούτε στις άλλες του προρρήσεις. Άρχισε να κλονίζεται ή πίστις της στό προορατικό του χάρισμα. Ξαφνικά άκουσε ένα κρότο. Σήκωσε τό κεφάλι και είδε ότι ή κανδήλα είχε ανάψει, ήταν γεμάτη λάδι και μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν δύο χαρτονομίσματα. Τρομαγμένη έτρεξε στην γερόντισσα Ελένη Μαντάροβα, στην οποία και υποτασσόταν, και τής διηγήθηκε τι είχε συμβή. Καθ’ όδόν τήν συνάντησε κάποιος χωρικός και τής έδωσε τριακόσια ρούβλια σε χαρτονόμισμα για λάδι τής ακοίμητης κανδήλας υπέρ αναπαύσεως τών ψυχών των γονέων του.
Ό όσιος Σεραφείμ δέν περιορίσθηκε μόνο στίς υποθήκες πού έδωσε στις μοναχές του Ντιβιέγιεβο, αλλά προχώρησε πολύ περισσότερο. Ένώ ακόμη ζούσε, ετοίμασε τον τόπο όπου θα οικοδομούσαν τό καθολικό τής μονής, επειδή οί αδελφές χρησιμοποιούσαν τό ναό τής ενορίας για τις ακολουθίες. «Εμείς, μητερούλα, έλεγε ό όσιος σε μία μοναχή του Ντιβιέγιεβο παρηγορώντας την, θα έχωμε και τό καθολικό μας. Σε δική μας γή θα βόσκουν δικά μας κοπάδια άπό πρόβατα και βόδια. θα τά έχωμε όλα δικά μας. Οί αδελφές θα οργώνουν και θα σπέρνουν. Γιατί λοιπόν, μητερούλα, να θλιβώμαστε;» Έτσι συστήθηκε ιδιαίτερη αδελφότητα του Ντιβιέγεβο, ή λεγόμενη Σεραφείμεια, χωριστή άπό τήν προγενέστερη, τήν οποία είχε ιδρύσει ή Άγάθη Μελιγούνοβα. Αλλά ό όσιος δέν χώρισε πνευματικά τήν αδελφότητα του Μύλου άπό αυτήν του Ντιβιέγιεβο, και ώς κτιτόρισσα και τών δύο μονών θεωρούσε τήν Άγάθη, τής όποιας τήν μνήμη εύλαβείτο πολύ. Προστάτιδα της νεοσύστατης κοινότητας ό όσιος θεωρούσε τήν Ύπεραγία Μητέρα τού Θεού. «Λοιπόν, μητερούλα, έλεγε σε μία μοναχή, να γνωρίζετε ότι αυτό τό μέρος το επέλεξε ή ίδια ή Βασίλισσα των Ουρανών προς δόξαν του ονόματος Της. Αυτή θα σας είναι τείχος και προστασία».
Μέ τό ίδιο επίσης ενδιαφέρον και τήν ίδια αγάπη ό όσιος φρόντιζε τό κοινόβιο του Άρντατόβσκι και τήν αδελφότητα της Ζελενγκόρσκα, εκπληρώνοντας εντολή της Ύπεραγίας Θεοτόκου, ή οποία σε εξαίσιο δράμα τού εμπιστεύθηκε τήν καθοδήγησι αυτών τών γυναικείων κοινοβίων.
Προς τό τέλος της επίγειας ζωής του ό όσιος αξιώθηκε από τον Θεό εκτάκτων και θαυμάσιων δώρων της χάριτος. Ή μορφή του απέπνεε πραότητα και ταπεινοφροσύνη. Οί λόγοι του, οί διδαχές του, οί συμβουλές του και οί συνομιλίες του εξασκούσαν μέ τήν θαυμάσια απλότητα τους ακαταμάχητη επιρροή. Μορφωμένοι και αγράμματοι, πλούσιοι και πτωχοί, λαϊκοί και μοναχοί, όλοι ωφελούνταν πνευματικά και παρηγορούνταν από τή συνομιλία μαζί του. Ακόμη και άπιστοι και όλιγόπιστοι επέστρεφαν στην όδό της μετανοίας. Τό προορατικό και θαυματουργικό χάρισμα του οσίου φανερωνόταν ολοένα και περισσσότερο. Διάβαζε στις ψυχές τών επισκεπτών του τά προβλήματα τους προτού νά τά φανερώσουν οί ίδιοι, και τους έδινε τις ανάλογες απαντήσεις. Ενώπιον του ήταν φανερή ή ανθρώπινη ψυχή, όπως τό πρόσωπο απέναντι στον καθρέπτη.
Ό όσιος ασκητής επιτελούσε συνεχώς θεραπείες. Όταν μερικοί αναφέρονταν σ’ αυτό, εκείνος απαντούσε μέ ταπείνωσι, ότι δέν θεραπεύει αυτός, άλλα ή μεσιτεία της Ύπεραγίας Θεοτόκου και τών αγίων αποστόλων του Χρίστου. Όλοι όσοι έπιναν νερό και νίπτονταν στό «φρέαρ του Σεραφείμ» θεραπεύονταν. Σ’ ένα μοναχό πού είχαν παραλύσει και τά δυό του χέρια, ό όσιος έδωσε να πιή αγιασμό· αυτός ήπιε και θεραπεύθηκε. Ή σύζυγος κάποιου Βοροτίλωφ ήταν έτοιμοθάνατη. Ό σύζυγος της τρέφοντας μεγάλη πίστι στον όσιο ζήτησε από αυτόν μέ δάκρυα να βοηθήση τήν άρρωστη σύζυγο του. Αυτός όμως του δήλωσε ότι ή γυναίκα του πρέπει να πεθάνη. Ό Βοροτίλωφ τότε έπεσε στά πόδια του καθικετεύοντάς τον να προσευχηθή για να έπιστραφή στην σύζυγο του ή ζωή και ή υγεία. Ό όσιος βυθίστηκε για δέκα λεπτά περίπου σε νοερά προσευχή. Κατόπιν άνοιξε τά μάτια του, τον σήκωσε όρθιο και τού ανακοίνωσε μέ χαρά: «Λοιπόν, χαρά μου, ό Κύριος χαρίζει τήν ζωή στην σύζυγο σου. Πήγαινε μέ ειρήνη στό σπίτι σου». Ό Βοροτίλωφ έτρεξε μέ χαρά στό σπίτι και έκεί έμαθε ότι ή σύζυγος του καλυτέρευσε ακριβώς εκείνες τις στιγμές πού προσευχόταν ό όσιος. Σύντομα ή γυναίκα έγινε τελείως καλά.
Σε μερικούς προέλεγε τον θάνατο τους, ώστε να μη περάσουν στην αιωνιότητα χωρίς τήν χριστιανική προετοιμασία. Σε άλλους πάλι προέλεγε τον θάνατο τους για να τους προτρέψη σε μετάνοια, διότι χωρίς μετάνοια και αλλαγή ζωής, τους ανέμενε ή τιμωρία του Θεού στον άλλο κόσμο.
Προς τό τέλος της πολύμοχθης ζωής του ό ένδοξος αυτός αγωνιστής του Χρίστου όχι μόνο δέν ελάττωσε τους μόχθους του αλλά στους προτέρους αγώνες του πρόσθεσε νέους κόπους και νέες ασκήσεις. Τά τελευταία χρόνια τής ζωής του κοιμόταν καθιστός στό δάπεδο, μέ τήν πλάτη του στηριγμένη στον τοίχο και μέ απλωμένα τά πόδια. Καμμιά φορά έγερνε τό κεφάλι του στην πέτρα ή στό κομμένο κούτσουρο ή ξάπλωνε πάνω σε σάκκο, τούβλα ή ξύλα, τά όποια υπήρχαν στό κελλί του. Και όταν πλησίαζε ακόμη περισσότερο ό καιρός τής εξόδου του άπό τον κόσμο αυτό, γονάτιζε και κοιμόταν μέ τό πρόσωπο κατά γής, έχοντας ακουμπισμένους τους αγκώνες στό έδαφος και κρατώντας τό κεφάλι μέ τά χέρια του. Τροφή έπαιρνε μία φορά τήν ημέρα, τό βράδυ μόνο. Ή ενδυμασία του ήταν πάμπτωχη. Στην έρώτησι ενός πλουσίου άνθρωπου, γιατί φορεί τέτοια κουρέλια, ό μακάριος γέροντας απάντησε: «Ό άγιος Ίωάσαφ ό Βασιλόπαις θεωρούσε τον μανδύα πού του είχε δώσει ό ερημίτης Βαρλαάμ ώς Ενδυμα επισημότερο και πολυτιμότερο άπό τήν βασιλική πορφύρα».
Ό όσιος Σεραφείμ, αν και ήταν πιά εντελώς νεκρός για τον κόσμο, εν τούτοις δεν έπαυσε να προσεύχεται στον Θεό μέ απεριόριστη αγάπη για εκείνους πού ζουν στον κόσμο. Ό ουρανός του ήταν εντελώς οικείος. Όταν οι επισκέπτες από το Κούρσκ τον ερωτούσαν άν έχη να παραγγείλη κάτι στους συγγενείς του, αυτός στρεφόμενος προς τίς εικόνες τού Σωτήρος και της Θεοτόκου, έλεγε μέ μειδίαμα: «Να οί συγγενείς μου· για τους κατά σάρκα όμως συγγενείς μου εγώ πιά είμαι ζωντανός νεκρός».
Ένα έτος και εννέα μήνες πρό τής κοιμήσεως του αξιώθηκε ό όσιος να τον έπισκεφθή ή Ύπεραγία Θεοτόκος. Αυτό έγινε ενωρίς τό πρωί τής εορτής του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου του 1831. «Δύο ήμερες ενωρίτερα, διηγήθηκε ή μοναχή του Ντιβιέγιεβο Εύπραξία, ό πατερούλης πρόσταξε να πάω κοντά του. Όταν έφθασα μού ανακοίνωσε: «Θα δούμε τήν Μητέρα του Θεού». ‘Εγώ έπεσα στό δάπεδο· εκείνος μέ κάλυψε μέ τον μανδύα του και διάβασε ορισμένες ευχές. Κατόπιν μέ σήκωσε και μού είπε: «Λοιπόν, τώρα κρατήσου άπό μένα και μη φοβάσαι τίποτε». Τήν στιγμή αυτή ακούσθηκε θόρυβος παρόμοιος μέ του δάσους, όταν φυσά δυνατός αέρας. Όταν ησύχασε ό θόρυβος, ακούσθηκε ψαλμωδία. Ή πόρτα του κελλιού άνοιξε μόνη της, τό κελλί φωτίσθηκε ολόκληρο άπό ένα φώς λαμπρότερο του φωτός τής ημέρας και τό κελλί γέμισε εύωδία πού έμοιαζε μέ αυτή τής σμύρνας. Ό πατερούλης ήταν γονατιστός μέ τά χέρια υψωμένα στον ουρανό. ‘Εγώ φοβήθηκα, άλλα εκείνος σηκώθηκε και είπε: «Μη φοβάσαι παιδί μου, έδώ δέν υπάρχει κίνδυνος· ό Θεός μας στέλνει τό έλεος Του. Να, ή Ύπερένδοξη και Αχραντη Δέσποινα μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος έρχεται προς εμάς!» Μπροστά βάδιζαν δύο άγγελοι κρατώντας, ό ένας στό δεξί και ό άλλος στό αριστερό χέρι, άπό ένα κλαδάκι μέ άνθη πού μόλις είχαν ανθίσει. Τά μαλλιά τους ήσαν χρυσό ξανθά και έπεφταν στους ώμους τους. Τους ακολουθούσαν ό άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος και ό άγιος Ιωάννης ό Θεολόγος. Τά ενδύματα τους ήσαν λευκά και έλαμπαν. Μετά άπ’ αυτούς ερχόταν ή Θεοτόκος και ακολουθούσαν δώδεκα παρθένες. Ή Βασίλισσα τών ουρανών φορούσε ένα μανδύα, όπως φαίνεται στην εικόνα της τήν λεγομένη «Παναγία ή θλιβομένη». Ό μανδύας ήταν ύπέρλαμπρος, άλλα τι χρώμα είχε δέν θα μπορούσα να πώ. Πάντως ήταν άνεκλάλητα όμορφος, κουμπωμένος κάτω άπό τό λαιμό μέ μεγάλη στρογγυλή πόρπη, μέ σειρήτι στολισμένο μέ υπέροχα σταυρουδάκια· πώς ήσαν δέν ξέρω· θυμούμαι μόνο ότι έλαμπαν μέ ένα ασυνήθιστο φώς. Τό ιμάτιο κάτω άπό τό μανδύα είχε πράσινο χρώμα και επάνω άπό τήν μέση ήταν περιζωσμένο μέ ζώνη. Επάνω άπό τον μανδύα φορούσε κάτι πού έμοιαζε μέ έπιτραχήλι και στά χέρια είχε έπιμάνικα· όλα ήσαν στολισμένα μέ σταυρουδάκια. Στό ανάστημα φαινόταν υψηλότερη άπό δλες τίς παρθένες. Στό κεφάλι Της φορούσε στέμμα διακοσμημένο μέ υπέροχα, θαυμαστά σταυρουδάκια· έλαμπε δέ μέ τέτοιο φώς πού ήταν αδύνατον να τό κοιτάξης, όπως επίσης ήταν αδύνατον να κοιτάξης στην πόρπη, στό σειρήτι και στό ίδιο τό πρόσωπο τής Βασίλισσας τών Ουρανών. Τά μαλλιά Της ήσαν λυτά στους ώμους, μακρύτερα και ωραιότερα άπό τών αγγέλων. Οί παρθένες τήν άκολουθούσαν ανά δύο μέ στεφάνους και ενδύματα διαφόρων χρωματισμών. Είχαν διαφορετικό μεταξύ τους ανάστημα, έκφρασι και χρώμα μαλλιών, τά όποια έπεφταν επίσης στους ώμους τους. Όλες ήσαν ωραιότατες. Μάς περικύκλωσαν. Ή Βασίλισσα τών Ουρανών ήταν στό κέντρο. Τό κελλί έγινε ευρύχωρο και ή οροφή γέμισε ολόκληρη φλόγες ωσάν άπό αναμμένα κεριά. Τό φώς ήταν λαμπρότερο του ήλιακού· ήταν ιδιαιτέρας φύσεως και δέν έμοιαζε μέ τό φώς τής ημέρας. Έγώ φοβήθηκα και έπεσα κατά γής. Ή ουράνια βασίλισσα μέ πλησίασε και αφού μέ άγγιξε μέ τό δεξί Της χέρι ευδόκησε να μού πή: «Σήκω παρθένε και μη μάς φοβάσαι. Παρθένες σάν και σένα ήλθαν έδώ μαζί μου». Έγώ ούτε κατάλαβα πώς σηκώθηκα. Εκείνη εύαρεστήθηκε να έπαναλάβη: «Μη φοβάσαι, εμείς ήλθαμε να σας επισκεφθούμε». Ό π. Σεραφείμ δέν ήταν πια γονατιστός αλλά όρθιος εμπρός στην Ύπεραγία Θεοτόκο. Εκείνη μιλούσε μαζί του στοργικότατα, όπως ομιλεί κανείς μέ πολύ οικείο πρόσωπο. Έγώ έπλεα σε πελάγη χαράς και ερώτησα τον πατέρα Σεραφείμ πού είμαστε. Νόμιζα ότι πλέον δέν ζούσα. Έπειτα, όταν τον ερώτησα, ποιους βλέπομε τώρα, ή Ύπεραγία Θεοτόκος μέ πρόσταξε να πλησιάσω τις παρθένες και να τίς ερωτήσω μόνη. Εκείνες έστεκαν και από τίς δύο πλευρές μέ τή σειρά πού είχαν έλθει: Πρώτες ήσαν οί μεγαλομάρτυρες Βαρβάρα και Αικατερίνα, δεύτερες ή αγία πρωτομάρτυς Θέκλα και ή μεγαλομάρτυς Μαρίνα, τρίτες ή μεγαλομάρτυς βασίλισσα Ειρήνη και ή όσία Εύπραξία, τέταρτες οί μεγαλομάρτυρες Πελαγία και Δωροθέα, πέμπτες ή όσία Μακρινά και ή μάρτυς Ίουστίνη, έκτες ή μεγαλομάρτυς Ίουλιανή και ή μάρτυς Άνυσία. Ή κάθε μία μού είπε τό όνομα της, τους άθλους του μαρτυρίου ή τους αγώνες τής διά Χριστόν ζωής της, ακριβώς όπως έχουν αυτά περιγραφή στους βίους τών Άγιων. Όλες μού έλεγαν: «Δέν μας χάρισε τυχαία ό Θεός αυτή τήν δόξα, άλλα χάριν του μαρτυρίου και τής ταπεινώσεως. Και σύ θα μαρτυρήσης». Ή Ύπεραγία Θεοτόκος είπε πολλά στον πατέρα Σεραφείμ, τά όποια δέν μπόρεσα ν’ ακούσω. Ό,τι άκουσα ήταν τό έξης: «Μη εγκατάλειψης τίς παρθένες μου» (τού Ντιβιέγιεβο). Αυτός απάντησε: «Ω, Βασίλισσα μου! έγώ τίς συγκεντρώνω, αλλά δέν μπορώ μόνος να τίς καθοδηγήσω». Και ή Θεοτόκος αποκρίθηκε: «Έγώ αγαπημένε μου, θα σε βοηθώ σε όλα. Όρισε τους διακόνημα και άν τό εκπληρώσουν, τότε θα είναι μαζί σου και πλησίον μου· διαφορετικά δέν θα συναριθμηθούν μέ τίς παρθένες αυτές πού βρίσκονται κοντά μου· ούτε τέτοια θέσι ούτε τέτοιους στεφάνους θα έχουν. Θα νικηθή από μένα οποίος τίς άδικήση. Όποιος όμως τίς υπηρέτηση χάριν του Κυρίου, θα τον μνημονεύσω ενώπιον του Θεού». Κατόπιν στράφηκε σε μένα και μού είπε: «Κοίταξε, λοιπόν, αυτές τίς παρθένες και τους στεφάνους τους. Αυτές εγκατέλειψαν τίς επίγειες απολαύσεις και τον πλούτο, επειδή πόθησαν τήν αιώνια και ουράνια βασιλεία. Αγάπησαν εκουσίως τήν πτώχεια· αγάπησαν τον Μοναδικό Κύριο· γι’ αυτό, καθώς βλέπεις, αξιώθηκαν τόσης δόξης και τιμής. Όπως συνέβαινε παλαιότερα, έτσι συμβαίνει και τώρα. Μόνο πού οί τότε μάρτυρες μαρτυρούσαν δημοσία, ένώ οί σημερινές μυστικά, μέ τό μαρτύριο τής συνειδήσεως. Και οί μέν και οί δέ όμως θα έχουν τήν ίδια αμοιβή». Τό δράμα ολοκληρώθηκε μέ τους έξης λόγους τής Ύπεραγίας Θεοτόκου προς τον πατέρα Σεραφείμ: «Σύντομα θα είσαι μαζί μας, αγαπημένε μου». Και τον ευλόγησε. Τον αποχαιρέτισαν και όλοι οί παρόντες άγιοι. Ό άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος και ό άγιος Ιωάννης ό Θεολόγος τον ευλόγησαν, ένώ οί παρθένες του ασπάσθηκαν τό χέρι και εκείνος τό δικό τους. Σε μένα είπαν ότι τό δράμα μού δόθηκε μέ τίς ευχές του π. Σεραφείμ, του Μάρκου, του Ναζαρίου και του Παχωμίου. Κατόπιν όλα έγιναν άφαντα. Τό δράμα κράτησε περισσότερο άπό μία ώρα. Ό πατερούλης απευθύνθηκε στη συνέχεια σε μένα και μού είπε: «Να, μητερούλα, τι χάρι έδωσε σε μας τους άθλιους ό Κύριος. Έγώ είχα άπό τον Θεό δώδεκα οράματα όμοια μ’ αυτό έδώ. Ό Κύριος σε αξίωσε και σένα. Είδες τι μεγάλη χαρά ζήσαμε! Έχομε λόγους να πιστεύομε και πρέπει να έλπίζωμε στον Κύριο. Να νικάς τον εχθρό σου τον διάβολο και να είσαι καθ’ όλα σοφή στον πόλεμο εναντίον του. Ό Κύριος θα σε βοηθήση σε όλα. Να έπικαλήσαι τή βοήθεια του Κυρίου, τής Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων Του· να μνημονεύης και εμένα τον ελεεινό. Στην προσευχή σου να λές: Κύριε, πώς θα πεθάνω; Πώς θα παρουσιασθώ πρό του φοβερού βήματος Σου; Τι απολογία θα δώσω για τίς πράξεις μου; Βασίλισσα των ουρανών, βοήθει μοι!».
Και ένώ ό όσιος Σεραφείμ ανέβαινε όλο και υψηλότερα τήν κλίμακα τών αρετών και των μοναχικών άθλων, πλησίαζε ή ώρα τής εξόδου του άπό τον κόσμο αυτό. Ένα έτος πρό του θανάτου του αισθάνθηκε άκρα έξάντλησι· τότε ακριβώς συμπλήρωνε τά εβδομήντα δύο του χρόνια. Τά πόδια του τον πονούσαν φοβερά. Ό πόνος αυτός ήταν συνέπεια τών ακαταπαύστων αγρυπνιών του, τής συνεχούς επί χίλιες ημέρες και νύκτες στάσεως του επάνω στον βράχο και του άγριου ξυλοδαρμού άπό τους ληστές. Άπό τίς πληγές τών ποδιών έτρεχε ασταμάτητα υγρό. Τό πρόσωπο του όμως παρέμενε φωτεινό και χαρούμενο, διότι τό πνεύμα του αισθανόταν τήν ευφροσύνη και δόξα τήν οποία ήτοίμασεν ό Θεός τοις άγαπώσιν Αυτόν.
Θεραπεύοντας, όπως παλαιότερα, πολλούς πιστούς και βοηθώντας πολλούς μέ τό θαυμαστό χάρισμα τής διορατικότητας, ό όσιος άρχισε κάπως συχνότερα να προλέγη τό επικείμενο τέλος του. Δίνοντας σε μερικούς τίς τελευταίες νουθεσίες έλεγε επίμονα: «Δέν θα ξαναϊδωθούμε πλέον». Σε ορισμένους μοναχούς, αλλά και λαϊκούς, συνιστούσε να φροντίζουν του λοιπού μόνοι για τήν σωτηρία τους, προσθέτοντας ότι ποτέ πιά δέν θα ιδωθούν. Αποχαιρετώντας τους παρακαλούσε να προσεύχωνται γι’ αυτόν. Συχνά τον έβλεπαν να στέκεται δίπλα στό φέρετρο του, στοχαζόμενος τήν μετά θάνατον ζωή και κάπου-κάπου να κλαίη πικρά. Σε μερικές αδελφές του Ντιβιέγιεβο έλεγε καθαρά: «Οί δυνάμεις μου καταπίπτουν· Θα ζήσετε τώρα μόνες, σας αφήνω στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του». Μερικοί ζητούσαν ευλογία να τον έπισκεφθούν τήν επομένη Μεγάλη Τεσσαρακοστή στό Σάρωφ, αλλά εκείνος άπαντούσε: «Τότε ή πόρτα μου θα είναι κλειστή· δέν θα μέ δήτε».
Και ή εξωτερική έμφάνισις του οσίου ασκητή πρόδινε ότι ή ζωή του θά σβήση σύντομα. Πλην όμως τό πνεύμα του ήταν ρωμαλεώτερο παρά ενωρίτερα. Μιλούσε για τό επικείμενο τέλος του και στους πιό κοντινούς του φίλους και συνασκητές, όπως π.χ. στον μακάριο ιερομόναχο Τίμωνα, πιστό του μαθητή πού άσκήτευε στην έρημο Ναντιέγιεβο. Τότε του έδωσε και τίς τελευταίες ψυχωφελείς νουθεσίες: «Σπέρνε, πάτερ Τίμων, σπέρνε τό σιτάρι πού σού έχει δοθή. Σπέρνε στην καλή γή, άλλα και στην άμμο, στην πέτρα, στό πλάι του δρόμου, στ’ αγκάθια· σπέρνε, μήπως κάπου βλάστηση και αύξηθή και δώση καρπό, έστω και μέ καθυστέρησι. Και τό τάλαντο πού σού δόθηκε, μη τό κρύβης στην γή, για να μη τιμωρηθής από τον Κύριο σου, άλλα δός το στους εμπόρους και ας εμπορεύονται μ’ αυτό».
Στον μοναχό πού τον εξυπηρετούσε στό κελλί του, ανέφερε επανειλημμένως ό όσιος τήν εγγύτητα του τέλους του. Σ’ ένα μοναχό του Σάρωφ, αφού τον νουθέτησε, του είπε να σβύση ένα κερί. Κατόπιν του είπε: «Να, έτσι θα σβήσω και εγώ». Καί σε μερικούς άπό τους αδελφούς έλεγε επίσης: «Ή ζωή μου λιγοστεύει. Στό πνεύμα αισθάνομαι ωσάν να έχω γεννηθή αυτή τήν στιγμή, σωματικά όμως είμαι ήδη νεκρός».
Βλέποντας τήν όντως ασκητική ζωή του οσίου Σεραφείμ ένας άπό τους αδελφούς τής μονής του Σάρωφ, τον ερώτησε λίγο καιρό πριν άπό τήν μακάρια κοίμησί του: «Γιατί πατερούλη δέν ζούμε εμείς σήμερα τήν αυστηρή ασκητική ζωή πού ζούσαν οί αρχαίοι αγωνιστές τής ευσέβειας;» «Διότι, απάντησε αυτός, δέν έχομε αποφασιστικότητα. Έάν είχαμε αποφασιστικότητα, τότε θα ζούσαμε όπως οί άγιοι πατέρες μας οί οποίοι διέλαμψαν μέ τήν άσκησι και τήν ευσέβεια. Ό Κύριος παρέχει στους πιστούς και σε όσους τον αναζητούν μέ όλη τήν καρδιά τους τήν ίδια χάρι και βοήθεια τήν οποία παρείχε και στους παλαιούς. Έξ άλλου σύμφωνα μέ τον λόγο του Θεού, ό Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ό αυτός και εις τους αιώνας». Αυτή ή βαθειά και αγία αλήθεια, τήν οποία ό όσιος Σεραφείμ κατανόησε βάσει τής προσωπικής πείρας των βιώματος του, αποτελούσε τό κύκνειο άσμα του και τό έπισφράγισμα των ασκητικών του αγώνων.
Στά τέλη του 1832 ό όσιος μέτρησε ένα χώρο παραπλεύρως του ιερού βήματος τού ναού τής κοιμήσεως τής Θεοτόκου, τον οποίο προόριζε για τάφο του. Ανήμερα τών Χριστουγέννων, μία εβδομάδα πρό τής έκδημίας του, ό όσιος ήλθε στην θεία λειτουργία και μετέλαβε τών άγιων του Χρίστου μυστηρίων. Μετά τήν λειτουργία συνομίλησε μέ τον ηγούμενο π. Νήφωνα. Τον παρακάλεσε να φροντίζη τους αδελφούς, ιδίως τους νεώτερους, και ζήτησε να τον θάψουν στό μνήμα πού ό ιδιος είχε ετοιμάσει. Τήν πρώτη Ιανουαρίου του 1833, ημέρα Κυριακή, ήλθε για τελευταία φορά στον ναό τών αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου, ασπάσθηκε όλες τις εικόνες και άναψε παντού κεριά. Κατόπιν, όπως συνήθιζε, μετέλαβε τών Άχραντων Μυστηρίων. Μετά τό πέρας τής λειτουργίας αποχαιρέτισε τους παρευρισκομένους στον ναό αδελφούς, τους ευλόγησε όλους, τους ασπάσθηκε και τους είπε παρηγορώντας τους: «Σώζεσθε· μήν όλιγοψυχήτε· αγρυπνείτε· σας ετοιμάζονται στέφανοι». Κατόπιν ασπάσθηκε τον σταυρό και τήν εικόνα τής Θεοτόκου, πήγε στην άγια Τράπεζα, έβαλε τήν συνήθη μετάνοια και βγήκε άπό τήν βόρεια Πύλη του ιερού.
Τήν ημέρα εκείνη ό αδελφός Παύλος, ό οποίος, μένοντας κοντά στον όσιο, του έφερε τροφή και τον εξυπηρετούσε, αντιλήφθηκε ότι ό όσιος Σεραφείμ πήγε τρεις φορές στον ήδη έτοιμο τάφο του και έμεινε έκεί πολλή ώρα μέ τό βλέμμα προσηλωμένο στην γή. Ό ίδιος αυτός μοναχός, ευρισκόμενος τό βράδυ στό κελλί του, άκουσε τον όσιο να ψάλλη αναστάσιμους ύμνους. Τήν επομένη, στις δύο Ιανουαρίου, ό π. Παύλος βγήκε άπό τό κελλί του για τήν πρωινή λειτουργία στις έξι ή ώρα τό πρωί. Στον προθάλαμο του κελλιού του οσίου Σεραφείμ αισθάνθηκε μυρωδιά καπνού. Στό κελλί του γέροντα έκαιαν πάντοτε πολλά κεριά. Όταν του έφιστούσαν τήν προσοχή ότι άπ’ αυτά μπορεί να προκληθή πυρκαϊά, συνήθως άπαντούσε: «Έως ότου ζω δέν θα γίνη πυρκαϊά· όταν όμως πεθάνω ή τελευτή μου θα άναγγελθή μέ πυρκαϊά». Έτσι και έγινε. Ό π: Παύλος αφού είπε τήν συνήθη ευχή κτύπησε τήν πόρτα του κελλιού. Δέν έλαβε άπάντησι. Ή πόρτα ήταν άπό μέσα κλειδωμένη μέ σύρτη. Τότε λοιπόν, πιστεύοντας ότι ό όσιος έχει φύγει στην έρημο του και ότι στό κελλί του κάτι καίεται, κάλεσε τους αδελφούς. Παραβίασαν τήν πόρτα και είδαν ότι δέν υπήρχε φωτιά. Στον πάγκο κοντά στην πόρτα υπήρχαν βιβλία και κάτι υφάσματα τά όποια έφερναν στον γέροντα διάφοροι επισκέπτες· αυτά είχαν καή μάλλον άπό τις σπίθες πού πετούσαν τά κεριά. Φωτιά όμως δέν υπήρχε πιά· ή τελευταία σπίθα έσβηνε τήν στιγμή εκείνη. Έξω ήταν ακόμη σκοτάδι· ή αυγή μόλις χάραζε. Τό κελλί ήταν επίσης σκοτεινό. Οί πατέρες της μονής άναψαν κερί και είδαν τον πατέρα Σεραφείμ ασκεπή και ντυμένο τό συνηθισμένο του λευκό ζωστικό να είναι γονατισμένος στό σημείο οπού τελούσε τον καθημερινό κανόνα του, μπροστά στην εικόνα τής Παναγίας τής Έλεούσης. Στον λαιμό του είχε μεταλλικό σταυρό· τά χέρια του ήταν σταυρωμένα στό στήθος του· επάνω στό αναλόγιο, ενώπιον τής εικόνος τής Κυρίας Θεοτόκου, ήταν ανοικτό τό βιβλίο, από τό οποίο τελούσε τον κανόνα του. Νομίζοντας ότι κοιμάται, προσπάθησαν να τον ξυπνήσουν προσεκτικά, άλλα δέν πήραν καμμία άπάντησι· ό όσιος είχε τελειώσει τήν επί γής ασκητική του ζωή. Τά μάτια του ήταν κλειστά, τό πρόσωπο του όμως ολοζώντανο και εξαϋλωμένο άπό τήν μνήμη του Θεού και τήν προσευχή. Τό σώμα του ήταν ακόμη ζεστό, ωσάν τό πνεύμα του ακριβώς τήν στιγμή εκείνη να είχε αφήσει τήν γήινη κατοικία του. Μέ τήν ευλογία του ηγουμένου Νήφωνος οί αδελφοί πήραν στά χέρια τους τό σώμα του μακαρίου γέροντα και τό έναπέθεσαν στό γειτονικό κελλί του ιερομόναχου Ευσταθίου. Εκεί του έπλυναν τό μέτωπο και τά γόνατα, τό έντυσαν κατά τήν μοναχική τάξι, τό τοποθέτησαν στό φέρετρο και τό μετέφεραν στό καθολικό.
Ή είδησι τής κοιμήσεως του όσιου διαδόθηκε αστραπιαία και αμέσως συνέρρευσε στό μοναστήρι όλος ό λαός τής γύρω περιοχής. Όλοι θρηνούσαν και έκλαιαν πικρά για τον θάνατο του δικαίου, ιδίως οί αδελφές του Ντιβιέγιεβο πού έχασαν τον πνευματικό πατέρα και κηδεμόνα τους. Αυτές ήσαν πολύ περισσότερο απαρηγόρητες, φοβούμενες ότι δέν θα υπήρχε άνθρωπος αντάξιος να τον άντικαταστήση ως πνευματικός καθοδηγητής.
Τήν νύκτα τής μακάριας τελευτής του οσίου Σεραφείμ, ό ιερομόναχος Φιλάρετος πού άσκήτευε στην έρημο του Γκλίνσκ, βγαίνοντας άπό τό ναό μετά τον όρθρο έδειξε στους αδελφούς ένα παράδοξο φως στον ουρανό και είπε: «Να πώς ανεβαίνουν στον ουρανό οί ψυχές των δικαίων! Τήν στιγμή αυτή ή ψυχή του πατρός Σεραφείμ αναλαμβάνεται στον ουρανό».
Τό σώμα του οσίου έμεινε επί οκτώ ήμερες στό καθολικό της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον τάφο του τον ετοίμασαν στό μέρος εκείνο πού ό ίδιος άπό παλαιά είχε εκλέξει. Τό μοναστήρι του Σάρωφ, ακόμη και πριν άπό τήν ημέρα της κηδείας, κατακλύσθηκε άπό χιλιάδες λαού πού συνέρρεε άπό τις γειτονικές επαρχίες. Όλοι θρηνούσαν όμόψυχα και συνωθούνταν να ασπασθούν τό σκήνωμα του μεγάλου άγιου του Θεού. Ανήμερα της κηδείας του, στην τελούμενη υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του λειτουργία, συγκεντρώθηκε τόσος λαός στην εκκλησία, πού τά κεριά στά μανουάλια γύρω άπό τό φέρετρο έσβηναν άπό έλλειψι οξυγόνου. Τήν ακολουθία τής κηδείας έτέλεσε ό ηγούμενος του Σάρωφ π. Νήφων μαζί μέ άλλους πολλούς ιερείς. Το σώμα τού οσίου ετάφη από την δεξιά πλευρά τού ιερού τού καθολικού, δίπλα στο μνήμα τού Μάρκου τού εγκλείστου. Αργότερα, επάνω στον τάφο υψώθηκε μεταλλικό μνημείο μέ τήν επιγραφή: «Έζησε προς δόξαν Κυρίου εβδομήντα δύο έτη, έξι μήνες και δώδεκα ήμερες».
Και μετά τήν μακάρια κοίμησί του ό όσιος Σεραφείμ επιτελούσε θαύματα και θεράπευε όλους, όσοι μέ πίστι απευθύνονταν σ’ αυτόν. Συνέχισε να φανερώνη στους ανθρώπους τήν θαυμαστή συμπάσχουσα αγάπη του, τήν οποία συνεχώς φανέρωνε και κατά τήν επίγεια ζωή του προσαγορεύοντας τον καθένα μέ ανέκφραστη καλωσύνη: «Χαρά μου!» Συχνά εμφανιζόταν στους πατέρες του Σάρωφ και στις αδελφές του Ντιβιέγιεβο για να τους θεραπεύη και να τους παρήγορη.
Έξι μήνες μετά τήν έκδημία του, μία αδελφή του Ντιβιέγεβο δαιμονίσθηκε. Κάποια νύκτα είδε στον ύπνο της ότι βρισκόταν στην εκκλησία, όπου ήταν και ό όσιος Σεραφείμ· αυτός μέ μία άλλη παρευρισκομένη εκεί αδελφή, τήν έπιασε άπό τό χέρι, τήν περιέφερε γύρω άπό τήν Αγία Τράπεζα και αυτή αισθάνθηκε ξαφνικά καλά και ανάλαφρα. Όταν έξύπνησε σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε εντελώς καλά. Έκτοτε δέν ενοχλήθηκε ποτέ πλέον άπό τά δαιμόνια.
Αλλη αδελφή του Ντιβιέγιεβο αρρώστησε βαρειά άπό τά μάτια της. Παραμονές τής πρωτοχρονιάς του 1835 είδε σε όνειρο ότι βρισκόταν στό ναό τής Παναγίας του Τύχβιν. Άπό τήν Ωραία Πύλη βγήκε ό όσιος Σεραφείμ, τής έδωσε τον αέρα και τήν προέτρεψε να σκουπίση μ’ αυτόν τά μάτια της. Αυτή τον ερώτησε: «Έσύ είσαι, πατερούλη;» Και εκείνος απάντησε «Χαρά μου, γιατί είσαι άπιστη; Έσύ μέ παρακάλεσες και δέν πιστεύεις; Μά εγώ λειτουργώ σε σας». Μετά άπ’ αυτό έγινε άφαντος, ή δέ μοναχή θεραπεύθηκε τελείως.
Ένας φημισμένος και σεβαστός ρώσος ασκητής άπό τον Άθωνα, ό ιερομόναχος Σεραφείμ, ό οποίος ώς μεγαλόσχημος μετονομάσθηκε Σέργιος και ήταν γνωστός μέ τήν επωνυμία ό «Αγιορείτης», στις προσωπικές του σημειώσεις έγραψε τά έξης: «Τό 1849 αρρώστησα άπό θανατηφόρο νόσο. Δέν πίστευα ότι θα ζήσω πλέον. Μέ κανένα φάρμακο δέν μπορούσα ν’ ανακτήσω τήν υγεία και ευρωστία μου· είχα άπελπισθή. ‘Αργά όμως τό βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1850, άκουσα έξαφνα κάποια απαλή φωνή: «Αύριο είναι ή ημέρα τής κοιμήσεως του π. Σεραφείμ, του γέροντα του Σάρωφ. Κάνε λειτουργία και μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως τής ψυχής του και εκείνος θα σε θεραπεύση». Αύτο πολύ μέ παρηγόρησε. Παρ’ ότι δέν γνώρισα προσωπικά τον π. Σεραφείμ, έν τούτοις άπό τό 1838, μετά άπό έπίσκεψί μόυ στό Σάρωφ, είχα αρχίσει να τρέφω σ’ αυτόν μεγάλη αγάπη και εμπιστοσύνη. Αυτά τά αισθήματα στερεώθηκαν περισσότερο, όταν τό 1839 είδα στό όνειρο μου ότι έψαλλα δυνατά και μέ όλη μου τή ψυχή παρακλητικό κανόνα σ’ αυτόν και έλεγα: «Όσιε πάτερ Σεραφείμ πρέσβευε υπέρ ημών!» Όταν μετά τήν έκτη ωδή έπρεπε να διαβάσω τό Ευαγγέλιο και δέν ήξερα άν πρέπη να διαβάσω τή περικοπή για οσίους ή κάποια άλλη, άκουσα έξαφνα κάποια φωνή: «Διάβασε τήν 25η περικοπή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου». Μέ αυτές τις λέξεις έξύπνησα. Άπό τήν εποχή εκείνη μέχρι τώρα πιστεύω ειλικρινά, ότι ό π. Σεραφείμ είναι μεγάλος άγιος του Θεού. Αλλά ας επανέλθω στό θέμα της ασθενείας μου του 1849. Σύμφωνα μέ τή μυστηριώδη φωνή πού μού συνιστούσε να τελέσω μνημόσυνο υπέρ του π. Σεραφείμ και επειδή εγώ δέν ήμουν εις θέσιν να ίερουργήσω, παρακάλεσα να τελεσθή λειτουργία και μνημόσυνο. Μόλις έγινε αυτό θεραπεύθηκα. Αισθάνθηκα γαλήνη ασυνήθιστη καί απαλλαγή άπό τήν βία του πονηρού. Άπό τότε μέχρι σήμερα είμαι μέ τή χάρι του Θεού υγιέστατος».
Τήν Τρίτη της πέμπτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1858, ή μοναχή του Ντιβιέγιεβο Ευδοκία μαζί μέ άλλες αδελφές γέμιζε μέ πάγο ένα πελώριο λάκκο πού είχε βάθος τρία μέτρα. Απροσδόκητα γλίστρησε και έπεσε στον πυθμένα του λάκκου, οπού υπήρχαν και μερικά κομμάτια πάγου πελώρια και αιχμηρά. Άπό τήν ισχυρή αυτή πτώσι δέν πρόλαβε ούτε καν να άφήση κραυγή πόνου. Μέ μεγάλη προσπάθεια τήν άνέσυραν λιπόθυμη. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή κάλεσαν ιατρό άπό τό χωριό. Όταν μετά άπό μερικές ώρες συνήλθε, ό πνευματικός τήν εξομολόγησε και τήν κοινώνησε. Ή δυστυχής μοναχή υπόφερε άπό ανυπόφορους πόνους στό μηρό και στό κεφάλι, οπού είχε πολύ μωλωπισθή. Μέ τό παραμικρό άγγιγμα έπεφτε σε αφασία. Όταν ήλθε ό ιατρός διαπίστωσε ότι ή κατάστασίς της ήταν πολύ σοβαρή. Μετά δύο εβδομάδες, κατά τήν διάρκεια των οποίων δέν είχε σχεδόν καθόλου κοιμηθή άπό τους πόνους, τά μεσάνυκτα τής Μεγάλης Πέμπτης έπεσε σ’ ένα ελαφρό ύπνο και είδε σε όνειρο ότι μπήκε στό κελλί της ό όσιος Σεραφείμ και τής είπε: «Ήλθα να επισκεφθώ τις όρφανούλες μου. Έχω καιρό να έλθω εδώ». Εκείνη, χύνοντας πικρά δάκρυα είπε: « Ω, πατερούλη, πόσο μέ πονεί ό μηρός μου!» Ό όσιος ενώνοντας τά τρία δάκτυλα του δεξιού του χεριού, σταύρωσε τρεις φορές τό κτυπημένο σημείο λέγοντας: «Σού βάζω γάζα και επίδεσμο». Μετά άπ’ αυτό έγινε άφαντος. Ή Ευδοκία έξύπνησε και άνοιξε τά μάτια της. Στό κελλί βασίλευε απόλυτη ησυχία και αυτή ξανακοιμήθηκε. Όταν έξύπνησε πάλι στις πέντε τό πρωί, είδε ότι ήταν ξαπλωμένη άπό τήν πλευρά του πληγωμένου μηρού, χωρίς να πονά καθόλου και θυμήθηκε ότι τής είχε έμφανισθή ό όσιος Σεραφείμ. Όπως έλεγε ή ίδια αργότερα, για πολλή ώρα αισθανόταν σάν να υπήρχε γάζα στό τραυματισμένο σημείο. Τήν ίδια εκείνη ημέρα, μόνη της, χωρίς τήν βοήθεια κανενός, σηκώθηκε άπό τό κρεββάτι και διηγόταν σε όλους για τήν θαυμαστή θεραπεία της.
Σε πολλούς χάριζε ό όσιος τήν θεραπεία όταν αυτοί έπιναν νερό και νίπτονταν στό φρέαρ του. Έτσι π.χ. μετά τήν κοίμησί του, μία αδελφή τής μονής του Ντιβιέγιεβο αρρώστησε βαρειά άπό τύφο και ήταν ετοιμοθάνατη. Είχε εντελώς παραλύσει τό ένα της χέρι. Και να, βλέπει στον ύπνο της τον όσιο Σεραφείμ, ό οποίος τήν ερώτησε γιατί δέν πηγαίνει στό φρέαρ του· και πιάνοντας την άπό τό άρρωστο χέρι τήν σήκωσε και τής είπε να πάη εκεί οπωσδήποτε. Όταν ή μοναχή έξύπνησε, αισθάνθηκε ότι τό χέρι της είχε θεραπευθή. Και όταν οί αδελφές τήν έφεραν στό Σάρωφ, στό «φρέαρ του Σεραφείμ», τήν περιέλουσαν μέ τό νερό του και θεραπεύθηκε ολότελα.
Ό αξιωματικός του ιππικού Τεπλώφ πού έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό στον όσιο, ήλθε στο Σάρωφ το 1834 με το τρίχρονο κοριτσάκι του, τό οποίο υπόφερε άπό τά πόδια του. Άφού έκανε μνημόσυνο στον τάφο του οσίου, έφερε τό παιδί στό «φρέαρ του Σεραφείμ» μέ τήν ακλόνητη πίστι ότι ό Θεός θα τό έλεήση μέ τήν πρεσβεία του όσιου. Έδωσε στό κοριτσάκι να πιή νερό, του έπλυνε τά πόδια και πήραν νερό μαζί τους στό μοναστήρι μέ σκοπό να κάνουν παράκλησι και αγιασμό. Αλλά τό κοριτσάκι, μπαίνοντας στην μονή, ξέφυγε άπό τά χέρια τής παραμάνας και έτρεξε μπροστά σάν να ήταν υγιέστατο. Πράγματι είχε θεραπευθή εντελώς.
Τό 1852 ό μοναχογιός του άντικυβερνήτη τής επαρχίας της Κοστρόμας Α.Α. Μπόρσκο, ένα οκτάχρονο αγοράκι, άρχισε να ύποφέρη άπό σπασμούς στο στομάχι. Τό πράγμα αυτό εξελίχθηκε σε φοβερή ασθένεια μέ τρομερά εξαντλητικές κρίσεις, τόσο πού οί γονείς άρχισαν να τρέμουν για τήν ζωή του μοναχογιού τους. Τήν εποχή αυτή ή ρασοφόρος μοναχή τής γυναικείας μονής της Κοστρόμας Σ.Δ. Δαβίδοβα δώρησε στην μητέρα του άρρωστου παιδιού ένα βιβλίο μέ τίτλο «Περιγραφή τής ζωής και των αγώνων του Σεραφείμ του Σάρωφ». Οί γονείς του αγοριού τό διάβασαν, θαυμάζοντας τις ενέργειες τής χάριτος του Θεού ή οποία είχε φανερωθή στον όσιο. Μία νύκτα τό αγοράκι είδε στον ύπνο του τον Σωτήρα Χριστό περιστοιχισμένο από αγγέλους, πού τού υποσχέθηκε ότι θα το θεραπεύσει άν κάνη όσα θα του όρίση ό γέροντας πού θα τον έπισκεφθή. Κατόπιν του εμφανίσθηκε ό όσιος, του είπε ότι λέγεται Σεραφείμ και πρόσθεσε: «Αν θέλης να γίνης καλά, πάρε νερό άπό τήν πηγή πού βρίσκεται στό δάσος του Σάρωφ και λέγεται «φρέαρ του Σεραφείμ»· μ’ αυτό τρεις ήμερες, πρωί και βράδυ, νίπτε τό κεφάλι, τό στήθος, τά χέρια και τά πόδια· επίσης πίνε άπ’ αυτό». Τό αγοράκι αφηγήθηκε τό πρωί τό όνειρο του· οί γονείς του όμως απορούσαν πώς θα προμηθευθούν τό νερό αυτό και γι’ αυτό θλίβονταν. Τό πρωί τής επομένης τό αγοράκι ανέφερε στους γονείς και άλλο όνειρο: είδε τήν Μητέρα του Θεού, περιστοιχισμένη άπό αγγέλους, ή οποία μέ πολλή αγάπη του είπε να ένεργήση κατά τήν ύπόδειξι του οσίου. Εκείνη ακριβώς τήν ημέρα είχε επιστρέψει άπό τό ταξίδι της στό Σάρωφ ή μοναχή Δαβίδοβα και οί γονείς του άγοριού τήν παρακάλεσαν να τους δώση λίγο νερό άπό τό «φρέαρ του Σεραφείμ». Εκείνη τους έστειλε αμέσως μία φιάλη μέ τό νερό αυτό. Και όταν τό αγοράκι εφάρμοσε τις οδηγίες του οσίου, άρχισε να καλυτερεύη και τελικά θεραπεύθηκε.
Ό όσιος Σεραφείμ έσωσε επίσης μερικούς ανθρώπους άπό ληστές, εμφανιζόμενος κατά τρόπο θαυμαστό και άπειλώντας τους κακοποιούς. Μία φορά π.χ. μία προσκυνήτρια προχωρούσε στό δάσος του Μούρομ. Έξαφνα σ’ ένα απόμερο σημείο άκουσε κραυγές για βοήθεια. Έβγαλε αμέσως μία εικονίτσα του οσίου Σεραφείμ πού έφερε μαζί της και μ’ αυτήν σταύρωσε και τον εαυτόν της και τό μέρος εκείνο, άπ’ όπου έφθαναν οί κραυγές. Σε λίγο βρέθηκαν εκεί κοντά δύο καταπληγωμένοι άνδρες οί οποίοι είπαν ότι κάποιοι ληστές ήθελαν να τους σκοτώσουν, άλλα ξαφνικά τό έβαλαν στά πόδια. Οί ίδιοι αυτοί ληστές συνελήφθησαν αργότερα και μετανοημένοι διηγήθηκαν ότι όταν ετοιμάζονταν να δώσουν στά θύματα τους τό τελειωτικό κτύπημα πρόβαλε ξαφνικά άπό τό δάσος ένας ασπρομάλλης και κυρτωμένος μοναχός μέ τριμμένο καλυμαύχι και λευκό ζωστικό και απειλώντας τους μέ τό δάκτυλο του φώναξε: «Τώρα θα σας δείξω έγώ!» Πίσω του έτρεχε πλήθος λαού μέ ραβδιά. Όταν έδειξαν στους κακοποιούς τήν εικονίτσα του οσίου Σεραφείμ, τήν όποια πήραν άπό εκείνη τήν προσκυνήτρια, αυτοί αναγνώρισαν αμέσως τον μοναχό εκείνο.
Ή Όλγα Ί., νεαρή αγρότισσα άπό τήν επαρχία του Ριάζαν, είχε κρίσεις κάποιας φοβερής άρρώστειας οί όποιες συνοδεύονταν άπό ρέψιμο, χασμουρητό, συσκότισι τής οράσεως και μανία. Σπάραζε, κραύγαζε και φανέρωνε υπερφυσική δύναμι· τά φορέματα της τά έσχιζε σε χίλια κομμάτια. Τά βάσανα της αυτά κράτησαν οκτώ ολόκληρα χρόνια. Τό 1858 ξεκίνησε μαζί μέ τρεις πλανόδιες προσκυνήτριες για τό Σάρωφ και τό Ντιβιέγιεβο. Στην διαδρομή είχε σποραδικές κρίσεις, άλλα μπορούσε να βαδίζη. Όσο όμως πλησίαζε στό Σάρωφ, τόσο δυνάμωναν οί κρίσεις. Μόλις δέ άντίκρυσε τό Σάρωφ, εξάπλωσε στον δρόμο και δέν ήθελε να προχώρηση. Μέ πολύ μεγάλη προσπάθεια τήν έφεραν στην μονή, όπου έψαλλαν παράκλησι στην Παναγία και μνημόσυνο υπέρ του π. Σεραφείμ. Κατόπιν τήν πήγαν οί συνταξιδιώτισσές της’ στό «φρέαρ του Σεραφείμ». Έκεί τήν βρήκε φοβερώτατη κρίσι· γδερνόταν και κραύγαζε: «Γιατί μέ πνίγεις; Έγώ είμαι δυνατός! Γιατί μέ δένεις; θα βγω, θα βγώ!» Μερικές φορές κτυπήθηκε στην γη, σχεδόν θανάσιμα. Επί δίωρο δέν έβλεπε ούτε άκουγε. Τέλος τό πονηρό πνεύμα έκραξε: «Τρεις βγήκαν, ένας έμεινε». Αφού πέρασε ένα 24ωρο ή γυναίκα μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων και ξεκίνησε για τό Ντιβιέγιεβο. Μισό χιλιόμετρο πρό τής μονής έπεσε κατά γής. Μερικές φορές τό ακάθαρτο πνεύμα τήν περιέστρεφε σάν τροχό. Μέ μεγάλο κόπο τήν έφεραν κατά τό δειλινό στον ξενώνα. Όλη τήν νύκτα ήταν ανήσυχη και θα έφευγε άν δέν τήν κρατούσαν. Τό πρωί, χωρίς να τής τό πουν, τήν οδήγησαν στην εκκλησία τής Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου ή μικρή έρημος του οσίου Σεραφείμ είχε μετατραπή σε άγιο βήμα και φυλάγονταν εκεί όλα του τά ενδύματα. Όταν τήν έφεραν στην εκκλησία, μέ υπερφυσική δύναμι πρόβαλε άντίστασι στην δύναμι αρκετών ανδρών πού τήν κρατούσαν. Τό πονηρό πνεύμα ούρλιαζε: «Θα βγω! Θα σιωπήσω!» Μέ τεντωμένα τά χέρια και τά πόδια και μέ φουσκωμένο τό λαιμό και τό στομάχι της τήν έσυραν μέχρι τον βράχο του οσίου Σεραφείμ. Αφού τήν έβαλαν επάνω, τήν σκέπασαν μέ τον μανδύα του οσίου και τό έπιτραχήλι του. Ή ασθενής κραύγαζε ασταμάτητα. Όταν όμως τής φόρεσαν τά γάντια του οσίου έμεινε σάν νεκρή. Ό λαιμός, τό στομάχι και τά άλλα μέλη του σώματος άρχισαν σιγά-σιγά να επανέρχονται στην φυσιολογική τους κατάστασι. Έμεινε αναίσθητη μιάμιση ώρα- μετά συνήλθε εντελώς και άρχισε να προσεύχεται μέ δάκρυα δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Κύριο και τον δούλο Του για τήν θεραπεία της. Επειδή όμως ήταν πάρα πολύ εξαντλημένη, δέν μπορούσε να πή πολλά· οί συνταξιδιώτισσές της μιλούσαν γι’ αυτήν και αυτή τά επιβεβαίωνε . Υποστήριζε ότι ποτέ δέν είχε αίσθανθή τόσο ανάλαφρα και άνετα, όσο τώρα. Ή ηγουμένη τής μονής τής έδωσε ώς ευλογία για τό ταξίδι τήν προσωπογραφία του οσίου Σεραφείμ και ένα μικρό τεμάχιο άπό τον βράχο του. Τήν επομένη παρακολούθησε τήν λειτουργία, τήν παράκλησι και τό μνημόσυνο και κατόπιν αναχώρησε θεραπευμένη.
Ή θεραπεία του εμπόρου του Μούρομ Ίβάν Ζασούχιν, όπως και του γιου και τής θυγατέρας του, έχουν περιγραφή στό περιοδικό «Γκραζντανίν» (πολίτης), στό τεύχος του Όκτωβρίου του 1884. Ό έμπορος αυτός τον Μάρτιο του 1882 αρρώστησε στην πόλι Ούριούπιν άπό τύφο στομάχου. Ό ιατρός του Ούριούπιν τον βοήθησε κάπως, άλλα τον συμβούλευσε να πάη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, πράγμα πού αυτός έκανε. Τό ταξίδι τον κούρασε υπερβολικά και έφθασε εξαντλημένος στό Μούρομ. Κάλεσαν τον ιατρό Σταυρόβσκι, ό οποίος του όρισε θεραπευτική αγωγή. Ή ασθένεια υποχώρησε, ό πυρετός έπεσε άπό 40,1 σε 37,5°. Σύντομα ό ασθενής άρχισε ν’ άναρρωνύη. Αλλά κατά τήν διάρκεια τής νόσου του είχε παρουσιασθεί πρήξιμο πίσω άπό τ’ αυτιά και αργότερα στην κορυφή του μηρού του δεξιού ποδιού του. Ό ιατρός θεώρησε σκόπιμο να γίνη τομή στό πρησμένο μέρος για να βγή τό υγρό πού είχε έκεί συγκεντρωθή. Ή τομή όμως απέτυχε, τό υγρό δέν βγήκε και τό πρήξιμο άρχισε όλο και περισσότερο να αυξάνεται. Ούτε ό Σταυρόβσκι, ούτε άλλοι ιατροί μπορούσαν να βοηθήσουν σ’ αυτή τήν νέα επιπλοκή. Του πρότειναν τότε να ταξιδεύση στην Πετρούπολι, νομίζοντας ότι έκεί ίσως βοηθηθή μέ έγχείρισι. Ό ασθενής πήγε στην Πετρούπολι· έκεί οί καθηγητές Μπογκντανόβσκι και Μουλτανόβσκι αποφάνθηκαν ότι δέν μπορεί να γίνη χειρουργική έπέμβασι και τον συμβούλευσαν να έπιστρέψη στό σπίτι του. Μετά τήν επιστροφή του στό Μουρομ παρουσιάσθηκε νέα επιπλοκή στην ασθένεια του Ζασούχιν: έπαθε φλεγμονή τής πνευμονικής μεμβράνης και διάτρησι στομάχου. Ό ασθενής εξαντλήθηκε εντελώς. Κάλεσαν και άλλους ιατρούς, οί οποίοι διαπίστωσαν ότι ή κατάστασι του ήταν απελπιστική· προσδιόρισαν μάλιστα και τήν ημέρα του θανάτου του. Κάλεσαν τότε και τον πνευματικό ιατρό, τον ιερέα. Ό Ζασούχιν ήταν πολύ αδύναμος άλλα είχε διαύγεια πνεύματος· ώς γνήσιος χριστιανός εξομολογήθηκε ειλικρινά και αξιώθηκε τής θείας Κοινωνίας. Δέν πέρασαν πολλές ήμερες καί κάλεσαν πάλι τον ιερέα. Αυτός ήλθε, βρήκε τον ασθενή να έχη τις αισθήσεις του άλλα πλήρως εξαντλημένο καί του διάβασε τήν εύχήν εις ψυχοραγούντα. Μετά τρεις ήμερες όμως, ό ασθενής άρχισε να άναλαμβάνη. Είχε μεσολαβήσει τό εξής: Ή γειτόνισσα του κυρία Μ.Τ. Μπιτσκόβα, λυπημένη υπερβολικά για τον επικείμενο θάνατο του καλού γείτονα της, έφερε στην σύζυγο του ασθενούς λίγο νερό άπό τό «φρέαρ του Σεραφείμ» καί τήν συμβούλευσε να δώση άπ’ αυτό στον ετοιμοθάνατο. Ή γυναίκα εφερε στον σύζυγο της τό νερό, αλλά αυτός δέν μπορούσε πιά ούτε τό στόμα του ν’ άνοιξη. Μόλις και μετά βίας κατάφερε ή σύζυγος του να βάλη στό στόμα μέ τό κουταλάκι μερικές σταγόνες· τό υπόλοιπο του τό έχυσε στό κεφάλι. Άπό τήν στιγμή εκείνη ό ασθενής ηρέμησε τελείως, τόσο πού ή γυναίκα του διερωτήθηκε μήπως πεθαίνει και άρχισε να τον παρακολουθή προσεκτικά. Αλλά, προς κατάπληξίν της ό ασθενής κοιμήθηκε μερικές ώρες μέ ήσυχο ύπνο. Όταν έξύπνησε ζήτησε να πιή κάτι. Αυτή ή απροσδόκητη άπαίτησις έφερε τήν σύζυγο του σε πλήρη αμηχανία, ώστε να μη ξέρη τι να του δώση, χωρίς να τον βλάψη. Σκέφθηκε να του δώση γάλα και τό έκανε. Κατόπιν όμως θυμήθηκε ότι γάλα δέν του επιτρεπόταν και άρχισε να τρέμη για τά τυχόν άσχημα επακόλουθα. Ό ασθενής πίνοντας τό γάλα αισθάνθηκε ότι είναι καλά. Τό στομάχι του άρχισε να λειτουργή και δέν είχε πιά ενοχλήσεις. Άπό τήν ημέρα εκείνη, 16 Νοεμβρίου, άρχισε να καλυτερεύη. Τήν επομένη ό ιατρός εξέτασε τό στήθος του Ζασούχιν και διαπίστωσε βελτίωσι. Τό επάνω μέρος όμως του μηρού δέν σημείωσε καμμία αλλαγή και οί πληγές έμειναν ανοικτές. Τότε ό ασθενής, αδιαφορώντας για τήν άκρα έξάντλησί του, δήλωσε ότι επιθυμεί να ταξιδεύση στό Σάρωφ και να προσκύνηση τον άγιο του Θεού. Ετοιμάζοντας τά απαραίτητα για τό ταξίδι ή σύζυγος του πήρε μαζί της, για κάθε ενδεχόμενο, όλα τά αναγκαία για τήν κηδεία. Μάλιστα πήρε μαζί της και τά παιδιά, ώστε σε περίπτωσι θλιβεράς εκβάσεως να τά δή ό ασθενής στις τελευταίες στιγμές τής ζωής του. Ή κατάστασις του αρρώστου ήταν πολύ άσχημη: να καθήση στην άμαξα δέν μπορούσε, επειδή τό άρρωστο πόδι του ήταν άκαμπτο· τό τράνταγμα τής άμαξας στον ανώμαλο δρόμο του προξενούσε αφόρητους πόνους· σε κάθε στάθμευσι τον έβγαζαν άπό τήν άμαξα κρατώντας τον στά χέρια. Μέ τέτοια κατάστασι έφθασε ό Ζασούχιν στην Σεραφείμεια μονή του Ντιβιέγιεβο. Εκεί σκόπευε να πάρη μία ανάσα άπό τό δύσκολο ταξίδι καί να μείνη ένα 24ωρο. Αυτό έγινε στις πέντε Ιουνίου ανήμερα τής Πεντηκοστής. Ηλθε ή ώρα τής αγρυπνίας και ό ασθενής αποφάσισε να παρακολούθηση τήν ακολουθία παρά τους φρικτούς πόνους του. Ή σύζυγος του και οί υπηρέτες τον μετέφεραν επάνω σε φορείο άπό τον ξενώνα μέχρι τήν εκκλησία, και τον έβαλαν στον ναό κρατώντας τον σχεδόν στά χέρια. Όταν, κατά τους αίνους και τό μεγαλυνάριο, όλος ό λαός πήγαινε να άσπασθή τήν εικόνα τής Αγίας Τριάδος, ξεκίνησε και αυτός μέ μεγάλη προσπάθεια, στηριζόμενος στά δεκανίκια του μέ τήν βοήθεια τής συζύγου του και άλλων, να προσκύνηση τήν εικόνα τής εορτής και να χρισθή άπό τον ιερέα μέ ευλογημένο λάδι. Αφού ασπάσθηκε τήν εικόνα και τον έχρισε ό ιερεύς, έριξε τυχαία τό βλέμμα του στην εικόνα τής Ύπεραγίας Θεοτόκου στό τέμπλο. Ή εικόνα αυτή παλαιότερα βρισκόταν στό κελλί του οσίου Σεραφείμ και ενώπιον της προσευχόταν εκείνος μέ τόση φλόγα. Αμέσως αισθάνθηκε ότι τό πόδι του πατά στερεά στό δάπεδο και ότι δέν πονά πλέον. Άφησε τά δεκανίκια του και χωρίς αυτά, προς κατάπληξίν όλων τών παρευρισκομένων, πήγε στην θέσι του. Όταν τελείωσε ή ακολουθία, ό Ζασούχιν ορθώθηκε μέ θάρρος και βγήκε άπό τήν εκκλησία. Έξω τον περίμεναν οί υπηρέτες μέ τό φορείο. Επειδή όμως ή βοήθεια τους δέν του ήταν απαραίτητη, τους παράδωσε ακόμη και τά δεκανίκια του και χωρίς τήν βοήθεια κανενός διάνυσε δρόμο 250 μέτρων περίπου μέχρι τον ξενώνα. Τήν επομένη πήγε πάλι μέ τά πόδια στην εκκλησία, οπού μετέλαβε τών Άχραντων μυστηρίων. Κατόπιν πήγε στό Σάρωφ και Εκεί, στον τάφο του οσίου, έκανε μνημόσυνο. Τό πρωί τής επομένης, μετά τήν ακολουθία, πήγε χωρίς αναβολή στό ιαματικό φρέαρ, μέ τό νερό του οποίου σώθηκε τόσο θαυματουργικά άπό τον θάνατο. Αυτό απείχε κάπου δύο χιλιόμετρα άπό τό μοναστήρι, άλλα ό ασθενής διάνυσε εύκολα τον δρόμο αυτό. Στην διαδρομή σκεπτόταν άν πρέπη να βγάλη από τό άρρωστο πόδι τον επίδεσμο. Πολλοί τον συμβούλευαν να μήν τον βγάλη και έκανε υπακοή. Όταν έφθασε στην πηγή, έβγαλε τά ρούχα του και μπήκε μέσα. Μόλις αισθάνθηκε επάνω του τό δροσερό νερό τής πηγής, διαπέρασε όλο τό σώμα του μία ευχάριστη ζεστασιά καί νέα δύναμι. Βγαίνοντας άπό τό νερό, είδε ότι ό ένας επίδεσμος δέν υπήρχε στό πρήξιμο και τότε έβγαλε και τον άλλο μόνος. Τήν επομένη στην λειτουργία μετέλαβε των Αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Ό Ζασούχιν είχε θεραπευθή ολότελα.
Τό κεφάλι του οκταετούς γιου του Ζασούχιν είχε καλυφθή ολόκληρο άπό σπυριά και πονούσε αφόρητα. Ό δερματολόγος καθηγητής Πολοτέμπνωφ πού εξέτασε τον μικρό, διάγνωσε ότι για τήν ασθένεια του χρειάζεται θεραπεία δύο ετών τό λιγότερο. Ό Ζασούχιν πήγε τό παιδί στό Σάρωφ. Στον δρόμο προς τήν έρημο του Σάρωφ σταμάτησαν να ξεκουρασθούν στην Σεραφείμεια μονή τού Ντιβιέγιεβο στις πέντε Ιουνίου, εορτή τής Αγίας Τριάδος. Εκεί έμαθαν άπό τις μοναχές ότι ό μακαριστός γέροντας είχε δώσει εντολή να περνούν όλοι μία τάφρο, προσευχόμενοι μέ τήν ευχή του Ιησού. Τήν τάφρο αυτή είχαν ανοίξει οι αδελφές κατά τις οδηγίες του ιδίου, διότι άπό εκεί, κατά τήν μαρτυρία του, είχε περάσει ή ίδια ή Παναγία. Ό Ζασούχιν πέρασε μέ όλη του τήν οικογένεια τή τάφρο, για να εκπλήρωση τήν εντολή του οσίου. Τό άρρωστο αγοράκι, κατά τήν συμβουλή τής μοναχής πού τό οδηγούσε, κατέβαινε μέχρι τον πυθμένα τής τάφρου, έκοβε χλόη και άνθάκια και τά τοποθετούσε όλη τήν ώρα στό άρρωστο κεφάλι του. Όταν έφθασε στό Σάρωφ, πλύθηκε στό «φρέαρ του Σεραφείμ». Μέ τήν επιστροφή τους στό σπίτι τους, στην πόλι Μούρομ στις 15 Ιουνίου, τό κεφάλι του μικρού όχι μόνο είχε έξ ολοκλήρου καθαρισθή, άλλα είχαν φυτρώσει και ωραιότατα πυκνά μαλλιά. Τρίτο θαύμα τής ευσπλαχνίας του Θεού συντελέσθηκε στην θυγατέρα του Ζασούχιν, τής οποίας τό τραυματισμένο δάκτυλο θεραπεύθηκε μέ λάδι άπό τήν κανδήλα πού έκαιε στον τάφο του οσίου Σεραφείμ.
Πολλά είναι τά θαύματα και οί θεραπείες πού ό όσιος Σεραφείμ μετά τήν μακάρια κοίμησί του έκανε και κάνει σε όσους καταφεύγουν προς αυτόν μέ πίστι και προσευχή για να πρέσβευση προς τον Κύριο. Τό δέ έτος 1891 επάνω στον τάφο του κτίσθηκε παρεκκλήσιο.
Ή άνάμνησις τής υψηλής ασκητικής ζωής του και ή πίστις στην δύναμι των πρεσβειών του, όχι μόνο δέν εξασθένησε μέ τήν πάροδο του χρόνου, άλλα αντίθετα συνεχώς μεγάλωνε και εδραιωνόταν σε όλα τά στρώματα του ορθοδόξου λαού. Ή Ιερά Σύνοδος τής Ρωσίας συμμεριζόμενη πλήρως τήν πάνδημη αυτή πεποίθησι στην αγιότητα του έκανε επανειλημμένες δηλώσεις, ότι πρέπει να κινηθή ή ορισμένη διαδικασία για τήν άνακήρυξι του δούλου του Θεού ώς αγίου. Τό 1895 ό πανιερώτατος επίσκοπος του Ταμπώφ υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο έκθεσι μέ υλικό συγκεντρωμένο άπό μία ειδική επιτροπή πού εξέτασε είκοσι τέσσερις περιπτώσεις θαυμάτων και θεραπειών οφειλομένων στις πρεσβείες του π. Σεραφείμ. Στη συνέχεια, στην αρχή και τό τέλος του 1897, ό επίσκοπος του Ταμπώφ υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο δύο συλλογές άπό αντίγραφα δηλώσεων διαφόρων προσώπων περί τών θαυμαστών σημείων και ιάσεων πού έγιναν μέ τις πρεσβείες του π. Σεραφείμ.
Τέλος, στις 19 Ιουλίου τού 1902, ημέρα τής γεννήσεως του π. Σεραφείμ, ό Τσάρος Νικόλαος Άλεξάνδροβιτς, έχοντας ύπ’ όψιν του τους ασκητικούς αγώνες τού μακαριστού δούλου του Θεού και τήν γενική ευλάβεια του λαού προς τήν μνήμη του, εξέφρασε τήν επιθυμία να ολοκληρωθούν οί ενέργειες για τήν άγιοποίησι, τις όποιες είχε ήδη αρχίσει ή Ιερά Σύνοδος. Κατά τις αρχές του 1903 ή Ιερά Σύνοδος, βεβαιωμένη πλήρως για τήν αλήθεια και ακρίβεια τών θαυμάτων πού επιτελέσθηκαν μέ τις πρεσβείες του πατρός Σεραφείμ, αποφάσισε να τον κατάταξη στον χορό τών υπό τής χάριτος του Θεού δοξασμένων αγίων, τό δέ ιερό σκήνωμα του να αναγνώριση ως άγιο λείψανο. Για τό άγιο λείψανο κατασκευάσθηκε μέ έξοδα του Τσάρου και της Τσαρίνας ασημένια επίχρυση λάρνακα. Ή πανηγυρική άνακήρυξις του νεοφανούς αγίου του Θεού έγινε στίς 19 Ιουλίου του 1903 παρουσία του Τσάρου, της Τσαρίνας, πολλών μελών της τσαρικής οικογενείας και χιλιάδων λαού. Τήν ημέρα αυτή έγιναν πολυάριθμες θεραπείες.
Μέ τις άγιες πρεσβείες του οσίου πατρός ημών Σεραφείμ του θαυματουργού άς σώζη και εμάς ό Κύριος άπό κάθε θλίψι και ανάγκη. Είς Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις νύν και άεί και είς τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.
Μεγαλυνάριον
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.