(c) OrthodoxAnswers.gr
Παρασκευή , 27 Οκτώβριος 2017
Ειδοποιήσεις
Αρχική » Άρθρον Έβδομον

Άρθρον Έβδομον

ΑΡΘΡΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».

Τό ἄρθρο αὐτό ἀναφέρεται στά ἔσχατα. ᾿Εκφράζει τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, στήν καθολική κρίση καί ἀνταπόδοση καί στήν αἰώνια θεία βασιλεία του.«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης».

῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός μέλλει νά ἔλθει γιά δεύτερη φορά πάνω στή γῆ. ῾Η ἔλευση αὐτή θά συμπέσει μέ τή συντέλεια τοῦ κόσμου. ῾Ο κόσμος στόν ὁποῖο ζοῦμε τώρα δέν πρόκειται νά συνεχίσει νά ὑπάρχει αἰώνια μέ τήν παροῦσα φυσική του κατάσταση καί μορφή. «Παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου», λέγει ἡ Γραφή242. Δέν θά καταργηθεῖ φυσικά ἡ ὕπαρξή του, ἀλλά θά προσλάβει ἕνα καινούργιο σχῆμα, θά λάβει μία νέα ἀλλιώτικη μορφή, πού θά εἶναι σύμμορφη μέ τήν καθολική ἀνακαίνιση τῶν πάντων, μέ τούς «καινούς οὐρανούς καί τήν καινήν γῆν»243, πού προσδοκᾶμε. Πῶς θά γίνουν τά πράγματα αὐτά φυσικά ἀγνοοῦμεν. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι θά γίνουν μέ τό ἀνακαινιστικό πῦρ τῆς θείας ἐνέργειας, γιατί αὐτό μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἀψευδής λόγος τοῦ Θεοῦ244.
῾Η πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέ τή θεία του ἐνανθρώπηση. ῏Ηταν οἰκονομία ταπεινώσεως καί θλίψεων, ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά πάθει καί μέ τό μαρτυρικό του θάνατο νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Σέ ἀντίθεση μέ αὐτήν, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου θά εἶναι κραταιά καί ἔνδοξη. ῾Ο Χριστός θά ἔλθει ὡς βασιλεύς κραταιός, «ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ»245, μέ σκοπό νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς», ἀποδίδοντας στόν καθένα σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἐπί γῆς βίου του.
῾Ο χρόνος τῆς Δευτέρας Παρουσίας παραμένει ἄγνωστος. ῞Οταν κάποτε οἱ μαθητές ρώτησαν τό Διδάσκαλο γιά τό θέμα αὐτό, τούς ἀπάντησε ὅτι κανένας –οὔτε καί ὁ ἴδιος– δέν γνωρίζει τόν καιρό τῆς Δευτέρας του Παρουσίας καί τῆς συντέλειας τῶν πάντων246. Τώρα, ἄν ἤξερε ὁ Κύριος ἤ ὄχι τό χρόνο τῆς παρουσίας του ἤ ἁπλῶς διά λόγους, πού ὁ ἴδιος γνώριζε, δέν θέλησε νά τόν φανερώσει στούς μαθητές, εἶναι ἄλλο ζήτημα. Βέβαια μία τέτοια παρασιώπηση τροχίζει τήν περιέργεια τῶν πιστῶν, ὡς ἕνα δέ σημεῖο δικαιολογημένα. ῾Η σχολαστική ὅμως περιέργεια καί ἡ ἀναζήτηση ἑρμηνείας σέ κάτι πού κράτησε μυστικό ὁ Θεός, καί παρακεκινδυνευμένο εἶναι καί ὄχι πολύ ἐποικοδομητικό. ῾Οπωσδήποτε κι ἄν μελετηθεῖ τό θέμα, δέν παύει ν᾿ ἀποτελεῖ πρόβλημα θεολογικό247.
᾿Εν τούτοις ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε σημεῖα προγνωστικά τῆς Δευτέρας Παρουσίας του. Αὐτά εἶναι· ἡ ἔλευση τοῦ ᾿Αντιχρίστου, ὁ ὁποῖος, κινούμενος ἀπό τό Σατανᾶ248, θά δώσει τήν τελευταία μάχη του κατά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, θά διώξει τήν ᾿Εκκλησία καί θά βασανίσει ἀμείλικτα τούς δικαίους, θά καθυποτάξει πολιτικά τήν οἰκουμένη καί θ᾿ ἀνακηρύξει ἑαυτόν ψευτομεσσία καί λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἀπομιμούμενος τό μεσσιανικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ· θά βασιλεύσει δέ ἐπί 3 1/2 χρόνια, θά ἐρημώσει τήν πόλη τήν ἁγίαν (῾Ιερουσαλήμ) καί τούς χριστιανικούς ναούς, θά θανατώσει τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ (᾿Ενώχ καί ᾿Ηλίαν) καί σέ ὕστατο ἀγῶνα του κατά τοῦ ἐσφαγμένου ᾿Αρνίου (τοῦ Χριστοῦ) καί τῶν ἐπουρανίων ἀγγελικῶν δυνάμεων θά συντριβεῖ ὁλοσχερῶς καί θά ριφθεῖ στή λίμνη τοῦ πυρός τήν καιομένη. Κατά τήν περίοδο τῆς τυραννίας τοῦ ᾿Αντιχρίστου ἡ ᾿Εκκλησία θ᾿ ἀναδείξει τούς λαμπρότερούς της μάρτυρες. ῎Αλλο σημεῖο προγνωστικό εἶναι ἡ κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς249 καί ἡ μεταστροφή τῶν ᾿Ιουδαίων στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ250 (σέ ὁμάδες ἄραγε ἤ ὡς ἔθνος ὁλόκληρο;). Τέλος θά σημειωθοῦν· ἡ φοβερή ἀποστασία τῶν ἐσχάτων251, ἡ ἔκπτωση τοῦ κόσμου ἀπό τή θρησκευτικότητα καί τούς κανόνες τῆς ἠθικῆς, τό ἄκρατο ὑλιστικό φρόνημα πού θά κυριαρχήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ψευτοπροφητῶν252, κοινωνικές ἀναστατώσεις, πόλεμοι253 καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί, παράδοξα φαινόμενα φυσικά, θεομηνίες κ.τ.ὅ. ῞Οταν αὐτά ἀρχίσουν ν᾿ ἀναφαίνονται, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐκδικητοῦ τῆς ἁμαρτίας καί κριτοῦ τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐγγύς. Οἱ πιστοί πρέπει νά βρίσκονται σέ ἑτοιμότητα γιά νά ὑποδεχτοῦν τή φοβερή δοκιμασία τῶν ἐσχάτων.

«Κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς».

῾Η Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, παράλληλα μέ τήν τελειωτική συντριβή τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας πού θά σφραγίσει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου, θά ἔχει σάν κύριο στόχο της τήν καθολική κρίση τῶν ἀνθρώπων ἤ, ὅπως λέγει τό Σύμβολο, τήν κρίση ζώντων καί νεκρῶν. Καί ζῶντες φυσικά θά εἶναι ὅσοι κατά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου θά βρίσκονται ἀκόμη στή ζωή· νεκροί δέ, ὅσοι πέθαναν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέχρι τῶν ἐσχάτων, καί οἱ ὁποῖοι θά κριθοῦν, ἀφοῦ πρῶτα ἐγερθοῦν ἐκ τῶν μνημείων. Κανένας δέν θά μείνει ἔξω ἀπό τή δικαιοκρισία τοῦ ῾Υψίστου. ῞Ολοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι θά λογοδοτήσουν γιά τίς πράξεις καί τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους. Μέ τρόπο πολύ παραστατικό καί ἔντονα ἀνθρωπομορφικό ἡ Γραφή μᾶς ἱστορεῖ τό γεγονός τῆς μελλούσης κρίσεως254. ῞Οταν ἔλθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου –λέγει– ντυμένος στήν οὐράνια δόξα του καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι του οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει σέ θρόνο πού θ᾿ ἀστράφτει ἀπό δόξα, καί θά συναχτοῦν μπροστά του ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς. Τότε θά τούς ξεχωρίσει, ὅπως ὁ ποιμένας ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια, καί τά μέν πρόβατα (τούς καλούς ἀνθρώπους) θά τούς βάλει νά σταθοῦν στά δεξιά του, ἐνῶ τά ἐρίφια (τούς κακούς) θά βάλει νά σταθοῦν στ᾿ ἀριστερά του. Κι ἀφοῦ κάνει τό χωρισμό, θά βγάλει τήν ἐτυμηγορία του, ὑπενθυμίζοντας καί στούς δύο τή συμπεριφορά τους πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας, δηλαδή τήν ἀγάπη καί τή φροντίδα πού ἔδειξαν οἱ καλοί γι᾿ αὐτούς, καί ἀντίθετα τήν ἀδιαφορία καί τήν ἐγκατάλειψη πού ἔδειξαν οἱ κακοί στήν ἀνάγκη καί τή δυστυχία τους. ῾Η ἀναφορά στούς φτωχούς καί ἀπόκληρους τῆς ζωῆς ἔχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί στό πρόσωπό τους εἰκονίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ πονεμένοι καί οἱ καταφρονεμένοι εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ὀδύνης, τοῦ πόνου καί τῆς καταφρονήσεως. ῾Ο δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν Θεό περνᾶ ἀπαραίτητα ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ὑποφέρουν στή ζωή, γιατί εἶναι ἀδελφοί ᾿Εκείνου, πού πρῶτος ὑπέφερε διά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Πῶς εἶναι δυνατόν –ἀλήθεια– νά πλησιάσεις τόν Χριστόν, ἄν προσπεράσεις ἀδιάφορος τούς ἀδελφούς του; ῾Η ἀδιαφορία γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀδιαφορία γιά τό μεγάλο τους ᾿Αδελφό, ὅπως, ἀντίθετα, τό ἐνδιαφέρον καί ἡ στοργή γι᾿ αὐτούς ἀναφέρονται στόν ἴδιο τόν Χριστό. Στό ἂὃὴ῏ὼὃἂὦ῏ αὐτό τοῦ Θεανθρώπου θά προσκρούσουν τόσον οἱ δίκαιοι ὅσο καί οἱ φαῦλοι, διερωτώμενοι πότε τόν εἶδαν σέ μία τόσο δύσκολη ἀνάγκη, σέ μία τόσο σκληρή στιγμή, καί εἴτε τόν διακόνησαν εἴτε τόν ἐγκατέλειψαν ἀβοήθητον; Οἱ ἄδικοι ὅμως καμιά ἀπολογία δέν θά μπορέσουν νά προβάλουν στό δικαιοκρίτη, γιατί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον στή διάσταση τῆς διακονικῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νά ἔχει αἴσθηση Χριστοῦ255, εἶναι ἀπόβλητος τοῦ σώματος τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀγάπης. ῾Η ἐτυμηγορία τῆς κρίσεως θά εἶναι· αἰώνια ζωή στή θεία βασιλεία διά τούς δικαίους καί αἰώνια κόλαση γιά τούς σκληρούς καί τούς ἀνάλγητους ἁμαρτωλούς.
῾Η δυνατότητα τῆς κρίσεως στηρίζεται σέ δύο βασικές καί θεμελιώδεις ἀρχές· στή θεία δικαιοσύνη καί στή λογική φύση τοῦ κρινομένου πλάσματος.
῾Η δικαιοσύνη πάνω στήν ὁποία βασίζεται τό αἴτημα τῆς κρίσεως εἶναι βασική ἰδιότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός εἶναι δίκαιος256. Εἶναι δέ δίκαιος στό μέτρο πού εἶναι ἅγιος. ῾Αγιότητα καί δικαιοσύνη πηγαίνουν μαζί, ἀχώριστα συνταιριασμένες. ῾Ο Θεός καμιά σχέση δέν μπορεῖ νά ἔχει μέ τό κακό, τήν ἁμαρτία. Τά φαινόμενα αὐτά εἶναι ἀποκυήματα τοῦ ἐλεύθερου λογικοῦ πλάσματος. ῾Ο Θεός τά ἀπεχθάνεται, ὡς καταστρατήγηση τοῦ ἠθικοῦ νόμου καί τῆς ἠθικῆς τάξεως, πού ὁ ἴδιος ἐνέσπειρε στόν κόσμο. ῾Ως ἅγιος δέ, εἶναι καί φρουρός τῆς ἠθικότητος αὐτῆς καί τιμωρός σέ ὅσες περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος καταπατεῖ τόν ἠθικό νόμο πού εἶναι δοσμένος στόν κόσμο καί ἀπηχεῖται ἔμφυτα στή συνείδησή του.
Μερικοί σκοντάφτουν στό αἴτημα αὐτό. Τούς φαίνεται πολύ τραβηγμένο καί σκληρό. Βλέπουν μονόπλευρα τόν Θεόν ὡς ἄπειρη ἀγαθότητα καί ἀγάπη, διερωτώμενοι· πῶς ὁ ἀγαθός Θεός θά τιμωρήσει τόσο ἀδυσώπητα τό πλάσμα του πού ἔτυχε στήν ἐπίγεια ζωή του νά παραστρατήσει καί νά παραβεῖ τό νόμο του; Αὐτό δέν ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν ἄπειρη ἀγαθοσύνη του; Τά ἐρωτήματα αὐτά ἴσως νά φαίνονται λογικοφανῆ στό λογοκρατούμενο ἄνθρωπο. ᾿Αλλοίμονο ὅμως ἄν αὐτό πού ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς φαίνεται λογικοφανές τό θέσουμε ὡς κριτήριο τῶν καταστάσεων τοῦ Θεοῦ καί γενικότερα τῶν ζητημάτων τῆς πίστεως. Καί στά προηγούμενα εἴχαμε τήν εὐκαιρία νά τονίσουμε, ὅτι τά δόγματα, δηλαδή οἱ ἀλήθειες πού μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεός, εἶναι ἀλήθειες ὑπερφυσικές, οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν τή γνωστική μας κατάληψη καί δέν μποροῦν νά μετρηθοῦν μέ τόν πῆχυ τῆς ἀδύνατης καί περιορισμένης φυσικοπνευματικῆς ἐμπειρίας μας· καί ὅτι, ἄν ὑπάρχει τρόπος μιᾶς κάποιας προσεγγίσεως στό φύσει ἀνεξιχνίαστο καί ἄρρητο, αὐτό μόνο διά τῆς πίστεως μπορεῖ νά γίνει καί τοῦ χριστοποιημένου νοῦ, ὅπως τόν μεταρρυθμίζει ἡ χαρισματική ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Εἶναι δέ καθ᾿ ὑπερβολήν ἄχαρο καί ἐπικίνδυνο τό ἔργο νά προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν προκρούστεια κλίνη τοῦ ὀρθοῦ λόγου του νά κόβει καί νά ράβει στά μέτρα του τό ἀνέκφραστο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, προσαρμόζοντάς το στίς δικές του ἀρέσκειες καί εὐαισθησίες. Αὐτή τήν τακτική ἄλλωστε ἀκολουθοῦσαν ἀπό πολύ παλαιά οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατά κανόνα κατέληγαν στήν ἀποδιοργάνωση τοῦ περιεχομένου τῆς θείας ἀποκαλύψεως!
᾿Αλλά καί στό καθαρό θεολογικό πεδίο οἱ σκέψεις αὐτές εἶναι πολύ ἐπικίνδυνες, γιατί ἀπειλοῦν νά καταστρέψουν τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Στή φύση τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἕνα πλέγμα ἰδιοτήτων – ἐνεργειῶν πού λειτουργοῦν ἀπρόσκοπτα καί ἁρμονικά, σάν ἐκδήλωση τῆς ἄπειρης θείας βουλῆς στίς πολυποίκιλες σχέσεις της μέ τά ἐξωτερικά δημιουργήματα. Οὐδέποτε δέ μία ἰδιότητα στήν ἁπλῆ καί ἀσύνθετη φύση τοῦ Θεοῦ ὑποκαθιστᾶ ἤ καταργεῖ μίαν ἄλλην. Τοῦτο θά ἀνέτρεπε ὄχι μονάχα τήν ἰσορροπία δυνάμεων στόν Θεόν, ἀλλά θά κατέλυε καί τήν ἀληθινή ἰδέα αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός φυσικά εἶναι ἀγαθός. Εἶναι ἀγάπη ἄπειρη καί αἰώνια257. ᾿Από τήν ἀγαπητική του ἐνέργεια προέρχονται ὅλα τά ὄντα, σ᾿ αὐτήν συγκρατοῦνται καί συνέχονται καί ἀπ᾿ αὐτήν κατευθύνονται στό φυσικό τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους. Τό λυτρωτικό δέ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπόρροια τῆς θείας χρηστότητος καί εὐδοκίας. Κανένας δέν ἀμφιβάλλει γιά τίς μεγάλες ἀλήθειες αὐτές. Εἶναι ὅμως ὁ Θεός μονάχα ἀγαθός; ῎Οχι ἀσφαλῶς. Εἶναι σέ ἴσο μέτρο καί δίκαιος. ῾Η δικαιοσύνη του δέν ὑπολείπεται τῆς ἀγαθότητός του. Οὔτε μπορεῖ νά ἐπισκιαστεῖ ἀπ᾿ αὐτήν, πολύ δέ ὀλιγότερο νά ἀδρανήσει ἤ καί νά καταργηθεῖ. ῾Η δικαιοσύνη δέν εἶναι δευτερεύουσα ἀλλά κορυφαία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ἐνεργός στό πεδίο τῶν ἐξωτερικῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μέ τά φυσικά καί τά λογικά του δημιουργήματα. Θά ἦταν δέ πολύ ἐπικίνδυνο, παρασυρόμενοι ἀπό ἕνα χαλαρό συναισθηματισμό, νά ἐλαχιστοποιήσουμε τήν ἐνέργεια τῆς ἰδιότητος αὐτῆς, συγκρίνοντες τόν ἄπειρο Θεό μέ τίς δικές μας συναισθηματικές καταστάσεις καί τίς ποικίλες μεταπτώσεις τοῦ ψυχικοῦ κόσμου μας. ῾Η Γραφή εἶναι κατηγορηματική, ὅταν λέγει· «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος!»258. Δηλαδή εἶναι φοβερό νά βρεθεῖ κάποιος κάτω ἀπό τό τιμωρό χέρι τῆς θείας δικαιοσύνης, πού ἐκφράζεται σέ ἀπόλυτο βαθμό, στό μέτρο πού ἀπόλυτη εἶναι κάθε ἐνέργεια τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Φυσικά ἐμεῖς μέ τό φτωχό μυαλό πού διαθέτουμε ἀδυνατοῦμε νά ἐννοήσουμε πῶς μπορεῖ τό σχετικό, πεπερασμένο καί ἔγχρονο νά συγχρονίζεται στά μέτρα τῆς ἄπειρης οὐσίας καί ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά μήπως μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό ἄπειρο συγχρονίστηκε μέ τό πεπερασμένο καί ἔγχρονο στό ἐξωτερικό πεδίο τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ; ᾿Ασφαλῶς ὄχι. ῾Επομένως αὐτό πού βαρύνει γιά μᾶς δέν εἶναι αὐτό πού καταλαβαίνουμε ἤ ὄχι, ἀλλ᾿ αὐτό πού θέλει καί ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὅπως αὐτός μᾶς τό φανέρωσε μέ τόν ἐρχομό του στόν κόσμο. Τά ὑπόλοιπα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ, χωρίς βέβαια ν᾿ ἀρνούμαστε –κάθε ἄλλο μάλιστα– τόν καλοπροαίρετο προβληματισμό τοῦ χριστιανοῦ στά δύσκολα αὐτά ζητήματα τῆς πίστεώς του.
᾿Από τήν πλευρά δέ τοῦ πλάσματος τό αἴτημα τῆς κρίσεως ἀπαιτεῖ ἡ λογική φύση του. ῾Ο ἄνθρωπος, ὡς εἰκόνα Θεοῦ, εἶναι ὄν αὐτοπροαίρετο καί ἐλεύθερο. ῎Εχει μέσα του τή δυνατότητα νά αὐτοδιορίζεται ἐλεύθερα. ῾Ωστόσο δέν εἶναι ὄν ἀπολελυμένο καί ἄσχετο. Δέν εἶναι ὄν αὐθύπαρκτο καί ἀΐδιο, πού νά φέρει μέσα του τό λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτό ἰσχύει μονάχα γιά τόν ἄπειρο καί ἀκατάσχετο Θεό. ῾Ο ἄνθρωπος, ὡς δημιούργημα, εἶναι πεπερασμένος καί ἐξαρτώμενος. Οἱ ὑπαρκτικές ρίζες του ἁπλώνονται στό ἔδαφος τῆς δημιουργικῆς θείας ἐνέργειας. ῎Εξω ἀπό τόν Θεό δέν ἔχει νόημα ἡ ὕπαρξή του. ῾Επομένως ὅ,τι εἶναι, ὅ,τι ἔχει καί ὅ,τι ἀντιπροσωπεύει στή ζωή του δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἔξω ἀπό τό ποιητικό του αἴτιο, πού εἶναι ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπόλογος στόν Πλάστη του γιά τίς ἠθικές του ἐνέργειες. ᾿Εδῶ ἀκριβῶς ἐντοπίζεται ὁ λόγος τῆς ἠθικοπνευματικῆς του ὀντότητος καί ἡ ἀληθινή ἔννοια τῆς ἐλευθερίας του. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος ὄχι ὅταν εἶναι αὐθαίρετος, λέγει καί ἀντιλέγει στό δημιουργό του, ἀλλ᾿ ὅταν θεληματικά προσαρμόζει τή βούλησή του πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε μόνο καταξιώνεται στήν ἀλήθειά του, ὡς πνευματικό, λογικό καί ἐλεύθερο ὄν. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁ λόγος του εἶναι λόγος φθαρμένος, ἡ ἀλήθειά του ψεύτισμα καί ἐκφυλισμός, ἡ ἐλευθερία του ἀλόγιστη κίνηση καί ἀσύδοτη, συνολικά μία ἀρρωστημένη κατάσταση, πού ὡς τέτοια ἀπαρέσκει στόν Θεό. Αὐτό δυστυχῶς συνέβη στόν πρῶτον ἄνθρωπο, πού ἀποσκίρτησε ἀπό τή φυσικότητά του καί περιῆλθε στήν ἀφυσικότητα τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θανατερή ἀσθένεια τῆς φύσεως, ἡ ἀναλήθεια τοῦ λογικοῦ ὄντος. ᾿Από τή φοβερότητα αὐτή ἦλθε στή γῆ νά μᾶς λυτρώσει ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί πραγματικά μᾶς ἔσωσε μέ τή λυτρωτική οἰκονομία τοῦ πάθους του καί τήν ᾿Ανάστασή του. Σέ περίπτωση ὅμως πού τό πλάσμα, ζώντας στή σωστική οἰκονομία τῆς θείας χάριτος, ἀντιπίπτει πεισματικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνοντας κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας του, καί γηράσκει στό ἀρρωστημένο κλῖμα τῆς σύμφυτης ἁμαρτίας του, τότε ἀφεύκτως θά περιέλθει ὑπό τό κράτος τῆς ὀργῆς καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά τόν τιμωρήσει διά τήν ἀλογιστία του, γιά τήν ὁποίαν μονάχα αὐτός εἶναι ὁ ὑπεύθυνος καί κανένας ἄλλος. ῾Η τιμωρία ἐπιβάλλεται μέν ἀπό τόν Θεό, κύριος ὅμως συντελεστής της εἶναι ἡ ἀπόνοια τοῦ φθαρμένου πλάσματος, ἡ ἐλευθερία πού βγῆκε ἀπό τήν τροχιά της, ἀντιστράφηκε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τή φυσικότητά της, πού εἶναι τό θέλημα καί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τά πράγματα ἐδῶ ἀκολουθοῦν μίαν πνευματική νομοτέλεια, ὅμοια μέ ἐκείνη πού παρατηρεῖται στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποφύγει τήν τιμωρία, σέ περίπτωση πού καταστήσει τόν ἑαυτό του ἄξιον τιμωρίας.
Τῆς καθολικῆς κρίσεως θά προηγηθεῖ ἡ μερική κρίση, ἡ ὁποία λέγεται ἔτσι γιατί δέν εἶναι πλήρης καί ὁριστική. Εἶναι μία πρώτη πράξη κατά τήν ὁποίαν ὁ λογικός ἄνθρωπος κρίνεται μερικῶς (ἐξ οὗ καί μερική) ἀπό τόν Θεόν εὐθύς μετά τό θάνατό του259. ῾Ο φυσικός θάνατος εἶναι σημεῖο ὁριακό διά τήν ὕπαρξη τοῦ λογικοῦ πλάσματος (τοῦ ἀνθρώπου). Εἶναι τό τέρμα ὄχι ἁπλῶς τῆς φυσικῆς ζωῆς πού καταλύεται ὁριστικά καί χάνεται, ἀλλά καί κάθε ἄλλης μορφῆς ἠθικῆς δραστηριότητος καί ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οσοι νομίζουν ὅτι μετά θάνατο θά ὑπάρχει ἠθική ἐξέλιξη τῆς ψυχῆς πλανῶνται. Μέ τή φυσική νέκρωση σταματοῦν οἱ δεῖκτες τῆς ὅποιας πορείας τοῦ ἀνθρώπου. Καμία πρόοδος δέν θά ὑπάρξει οὔτε πρός τήν ἀρετήν οὔτε καί πρός τήν κακία. Τέρμα ὁριστικό καί μόνιμο. Τελεία καί παῦλα στήν ὑπόθεση τοῦ θεόμορφου ζώου.
Σέ ὁποιαδήποτε πνευματική κατάσταση βρεθεῖ ἡ ψυχή μετά τό θάνατο τοῦ σώματός της, θά ὑποστεῖ μία πρώτη κρίση ἀπό τόν Θεό. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἐξαρτώμενο ὄχι μόνο κατά τή ζωή του, ἀλλά καί μετά θάνατον. ῾Ο θάνατος σέ καμία περίπτωση δέν τόν ἀπαλλάσει ἀπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἐπιτήρηση τοῦ Θεοῦ. ῾Η ψυχή δέν μπορεῖ νά αὐτοδιορίζεται κατά τήν ἀρέσκειά της260, νά μεταλλάσσει τόπους καί νά κινεῖται ὅπου καί ὅπως θέλει, ἀλλά θά βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐποπτεία τοῦ Πλάστη της.
῾Ο τόπος στόν ὁποῖο θά περιέλθει ἡ ψυχή μόλις τό σῶμα της νεκρωθεῖ εἶναι ἡ «μέση κατάσταση» τῶν ψυχῶν. Λέγεται μέση, διότι καταλαμβάνει τό ἐνδιάμεσο διάστημα μεταξύ τοῦ φυσικοῦ θανάτου καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στή μέση αὐτή κατάσταση ἡ ψυχή δέν περιπίπτει σέ λήθαργο, οὔτε ἀποβάλλει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἀλλά διατηρεῖ ἀκέραιη τήν ἀνάμνηση τῆς προτέρας της ζωῆς καί ὅλες τίς ἄλλες ἰδιότητες καί λειτουργίες της. Διά τό τί περίπου συμβαίνει στό χῶρο αὐτό μᾶς πληροφορεῖ ἡ Γραφή στή διδακτική παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου261. ᾿Απέθαναν καί ὁ φτωχός Λάζαρος καί ὁ πλούσιος. Καί ἡ μέν ψυχή τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ πόνου καί τῆς ἐγκαρτερήσεως, πῆγε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στούς μακαρίους κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ὅπου βρῆκε ἀνάπαυση στούς στοργικούς κόλπους τοῦ Πατέρα. ᾿Αντίθετα, ἡ ψυχή τοῦ πλουσίου ὁδηγήθηκε μακριά ἀπό τόν Θεό, ὅπου βασανιζόταν στή φωτιά τῆς κολάσεως γιά τή σκληράδα, τή ματαιότητα καί τήν ἀπανθρωπία της. ῾Ο πλούσιος στήν κόλαση ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του. Δέν διαμαρτύρεται γιά τήν τιμωρία πού τοῦ ἐπέβαλεν ὁ Θεός. Θυμᾶται τό Λάζαρο πού ὑπέφερε ριγμένος στόν πυλῶνα του, καί παρακαλεῖ νά ἐπιτραπεῖ σ᾿ αὐτόν νά ρίξει λίγες στάλες νεροῦ μέ τό δάχτυλό του στό στόμα του, γιά νά δροσίσει τή φλεγόμενη γλώσσα του. ᾿Επίσης θυμᾶται καί τούς ἀδελφούς του καί ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία νά μή καταλήξουν καί αὐτοί στό φρικώδη τόπο τῆς βασάνου. ῾Ο πλούσιος συζητᾶ μέ τόν ᾿Αβραάμ. ᾿Αναπτύσσει ἐπιχειρήματα, τοποθετεῖται σέ πολύ σημαντικά θέματα, πρᾶγμα πού φανερώνει τήν πλήρη λειτουργία τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων. ῾Η παραβολή μᾶς μεταφέρει ἕνα σημαντικό μήνυμα ἀπό τή μεταθανάτια τύχη τοῦ ἀνθρώπου· μία πρώτη κρίση ἀπό τόν Θεό κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, μόλις αὐτή ἀποχωριστεῖ ἀπό τό σῶμα της τήν ὥρα τοῦ θανάτου.
῾Η ἀνταπόδοση στήν κρίση αὐτή δέν εἶναι ὁλοκληρωτική. Οἱ ψυχές θά κριθοῦν μερικῶς μόνον ἀπό τόν Θεό. Καί οἱ μέν δίκαιοι θά λάβουν μέρος τῆς μακαριότητος πού θά τούς χαρίσει ὁ Θεός γιά τήν ἀρετή καί τούς πνευματικούς μόχθους τους καί θά περιμένουν μέ χαρά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ ὁ μακάριος κλῆρος τους στή θεία βασιλεία· οἱ δέ ἁμαρτωλές καί φαῦλες θά λάβουν καί αὐτές ἕνα μέρος τῶν ποινῶν πού θά τούς ἐπιβάλει ὁ Θεός διά τήν ἀμετανοησία καί τή φαυλότητα τοῦ βίου τους, ἀναμένοντας καί αὐτές τό ἀδυσώπητο τέλος, κατά τό ὁποῖο θά ριχτοῦν ὁλοκληρωτικά στό καμίνι τοῦ πόνου καί τῶν βασάνων τῆς κολάσεως. Μεταξύ τῶν δύο τούτων διαμετρικά ἀντιθέτων καταστάσεων καμία ἐπικοινωνία δέν θά ὑπάρχει, διότι χάσμα εὐρύ καί ἀγεφύρωτο θ᾿ ἁπλώνεται ἀνάμεσά τους. Θά εἶναι δηλαδή καταστάσεις ὁριστικές καί ἀμετακίνητες.
Κατά τήν καθολική κρίση οἱ ἄνθρωποι θά κριθοῦν ἀπό τόν Θεό σύμφωνα μέ τό ὁλικό πόρισμα τῆς ζωῆς τους (οἱ ἐπί μέρους πράξεις τους εἶναι ἁπλοί δεῖκτες σ᾿ αὐτό), ἄν δηλαδή ὁ βίος τους ἦταν εὐλογημένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ἔζησαν σέ πνευματική σχέση καί κοινωνία μέ τόν Χριστό στό χαρισματικό ἔδαφος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἤ ἄν ἔζησαν ἀμετανόητα στήν ἐρημιά τῆς ἁμαρτίας, μακριά ἀπό τόν Θεό, χωρίς καμιά πνευματική σχέση μέ τόν Κύριο, μέλη νεκρά καί ἀσυνείδητα τῆς ᾿Εκκλησίας του. ῞Ολα δέ αὐτά θά διαπιστωθοῦν ἔμπρακτα στή διάσταση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, στή σωστή σχέση μέ τούς ἀδελφούς, στή χριστιανική κοινωνικότητα καί ἰδιαίτερα στή διακονία τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, τοῦ καταφρονημένου καί ἀπερριμένου ἀπό τήν κοινωνία τῆς ματαιότητος καί τοῦ ψεύδους, τοῦ ἀδελφοῦ στόν ὁποῖο καθρεφτίζεται κατ᾿ ἐξοχήν ἡ «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν ὁποῖο ταυτίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεός τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης! ῾Η ὁδός πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ περνᾶ ἀπαραίτητα μέσα ἀπό τά φτωχά τοῦ κόσμου καί τά μή ὄντα262, τά ὁποῖα στή φτώχεια καί τήν κοινωνική ἀνυπαρξία τους καταργοῦν τά ὄντα καί τά ἰσχυρά τῆς γῆς, τούς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητος καί τῆς ἀλαζονείας. Περνᾶ ἀπό τά ἀσθενῆ καί τά ἀδύνατα τῆς γῆς, γιατί ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἀσθενείαις τελειοῦται»263. Περνᾶ τέλος ἀπό τά ταπεινά καί τά ἐξουθενημένα, γιατί ὁ Θεός «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»264.
῾Η ἐτυμηγορία τῆς κρίσεως θά εἶναι· ἡ εἴσοδος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιά τούς καλούς καί ἡ ἀπόρριψη στήν κόλαση γιά τούς κακούς καί φαύλους.
῾Η εἴσοδος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ἡ δίκαιη ἐπιβράβευση ἐκείνων πού πραγματικά ἔζησαν τή θεία βασιλεία ἐσωτερικά στίς καρδιές τους κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου τους. «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν»265, εἶπεν ὁ Σωτήρ. ῾Η Γραφή τήν περιγράφει ὡς εἴσοδο στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ ὁποῖος σχηματικά θεωρεῖται ὡς ὁ πατέρας τῶν πιστῶν, διά τή μεγάλη καί ὑποδειγματική πίστη πού ἐπέδειξε στίς πικρές ὧρες τῆς δοκιμασίας του.
῾Ο Κύριος τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν συνέδεσε μέ τήν ἀρετή, τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας του. Αὐτή τήν ὑπόθεση ἔχει τό κεφάλαιο τῶν Μακαρισμῶν τῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ῾Ομιλίας του· «ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»266. ῾Η σύνδεση αὐτή κανένα ὠφελιμιστικό ἐλατήριο δέν περιλαμβάνει. Στήν εἴσοδο στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἀποβλέπουν οἱ πιστοί κερδοσκοπικά, σάν ἔμποροι πού ἐνεργοῦν ἀποβλέποντες μονάχα στό ὑλικό συμφέρον· ἀλλ᾿ ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτήν ὡς τό ὑπέρτατο τέλος τῆς ζωῆς τους, τό ὁποῖο νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξή τους καί ἐμπνέει τή συμπεριφορά καί τίς πράξεις τους. Καί ἀποβλέπουν μέν καί αὐτοί στό συμφέρον τους· ὅμως τό συμφέρον αὐτό δέν εἶναι ὑλικό καί ταπεινό267, ἀλλ᾿ ἡ τελική ἕνωση μέ τόν Πλάστη τους, ἡ θέωση τῆς φύσεώς τους, ἡ ἄϋλη μακαριότητα τῆς θείας βασιλείας. Ποῦ εἶναι τά ὠφελιμιστικά ἐλατήρια σέ μία κοινωνία ἀγάπης, στήν ὁποίαν ὁ Θεός ἀνοίγεται στό πλάσμα του καί τό πλάσμα δίνεται στόν Πλάστη του; Καί ἐλατήρια μέν ὑπάρχουν πάντοτε, γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔλλογο ὄν, ἐνεργεῖ πάντοτε σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς του, ὁποιαδήποτε δέ ἄσκοπη ἐνέργεια εἶναι ἀνάξια τῆς λογικῆς του φύσεως. ᾿Εκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία δέν εἶναι τά ἐλατήρια καθ᾿ ἑαυτά, ἀλλά ἡ ποιότητά τους. Καί τά μέν ταπεινά –διάπραξη τῆς ἀρετῆς ἀποκλειστικά διά τήν ἀμοιβή καί ἀποφυγή τῆς κακίας μόνο διά τό φόβο τῆς κολάσεως– ἀπό ἠθικῆς πλευρᾶς εἶναι μικροῦ λόγου ἄξια268, ἐνῶ τά εὐγενῆ καί τά ὑψηλά εἶναι ἐπιδιωκτέα καί ἀξιοσύστατα. ῾Η πνευματική ἕνωση μέ τόν Θεό καί ἡ θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου στή μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς στόχοι ὑπέρτατοι τοῦ βίου, συνιστοῦν ἄραγε ἐλατήρια ταπεινά καί ἐπίμεμπτα;
῾Η φύση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὑπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη. Βρισκόμαστε μπροστά σέ μίαν ἐντελῶς νέα κατάσταση πραγμάτων. ῾Η ζωή στή θεία βασιλεία εἶναι ἕνας συνεπαρμός. ῾Η θεωμένη φύση ξεπερνᾶ τά κοινά μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. ῞Ολες οἱ δυνάμεις της εἶναι μεταποιημένες, μεταχαλκευμένες στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού στήν παροῦσα ζωή κρατᾶ ἐπίμονα τά μυστικά του. Μόνο σέ σπάνιες περιπτώσεις ἀνασύρει κάποια πτυχή τοῦ ἀπρόσιτου βάθους του, γιά νά λαμπρύνει στή συναρπαστική του ἔκσταση κάποιες ψυχές ἐκλεκτές, τό λαμπρυσμένο νοῦ καί τίς φωτεινές καί ὁλοκάθαρες καρδιές. Τά βιώματα τῆς θείας βασιλείας εἶναι βιώματα ἀνέκφραστα. ῾Ο ᾿Απ. Παῦλος τά γεύτηκε σέ μία θεόληπτη ἁρπαγή του στό φωτεινό χῶρο τοῦ Θεοῦ269, πού ἔγινε σάν ἀνταμοιβή τῆς θεοχώρητης ψυχῆς του καί τοῦ ἀποστολικοῦ μόχθου του. Αὐτό ὅμως πού ἔζησεν ὁ θεῖος ᾿Απόστολος δέν μπόρεσε νά τό ἐκφράσει, ὅταν ἐπέστρεψε στά μέτρα τῆς κοινῆς καί συνηθισμένης ζωῆς.
Καμία ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ἐπίγειου βίου δέν ἔχει ἀντίκρυσμα στή θεόληπτη ἀνάβαση. Κανένα λεξιλόγιο δέν μπορεῖ νά τήν ἐκφράσει· κανένα νόημα νά τή συλλάβει καί καμία καρδιά νά τή χωρέσει καί νά τήν κρατήσει. Παρά τό γεγονός δέ, ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου σέ καμία περίπτωση δέν πρόκειται νά βγεῖ ἔξω ἀπό τά φυσικά ὅριά της, ἡ ζωή στή θεία βασιλεία, ζυμωμένη μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ, θά ὑπερβαίνει πολύ τά κοινά μέτρα τῆς παρούσης ζωῆς. Αὐτό δέ εἶναι ἐκεῖνο πού ἐννοοῦμε, λέγοντες θέωση τῆς φύσεως στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, ἕνωση καί λάμπρυνση τοῦ ἀνακαινισμένου ὄντος μέ τό μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τή δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐγκεντρισμός τῆς φύσεως στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ καί μέσω αὐτῆς στούς μακαρίους κόλπους τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Τί ἄραγε σημαίνουν ὅλα αὐτά γιά μᾶς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στό κέλυφος τῆς ἐπίγειας ζωῆς; ᾿Ασφαλῶς λίγα πράγματα γιά τή νοητική μας δυνατότητα. ῾Η διαίσθηση μας ὅμως καί ἡ ἐλπίδα μας στό μεταποιητικό θαῦμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μᾶς κάνει νά περιμένουμε μέ γλυκιά προσμονή αὐτό πού τώρα δέν μποροῦμε νά δοῦμε καί νά βιώσουμε, προσδοκῶντες «ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀμήν.
῾Η ἀπόρριψη ἀφ᾿ ἑτέρου στήν κόλαση θά εἶναι ἡ ἐτυμηγορία τοῦ δίκαιου κριτῆ γιά τούς πωρωμένους ἁμαρτωλούς καί τούς φαύλους.
Τό δόγμα τῆς κολάσεως εἶναι πολύ σκληρό διά τόν ἄνθρωπο. Προσκρούει ἀδυσώπητα στό λόγο καί τίς λεπτές εὐαισθησίες του270. Δύσκολα μπορεῖ ν᾿ ἀποδεχτεῖ κανείς τήν ὕπαρξη αἰώνιων κολαστηρίων, ὅπου τό λογικό πλάσμα –ἡ φθαρμένη ἔστω εἰκόνα τοῦ Θεοῦ– θά ζεῖ ὁλότελα ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό, σέ μία ἀφόρητη ὀδύνη καί κάτω ἀπό τά τυραννικά ὁρμήματα καί τήν κακουργία τῶν πνευμάτων τῆς ἀκαθαρσίας· καί μάλιστα σέ μία φοβερή ἀπελπισία καί ἀπόγνωση, χωρίς προοπτική μιᾶς κάποιας μελλοντικῆς ἀπελευθερώσεως.
Εἶναι τάχα τόσο σκληρός ὁ Θεός, ὅπως ἐκ πρώτης ὄψεως θά φαινόταν σέ μερικούς, ὥστε νά κολάζει τόσο σκληρά πλάσματα, τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔπλασε; Τό ἐρώτημα εἶναι ἐπιφανειακό καί ἐπιπόλαιο καί ὡς τέτοιο δέν μπορεῖ φυσικά νά προσεγγίσει τό μυστηριακό βάθος τοῦ πράγματος. ῎Ας τό δοῦμε κάπως βαθύτερα.
῾Η κόλαση –ὅπως ἤδη ὑπεδηλώσαμε– εἶναι ἀπόρριψη. ῾Ο Θεός δέν θ᾿ ἀποδεχτεῖ τούς φαύλους, τούς ὁποίους θά διώξει ἀπό κοντά του· «Φύγετε μακριά μου, δέν σᾶς ἀναγνωρίζω, δέν σᾶς θέλω κοντά μου» (πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ… εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον). Πρόκειται γιά μία ἄρνηση, μία ἀποδοκιμασία. Ποιός ὅμως εὐθύνεται γι᾿ αὐτήν; ῾Ο Θεός; Θά ἦταν πολύ ἀνόητο νά κάναμε τό συλλογισμό αὐτόν. ῾Ο Θεός παρέχει ὅλες τίς δυνάμεις καί ὅλες τίς δυνατότητες στό πλάσμα του νά ζήσει κοντά του, μακριά ἀπό τό δηλητήριο τῆς φθορᾶς καί τήν ἁρπαγή τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Γιά νά ἐπιτύχει τό πρᾶγμα αὐτό ἦλθεν ἄλλωστε στή γῆ, ἔζησε μαζί μας, ἔπαθε καί ἀπέθανε γιά μᾶς, μᾶς ἔβαλε στό σπίτι του ὅπου μᾶς περιποιεῖται μέ τή χρηστότητα καί τήν ἀγάπη του καί ἐργάζεται ἀνύστακτα γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου, στέλνοντάς μας τήν ἁγιαστική χάρη τοῦ παναγίου του Πνεύματος. ῾Υπάρχει κανείς πού ν᾿ ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτά;
Τό φταίξιμο ἑπομένως γιά τήν κατάντια τοῦ πλάσματος δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Φταίχτης γι᾿ αὐτό εἶναι μονάχα ὁ ἄνθρωπος. Πρέπει δέ νά γνωρίζουμε ὅτι στήν πνευματική ζωή καί εἰδικότερα στό κύκλωμα τῆς σωτηρίας ὑπάρχει ἕνα ἀξίωμα, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά παραβιάσει ὁ Θεός, ὄχι γιατί δέν δύναται, ἀλλά γιατί δέν θέλει· τήν ἐλεύθερη διακίνηση τῆς προαιρέσεως τοῦ λογικοῦ πλάσματος. Σέ καμία περίπτωση ὁ Θεός δέν θά παρέμβει εἴτε κατασταλτικά εἴτε ἀνασταλτικά στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναγκάζοντάς τον εἴτε στήν ἀρετή εἴτε στήν κακία. ῾Η ἐλευθερία εἶναι μέγιστο ἀγαθό πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός δώρησε στή λογική «εἰκόνα» του, τόν ἄνθρωπο. Τό χάρισμα αὐτό τό σέβεται ἀπόλυτα ὁ Δωρεοδότης Κύριος, ὁ ὁποῖος θέλει τά λογικά του πλάσματα νά τόν ἀκολουθοῦν καί νά τόν δέχονται ἐλεύθερα. Καί ἐνῶ θά μποροῦσε μέ ἕνα μονάχα λόγο του (ἔτσι ἄλλωστε ἔπλασε τά ὄντα) νά καταστρέψει τό διάβολο καί τήν ἁμαρτία, σώζοντας μιά γιά πάντα τό παραστρατημένο του δημιούργημα· ἤ ὅπως θά μποροῦσε ν᾿ ἀφανίσει ὁλότελα τούς ἁμαρτωλούς, ὥστε νά μή τιμωροῦνται αἰώνια στήν κόλαση, δέν τό ἔκανε γιατί αὐτό δέν συνάδει πρός τό ἔλλογο καί ἠθικό του ἰδίωμα. Δέν εἶναι κακότεχνος πλάστης ὁ Θεός, νά πλάθει καί νά χαλάει τά πλάσματά του ἀνάλογα μέ τήν ὅποια περίσταση καί τίς παρορμήσεις του. ῾Η ἐνέργειά του εἶναι πάντοτε ὁμόλογη πρός τή φύση του. Δέν ὑπάρχει ἀκαταστασία271 καί ἀντιφατικότητα στόν Θεό, σάν κι αὐτές πού ὑπάρχουν στά πεπερασμένα του δημιουργήματα. ῎Αν δέ κάπου χάλασε τό πλάσμα του, ἀνέλαβεν ὁ ἴδιος νά τό ἐπανορθώσει καί ὄχι νά τό ἐκμηδενίσει.
῾Ο ἄνθρωπος, λοιπόν, ἔχει τή δυνατότητα ν᾿ αὐτοδιορίζεται ἐλεύθερα, σ᾿ αὐτό δέ ἔγκειται ἡ ὅλη δυναμική του, ὁ πυρήνας τῆς λογικῆς του φύσεως καί ἡ ἠθικοπνευματική του καταξίωση. Καί ἄν μέν ὁ ἄνθρωπος τή δυνατότητα αὐτή τήν στρέψει στήν πνευματική του τελείωση κοντά στόν Θεό, ἀκολουθώντας τό θέλημά του καί ζώντας στή λυτρωτική διάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι ἡ σωτηρία του καί ἡ ἐπιβράβευση τοῦ ἔργου του στή θεία βασιλεία· «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν…». ῾Ο Θεός κάνοντας αὐτό εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος. Δέχεται τό ἄξιο πλάσμα του. ῎Αν ὅμως ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας κατάχρηση τοῦ δώρου τῆς λογικῆς ἐλευθερίας του, ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἐπιμένοντας νά ζεῖ στήν ἐπικράτεια τοῦ θανάτου καί τήν παλαίωση τῆς φθαρμένης του φύσεως, αἰχμάλωτος τῶν παθῶν καί ἀναίσθητος στούς λυτρωτικούς κραδασμούς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ· ἄν γηράσει καί νεκρωθεῖ πνευματικά, τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι ἡ ἀποκοπή του ἀπό τό δέντρο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Τί γίνεται μέ τό κλαδί πού ἀποσπᾶται ἀπό τό δέντρο καί πετιέται μακριά κομμένο ἀπό τή ζωτική ρίζα του; Ξηραίνεται272. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπον, ὅταν αὐτός κοπεῖ ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ζωτική ρίζα τῆς ὑπάρξεώς του. Ξηραίνεται πνευματικά καί πεθαίνει. Αὐτό δέ συμβαίνει κατά νομοτέλεια πνευματική. Δέν μπορεῖ νά γίνει διαφορετικά. ῾Η ἁμαρτία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στό θάνατο, φυσικό καί πνευματικό. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»273.
῾Η κόλαση εἶναι ἡ φυσιολογική κατάληξη μιᾶς ζωῆς ἐπιλεγμένης ἐλεύθερα ἀπό τόν ἄνθρωπο καί διανυμένης μακριά ἀπό τήν πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, πού ἀναβλύζει ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος274. ῾Ο δίκαιος Θεός ἀπαρνεῖται τή ζωή αὐτή. ᾿Απαρνεῖται τήν ὕπαρξη τήν ὁλοκληρωτικά φθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία, τή χαλασμένη ἀπό τά πάθη καί τήν παραδομένη στήν ἐπικράτεια τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Τό πλάσμα, πού στήν ἐπίγεια ζωή του σφράγισε ὁ διάβολος, δέν μπορεῖ νά ἔχει θέση στήν ἄϋλη καθαρότητα τῆς θείας βασιλείας. Θ᾿ ἀποτελοῦσε ἕνα ἐξάμβλωμα, μία παραφωνία. Χωρίς ἔνδυμα γάμου ὑφασμένο ἀπό τήν ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, γεμάτο ἠθικές βρομιές καί ἀκαθαρσίες, πῶς θά εἰσέλθει στή λαμπρότητα τῶν ἁγίων275, στή φωτεινή καί ἀπαστράπτουσα παστάδα τῆς θείας βασιλείας; Τό τονίζουμε καί πάλι γιατί εἶναι σημαντικό· ἡ κόλαση εἶναι ἡ φυσιολογική κατάληξη τῆς ἁμαρτίας. ῾Ο Θεός θά ἀπορρίψει τούς πνευματικά νεκρούς, γιατί δέν ὑπάρχει ἄλλη δυνατότητα. Δέν γίνεται νά ἐπανορθώσει τό πλάσμα, πού τό ἴδιο πεισματικά χάλασε στήν ἁμαρτία. Τό ἔργο αὐτό ἔκανε κατά τήν πρώτη του ἐπιδημία στή γῆ, ὅταν ἔγινεν ἄνθρωπος καί πέθανε διά τόν ἄνθρωπο. Στήν κρίση θά ἰσχύσει μία διαφορετική οἰκονομία· ἡ λειτουργία τῆς θείας δικαιοσύνης, ἡ ὁποία θ᾿ ἀνταποδώσει στόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενο τῶν πράξεών του.
῾Ο Κύριος μᾶς τόνισε πολύ παραστατικά, ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἡ φυσιολογική κατάληξη μιᾶς φθαρμένης ζωῆς στήν ἁμαρτία, στίς διδακτικότατες παραβολές τοῦ ἄφρονος πλουσίου276 καί τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου277. Οἱ δύο πλούσιοι πού ἔζησαν μία ὁλόκληρη ζωή –γιατί ἔτσι τό θέλησαν– στή νάρκωση τῆς ἁμαρτίας, στήν ἀσωτεία καί τή ματαιότητα τοῦ βίου, χωρίς νά νιώσουν κανένα ἐσωτερικό κραδασμό γιά τά οὐράνια πράγματα καί τίς πνευματικές ἀνάγκες τῆς ψυχῆς, ἀποδιώχτηκαν ἀπό τόν Θεό στόν τόπο τῆς αἰώνιας βασάνου. ᾿Ενῶ ἀντίθετα, τό ἀπορριμμένο σκουπίδι τῆς ζωῆς Λάζαρο, πού ἀγόγγυστα σήκωσε τό σταυρό τῆς πικρῆς δοκιμασίας του, μή μνησικακώντας διά τήν ἀναλγησία τοῦ πλουσίου καί ἐλπίζοντας στήν ἀγάπη καί τή δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, τόν κατάταξε στούς εὐλογημένους κόλπους τοῦ πατέρα τῆς πίστεως ᾿Αβραάμ. Εἶναι δέ πολύ ἐνδεικτικό τό ἐπίθετο «ἄφρων» (ἄμυαλε), πού χρησιμοποίησε ὁ Κύριος γιά νά χαρακτηρίσει τήν ἀπόνοια τοῦ πλουσίου, πού, δαγκωμένος ἀπό τό φίδι τῆς ματαιότητος καί πνιγμένος στήν ὕλη καί τά ἐφήμερα ἀγαθά, ξεχνοῦσε τά αἰώνια πράγματα, ἀφημένος στίς δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας νά τόν ὁδηγήσουν στό βάραθρο τῆς καταστροφῆς. Τό τονίζουμε ἄλλη μία φορά· ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια, ἡ ὁποία ἄν δέν ἀνακοπεῖ θά ὁδηγήσει ἀφεύκτως στόν αἰώνιο θάνατο τῆς ψυχῆς.
῞Οταν, λοιπόν, μιλᾶμε γιά κόλαση, τό θέμα πρέπει νά τό προσεγγίζουμε πρῶτα ἀπό τή μεριά τοῦ πλάσματος καί ἔπειτα ἀπό τή μεριά τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού οὐσιαστικά ἀνοίγει τήν κόλαση. Αὐτός ἐπιλέγει ἐλεύθερα τό δρόμο πού ὁδηγεῖ σ᾿ αὐτήν. Αὐτός μέ τά χέρια του σκάβει τό θλιβερό αὐτό ἐνδεχόμενο. ῾Ο Θεός δέν μπορεῖ –καί ἐπαναλαμβάνουμε· γιατί δέν θέλει– νά τοῦ ἀλλάξει αὐθαίρετα πορείαν. ῾Ως ἅγιος καί δίκαιος θά κρίνει καί θά κολάσει τό ἐλεύθερο μόρφωμα τοῦ πλάσματος. Τήν εὐθύνη γιά τήν πνευματική του νέκρωση τήν φέρει ἀκέραιη ὁ ἄνθρωπος. Κανένας ἄλλος. ῎Αν ἀπό τή σκοπιά αὐτή δοῦμε τά πράγματα, μποροῦμε νά ἔχουμε κάποια πρόσβαση στόν φοβερό αὐτό λόγο τῆς πίστεως. ῎Αν ἀντίθετα ξεκινήσουμε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε θά μπερδευτοῦμε, σκοντάφτοντας σέ πολλά δύσκολα θεολογικά προβλήματα.
῾Η κόλαση εἶναι τόπος (κατάσταση) φρικτός καί ἐπώδυνος. Ποιά θά εἶναι ἡ φύση τῶν κολαστηρίων στά ὁποῖα θά παραδοθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί δέν γνωρίζουμε, ἀκριβῶς ὅπως δέν γνωρίζουμε καί τή φύση τῶν ἀγαθῶν τῆς θείας βασιλείας. ῾Ο Κύριος προκειμένου νά μᾶς διαφυλάξει ἀπό ἕνα τόσο ὀλέθριο κατάντημα, μᾶς περιέγραψε τί μπορεῖ νά εἶναι περίπου ἡ κόλαση, χρησιμοποιώντας εἰκόνες ἀπό τή φυσική ζωή, γιά νά μᾶς δώσει κάποια ἰδέα περί τοῦ τί περιμένει τούς ἁμαρτωλούς στό φρικτό τόπο τῆς βασάνου. ῎Ετσι μίλησε γιά φωτιά πού δέν σβήνει278, γιά νά μᾶς περιγράψει τόν ἄφατο πόνο τῶν κολαστηρίων, γιά φωτιά πού θά καίει τούς ἁμαρτωλούς χωρίς ὅμως καί νά τούς κατακαίει (νά πρόκειται ἄραγε γιά μία ἰδιότυπη φωτιά;)· γιά σκουλίκι279 πού θά τρώγει τόν κολαζόμενο, χωρίς νά ἔχει σταματημό· γιά σκοτάδι280 ψηλαφητό, γιά νά τονίσει τόν ὑπαρξιακό ἀπελπισμό τῶν κολαζομένων· γιά πόνο ἔντονο, σάν ἐκεῖνο πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος καί τόν κάνει νά βογγᾶ καί νά τρίζει τά δόντια του281. Οἱ εἰκόνες βέβαια αὐτές δέν εἶναι παρά μία ἁπλή ἀναλογία, πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήσει τό βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς κολάσεως. Καί δέν πρέπει φυσικά νά τίς ἑρμηνεύουμε κατά γράμμα, γιατί αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά ὁδηγήσει σέ παρερμηνεῖες καί παρεκδοχές. Αὐτό πού θέλει νά τονίσει ὁ Κύριος χρησιμοποιώντας τήν εἰκονική αὐτή γλώσσα εἶναι τό μέγεθος τοῦ πόνου καί τῆς ἀπελπισίας, πού θά εἶναι κυρίως οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως (πού θά λειτουργοῦν σέ ὑπέρτατο βαθμό), ὁ ἀπελπισμός, ἡ ἀπόγνωση καί ἡ ἐξαγρίωση τοῦ ὄντος πού θά ζεῖ μακριά ἀπό τήν πηγή τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς χαρᾶς του (τόν Θεό), καί ἡ πύρινη αἴσθηση ὅτι τήν ἴδια στιγμή ἄλλα ὄντα ζοῦν τή μακαριότητα τῆς θείας βασιλείας. Καί τό κυριότερο· ὅλα αὐτά θά συμβαίνουν σέ μία προοπτική τυφλή, χωρίς ἐλπίδα μιᾶς κάποιας χαλαρώσεως ἤ ἀπελευθερώσεως. Παράλληλα τήν ἀθλιότητα τῆς κολάσεως θά ἐπιτείνει ἡ παρουσία σ᾿ αὐτήν τῶν δαιμονικῶν φύσεων, πού θά ἐκφράζουν ἀνεμπόδιστα τήν κακουργία τῆς σκοτεινῆς τους ὑποστάσεως, βασανίζοντας τούς ἄθλιους ἁμαρτωλούς καί πρῶτες αὐτές βασανιζόμενες στόν τόπο τῆς ἄφατης ὀδύνης. ᾿Αλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν νά συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀπό τή σκοπιά τῆς παρούσης ζωῆς τή φύση μιᾶς τόσον ἐλεεινῆς καί ἀφόρητης ἀθλιότητος, μιᾶς τόσο μονότονης καί ἀπέραντης δυστυχίας, μιᾶς τόσο ψυχρῆς καί παγερῆς ἐρημιᾶς στούς σκοτεινούς θαλάμους τῆς ἀνυπαρξίας (τῆς ἀντεστραμμένης καί χαλασμένης ὑπάρξεως);
῾Η κόλαση, τέλος, θά εἶναι αἰώνια. Δέν θά ἔχει χρονικά ὅρια, ἀφοῦ ὁ χρόνος πού εἶναι μέτρο τῆς φυσικῆς ποιότητος τῶν ὄντων, δέν θά ἔχει λόγον ὑπάρξεως σέ μία κατάσταση σαφῶς πνευματική. ᾿Εμεῖς βέβαια δέν μποροῦμε ἀπό τή σκοπιά τῆς γῆς ὅπου τά πάντα προσδιορίζονται χρονικά, νά ἐννοήσουμε τή φύση μιᾶς ἄχρονης ζωῆς, ἔξω ἀπό τίς κατηγορίες τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος. Αὐτό μονάχα οἱ ἄγγελοι τό γνωρίζουν καθώς καί οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν, πού μέ τό θάνατο ἀποδεσμεύτηκαν ἀπό τή σχέση τῆς πυκνότητος τῆς ὕλης. Μερικοί μάλιστα νομίζουν, ὅτι τό διαρκές καί ἄχρονο τῆς ἄλλης ζωῆς, χωρίς ἐξελίξεις καί μεταλλαγές, θά γεμίζει μέ κόρο καί ἀνία τά ἀσώματα πνευματικά ὄντα282!
Τό δόγμα τῆς αἰωνιότητος τῆς κολάσεως εἶναι κεφαλαιῶδες σημεῖο τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς. ῾Ο Κύριος δέν ἀφήνει καμιά ἀμφιβολία· «᾿Απελεύσονται οὗτοι (οἱ κακοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον»283. Δέν ὠφελοῦν δέ ἐν προκειμένῳ οἱ προσπάθειες πού καταβάλλουν μερικοί νά δώσουν διαφορετικήν ἑρμηνεία στό ἐπίθετο «αἰώνιον» τῆς παραβολῆς. ῎Αλλωστε, ἄν τό ἴδιο ἐπίθετο στήν περίπτωση τῆς θείας βασιλείας σημαίνει διάρκεια χωρίς τέλος, δέν θά ἦταν αὐθαιρεσία στήν περίπτωση τῆς κολάσεως νά τοῦ δώσουμε διαφορετικήν ἔννοια;
῾Η αἰωνιότητα τῶν ποινῶν στόν τόπο τῆς βασάνου ὑπῆρξεν ἀπό πολύ παλαιά σημεῖον ἀντιλεγόμενο. Μερικοί τό ἀπορρίπτουν παντελῶς, ἐνῶ ἄλλοι δέν θέλουν νά τό σκέπτονται καί νά τό συζητοῦν. ᾿Ακόμη καί στή θεολογία δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού προτιμοῦν νά τό προσπερνοῦν, διά νά μή προσκρούουν τάχα στίς εὐαισθησίες τῶν ἀνθρώπων! Καί ὅλ᾿ αὐτά, τή στιγμή πού ὁ Κύριος καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας –κυρίως ἡ ὀρθόδοξη λατρεία284– σέ μύριους τόνους ἐξαίρουν τήν ἀλήθεια αὐτή, γιά νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό μία κατάσταση τόσο τραγική, πού εἶναι ἐνδεχόμενο νά σφραγίσει μιά γιά πάντα τήν ὕπαρξή μας!
Μερικοί, τέλος, γιά νά μετριάσουν τίς ἐντυπώσεις ἀπό τήν αἰωνιότητα τῶν ποινῶν τῆς κολάσεως, ἰσχυρίζονται ὅτι θά ὑπάρξουν μέν ποινές μετά θάνατον γιά τούς ἁμαρτωλούς, διότι τοῦτο ἀπαιτεῖ ἡ θεία δικαιοσύνη· οἱ ποινές ὅμως αὐτές δέν θά εἶναι αἰώνιες, ἀλλά προσωρινές. ῾Ο Θεός δέν εἶναι ἐκδικητικός –λέγουν– γιά νά τιμωρεῖ αἰώνια τά πλάσματά του. Οἱ ποινές πού θά ἐπιβάλει εἶναι παιδαγωγικές, πού θ᾿ ἀποβλέπουν στήν κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν. ῞Οταν δέ ἡ κάθαρση αὐτή ἀργά ἤ γρήγορα συντελεστεῖ, τότε ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί, καί αὐτός ἀκόμη ὁ διάβολος, καθαροί πιά ἀπό τήν ἁμαρτία, θά ἐπιστρέψουν πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖον ἀπομακρύνθηκαν, ὥστε νά εἶναι ὁ Θεός «ἐν πᾶσι τά πάντα»285. ῎Ετσι, νομίζουν, θά θριαμβεύσει τελικά τό ἀγαθόν ἐπί τοῦ κακοῦ καί δέν θά ὑπάρχει ὁ ἐπαχθής ἐσχατολογικός δυϊσμός, τόν ὁποῖον ὑφηγεῖται τό δόγμα τῆς αἰώνιας κολάσεως. Τό τέλος τοῦ κόσμου θά γίνει ὅμοιο μέ τήν ἀρχή του στούς κόλπους τῆς θείας παναρχίας!
Οἱ ἀνωτέρω ἰδέες εἶναι πραγματικά ἑλκυστικές, πολλοί δέ καί στό παρελθόν καί τώρα τίς υἱοθετοῦν, νομίζοντας ἔτσι ὅτι προσεγγίζουν τήν ἀλήθεια. Δυστυχῶς ὅμως τά πράγματα δέν δικαιώνουν τίς λεπτές εὐαισθησίες τους. Καί σέ ἄλλη εὐκαιρία ἐτονίσαμεν, ὅτι δέν μποροῦμε νά ἑρμηνεύουμε τίς θεῖες ἀλήθειες τῆς πίστεως σύμφωνα μέ τά δικά μας προσωπικά κριτήρια καί τίς ὑποκειμενικές μας ἀρέσκειες. ῾Η θεωρία τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων286 –διότι περί αὐτῆς πρόκειται– ἀρνουμένη τήν αἰωνιότητα τῶν ποινῶν τῆς κολάσεως, ἔρχεται σέ ὀξεῖα ἀντίθεση μέ τό ἐπίσημο δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία καί τήν κατεδίκασε. ῎Αν τό πρᾶγμα φυσικά δέν μᾶς ἀρέσει, αὐτό εἶναι ἄλλη ὑπόθεση. ᾿Εν πάση ὅμως περιπτώσει ὁ δογματικός στρουθοκαμηλισμός σέ ἕνα τόσο σοβαρό ζήτημα, ἡ τάση νά κλείνουμε τά μάτια μας σέ μία τόσο κραυγαλέα καί ἐξώφθαλμη ἀλήθεια, εἶναι προσπάθειες ἄχαρες τίς ὁποῖες κινητοποιεῖ συνήθως ὁ φόβος καί ἡ ταραγμένη μας συνείδηση καί οἱ ὁποῖες εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐπιτύχουν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, δηλαδή τήν καταδίκη μας στήν αἰώνια κόλαση!

«Οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».

῾Ο Χριστός εἶναι βασιλεύς αἰώνιος. ῾Η βασιλεία του (ὅπως καί ἡ ἀρχιερωσύνη του) εἶναι ἀδιάκοπη καί ἀδιάδοχη. Δέν ὑπάρχει ὄνομα ἄλλο πού νά τόν ἀντικαταστήσει καί νά τόν διαδεχτεῖ. Διότι ὅλα εἶναι δοῦλα στή βασιλική κυριαρχία του. ῾Ο Πατήρ πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ287. Εἶναι ὁ Κύριος τοῦ παντός, ὁ Δεσπότης οὐρανοῦ καί γῆς. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ἄρχων τῆς πνευματικῆς βασιλείας του, τήν ὁποίαν ἵδρυσε μέ τό μαρτυρικό αἷμα του καί τήν ὁποίαν κυβερνᾶ ἀοράτως ἀπό τόν οὐρανό, ἀσκώντας τό βασιλικό του ἀξίωμα, μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ᾿Επικράτειά του εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων στίς ὁποῖες κυριαρχεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τοῦτο κυριαρχεῖ καί στίς ἄϋλες φύσεις τῶν ἀγγέλων στόν οὐρανό288. ῾Η βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν μοιάζει μέ τίς ἐφήμερες βασιλεῖες τῆς γῆς πού εἶναι παροδικές καί διαδέχονται συνεχῶς ἡ μία τήν ἄλλην. Εἶναι βασιλεία σταθερή καί ἀμετάπτωτη. ῾Η βασιλεία τοῦ σκότους θά ὑπάρχει μέν στήν κόλαση, καμία ὅμως σχέση δέν θά ᾿χει μέ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς. ῾Ο Χριστός εἶναι βασιλεύς τοῦ παντός αἰώνιος καί ἀκατάλυτος, βασιλεύς ἀγάπης καί αἰώνιας χαρᾶς, ὅπου τά καθαρμένα πνεύματα (ἄγγελοι καί ἄνθρωποι) θ᾿ ἀπολαμβάνουν τίς χάρες τῆς θείας βασιλείας χωρίς καμία ἀνάπαυλα, καμία πλησμονή καί κανένα κορεσμό. ῾Η βασιλεία του θά εἶναι βασιλεία πνεύματος καί ἀληθείας, ἀγέραστη καί ἀδιάφθαρτη.

Φαίνεται τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια δέν συνειδητοποιοῦμε στό βαθμό πού θά ἔπρεπε ἐμεῖς οἱ φτωχοί ἄνθρωποι. Στή θέση τοῦ Χριστοῦ βάζουμε ἄλλους θεούς καί στή θέση τῆς βασιλείας του τοποθετοῦμε ἄλλες βασιλεῖες, πικρές καί ὀλέθριες. Γινόμαστε ὑπήκοοι ἄλλων σκληρῶν ἀρχόντων, πού τούς ἐμπνέει ἡ κακουργία, τό μῖσος καί ἡ ἀδικία. ᾿Αρχόντων ἐφήμερων καί δυναστευτικῶν, πού ἀναιροῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ποτίζοντας τή γῆ μέ αἵματα καί σπείροντας παντοῦ τόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή. Βάζουμε αὐτοπροαίρετα τόν τράχηλό μας κάτω ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τοῦ διαβόλου, δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς. Στή σύγχυση δέ καί τή μεγάλη μας παραπλάνηση, ἔχοντας τίς πνευματικές αἰσθήσεις μας νεκρωμένες ἀπό τό παραισθησιογόνο τῆς ἁμαρτίας καί ἀπολαμβάνοντας ἀσταμάτητα τά ἡδονικά θέλγητρα τοῦ βίου, νομίζουμε ὅτι ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία μας, ὑπνοβάτες ἐλεεινοί μιᾶς ζωῆς χωρίς πραγματικό νόημα καί σκοπό, μέχρις ὅτου σβήσει τό ὄνειρο καί ξαφνικά φανεῖ ἀμείλικτη ἡ πραγματικότητα, τήν ὁποίαν –ἀλίμονο!– θά εἶναι πολύ ἀργά νά ἀντιμετωπίσουμε! Τό φῶς τῆς ἀληθινῆς ἡμέρας θά εἶναι ὀδυνηρότατο διά τά μάτια τά συνηθισμένα στίς ρωγμές καί τά σκοτάδια τῆς πνευματικῆς ἀνυπαρξίας. Τά ἠθικά σκοτάδια προώρισται νά ζήσουν στά αἰώνια πνευματικά σκοτάδια!

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

242. 1 Κορ. 7,31.
243. ᾿Αποκ. 21,1.
244. «῞Ηξει δέ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεῖα δέ καυσούμενα λυθήσονται, καί γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται» (2 Πέτρ. 3,10).
245. 1 Θεσσ. 4,16.
246. Μάρκ. 13,32.
247. ῎Αν μέν ἐγνώριζε, ἐπιτρέπεται ὁ Κύριος νά δηλώνει ἄγνοια, προσποιούμενος ὅτι τάχα δέν ἤξερε; ῎Αν πάλιν ἀγνοοῦσε, πῶς δικαιολογεῖται ἡ ἄγνοια, δεδομένης τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων; Δέν γνώριζεν ὡς Θεάνθρωπος (πρᾶγμα ἀδύνατο στό σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ) ἤ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος; Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος Χριστός ν᾿ ἀπομονωθεῖ ἀπό τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος; Νά γνώριζε ὡς Λόγος καί ν᾿ ἀγνοοῦσε ὡς ἄνθρωπος; ῎Αν πάλιν ἀποσιώπησε τήν ἀπάντηση διά λόγους παιδαγωγικούς (δέν συνέφερε τούς μαθητές νά μάθουν), τότε γιατί δήλωσε ἄγνοια καί δέν εἶπεν εὐθέως σ᾿ αὐτούς ὅτι δέν ἔπρεπε νά εἶναι περίεργοι; κ.λπ. Τό θέμα φυσικά εἶναι δύσκολο, διατυπώθηκαν δέ διάφορες θεωρίες πρός ἐπίλυσή του. Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τ. 2, σ. 131 ἑξ.
248. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ᾿Αντιχρίστου ἰδέα. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1970. Καί· ῾Η ὥρα τοῦ ᾿Αντιχρίστου. ᾿Αθήνα 1987.
249. «Καί κηρυχθήσεται τοῦτο τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, καί τότε ἥξει τό τέλος» (Ματθ. 24,14).
250. Ματθ. 25,34.
251. 2 Θεσσ. 2,3.
252. Ματθ. 24,11. 24.
253. Ματθ. 24,7.
254. Ματθ. 25,31–46.
255. 1 ᾿Ιω. 4,20.
256. ᾿Αποκ. 16,5· «δίκαιος εἶ, ὁ ὤν καί ὁ ἦν». 15,3· «δίκαιος καί ἀληθιναί αἱ ὁδοί σου». 16,7· «ἀληθιναί καί δίκαιαι αἱ κρίσεις σου». 2 Τιμ. 4,8· «δίκαιος κριτής». Ψαλμ. 10,8· «ὅτι δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν» κ.ἄ.
257. ᾿Ιω. 4,8.
258. ῾Εβρ. 10,31.
259. «᾿Απόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (῾Εβρ. 9,27).
260. Πολύ περίεργα εἶναι ὅσα λέγει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. ᾿Αναφέρει αὐτό πού ἰσχυρίζονται ἀρκετοί, ὅτι στίς θέσεις τῶν σωμάτων βλέπουν «σκιοειδεῖ τῶν κατοιχομένων (αὐτῶν πού πέθαναν) φαντάσματα». ῎Αν αὐτό ἀληθεύει –τονίζει ὁ ἅγιος Πατήρ– τότε πιστοποιεῖται ἡ ὑπερβολική προσπάθεια καί τό δέσιμο τῆς ψυχῆς μέ τό σαρκώδη βίο, ὥστε, ἄν καί αὐτή (ἡ ψυχή) ἀποχωρίστηκε ἀπό τή σάρκα, νά μή θέλει νά πετάξει μακριά, οὔτε ν᾿ ἀνεχθεῖ τήν πλήρη μεταχώρησή της «πρός τό ἀειδές τοῦ σχήματος» (δηλαδή τή μορφή πού δέν ἔχει εἶδος, σχῆμα), ἀλλά νά ἐξακολουθεῖ νά παραμένει στό παλιό σωματικό σχῆμα πού εἶχε πρό τοῦ θανάτου στή ζωή της· μιά δέ πού βγῆκε ἀπό τό σῶμα, νά πλανᾶται μέ πόθο στούς γήινους ὑλικούς τόπους καί νά περιφέρεται γύρω ἀπό αὐτούς (Ρὒ 46,88 Βἒ).
176
261. Λουκ. 16,19–31.
262. 1 Κορ. 1,27. 28.
263. 2 Κορ. 12,9.
264. ᾿Ιακ. 4,6.
265. Λουκ. 17,21.
266. Ματθ. 5,10.
267. Εἶναι «συμφέρον ψυχῆς», ὅπως ἀκριβῶς δέεται ἡ ᾿Εκκλησία σέ κάθε θεία Λειτουργία της· «Τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν…».
268. Τά ἐλατήρια αὐτά, ἄν καί δευτέρας ποιότητος, ἔχουν ὡστόσο τή σχετική ἀξία τους. ᾿Ιδίως ὁ φόβος τῆς κολάσεως μπορεῖ σέ μιά πρώτη φάση νά ἀφυπνίσει τόν ἁμαρτωλό, νά τόν ὁδηγήσει σέ μετάνοια, σέ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτία καί νά γίνει αἰτία μεταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπαρχή τῆς πνευματικῆς του ἀναγεννήσεως. Εἶναι, λοιπόν, προτιμότερο νά ἀποφεύγει κανείς ἀπό φόβο τήν ἁμαρτία, παρά ἀδεῶς νά τή διαπράττει, χαλκεύοντας ἔτσι ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς τόν ὄλεθρο τῆς ψυχῆς του.
269. 2 Κορ. 12,2–4.
270. Νά λέγαμε ὅτι καταπατεῖ τήν προσωπικότητα, τίς ἐλευθερίες καί τό δικαίωμα αὐτοδιαθέσεως τῶν ἀνθρώπων;
271. 1 Κορ. 14,33.
272. Τό κλῆμα πού δέν μένει στήν ἄμπελο, δηλαδή στό ζωτικό χῶρο του, ξηραίνεται καί τό καῖνε οἱ ἄνθρωποι στή φωτιά. Παρόμοια καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν μείνει στή νοητή ἄμπελο (τόν Χριστό) πού εἶναι ὁ ζωτικός βιότοπος τῆς ὑπάρξεώς του, ξηραίνεται στήν ἁμαρτία καί τελικά ρίχνεται στή φωτιά τῶν αἰώνιων κολαστηρίων (᾿Ιω. 15,5.6).
273. Ρωμ. 6,23.
274. ᾿Ιω. 4,14.
275. ῾Η ᾿Εκκλησία μας ψάλλει κατανυκτικά· «᾿Εν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ᾿Εάν γάρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα, ὁ χιτών μέ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἐστι τοῦ γάμου, καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος» (Μ. Δευτέρα, εἰς τούς Αἴνους). ᾿Επίσης· «Τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα καί σῶσόν με» (᾿Εξαποστειλάριον τῶν ῎Ορθρων τῆς Μ. ῾Εβδομάδος).
276. Λουκ. 12,16–21.
277. Λουκ. 16,19–31.
278. Ματθ. 3,12· «κατακαύσει πυρί ἀσβέστῳ». 5,22· «ἔνοχος ἔσται ἐν τῇ γεέννῃ τοῦ πυρός». 13,41· «βαλοῦσιν αὐτούς εἰς τήν κάμινον τοῦ πυρός». 13,50· «βαλοῦσιν αὐτούς εἰς τήν κάμινον τοῦ πυρός». 18,8· «βληθῆναι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον». Μάρκ. 9.43· «εἰς τό πῦρ τό ἄσβεστον». 44· «καί τό πῦρ οὐ σβέννυται». Λουκ. 3,17· «κατακαύσει πυρί ἀσβέστῳ».
279. Μάρκ. 9,44. 46. 48· «ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ».
280. Ματθ. 8,12· «εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον». Καί· 22,13. 25,30.
281. Ματθ. 8,12· «ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων». Καί· 13,42. 13,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
282. Στήν παγίδα αὐτή ἔπεσεν ὁ ᾿Ωριγένης, ὁ ὁποῖος δίδαξε ὅτι οἱ νόες (τά πνευματικά ὄντα) πού πλάστηκαν πρῶτα ἀπό τόν Θεό, ἀπό κόρο καί πλησμονή πού κατέλαβαν τήν ἄϋλη φύση τους, μετακινήθηκαν ἀπό τό ἀγαθό καί περιέπεσαν στήν κακία.
283. Ματθ. 25,46.
284. ᾿Αντί ἄλλης μαρτυρίας, παραθέτουμε τήν εὐχή τῆς ᾿Εκκλησίας πρός τήν Θεοτόκον· «καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου τῆς αἰωνίου με ρυομένη κολάσεως…».
285. 1 Κορ. 15,28.
177
286. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ἰδέα. ᾿Αθῆναι 1959.
287. Λουκ. 20,42. 43. 1 Κορ. 15,27· «πάντα γάρ ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ».
288. Ματθ. 6,10.

 

Άρθρον Πρώτον
Άρθρον Δεύτερον
Άρθρον Τρίτον
Άρθρον Τέταρτον
Άρθρον Πέμπτον
Άρθρον Έκτον
Άρθρον Έβδομον
Άρθρον Όγδοον
Άρθρον Ένατον
Άρθρον Δέκατον
Άρθρον Ενδέκατον
Άρθρον Δωδέκατον
Οι Δέκα Εντολές και ο Νόμος της Χάριτος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

(c) orthodoxanswers.gr Το παρόν site είναι αφιερωμένο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην υπερευλογημένη Θεοτόκο.
Με την χάρη του Τριαδικού Θεού οι "Ορθόδοξες Απαντήσεις" βρίσκονται στο διαδίκτυο από το 2006.