ΑΡΘΡΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ
«῾Ομολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Στό ἄρθρο αὐτό γίνεται λόγος περί τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖον παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν. ῾Η μνεία τοῦ βαπτίσματος μετά τόν περί ᾿Εκκλησίας λόγον εἶναι πολύ φυσική, δεδομένου ὅτι μέ τό ἱερό αὐτό μυστήριο γίνεται ἐπίσημα ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾿Εκκλησία καί ἡ ἐνσωμάτωσή του στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο μυστήριο, ἀπαραίτητο διά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Τά μυστήρια εἶναι θεοσύστατες τελετές, οἱ ὁποῖες χορηγοῦν στόν ἄνθρωπο τή θεία χάρη.
῾Η θεία χάρη εἶναι ἡ ἁγιαστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἀπέρρευσε ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία338 στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Χωρίς αὐτήν τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος μένει ἀνενέργητο καί ἀνεκπλήρωτο. ῾Η θεία χάρη εἶναι ἐνέργεια κοινή καί τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, ἄν καί κυριολεκτεῖται στήν ἁγιαστικήν ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μποροῦμε νά δοῦμε συνεκδοχικῶς στήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα κατά τή θεία Λειτουργία· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν».
῾Η θεία χάρη δέν εἶναι δύναμη κτιστή μέ τήν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τήν ἀπρόσιτη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Τριαδικό Θεό. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ χάρη εἶναι ἐνέργεια ἄκτιστη πού ἀπορρέει ἐσωτερικά ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ νά σώσει καί νά θεοποιήσει τόν ἄνθρωπο. Στή θεολογία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἡ θέωση, ὡς ἀνάκραση τῆς φύσεως μέ τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (καί ὄχι φυσικά μέ τήν ἀμέθεκτη οὐσία τοῦ Θεοῦ) εἶναι κάτι τό ἐντελῶς ἀδιανόητο. Γι᾿ αὐτούς ἡ θέωση εἶναι ἁπλή ἠθική ἐκλάμπρυνση τῆς φύσεως καί τίποτε περισσότερο. Εἶναι θέαση τοῦ φωτός (τῆς δόξης), ὄχι ἀνάκραση μέ αὐτό.
῞Οπως εἴπαμε, ἡ θεία χάρη εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία πρός σωτηρία. Χωρίς αὐτήν ὁ ἄνθρωπος μένει στήν περιοχή τῆς φύσεως πού βαρύνεται μέ τήν ἁμαρτία τοῦ προπάτορα καί ἐπί πλέον μέ τίς δικές του προσωπικές ἁμαρτίες, καί σάν τέτοιος εἶναι πλάσμα φθαρμένο καί ἔνοχο ἀπέναντι στόν Θεό. Εἶναι τέκνο φύσει ὀργῆς339, βρισκόμενο κάτω ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ πνευματικοῦ θανάτου καί μή μπορώντας αὐτοδύναμα ν᾿ ἀποφύγει τήν αἰώνια καταδίκη του.
῾Η θεία χάρη εἶναι χάρισμα (αὐτό σημαίνει ὁ ὅρος), δῶρο Θεοῦ340 πρός τόν ἄνθρωπο. ῾Η χορήγησή της δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ὑποκειμενικές ἀνθρώπινες συνθῆκες. Δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἠθικοπνευματική κατάσταση καί τήν ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε αὐτός νά τήν ἀπαιτεῖ δικαιωματικά ἀπό τόν Θεό σάν μισθό διά τά ἐνάρετα ἔργα καί τήν ἁγιότητά του. Αὐτή τήν ἀπαίτηση εἶχαν οἱ φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου. ᾿Ενόμιζαν ὅτι ἡ 103
ὑποτιθέμενη ἁγιότητά τους τούς παρεῖχε τό δικαίωμα νά ἀξιοῦν ἀπό τόν Θεό τή σωτηρία ὡς ἀμοιβή διά τά ἐνάρετα ἔργα τους. Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου, καί ὁ πλέον ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὅταν πράττει τό καθῆκον του, ὀφείλει νά ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος πού κινεῖται στά αὐστηρά πλαίσια τοῦ προσωπικοῦ χρέους του καί τίποτε περισσότερο341.
῾Η θεία χάρη εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ καθολική. Χορηγεῖται σέ ὅλους ἀνεξαίρετα τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι σέ ἴσο μέτρο παιδιά τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως λειτουργεῖ στά ἐπί μέρους, ἀγνοοῦμε. Αὐτό πού εἶναι βέβαιον εἶναι ὅτι δέν εἶναι δύναμη ἀναγκαστική. Δηλαδή δέν ἐξαναγκάζει κανένα νά τήν κάνει ἀποδεκτή342. ῾Ο ἄνθρωπος πρέπει νά θελήσει ἀβίαστα τό δῶρο τοῦ Θεοῦ, διότι τοῦτο συμφωνεῖ μέ τήν ὑψηλή περιωπή του, ὡς δημιουργήματος λογικοῦ καί «εἰκόνος» Θεοῦ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδή ἔχανε τήν ἐλευθερία του, σέ τίποτε δέν θά διέφερε ἀπό τά βοσκήματα. ῎Αν ὅμως δεχτεῖ αὐτοπροαίρετα τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί συνεργήσει ἐλεύθερα μέ αὐτό, θά ἔχει σάν ἐπιβράβευση τήν εὐλογία καί τή σωτηρία του. ᾿Ενῶ πάλιν ἄν ἀρνηθεῖ τή θεία δωρεά καί παραμείνει πεισματικά κλεισμένος στά φθαρμένα ὅρια τῆς φύσεώς του, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἀνενέργητη σ᾿ αὐτόν καί τελικά θά τόν ἐγκαταλείψει343, μέ ἀποτέλεσμα νά πωρωθεῖ ψυχικά καί νά παραδοθεῖ στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο.
Στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὁ ρόλος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι πρωταρχικός. ῾Η σωτηρία δέν εἶναι καρπός τοῦ «θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»344. Παρά ταῦτα, ἡ σύμπραξη τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη συνθήκη πρός σωτηρία. ῞Οπου δέν ὑπάρχει ἡ συνθήκη αὐτή, ἡ σωτηρία παραμένει ἀνέφικτη. Γιά νά σωθεῖ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συντρέξουν δύο τινά· πρώτιστα καί κύρια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί σέ δεύτερη, πλήν ἀπαραίτητη μοῖρα, ἡ ἐλεύθερη συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς τόν ἕνα ἀπό τούς δύο παράγοντες αὐτούς, σωτηρία δέν ὑπάρχει. Στή βάση αὐτή ἐξηγεῖται καί ἡ δυνατότητα τῆς κολάσεως, τό γεγονός ὅτι ἄνθρωποι πολλοί θά χαθοῦν στήν περιοχή τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. ῎Ετσι ἐπαληθεύονται καί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ὅτι «πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ οἱ ἐκλεκτοί»345 καί ὅτι «εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν καί πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς»346.
Τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος. Αὐτό σημαίνει ὅτι χορηγοῦν ἀπαραίτητα («ἐξ ἀνάγκης») τή χάρη, διότι ἡ χορήγηση αὐτῆς ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό τήν ἀξιομισθία τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό ἄλλες ἀντικειμενικές ἤ ὑποκειμενικές συνθῆκες. Γιά νά χορηγήσουν ὅμως τή χάρη πρέπει νά εἶναι μυστήρια ἔγκυρα, δηλαδή νά τελοῦνται ἀπό κανονικούς ἱερεῖς καί ἀπαραίτητα στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά μυστήρια πού τελοῦν οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, ἐπειδή τελοῦνται ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, εἶναι ἄκυρα. ῎Αλλωστε, πῶς εἶναι δυνατόν νά χορηγήσουν οἱ αἱρετικοί τή χάρη, τήν ὁποίαν ἔχασαν, ἀφοῦ ἀποκόπηκαν ἀπό τόν κορμό τῆς ᾿Εκκλησίας; Μήπως καί ὁ λαμπτήρας πού ἀποσυνδέθηκε ἀπό τή γεννήτρια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος μπορεῖ νά λειτουργήσει καί νά δώσει φῶς; Παράλληλα πρέπει νά τελοῦνται σύμφωνα μέ τό καθιερωμένο τυπικό τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἠθική ποιότητα καί τό ὅποιο φρόνημα τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν δέν ἀσκοῦν ροπήν ἐπί τοῦ κύρους καί τῆς κανονικότητος τῶν μυστηρίων. ῞Ενας ἁμαρτωλός λειτουργός μπορεῖ νά τελέσει ἔγκυρα τά μυστήρια, ἀρκεῖ ἐξωτερικά νά τελεῖ ὅ,τι ἀπαιτεῖ ἡ ᾿Εκκλησία καί μέ σοβαρότητα φυσικά καί ὄχι μέ διάθεση ἐμπαικτική. ῾Η θεία χάρη μπορεῖ νά διοχετευτεῖ διά μέσου ὁποιουδήποτε ἀγωγοῦ, ἄσχετα ἄν αὐτός εἶναι πολύτιμος ἤ εὐτελής. ῾Η ποιότητα τοῦ ἀγωγοῦ δέν ἔχει σημασία, χωρίς νά θέλουμε μέ αὐτό νά ποῦμε, ὅτι οἱ τελετουργοί τῶν μυστηρίων δέν πρέπει νά προσέχουν τήν ἠθική τους ζωή, πού σέ ἀρνητική περίπτωση μπορεῖ νά δημιουργήσει ἀμφιβολίες στίς 104
συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα τῶν τελουμένων ὑπ᾿ αὐτῶν μυστηρίων.
Τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄν καί δραστικά μέσα τῆς χάριτος, δέν ἐνεργοῦν ὡστόσο τό ἴδιο στίς ψυχές τῶν πιστῶν πού τά δέχονται. ᾿Εδῶ ἀνακύπτει ἕνα πολύ σοβαρό ζήτημα, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀγνοοῦν οἱ πιστοί. ῎Αλλο εἶναι ἡ χορήγηση τῆς χάριτος καί ἄλλο ἡ σωτήρια ἐπενέργειά της, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό συνθῆκες ὑποκειμενικές τοῦ κοινωνοῦντος τοῦ μυστηρίου πιστοῦ. Διά νά λειτουργήσει λυτρωτικά ἡ χάρη, πρέπει ὁ δέκτης τοῦ μυστηρίου νά ἔχει τή δέουσα ἠθικοπνευματική προπαρασκευή, διότι τά μυστήρια δέν εἶναι τελετές μαγικές πού ἐνεργοῦν τυφλά καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκονται οἱ δεχόμενοι τά μυστήρια πιστοί. Παράδειγμα τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Γιά νά κοινωνήσει κανείς σώματος καί αἵματος Χριστοῦ καί ἡ κοινωνία νά ἔχει τά εὐεργητικά της ἀποτελέσματα, ὁ κοινωνός πρέπει νά προσέλθει μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη καί νά εἶναι καθαρός ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας. ᾿Αλλιώτικα, ἄν προσέλθει ἀπαράσκευος, θά κοινωνήσει μέν σώματος καί αἵματος Χριστοῦ, δέν θά λάβει ὅμως καί τήν εὐλογία τῆς θείας Κοινωνίας, ὡς μή διακρίνων τά τίμια δῶρα (μή ἔχων αἴσθηση τοῦ μυστηρίου). ᾿Αντί δέ εὐλογίας, θά λάβει «κρῖμα καί κατάκριμα»347.
Σέ κάθε ἐκκλησιαστικό μυστήριο διακρίνουμε δύο σημεῖα, ἕνα ὁρατό καί ἕνα ἀόρατο. Καί ἀόρατο μέν εἶναι αὐτό πού δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας καί δέν ὑποπίπτει στή φυσική μας αἴσθηση, ἡ ἀόρατη χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία παρέχεται μυστικά καί ἁγιάζει τήν ψυχή τοῦ κοινωνοῦντος τοῦ μυστηρίου πιστοῦ. Στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, λόγου χάρη, δέν βλέπει κανείς τή θεία χάρη νά καθαρίζει τήν ψυχή τοῦ βαπτιζομένου ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί νά δημιουργεῖ σ᾿ αὐτόν τή νέα πνευματική γέννηση. ῾Ορατό δέ σημεῖο εἶναι αὐτό πού βλέπουμε καί ὑποπίπτει στή φυσική μας αἴσθηση, ἡ ἐξωτερική τελετή, τό ὑλικό στοιχεῖο πού χρησιμοποιεῖται σέ κάθε μυστήριο, οἱ εὐχές, οἱ λόγοι, οἱ ἐξωτερικές κινήσεις τοῦ λειτουργοῦ κ.τ.ὅ. Τά σημεῖα αὐτά πρέπει νά ὑπάρχουν γιά τήν πληρότητα καί τήν ὁλοκληρία κάθε ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου.
᾿Από τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄλλα μέν εἶναι προαιρετικά καί ἄλλα ὑποχρεωτικά. ῾Υποχρεωτικά εἶναι· τό βάπτισμα, τό χρῖσμα, ἡ μετάνοια, ἡ θεία Εὐχαριστία καί τό εὐχέλαιο. Προαιρετικά δέ· ἡ ἱερωσύνη καί ὁ γάμος. ῾Ο πιστός δέν ὑποχρεοῦται νά προσέλθει στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου οὔτε νά συνάψει δεσμό γαμικό. Θά τό πράξει ἐλεύθερα καί στό βαθμό πού νομίζει, ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά σηκώσει τό μυστηριακό δεσμό σ᾿ ἀμφότερες τίς περιπτώσεις. ᾿Επίσης ἀπό τά μυστήρια ἄλλα μέν τελοῦνται μία καί μόνη φορά, ἄλλα δέ ἐπανειλημμένως. Στά «ἅπαξ» τελούμενα ἀνήκουν· τό βάπτισμα, τό χρῖσμα καί ἡ ἱερωσύνη, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα μποροῦν νά ἐπαναλαμβάνονται, ἀνάλογα μέ τίς ἑκάστοτε πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν.
Εἶναι δέ τά μυστήρια ἑπτά τόν ἀριθμό348· βάπτισμα, χρῖσμα, μετάνοια, θεία Εὐχαριστία, γάμος, ἱερωσύνη καί εὐχέλαιο. Τά μυστήρια αὐτά πού ἔχουν ὅλα τήν καταγωγή τους –εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα– ἀπό τόν Χριστό, ἀνταποκρίνονται στή θεραπεία ποικίλων ψυχοσωματικῶν ἀναγκῶν τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό βάπτισμα δημιουργεῖ τή νέα πνευματική γέννηση· τό χρῖσμα τή σφραγίζει μέ τά χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος· ἡ θεία Εὐχαριστία τήν τρέφει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ· ἡ μετάνοια παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, θεραπεύουσα τή νόσο τῆς ψυχῆς (ἁμαρτία)· ὁ γάμος ἁγιάζει τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός· ἡ ἱερωσύνη παρέχει στήν ᾿Εκκλησία τούς πνευματικούς της ποιμένες καί λειτουργούς, ἐνῶ τό εὐχέλαιο χορηγεῖ τή σωματικήν ἴαση σέ ἀσθενοῦντες πιστούς.
105
῎Ας δοῦμε, ὅμως, ὅλα τά μυστήρια κάπως ἀναλυτικότερα.
α) Τό βάπτισμα.
῞Οπως ἤδη ἐσημειώσαμε, τό βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο μυστήριο, διότι ἀποτελεῖ τή θύρα πού εἰσάγει στό κράτος τῆς χάριτος καί δι᾿ αὐτοῦ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἐπίσημα μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐνσωματούμενος στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὶὸ ὺὰὴὦ῏ ἔχει τό δικαίωμα συμμετοχῆς του καί στά ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι μυστήριο πού δέν ἐπαναλαμβάνεται, διότι ἡ πνευματική γέννηση πού χορηγεῖ μία μόνο φορά γίνεται, ὅπως μία φορά συντελεῖται καί ἡ φυσική γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αναβαπτισμός γίνεται μονάχα στίς περιπτώσεις αἱρετικῶν πού προσέρχονται στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διότι τό βάπτισμα πού ἔλαβαν στήν αἵρεση θεωρεῖται ὡς μή ὑπάρχον. Καμιά ὅμως φορά καί «κατ᾿ οἰκονομίαν»349 ἡ ᾿Εκκλησία, ἀποσκοποῦσα στό πνευματικό της συμφέρον, δέν ἀναβαπτίζει ὁρισμένους αἱρετικούς πού προσχωροῦν στούς κόλπους της, θεωροῦσα ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμά τους. Τούς χρίει μονάχα μέ ἅγιο μύρον.
Στό βάπτισμα πού γίνεται στό ὄνομα τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος συμβαίνουν δύο τινά· πρῶτον, ἀφανίζεται ἀπό τόν βαπτισθέντα τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας καί δεύτερον, δημιουργεῖται σ᾿ αὐτόν μία νέα πνευματική γέννηση. Διά τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος ἐκριζώνεται ἀπό τήν ψυχή τοῦ βαπτισθέντος τόσο τό προπατορικόν ἁμάρτημα ὅσο καί οἱ προσωπικές του ἁμαρτίες. ᾿Εξακολουθεῖ βέβαια νά παραμένει στήν ψυχή του ἡ ἁμαρτητική ὁρμή καί μετά τό βάπτισμα, πρᾶγμα πού διαπιστώνεται ἐμπειρικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τοῦτο φαίνεται ν᾿ ἀποτελεῖ δογματικήν ἀνακολουθία πού δύσκολα μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ. ᾿Αφοῦ ἐκριζώνεται σύρριζα τό δέντρο τῆς ἁμαρτίας, πῶς ἐξακολουθοῦν νά φύονται ἀποσπάδες αὐτοῦ; ῎Ισως νά μή βρισκόμαστε μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄν λέγαμε ὅτι ὁ Θεός παραχωρεῖ παιδαγωγικῶς τήν παρουσία τῆς ἁμαρτητικότητος στήν ἀναγεννηθεῖσα φύση τοῦ βαπτισθέντος, διά νά ἔχει οὗτος ἐρέθισμα νά παλαίει κατά τῆς ἁμαρτίας καί νά τελειοποιεῖται στήν ἀρετή μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα στόν πιστό δημιουργεῖται διά τοῦ βαπτίσματος μία νέα ἄφθαρτη ζωή, μία καινούργια γέννηση, μία ἀναγέννηση. Γι᾿ αὐτό τό βάπτισμα καλεῖται «λουτρόν παλιγγενεσίας» (= νέας γενέσεως). ῾Η φύση διά τοῦ βαπτίσματος ἀνατρέχει στήν πρώτη της προπτωτικήν εὐγένεια, ἀστράφτει τήν ὀμορφιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θάλλουν σ᾿ αὐτήν ζωηροί οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. ᾿Ανακτίζεται στό βάπτισμα ἡ φύση καί ἀναδημιουργεῖται μέ τήν τελειωτική χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ᾿Αποθέτει τά αἴσχη τῆς φθορᾶς, ὅ,τι σαπρό στιβάχτηκε σ᾿ αὐτήν ἀπό τήν προγονική παράβαση καί ἀστράφτει τή δόξα καί τήν ἀφθαρσία τῆς θεότητος. Τό βάπτισμα εἶναι μυστήριο θεοποιητικό. Σ᾿ αὐτό ὁ πιστός ντύνεται τόν Χριστό350. Τά ἀποτελέσματά του συνεπῶς εἶναι τόσο ἀρνητικά ὅσο καί θετικά· ἀρνητικά, ἡ ἀποβολή τοῦ αἴσχους τῆς ἁμαρτίας στήν ὁποιαδήποτε μορφή της· θετικά, ἡ ἀνάκτιση τῆς φύσεως σέ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καί ζωή.
῾Ορατό σημεῖο τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ τέλεσή του στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος διά τριπλῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως σέ ἁγιασμένο ὕδωρ. ῾Η τριπλή αὐτή κατάδυση καί ἀνάδυση συμβολίζει τήν τριήμερη ταφή καί ἔγερση τοῦ Κυρίου. ῞Οπως δηλαδή ὁ Σωτήρ ἀποθανών ἐνταφιάστηκε στό μνῆμα καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος στό βάπτισμα διά μέν τῆς καταδύσεώς του θάπτει τή φθαρμένη φύση του στά νερά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, συνθαπτόμενος μυστικά μέ τόν Χριστό, διά τῆς ἀναδύσεώς του δέ συνανίσταται μαζί του σέ μία νέα ζωή, ἀνακαινισμένη καί ἄφθαρτη.
106
Τήν τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση σέ ἁγιασμένο ὕδωρ πού γιά μᾶς τούς ᾿Ορθόδοξους εἶναι τόσο σημαντική καί ἀπαραίτητη διά τήν ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀθετοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐν χρήσει τό δι᾿ ἐπιχύσεως ἤ ραντισμοῦ βάπτισμα. Τό βάπτισμα αὐτό βέβαια ἦταν ἐν χρήσει καί στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία. ῏Ηταν ὅμως βάπτισμα ἔκτακτο, τό ὁποῖον ἐφαρμοζόταν σέ ἀσθενεῖς πού ἦσαν ἀκίνητοι στό κρεβάτι (βάπτισμα κλινικῶν) καί δέν μποροῦσαν νά κατέβουν στό βαπτιστήριο. Αὐτό, λοιπόν, τό ἔκτακτο βάπτισμα ἀνάγκης οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀπό τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος ἀνήγαγαν σέ τακτικό θεσμό, παραθεωροῦντες τήν ἀρχαιοπαράδοτη τάξη τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ λόγοι πού συνήθως προσάγονται γιά νά δικαιολογηθεῖ ἡ πράξη τους αὐτή (ἡ τρυφερή ἡλικία τοῦ νηπίου τό ὁποῖο μπορεῖ νά βλάψει ἡ κατάδυση, τό ἄτοπο γυμνώσεως τοῦ βαπτιζομένου, τά βόρεια ψυχρά κλίματα πού δέν εὐνοοῦν τή γύμνωση κ.ἄ.), μπορεῖ μέν νά ἔχουν κάποια βάση πρακτική, ὅμως εἶναι πολύ ἀφελεῖς γιά νά στηρίξουν μία τόσο κραυγαλέα παρέκκλιση ἀπό τά παραδεδομένα.
Τό βάπτισμα εἶναι –ὅπως προείπαμε– ἀναγκαῖον πρός σωτηρία. Χωρίς αὐτό δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια δήλωσε ὁ Χριστός στό Νικόδημο κατά τή νυκτερινή τους συνάντηση· «ἄν μή τις γεννηθεῖ ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καί πνεύματος οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»351. Αὐτό δέ ἦταν τό περισσόν πού εἶχε τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τό βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννου, πού διακονοῦσε οὗτος στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό. Τό βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννου ἦταν προτύπωση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. ῏Ηταν μία τελετή πού προετοίμαζε τούς ᾿Ιουδαίους νά λάβουν ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Τήν ἄφεση αὐτή πού δέν παρεῖχε τό βάπτισμα ἐκεῖνο (τή συμβόλιζε ἁπλῶς), τήν ἐχορήγησε τό βάπτισμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού θά γινόταν μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ352.
Τό βάπτισμα, ὡς ἀπόλυτα ἀναγκαῖο πρός σωτηρία, διακονεῖται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί σ᾿ αὐτά ἀκόμη τά τρυφερά νήπια. Τό ἰδεῶδες βάπτισμα φυσικά εἶναι τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων, πού γίνεται ἐνσυνείδητα καί κατόπιν πίστεως, σύμφωνα μέ τή δήλωση τοῦ Κυρίου· «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»353. Γι᾿ αὐτό καί μερικοί (Προτεστάντες) ἀπορρίπτουν τό βάπτισμα τῶν νηπίων, ἐπειδή τάχα παραθεωρεῖ τή βασική συνθήκη τῆς πίστεως. Δέν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Κατά βασική θεολογική ἀρχή, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τά σωτήρια ἀποτελέσματά της ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει προσωπική ἀντίδραση στό ἀναγεννητικό ἔργο της, δηλαδή ἡ ἁμαρτία. Στά νήπια ὅμως, πού λόγῳ τῆς ἀθωότητος καί τῆς ἀκακίας τους, δέν ὑπάρχει ἡ ἀντίδραση αὐτή, μπορεῖ κάλλιστα νά ἐνεργήσει ἡ λυτρωτική χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί δέν πιστεύουν στόν Χριστόν οὔτε καί αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδή ἀπουσιάζει ἀπό τή φύση τους ἡ πνευματική ὡριμότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία· δέν ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἀπιστία πού εἶναι ὁ κύριος συντελεστής τῆς κατακρίσεως, ὅπως στούς πιό πάνω λόγους του προσθέτει ὁ Σωτήρ· «ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». ῞Οπως δέ τό φυσικό ἐμβόλιο τό κάνουμε στό παιδί γιά νά τό προφυλάξουμε ἀπό ἀσθένειες πού θέτουν σέ κίνδυνο τή ζωή του, χωρίς αὐτό νά ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, ἔτσι καί τό βαπτίζουμε γιά νά τό ἀπαλλάξουμε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, πού εἶναι ἡ βαριά ἀσθένεια τῆς φύσεως πού ἐκληρονομήσαμε ἀπό τήν παράβαση τοῦ ᾿Αδάμ. ῾Ο θεσμός τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἰσήχθη πολύ νωρίς στήν ᾿Εκκλησία γιά ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ τό ἐνδεχόμενο πρόωρου θανάτου τῶν νηπίων, ὁπότε αὐτά, φεύγοντας μέ τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα στή φύση τους, δέν εἶναι εὔθετα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν354. ᾿Αλλά καί τήν ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας στά νήπια φρόντισε ἡ ᾿Εκκλησία ν᾿ ἀναπληρώσει διά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν ὑποχρέωση νά κατηχήσει στήν πίστη τό βαπτιζόμενο νήπιο, προϊούσης τῆς ἡλικίας του. Τέλος σέ 107
περίπτωση πού κινδυνεύει νά πεθάνει ἕνα ἀβάπτιστο νήπιο, ἡ ᾿Εκκλησία θεωρεῖ ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα ἀνάγκης πού διακονεῖται ἐκτάκτως σ᾿ αὐτά σέ φυσικό νερό, ἀπό λαϊκούς (ἐλλείψει ἱερέων) ὀρθοδόξους, ἄνδρες ἤ γυναῖκες, διά τριττῆς καταδύσεως καί ἀναδύσεως στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος (βαπτίζεται ὁ δοῦλος ἤ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ… τάδε, εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τρεῖς φορές). ῾Ομοίως, ἐλλείψει φυσικοῦ ὕδατος τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί στόν ἀέρα. Σέ περίπτωση δέ πού ζήσει τό παιδί, τό βάπτισμα πού δέχτηκε δέν ἐπαναλαμβάνεται, γιατί εἶναι βάπτισμα ἔγκυρο. Μόνο θά διαβαστοῦν στήν ᾿Εκκλησία οἱ εὐχές πού δέν ἦταν δυνατό νά διαβαστοῦν κατά τό ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
Στό βάπτισμα, τέλος, ἐνηλίκων ἀπαιτεῖται ἀπό τούς ὑποψηφίους κάθαρση καί ἠθική προπαρασκευή, κυρίως ὅμως πίστη στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί στό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Σέ περίπτωση βαπτίσεως αἱρετικῶν ἤ ἀλλοθρήσκων γίνεται προηγουμένως κατήχηση σ᾿ αὐτούς ἀπό ὑπεύθυνα πρόσωπα τῆς ᾿Εκκλησίας.
β) Τό χρῖσμα.
῎Αν ἡ βαπτισματική χάρη δημιουργεῖ μία καινούργια πνευματική ὕπαρξη, ἡ χάρη τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος σφραγίζει καί στερεώνει τή νέα ζωή μέ τά χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, δίνοντας τή δύναμη στό βαπτισθέντα νά ζήσει βίο θεοφιλῆ καί ἐνάρετο, ἀνάλογο μέ τήν οὐράνια κλήση πού ἔλαβε ἐνσωματωθείς στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τό χρῖσμα ἀνάλογα μέ τίς ἐνέργειές του λαμβάνει καί διάφορες ὀνομασίες: σφραγίς, βεβαίωσις, τό τέλειον, τελείωσις. Στήν Κ. Διαθήκη τό ἱερό μυστήριο μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς. ῾Η Β´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή ἀναφέρει· «ὁ δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ὑμῖν εἰς Χριστόν καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (1, 21–22). Στό χωρίο αὐτό ἐξαίρεται τόσο ἡ θεία ἀρχή τοῦ χρίσματος ὅσο καί ἡ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ἐνέργειά του. ῾Ο δέ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν Α´ Καθολική του ἐπιστολή μαρτυρεῖ· «καί ὑμεῖς τό χρῖσμα ὅ ἐλάβετε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν ὑμῖν μένει» (2, 27). Καί· «ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπό τοῦ ἁγίου» (2, 20). Παράλληλα εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν στείλει στή Σαμάρεια τούς μαθητές Πέτρο καί ᾿Ιωάννη, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τους σέ ὅσους εἶχαν βαπτιστεῖ ἀπό τό διάκονο Φίλιππο μετέδωκαν σ᾿ αὐτούς Πνεῦμα ἅγιο355, ὅπως καί ὁ Παῦλος ἔκανε τό ἴδιο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του στούς μαθητές, πού δέχτηκαν τό βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννου (στήν ῎Εφεσο)356.
᾿Από τίς δύο τελευταῖες περιπτώσεις συνάγεται ὅτι τό μυστήριο ἐτελεῖτο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων. ῾Η ἐπίθεση ὅμως αὐτή σύντομα ἀποδείχτηκε ὅτι δέν ἦταν ἐπαρκής καί πρακτική, δεδομένου ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν βαπτιζομένων καθημερινά ηὔξανε τόσο, ὥστε οἱ ἀποστολικές χεῖρες νά μήν ἐπαρκοῦν στή διακονία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Διά τοῦτο ἡ χειροθεσία ἀντικαταστάθηκε πολύ νωρίς, πιθανότατα ἀπό τούς ἴδιους τούς ᾿Αποστόλους, διά χρίσεως μέ ἅγιο μύρο. Τή χρίση αὐτή τήν ἔκαναν, παράλληλα μέ τούς ᾿Αποστόλους, καί οἱ πρεσβύτεροι.
῾Ορατό σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ σταυροειδής χρίση τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ βαπτισθέντος μέ ἅγιο μύρο, τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνοῦντος σέ κάθε χρίση τούς λόγους· «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἀμήν». Τό ἅγιο μύρο εἶναι μῖγμα ἐλαίου μέ σαράντα ἄλλες ἀρωματικές οὐσίες πού συμβολίζουν τά χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Τό ἅγιο μύρο παρασκευάζεται σέ εἰδική τελετή ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τή Μεγάλη Πέμπτη στήν Κωνσταντινούπολη. ῾Η ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, παρ᾿ ὅλον ὅτι μπορεῖ, ὡς αὐτοκέφαλη, νά παρασκευάζει ἡ ἴδια γιά τίς ἀνάγκες της τό ἅγιο μύρο, τό 108
προμηθεύεται, σέ ἔνδειξη τιμῆς, ἀπό τή μητέρα ᾿Εκκλησία (Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο), τό κέντρο καί τήν κεφαλή τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό χρῖσμα, πού εἶναι μυστήριο μή ἐπαναλαμβανόμενο, τελεῖται εὐθύς μετά τό βάπτισμα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἁπλό συμπλήρωμα τοῦ βαπτίσματος. Μία τέτοια ἐκδοχή εἶναι ἐσφαλμένη, διότι τό χρῖσμα εἶναι μυστήριο εἰδικό, αὐτοτελές καί ἀνεξάρτητο, ἡ δέ τελετουργία του μετά τό πέρας τοῦ βαπτίσματος εἶναι ὁ φυσικός χρόνος τελέσεώς του. Στό σημεῖο αὐτό ἡ Δυτική ᾿Εκκλησία διαφοροποιεῖ τήν πρακτική της, ἀναβάλλουσα τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου στό 12ο ἔτος ἡλικίας τοῦ βαπτισθέντος παιδίου, ἄν παραστεῖ δέ ἀνάγκη καί νωρίτερα (7ο ἔτος). Τό σκεπτικό της εἶναι· ἀφοῦ τό νήπιο λόγω τῆς ἡλικίας του βρίσκεται σέ ἠθικοπνευματική ἀνωριμότητα, ἡ δέ συνείδησή του καθώς καί οἱ λοιπές νοητικές του λειτουργίες ὑπνώττουν, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνοιχθεῖ τοῦτο σέ ἀγῶνα προσωπικῆς οἰκειώσεως τῆς δυνάμεως πού χορηγεῖ ἡ χρισματική χάρη πρός διάπτυξη τῆς ζωῆς του σέ πολιτεία φιλόχριστη, πού τίθεται ὡς εἰδικός σκοπός τοῦ μυστηρίου; ῾Η σκέψη βέβαια αὐτή δέν στερεῖται βάσεως λογικῆς. ᾿Αλλοίμονον ὅμως ἄν βάση ἐκτιμήσεως τῶν δογματικῶν τῆς πίστεως ἀληθειῶν θέσουμε τόν ὀρθό λόγο. ᾿Αφεύκτως θά ἀποδιοργανώσουμε ὅλα τά δόγματα πού εἶναι ἀλήθειες ὑπερφυσικές, τίς ὁποῖες μόνο διά τῆς πίστεως μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει καί νά οἰκειοποιηθεῖ. ῾Η διακονία τοῦ μυστηρίου στά νήπια εὐθύς μετά τό βάπτισμα ἀποτελεῖ ἦθος ἀρχαιοπαράδοτο, αὐτό δέ ἀπαρεγκλίτως τηρεῖ ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἐνῶ ἡ πρακτική τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀποτελεῖ μεταγενέστερο νεωτερισμό (ΙΓ´ αἰών). Παράλληλα, ἄν ἡ ἀνωριμότητα τῶν νηπίων δέν εἶναι λόγος ἀποχρῶν νά στερηθοῦν αὐτά τοῦ βαπτίσματος, διατί τό μυστήριο τοῦ χρίσματος, πού εἶναι ἡ σφράγιση τοῦ βαπτίσματος μέ τά χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, ν᾿ ἀποτελεῖ κώλυμα διακονίας του; ᾿Αλλά μήπως καί τό 12ο ἔτος ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χρόνος ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα ν᾿ ἀναχθεῖ ὁ χριόμενος στό δόλιχο τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων; Περαιτέρω, εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ σχηματισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἀρχίζει νά μορφώνεται ἤδη ἀπό τοῦ λίκνου του, ἄν μή καί ἐνωρίτερα. Διατί, λοιπόν, νά στερηθεῖ τό νήπιο τῆς ζωοπάροχης δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος στήν ἀπαρχή διαμορφώσεως τοῦ χαρακτῆρος του; Σέ τελική ἀνάλυση τά πράγματα αὐτά οἰκονομεῖ μονάχα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καλύτερα ἀπό μᾶς τίς ἀνάγκες τῆς φύσεως, τήν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐπλαστούργησε. ᾿Εμεῖς δεχόμαστε μέ ἁπλότητα καρδίας τό λόγο τῆς πίστεως πού μᾶς παρέδωσε ἡ ἀπειρόσοφη βουλή τοῦ Δομήτορος τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
γ) ῾Η μετάνοια.
῾Ο ἄνθρωπος μετά τό βάπτισμα καί ἀφοῦ λάβει τήν πρώτη μεγάλη ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων του, δέν παραμένει ἀναμάρτητος εἰς τό διηνεκές. ῾Ως λογικό ὄν πού διασώζει τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του ἀφ᾿ ἑνός, καί παρωθούμενος ἀφ᾿ ἑτέρου ἀπό τό ἁμαρτητικό τῆς φύσεως πού –ὅπως εἴδαμε– ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει στή φύση του καί μετά τό βάπτισμα, μένει ἀνοικτός στή διάπραξη κάθε ἁμαρτήματος. Μάλιστα, ἄν τό ἁμάρτημα αὐτό συμβεῖ νά εἶναι θανάσιμο357, χάνει τή δικαίωση358 πού ἔλαβε διά τοῦ βαπτίσματος καί κινδυνεύει νά χάσει τήν ψυχή του. ῾Ο Κύριος φυσικά δέν μποροῦσε νά παραβλέψει ἕνα τόσο θλιβερό ἐνδεχόμενο καί ἐμερίμνησε ν᾿ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ μεγάλη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς (ἡ ἁμαρτία) σέ εἰδικό μυστήριο πού σκοπό του ἔχει τήν πνευματικήν ἴαση τῆς ψυχῆς καί τήν ἀποκατάσταση τῆς χαμένης δικαιώσεως στόν ἁμαρτωλό. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια. Κατ᾿ αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός, πού θλίβεται διά τήν κακομορφία τῆς ἁμαρτίας του καί μέ συντριβή καρδίας ἐξομολογεῖται τά παραπτώματά του στόν ἁρμόδιο τῆς ᾿Εκκλησίας λειτουργό (ἐπίσκοπο ἤ πρεσβύτερο), μέ ἀπόφαση ν᾿ 109
ἀλλάξει διάθεση καί τρόπο ζωῆς, λαμβάνει διά τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς πού ἐκφωνεῖ ὁ λειτουργός, ἄφεση τῶν ἐξαγορευθέντων ἁμαρτημάτων του καί ἐπανέρχεται στό διαταραχθέν ὑπό τῆς ἁμαρτίας κράτος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Τό μυστήριο τῆς μετανοίας στηρίζεται στήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, πού ἔλαβαν οἱ μαθητές καί μέσῳ αὐτῶν ἡ ᾿Εκκλησία ἀπό τόν Κύριον· «ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατεῖτε, κεκράτηνται»359. Τό μυστήριο διά νά εἶναι ὁλοκληρωμένο πρέπει νά περιλαμβάνει δύο τινά· τήν ἰδίως μετάνοια360, δηλαδή τή συντριβή τῆς καρδίας διά τά ἁμαρτήματα καί τήν ἀπόφαση ἀλλαγῆς νοῦ (= μετάνοια) καί συμπεριφορᾶς ἀπό τή μία μεριά, καί ἀπό τήν ἄλλη τή διά ζώσης φωνῆς ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ. Τά δύο αὐτά στοιχεῖα εἶναι ἀπαραίτητα διά τήν πληρότητα καί τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Αὐτό πού συνήθως λέγεται, ὅτι ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων στόν πνευματικό δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξομολογηθεῖ αὐτά ἀπ᾿ εὐθείας στόν Θεό κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι ἐσφαλμένο καί ἀψυχολόγητο361. ῾Ο ἁμαρτωλός εἶναι ἄνθρωπος ἀσθενής (ἄρρωστος). ῾Η ἀσθένειά του εἶναι νόσος ψυχῆς. Πῶς θά θεραπεύσει τή νόσο αὐτή ὁ ἱερέας, ὁ ἰατρός τῆς ψυχῆς, ἄν προηγουμένως δέν διαγνώσει τή φύση τῆς ἀσθένειας καί δέν πεισθεῖ ὅτι συντρέχουν οἱ λόγοι ἀφέσεως καί ἀποκαταστάσεως τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Πῶς δέ θά διαγνώσει ὅλ᾿ αὐτά, ἄν προηγουμένως δέν τοῦ τά γνωστοποιήσει ὁ ἴδιος ὁ πάσχων ἁμαρτωλός; Τήν ἀνωτέρω θέση, ὅτι δηλαδή δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐξομολόγηση, ὑποστηρίζουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι, ἀπορρίπτοντες τόν ὁρατό χαρακτῆρα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὑποστηρίζοντες τήν ἄμεση παράσταση καί σχέση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό, ἀπορρίπτουν ὄχι μόνο τό μυστήριο τῆς μετανοίας ἀλλά καί τά λοιπά μυστήρια (πλήν τοῦ βαπτίσματος καί τῆς Εὐχαριστίας), θεωροῦντες αὐτά ὡς ἐφευρήματα ἀνθρώπων καί τίποτε περισσότερο. ῞Οσοι δέ ἐκ τῶν ᾿Ορθοδόξων διατυπώνουν παρόμοιες περί ἐξομολογήσεως ἀντιλήψεις ὁδηγοῦνται σ᾿ αὐτές ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό ἀνθρώπινα ψυχολογικά ἐλατήρια, ἀπό ντροπή νά ὁμολογήσουν πράξεις τους ἐνώπιον τῶν ἱερέων, ἴσως δέ καί ἀπό φόβο κοινολογήσεως τῶν ἁμαρτημάτων τους ἐκ μέρους τῶν ἐξομολόγων. Προφάσεις φυσικά ἐν ἁμαρτίαις. ῞Οσο γιά τό τελευταῖο σημεῖο, εἶναι γνωστό τό αὐστηρῶς ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ τήρηση τοῦ ὁποίου μπορεῖ νά φθάσει, ἄν παραστεῖ ἀνάγκη, καί στήν ἀπώλεια τῆς ζωῆς τοῦ ἐξομολόγου.
Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ἡ ἐξαγόρευση γινόταν δημοσίᾳ στήν εὐχαριστιακή σύναξη τῆς χριστιανικῆς κοινότητος. ῾Η ὡραία ὅμως αὐτή συνήθεια εἶχε καί τούς κινδύνους της. ᾿Εκτός τοῦ ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἰδικῶν ἁμαρτημάτων (σαρκικῶν) μποροῦσε νά σκανδαλίσει ὁρισμένα μέλη τῆς χριστ. κοινότητος (νεαρά κυρίως πρόσωπα), ἡ κοινοποίηση ἄλλων (κυρίως ἐγκλημάτων) μποροῦσε νά προκαλέσει τήν παρέμβαση τῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατασκόπους στίς λατρευτικές συνάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας, καί τή σύλληψη ἀπό τήν πολιτεία τῶν κακοπραγούντων καί τῶν παραβατῶν τῆς κειμένης νομοθεσίας. Οἱ λόγοι αὐτοί, σέ συνδυασμό μέ ἄλλους, ὁδήγησαν στήν πρώιμη ἀντικατάσταση τῆς δημόσιας ἐξαγορεύσεως μέ τήν προσωπική ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρός ἐξομολόγηση.
Τό ὁρατό σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ εὐχή ἀπολύσεως, τήν ὁποίαν ἀπαγγέλλει στό τέλος ὁ πνευματικός λειτουργός. Τήν ἀπόλυση αὐτήν δέν τήν παρέχει ὁ ἱερέας σέ περίπτωση πού διαγνώσει ἀνειλικρίνεια ἤ πλημμελῆ μετάνοια στόν ἐξομολογηθέντα. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἐπιβάλλει ἐπιτίμια στόν ἐξαγορευόμενο διά νά τόν ὁδηγήσει σέ πραγματική μετάνοια καί εἰλικρινῆ τοποθέτηση στό θέμα τῆς πνευματικῆς νόσου του καί τῆς ἐπιθυμίας του νά λάβει τήν ψυχική του ἴαση. ᾿Επιτίμια ὅμως μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ὁ ἱερέας καί σ᾿ αὐτούς πού δέχτηκαν ἄφεση 110
ἁμαρτιῶν, μέ σκοπό νά τούς στερεώσει στή νέα τους πνευματική ζωή. Τά ἐπιτίμια αὐτά (ἐλεημοσύνη, προσευχές, ἀνάγνωση ὠφελίμων βιβλίων, ἀποδημία σέ ἱερούς τόπους κ.ἄ.) εἶναι παιδαγωγικά φάρμακα πού ἀποβλέπουν στή στερέωση τοῦ μετανοοῦντος ἀδελφοῦ. Δέν ἀποτελοῦν οὐσιαστικό στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου, ὥστε ἡ παρουσία τους νά εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητη, ἡ δέ ἔλλειψή τους νά ζημιώνει τήν ὁλοκληρία τοῦ μυστηρίου. Τά ἐπιτίμια ἐπίσης δέν εἶναι μέσα ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ὅπως παραδέχονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί362. Εἶναι ἁπλές παιδαγωγίες, φάρμακα τονωτικά τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου καί τίποτε περισσότερο.
῾Η μετάνοια εἶναι μυστήριο ἐπαναλαμβανόμενο. Σ᾿ αὐτό θά προσέλθει ὁ πιστός ὅσες φορές τό ἀπαιτοῦν οἱ πνευματικές του ἀνάγκες καί ἡ κατάσταση τῆς ψυχικῆς ὑγείας του. Κανένας περιορισμός δέν ἐπιβάλλεται στήν προσέλευσή του αὐτή. Φυσικά τό «προχείρως ἁμαρτάνειν», δηλαδή νά μή προσέχει κανείς τήν ἠθική του ζωή καί ἁμαρτάνοντας νά προσέρχεται συνεχῶς στό ἱερό μυστήριο, εἶναι ἐπικίνδυνο, διότι ὁ ἐπιπόλαιος αὐτός ἁμαρτωλός «δυσκόλως ζήσεται»363. ῎Αν ἀποβλέψουμε ὅμως στήν ἐγγενῆ ἀδυναμία τῆς φύσεως πού εἶναι πάντοτε ἐπικλινής πρός τήν ἁμαρτίαν, ἀκόμη δέ καί στό γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία στή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἐποχή εἶναι «εὐπερίστατος»364 (γίνεται πολύ εὔκολα), ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς στοργική μητέρα, πρέπει νά ἔχει πάντοτε ἀνοιχτές τίς πύλες τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου της στά ἁμαρτάνοντα μέλη της καί νά εἶναι ἕτοιμη νά παρέχει σ᾿ αὐτά ἄφεση ἁμαρτιῶν, χωρίς κωλύματα καί περιορισμούς, τόσο περισσότερο ὅσο οἱ πιστοί, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν νά συγχωροῦν τούς ἀδελφούς τους «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (συνεχῶς)365. ῎Αλλωστε οἱ περί μετανοίας αὐστηρές ἀντιλήψεις ὁρισμένων χριστιανικῶν κύκλων τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ὅτι μετά τήν πρώτην ἄφεση πού χορηγεῖται στό βάπτισμα δέν ὑπάρχει ἄλλη ἤ –πρός τό ἐπιεικέστερο– ἄλλη μία καί μόνη· ὅπως καί ἡ πρακτική ὁρισμένων τοπικῶν ἐκκλησιῶν (τῆς Β. ᾿Αφρικῆς) πού δέν ἔκαναν δεκτούς σ᾿ ἐκκλησιαστική κοινωνία τούς βαρύτατα ἁμαρτάνοντας καί τούς ἀρνουμένους τόν Χριστό κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν, δέν ἐπεκράτησαν στήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία υἱοθέτησε τήν ἐπιεικῆ καί πιό σωστή πρακτική τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία δεχόταν σ᾿ ἐκκλησιαστική κοινωνία τούς πεπτωκότες366.
Τό μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι πολύ σημαντικό διά τήν πνευματική ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αφορᾶ στή ψυχική ὑγιεινή τῶν τέκνων της, τά ὁποῖα ἀνακουφίζει ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τό πιεστικό ἄγχος τῶν τύψεων τῆς συνειδήσεως. ῾Η βεβαιότητα ὅτι στό ἱερό μυστήριο ὁ πιστός ἀποβάλλει τόν ὄγκο τῶν ἁμαρτημάτων του, γίνεται καί πάλι φίλος καί υἱός Θεοῦ, ἀναγεννώμενος μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ὅτι, ἐγκαταλείποντας τό βάθρο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ἐπιστρέφει στόν οἶκο του «δεδικαιωμένος»367, ἔχοντας στήν ψυχή του τήν ἐπίσκεψη τοῦ θείου Παρακλήτου, ὅλ᾿ αὐτά φτερώνουν τήν ψυχή καί γλυκαίνουν τήν καρδιά του, τονώνοντας τήν προσπάθειά του νά ζήσει ζωή σύμφωνη μέ τό νόμο καί τό θέλημα τοῦ Κυρίου368. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ μετάνοια δικαίως χαρακτηρίζεται ὡς «δεύτερο βάπτισμα», ὡς ἀνανεώνουσα διαρκῶς τά ἀγαθά τοῦ πρώτου ἐκείνου μυστηρίου στίς ψυχές τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Περιττό, τέλος, νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ ἀμέλεια τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀδιαφορία του γιά τό σημαντικό αὐτό μυστήριο ἐγκυμονεῖ τεράστιους κινδύνους ὄχι μονάχα γιά τήν πνευματική του ὑγεία, ἀλλά καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
δ) ῾Η θεία Εὐχαριστία.
᾿Ενῶ τό βάπτισμα δημιουργεῖ τή νέα πνευματική γέννηση, τήν ὁποίαν τό χρῖσμα σφραγίζει μέ τίς δωρεές τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δέ μετάνοια θεραπεύει τίς πνευματικές 111
της ἀσθένειες, ἡ θεία Εὐχαριστία τήν τρέφει μέ τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό μυστήριο αὐτό εἶναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Καλεῖται «Κυριακόν» (ὅπως καί τό βάπτισμα), διότι ἔχει ἀπ᾿ εὐθείας τή σύστασή του ἀπό τόν Κύριο. Τόσο δέ πολύ, ὥστε καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικῶς τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, δέν ἀπετόλμησαν νά τό ἀρνηθοῦν, δεχόμενοι βέβαια αὐτό κατά τό δικό τους τρόπο καί φυσικά διαφορετικά ἀπό ὅ,τι τό δεχόμαστε ἐμεῖς. Τή διαφορά θά δοῦμε στή συνέχεια.
Εἰσαγωγικά στή φύση καί τή δύναμη τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅσα μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος στό διάλογο πού εἶχε μέ τούς ᾿Ιουδαίους, μετά τό χορτασμό στήν ἔρημο τῶν πεντακισχιλίων. Στηλιτεύων τόν ὄχλον ὁ Σωτήρ ὅτι τόν ἀκολουθοῦσαν ὄχι διότι τόν πίστευαν, ἀλλά διότι ζητοῦσαν ἐπανάληψη τοῦ θαύματος τῆς ὑλικῆς διατροφῆς τους, ἔλαβε ἀφορμή νά ὁμιλήσει περί τῆς πραγματικῆς τροφῆς πού παρέχει «ζωήν αἰώνιον», περί τοῦ ἄρτου πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, γιά τή δική του σάρκα, ἡ βρώση τῆς ὁποίας χορηγεῖ στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή ζωή· «… ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τοῦ ἄρτου τούτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα. καί ὁ ἄρτος δέ ὅν ἐγώ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἥν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς· … ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς. ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, καί ἐγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ. καθώς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατήρ κἀγώ ζῶ διά τόν πατέρα, καί ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι᾿ ἐμέ»369. Συνέστησε δέ τό μυστήριο ὁ Κύριος τό ἑσπέρας τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα. ᾿Ενῶ ἔτρωγε τό Πασχάλιο Δεῖπνο μέ τούς μαθητές «λαβών ὁ ᾿Ιησοῦς τόν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου. καί λαβών τό ποτήριον καί εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»370.
῾Η θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καί συγχρόνως θυσία. ῾Ως μυστήριον ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει τήν ἔννοιαν ὅτι κάτω ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τά ὁποῖα ἁγιάστηκαν μέ τήν ἐπίκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὑπάρχουν πραγματικά τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σ᾿ αὐτά παρόν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑνιαίως σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ὑπάρξεώς του. Εἶναι τό σῶμα πού γεννήθηκε ἀπό τή Μαρία, ἀπέθανε στό σταυρό, ἀναστήθηκε ἀπό τόν τάφο καί, θεωμένο, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ὅπου κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».
Τό ὁρατό σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου καί ἡ εὐχή ἐπικλήσεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων μέ τρόπο πού ὑπερβαίνει πλήρως τή νοητική μας κατάληψη, ἡ οὐσία τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μεταβάλλεται, μεταποιεῖται, μεταστοιχειοῦται στήν οὐσία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου371. ᾿Εκεῖνο πού ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μετά τόν καθαγιασμό εἶναι τά ἐξωτερικά συμβεβηκότα, δηλαδή οἱ ποιότητες τῶν φυσικῶν στοιχείων, ὅπως τό βάρος, τό σχῆμα, τό χρῶμα, ἡ ὀσμή καί ἡ γεύση. Αὐτά ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν κατά θείαν οἰκονομία, γιά νά διευκολύνουν ἴσως τή βρώση καί τήν πόση τῆς Εὐχαριστίας, πού θά ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολη σέ περίπτωση πού ὁ πιστός δεχόταν γυμνά καί ἀπροκάλυπτα τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τά τίμια δῶρα κοινωνούμενα ἑνώνονται μυστικά μέ τήν ὅλη ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θεοποιεῖται μέ τήν ἄχραντη θεία ἐπαφή. Φυσικά ἡ θεία Κοινωνία δέν ἀκολουθεῖ τή 112
φυσική διεργασία τῆς πέψεως καί τῆς ἀποβολῆς, πού γίνεται στή λήψη κάθε ἄλλης φυσικῆς τροφῆς.
Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα σ᾿ ὁλόκληρη τήν ποσότητα τῆς θείας Κοινωνίας καί σέ κάθε μόριο αὐτῆς· εἶναι δέ παρόντα συγχρόνως καί σ᾿ ὅλα τά ἱερά ποτήρια τῆς θείας Λειτουργίας καί φυσικά στόν οὐρανό, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συμβαίνει μονάχα μέ θαῦμα τῆς θείας παντοδυναμίας, δεδομένου ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι κατά τή φύση του πανταχοῦ παρόν. ῾Η θεωρία τῆς ῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ372 (πανταχοῦ παρουσίας), τήν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Λούθηρος δέν εἶναι ὀρθή. ῾Ο ἀρχηγέτης τῆς Διαμαρτυρήσεως στήν προσπάθειά του νά ἐξηγήσει τόν τρόπο τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶπεν ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν καί στή θεία Εὐχαριστία373. ῾Η θεωρία αὐτή εἶναι πολύ ἀφελής καί εὔκολα ἀνατρέπεται. Διότι, ἄν εἶναι πανταχοῦ παρόν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, φυσικά δέν θά εἶναι μονάχα στή θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλην ὑλική τροφή καί δέν βλέπουμε τί τό περισσό ἔχει ἡ βρώση τοῦ κυριακοῦ σώματος. Στίς ἰδέες του αὐτές ὁ Λούθηρος κατέληξε, κάνοντας κακή ἐφαρμογή τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στή μία ὑπόσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῎Ετσι ἀπέδωσε τήν πανταχοῦ παρουσία πού ἀνήκει αὐστηρῶς στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀνθρώπινη φύση ἀπ᾿ εὐθείας, ἡ ὁποία σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά προσλάβει τό ἰδίωμα αὐτό, πού ἀνήκει ἀποκλειστικά στή θεότητα.
Οἱ ὑπόλοιποι προτεστάντες ἀπορρίπτουν ὁμόφωνα τό δόγμα τῆς μετουσιώσεως374 τῶν φυσικῶν στοιχείων. Κατ᾿ αὐτούς ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος εἶναι σύμβολα ψιλά (= ἁπλά) τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ὁποίων παρέχεται διά τῆς πίστεως ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στόν μεταλαμβάνοντα πιστό. Πρόκειται γιά ἕνα συμβολισμό, ὁ ὁποῖος δέν περιέχει τήν ἰδέα τοῦ πράγματος, ἀλλ᾿ εἶναι σημεῖον ἁπλό τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι τά διδάγματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα, χωρίς κανένα σοβαρό ἔρεισμα στή Γραφή, τῆς ὁποίας ὁ ρεαλισμός ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν Εὐχαριστία εἶναι πέρα ἀπό κάθε ἀμφισβήτηση. Αὐτό εἶναι καί τό φρόνημα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τή μαρτυρία ὅμως τῶν ὁποίων, οἱ Διαμαρτυρόμενοι, συνεπεῖς στίς ἐκκλησιολογικές τους ἀρχές, ἀπορρίπτουν375.
῾Η θεία Εὐχαριστία εἶναι μυστήριο κατ᾿ ἐξοχήν θεοποιητικό. Εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενῶ στά ἄλλα μυστήρια παρέχεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν, στήν Εὐχαριστία παρέχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ὄχι μονάχα τό σῶμα καί τό αἷμα του, ἀλλά καί ἡ ψυχή του (δηλαδή ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση του), συνειμμένα δέ καί ἡ θεότητά του πού εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα, καί κατ᾿ ἐπέκταση ὁ ὅλος τριαδικός Θεός, στόν ὁποῖον ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἡ ὑπόσταση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου! Στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστός σπείρεται στή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνακιρνᾶται μέ αὐτήν, τή φλέγει καί τή διαπερᾶ σέ μία ἕνωση βαθύτατα ἐσωτερική. Στή θεία Εὐχαριστία πολλαπλασιάζεται ὁ Χριστός στά μέλη τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας του, τά ὁποῖα μέ τή θεία Μετάληψη ἑνώνονται καί μεταξύ τους σέ μία κοινωνία βαθιά ἀνθρωπολογική καί χριστολογική. ῾Η θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας. Σ᾿ αὐτήν ὑπάρχουν τόσοι «χριστοί» ὅσα καί τά μέλη της πού ἑνώνονται ἐσωτερικά, σέ βάση ὅμως πραγματική, μέ τόν Σωτῆρα Κύριο. Στήν Εὐχαριστία τέλος ἁγιάζεται καί ἡ κτίση, πού μέ τά φυσικά στοιχεῖα της (τούς καρπούς τῶν σπλάχνων της) λειτουργεῖ καί αὐτή στόν ἀπερινόητο λόγο τοῦ θείου μυστηρίου, τή μεταποίησή της στή σάρκα τοῦ Πλάστη της.
᾿Ανάλογη μέ τήν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου πρέπει νά εἶναι καί ἡ προπαρασκευή τοῦ ἀνθρώπου νά δεχτεῖ μέσα του τόν Κύριο τῆς δόξης. ῾Ο πιστός πρέπει νά ἔχει σαφῆ 113
αἴσθηση τῆς ἱερότητος τῆς θείας Μεταλήψεως. Πρέπει νά εἶναι σέ θέση νά διακρίνει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περί τροφῆς μυστηριακῆς, ὅτι κάτω ἀπό τά ἐξωτερικά συμβεβηκότα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου (ὄσφρηση, γεύση, χρῶμα κ.λπ.) λαμβάνει μέσα του ὁλόκληρο τόν Χριστό, ὁλόκληρη τή θεότητα μέ τήν ὁποίαν ζυμώνεται γιά νά γίνει καί αὐτή ἄρτος οὐράνιος. ῞Οτι, μετέχοντας τῆς θείας Εὐχαριστίας, γίνεται χριστοφόρος καί θεοφόρος, ἡ φύση του ἀνακιρνᾶται στήν ποιότητα τοῦ Δημιουργοῦ καί Σωτῆρα της, πυρπολεῖται ἀπό τή φωτιά τῆς θεότητος.
Καί ὅτι δέν πρέπει νά προσέρχεται στή θεία Μετάληψη ἐπιπόλαια καί μηχανικά, ἀπό ἁπλῆ συνήθεια, ἀλλά νά εἶναι ὅσο γίνεται καθαρός γιά νά δεχτεῖ μέσα του τόν Καθαρό. Καί ὅτι, γιά νά γίνει «θεός», πρέπει πρῶτα νά γίνει ἄνθρωπος ἄξιος νά δεχτεῖ στό εἶναι του τή φωτιά τοῦ Θεοῦ, πού δέν θά τόν κάψει ἀλλά θά τόν φλογίσει καί θά τόν μεταμορφώσει. Διότι, ἄν προσέλθει ἀνάξια στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, θά λάβει μέν μέσα του τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιον αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ὄχι ὅμως «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον»376, ἀλλά «εἰς κρῖμα καί εἰς κατάκριμα». Θά ὑπογράψει δηλαδή μέ τά δικά του χέρια τήν αἰώνια καταδίκη του. Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία πολλοί πού κοινωνοῦσαν ἀνάξια, πέθαιναν377.
Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας χρησιμοποιεῖται ἄρτος ἔνζυμος καί οἶνος «ὕδατι κεκραμένος», εἰς ἀνάμνηση τῆς τρώσεως τῆς πλευρᾶς τοῦ Κυρίου στό σταυρό, ἀπό τήν ὁποίαν ἐξῆλθε «αἷμα καί ὕδωρ»378. Σέ ἀντίθεση πρός τό ὀρθόδοξο ἔθος, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιοῦν ἀντί ἄρτου, ἄζυμα. Αὐτό ὅμως ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀρχαία παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας καί τή μαρτυρία τῆς Γραφῆς, κατά τήν ὁποίαν ὁ Κύριος τό ἑσπέρας τῆς Πέμπτης πού τέλεσε τό μυστικό Δεῖπνο, ἔφαγεν ἄρτον ἔνζυμο (ψωμί ζυμωμένο), διότι ἡ βρώση τῶν ἀζύμων, πού ἐπέβαλλε ὁ νόμος, ἄρχιζε τήν ἑπόμενη Παρασκευή, τή μεγάλη ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα.
Στή δική μας ᾿Εκκλησία τῶν ἀχράντων μυστηρίων κοινωνοῦν ἀνεξαίρετα ὅλοι οἱ πιστοί, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν μικρῶν παιδίων. ᾿Αντίθετα οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν ἐπιτρέπουν στά νήπια τή θεία Κοινωνία, γιά τούς ἴδιους λόγους πού μεταθέτουν τήν τέλεση τοῦ χρίσματος στό 12ο ἔτος τῆς ἡλικίας τῶν βαπτισθέντων παιδίων. Μέ τήν τέλεση τοῦ χρίσματος αὐτά δέχονται καί τήν πρώτη τους θεία Κοινωνία. Καί ἡ πρακτική αὐτή ἀποτελεῖ καινοτομία τῆς Παπικῆς ᾿Εκκλησίας. Φυσικά οἱ λόγοι τῆς ἀποκλίσεως αὐτῆς ἀπό τό ἀρχαιοπαράδοτο ἔθος τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εὐσταθοῦν, ὅπως δέν εὐσταθοῦν καί οἱ λόγοι ἀναβολῆς τελέσεως τοῦ χρίσματος. Τή ζύμη τῆς θεότητος ἔχουν ἀνάγκην ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι. Στά νήπια δέ πού ἔχουν καθαρή τήν ψυχή τους ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ θεία Εὐχαριστία ἐνεργεῖ κατ᾿ ἐξοχήν τά εὐεργετικά της ἀποτελέσματα. ῎Αλλωστε ἔμμεση μαρτυρία ὑπάρχει καί στήν ἁγία Γραφή, ὅπου γίνεται μνεία βαπτισμοῦ ὁλοκλήρων οἴκων, στούς ὁποίους φυσικά περιλαμβάνονταν καί μικρά παιδιά. Εἶναι φυσικό νά ὑποθέσουμε ὅτι καί αὐτά θά κοινωνοῦσαν μαζί μέ τούς γονεῖς τους κατά τήν πρώτη οἰκογενειακή Μετάληψη.
῞Ομοια, ἐνῶ στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία κοινωνοῦν ὑπ᾿ ἀμφότερα τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί, κληρικοί καί λαϊκοί, στή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία ἀπαγορεύεται ἡ κοινωνία αἵματος Χριστοῦ στούς λαϊκούς καί σέ ὅσους κληρικούς δέν λαμβάνουν μέρος στήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ μόνοι πού κοινωνοῦν καί αἵματος Χριστοῦ εἶναι οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. ῾Η θεωρία τῆς ὴ῏ὃὴ῏ἣἂὦὰὃὦἂὰὸ379 (= συνακολουθίας), τήν ὁποία διετύπωσε ὁ Θωμᾶς ὁ ᾿Ακινάτος διά νά δώσει θεολογικό ὑπόβαθρο στήν πρακτική τῆς ᾿Εκκλησίας του, δέν εἶναι σοβαρή. Κατά τή θεωρία αὐτή δέν ὑπάρχει σῶμα χωρίς τό αἷμα πού φυσιολογικά ἐμπερικλείεται σ᾿ αὐτό. ῾Επομένως, κοινωνώντας κανείς σώματος Χριστοῦ, κοινωνεῖ αὐτομάτως καί τοῦ 114
συνυπάρχοντος αἵματος, χωρίς νά παρίσταται ἀνάγκη ξεχωριστῆς κοινωνίας τοῦ τελευταίου. ῎Αραγε νά μήν ἐγνώριζε τή θεωρία τοῦ Θωμᾶ ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅταν ἐθέσπιζε τήν ξεχωριστή κοινωνία τοῦ αἵματός του, λέγων· «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…»; ῞Οτι ἡ στέρηση τοῦ ποτηρίου ἀπό τούς λαϊκούς στοχεύει στήν ἐξύψωση τοῦ κλήρου ὑπέρ τόν λαόν, σύμφωνα μέ τό ἱεροκρατικό πνεῦμα τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι περιττό καί νά σημειώσουμε380.
Τέλος, ἐνῶ στήν ᾿Εκκλησία μας ὁ καθαγιασμός τῶν τιμίων δώρων, ἡ μεταβολή δηλαδή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, γίνεται κατά τήν εὐχή τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος· «…καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου· τό δέ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ», οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ὅτι ὁ καθαγιασμός γίνεται κατά τήν ἐκφώνηση τῶν συστατικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου· «Λάβετε, φάγετε…» καί «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή, ποιό νόημα θά εἶχεν ἡ εὐχή τῆς ἐπικλήσεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει σέ ὅλα τά τυπικά τῶν ἀρχαίων λειτουργιῶν;
Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι μυστήριο ἐπαναλαμβανόμενο. Δέν ὑπάρχουν περιορισμοί στήν προσέλευση τοῦ πιστοῦ στή θεία Κοινωνία, ἐκτός τῶν περιπτώσεων ἐκείνων πού ἡ ἀπαγόρευση μετοχῆς ἐπιβάλλεται προσωρινά ὡς ἐπιτίμιο στούς ἐξομολογουμένους ἀπό τόν ἱερέα. Κάθε πιστός ἔχει τό δικαίωμα νά προσέρχεται στή θεία μετάληψη, ὅταν δέχεται τήν πρόσκληση ἀπό τόν λειτουργοῦντα ἱερέα· «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». ᾿Αλλιώτικα ἡ πρόσκληση αὐτή δέν θά εἶχε κανένα νόημα. ᾿Αρκεῖ βέβαια νά ὑπάρχει –ὅπως προηγουμένως τονίστηκε– ἡ δέουσα προπαρασκευή ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Γιατί, ὅταν κανείς προσέρχεται ἀπαράσκευος στή θεία Κοινωνία, διαπράττει μεγάλο ἁμάρτημα πού δουλεύει ἀρνητικά γιά τήν πνευματική του ζωή καί ἑτοιμάζει τήν αἰώνια καταδίκη του. ᾿Επίσης, ὅποιος ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἀπιστία δέν προσέρχεται στήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι πνευματικά νεκρός381, πρᾶγμα πού θέτει σέ κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
῾Η θεία Εὐχαριστία ὅμως εἶναι παράλληλα καί θυσία. ῎Εχει ὅλα τά συστατικά στοιχεῖα μιᾶς ἀληθινῆς θυσίας· θύτη, θύμα καί τήν καταστροφή τοῦ θύματος. Στή μεγάλη ἐνιαύσια θυσία τοῦ ᾿Εξιλασμοῦ στήν Π. Διαθήκη θύτης ἦταν ὁ ἀρχιερέας, θύμα τό προσφερόμενο ἀπό τήν κοινότητα ζῶο καί πράξη καταστροφῆς ἡ σφαγή τοῦ ζώου, μέ τό αἷμα τοῦ ὁποίου ἐραντίζετο (ἀπό τόν ἀρχιερέα) τό καταπέτασμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Στή θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας θύτης καί θύμα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός (ὅπως καί στή θυσία τοῦ σταυροῦ), πράξη δέ καταστροφῆς ὁ χωρισμός τοῦ σώματος ἀπό τό αἷμα καί ἡ κλάση τοῦ ἄρτου ἀπό τόν ἱερέα, πού εἶναι τό ὄργανο διά τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός θύει ἑαυτόν ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Στήν ἁγία Γραφή ὑπάρχουν πολλές μαρτυρίες γιά τό θυτήριο χαρακτῆρα τῆς θείας Εὐχαριστίας. ῎Ηδη στήν Π. Διαθήκη τό χαρακτῆρα αὐτό (τῆς σταυρικῆς θυσίας) προτύπωνε ἡ θυσία τοῦ Πασχαλίου ἀμνοῦ, ὁ ὁποῖος προεικόνιζε τόν ᾿Αμνό τοῦ Θεοῦ «τόν αἴροντα τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου»382. Στή σταυρική δέ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχεν ἀναφορά καί ἡ θυσία ἡ ἀγγελλομένη στήν προφητεία τοῦ Μαλαχία· «οὐκέτι μου θέλημα ἐν ὑμῖν… καί θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τό ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ προσάγεται τῷ ὀνόματί μου θυσία καθαρά…» (1, 10.11). Στήν Κ. Διαθήκη ἡ θεία Εὐχαριστία τονίζεται στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ μυστηρίου, ὅπου οἱ μετοχές «κλώμενον» (τό σῶμα) καί «ἐκχυνόμενον» (τό αἷμα), μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς θυσίας μποροῦν νά γίνουν κατανοητές (καταστροφή τοῦ σώματος καί χύση τοῦ αἵματος). Παράλληλα εἶναι ἐνδεικτικά καί ὅσα ὁ ᾿Απόστολος λέγει, ἀντιπαραβάλλων τό ποτήριο καί τήν τράπεζα τῶν δαιμονίων (τή βρώση τῶν εἰδωλοθύτων) πρός τό ποτήριο καί τήν τράπεζα τοῦ Κυρίου (ἕνωση μέ τά δαιμόνια καί ἕνωση μέ τόν Κύριον 115
ἀντίστοιχα). ῎Ετσι, ὅπως ἡ τράπεζα τῶν δαιμονίων εἶναι θυσιαστήριο (στό ὁποῖο μετέχουν οἱ λατρεύοντες τά δαιμόνια), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ τράπεζα τοῦ Κυρίου εἶναι «θυσιαστήριον, ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες»383 (οἱ ᾿Ιουδαῖοι). ᾿Αλλά καί οἱ ἐκφράσεις τῶν Πατέρων· θυσιαστήριον, τράπεζα, θυσία, προσφορά, λατρεία, ἱερεῖον, ἱερουργία, προσφέρειν, θυσιάζειν, θύειν, ἱερεύειν384, καμίαν ἀμφιβολίαν δέν ἀφήνουν περί τοῦ χαρακτῆρος τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς πραγματικῆς θυσίας.
Οἱ Προτεστάντες, ἄν καί δέχονται τή μυστηριακή ὄψη τῆς Εὐχαριστίας (προσαρμοσμένη βέβαια στίς ἰδιαίτερες θεολογικές προκαταλήψεις τους), ἀρνοῦνται τή φύση αὐτῆς ὡς θυσίας. Εἶναι γνωστόν ἄλλωστε ὅτι ἀπορρίπτουν τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης καί δέν ἔχουν στήν κυριολεξία ἱερεῖς, πού εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νά προσφέρουν θυσίες, ἀλλ᾿ ἁπλούς πάστορες (ποιμένες) πού εἶναι ἐπιφορτισμένοι κυρίως μέ τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
῾Η θυσία τῆς Εὐχαριστίας προσφέρεται στήν ᾿Εκκλησία «εἰς ἀνάμνησιν»385 τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ὅμως μία συμβολική ἀναπαράσταση τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀναπαράσταση ἀληθινή τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Σωτῆρος. ῾Η θυσία τῆς Εὐχαριστίας πού τελέστηκε στό Μυστικό Δεῖπνο τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, στά ῾Ιεροσόλυμα, ἦταν πρόληψη τῆς μεγάλης θυσίας πού θά γινόταν σέ λίγες ὧρες στό Γολγοθᾶ. Κατ᾿ αὐτήν ὁ Σωτήρ εὐλόγησε ξεχωριστά τόν ἄρτο καί τόν οἶνο (χωρισμός σώματος καί αἵματος πού γίνεται σέ κάθε θυσία) καί ἐτεμάχισε τόν ἄρτο, τόν ὁποῖο διένειμε στούς μαθητές πρός μετάληψη.
῾Η διαφορά τῆς θυσίας τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπό τή θυσία τοῦ σταυροῦ εἶναι στά ἀκόλουθα σημεῖα·
α) Στό σκοπό πού ἔχει κάθε μία ἀπ᾿ αὐτές. ῾Η θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινε διά τήν κατάργηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, πού ἦσαν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καί τήν ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἐνώπιον τοῦ παναγίου Θεοῦ. ῾Η θυσία τῆς Εὐχαριστίας διαιωνίζει στήν ᾿Εκκλησία τή μεγάλη σταυρική θυσία, ἐφαρμόζουσα τά ἀγαθά ἐκείνης σέ ὅσους πιστεύουν στόν Κύριο καί δέχονται μέ ἀφοσίωση καί ἀγάπη τό πρόσωπο καί τό λυτρωτικό ἔργο του.
β) ῾Η θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινεν «ἅπαξ διά παντός» (μιά γιά πάντα) ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. ᾿Αντίθετα, ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς σέ ὅλα τά πλάτη καί τά μήκη τῆς γῆς ὅπου ὑπάρχει ᾿Εκκλησία, σέ κάθε θεία Λειτουργία της. Μέ τήν ἐπανάληψη αὐτή διαιωνίζεται στόν κόσμο ἡ ἱλαστήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ πιστοί νά καρπώνονται τά ἀγαθά ἐκείνης.
γ) ᾿Ενῶ ἡ σταυρική θυσία ἦταν «ἐν αἵματι» (αἱματηρή), ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη. Γίνεται δηλαδή χωρίς νά χυθεῖ τό πανάγιον αἷμα τοῦ Κυρίου.
῾Η σημασία τῆς Εὐχαριστίας ὡς θυσίας εἶναι πολύ μεγάλη διά τή ζωή γενικά τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ πιστοί, παράλληλα μέ τήν ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό διά τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων μυστηρίων, στή θυσία τοῦ Χριστοῦ πού ἐπαναλαμβάνεται ἀναίμακτα στήν ᾿Εκκλησία, ζοῦν τά λυτρωτικά ἀγαθά τοῦ σταυροῦ, δεχόμενοι τήν εὐλογία πού ἀενάως ἀπορρέει ἀπό τήν ἄπειρη ἀξιομισθία τοῦ λυτρωτικοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος.
Εἶναι πραγματικά πολύ μεγάλη ἡ τιμή διά τόν ἄνθρωπο νά παρίσταται –ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης καί οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες– μάρτυρας τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε θεία Λειτουργία τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς καί τή μεγάλη σημασία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. ῞Οταν ἐκκλησιάζεται ὁ πιστός δέν παρακολουθεῖ ἁπλά μίαν ἐκκλησιαστική τελετή, ἀλλά ζεῖ ἀληθινά στό ρυθμό τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται δέκτης τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πού καρφώθηκε πάνω στό σταυρό, γιά νά βγάλει ἀπό τή φύση μας τό πικρό φαρμάκι τῆς 116
φθορᾶς. Ζεῖ στήν ὅλη του ὑπόσταση τή χρηστότητα τοῦ πλαστουργοῦ του, πού πέθανε γιά νά λυτρώσει τό πλάσμα του ἀπό τή νέκρωση τῆς ἁμαρτίας. ῾Υπάρχει ἄραγε μεγαλύτερος τίτλος τιμῆς διά τόν εὐτελῆ ἄνθρωπο; Καί ὅμως αὐτός, ἕνα κινούμενο ὀξύμωρο, ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ μακριά ἀπό τό ναό, ἀποξενωμένος ἀπό τή μεγάλη χρηστότητα καί εὐλογία! Νεκρωμένος στά πονηρά ἔργα του καί ἐγκλωβισμένος στή ραστώνη καί τήν ἀδιαφορία του, προσπερνᾶ τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἀνυποψίαστος ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό χάνει ὅ,τι πολυτιμότερο μπορεῖ νά ἔχει, τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς του. Διότι ὁ χριστιανός πού ἀπό ἀδιαφορία δέν ἐκκλησιάζεται, ἔχει χάσει τή σημασία τῆς χριστιανικῆς του κλήσεως, παραπαίων στά σκοτάδια τῆς πνευματικῆς ἀγνωσίας καί ἀποτυφλώσεως. Φυσικά, κάνοντες λόγο περί ἐκκλησιασμοῦ, ἐννοοῦμε τόν πραγματικόν ἐκκλησιασμό, πού γίνεται μέ φωτισμένη συνείδηση, καί ὄχι τίς ἄλλες σκοπιμότητες πού ὑπαγορεύουν τή συμβατική παρουσία του στό ναό.
ε) ῾Ο γάμος.
Εἶναι τό μυστήριο τῆς φύσεως καί τῆς χάριτος.
῾Η ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός πού συνιστᾶ τό γάμο, εἶναι πράξη μέσα στή φύση, τήν ὁποίαν ἐθέσπισεν ὁ Θεός, δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο. ῞Οταν δηλαδή ἔπλασε τό πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος, τό εὐλόγησε καί διέταξε τή γαμική του ἕνωση, ὥστε νά αὐξάνονται καί νά πληθύνονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ386. ῾Η γαμική ἕνωση ἀνήκει στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας, εἶναι κάτι θελημένο ἀπό τόν Θεό. ῾Η θεωρία ὅτι ὁ πολλαπλασιασμός τοῦ γένους θά γινόταν μέ ἕναν ἄλλο πνευματικότερο τρόπο καί ὄχι μέ τόν τρόπο τῆς φυσικῆς ἀναπαραγωγῆς (ὑπόβαθρο τῆς θεωρίας εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι στήν πρώτη φάση τῆς δημιουργίας του ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὄν πνευματικό καί ὅτι τό ὑλικό σῶμα, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, προστέθηκαν ἀργότερα, ἀποτελοῦντες τή δεύτερη φάση τῆς ζωῆς του πού ὑπαγόρευσε ἡ πτώση στήν ἁμαρτία) καί ὅτι ἡ διάκριση τῶν φύλων μαζί μέ τή φυσική σχέση τους θεσπίστηκαν τάχα ἐν ὄψει τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων τήν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεός, εἶναι θεωρία ἄκρως ἰδεαλιστική, ἡ ὁποία δέν ἀνταποκρίνεται στή φυσική ἀλήθεια τοῦ γάμου. ᾿Επειδή ὅμως ἡ γαμική σχέση τῶν ἀνθρώπων ἐκτροχιάστηκε μετά τήν πτώση μαζί μέ ὁλόκληρη τή φύση καί περιῆλθε στήν ἀρρωστημένη σφαίρα τῆς ἁμαρτίας, ὁ Κύριος, στήν ἐπιθυμία του νά ἁγιάσει τήν πεσμένη φύση σέ ὅλες τίς ἀναφορές καί ἐκδηλώσεις της, δέν παρέλειψε νά ἁγιάσει καί τό φυσικό τοῦ γάμου δεσμό, πού εἶναι τόσο σημαντικός στήν οἰκονομία ζωῆς τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων του. ῾Ο ἁγιασμός καί ἡ ἐξύψωση τῆς γαμικῆς σχέσεως γίνεται στό ἱερό μυστήριο τοῦ γάμου, τό ὁποῖο συνέστησεν ὁ Σωτήρ. Σ᾿ αὐτόν ἡ φυσική ἕνωση τελεῖ ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἀπό τόν ἀρρωστημένο κύκλο τῆς πεσμένης φύσεως πού φέρει τό στοιχεῖο τῆς φθορᾶς, ἐπανέρχεται στή φυσιολογική της καθαρότητα, ἐξυψώνεται καί ἁγιάζεται.
῞Οτι ὁ δεσμός τοῦ γάμου εἶναι κάτι θελημένο ἀπό τόν Θεό, φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος τόν τίμησε μέ τήν παρουσία του στό γάμο τῆς Κανᾶ387, ὅπου ἔκανε καί τό πρῶτο θαῦμα του μετατρέποντας τό νερό σέ κρασί καί ἐπικροτώντας ἔτσι τή χαρά πού νιώθουν οἱ ἄνθρωποι, διασκεδάζοντας στίς κορυφαῖες στιγμές τῆς ζωῆς τους. ῾Ο ᾿Απ. Παῦλος στήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός προσδίδει χαρακτῆρα μυστηριακό σέ βάση χριστολογική – ἐκκλησιολογική388. Στό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἄνδρας ἑνώνεται μέ τή γυναῖκα τόσο βαθιά καί τόσο ἐσωτερικά, ὅσο βαθιά καί ἐσωτερικά ἑνώθηκε ὁ Χριστός μέ τήν πνευματική νύμφη του, τήν ᾿Εκκλησία. ῾Επομένως ὁ γάμος δέν εἶναι μία ἁπλῆ συμβατική πράξη σάν κι αὐτές πού τελοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ εἶναι μυστήριο, δηλαδή θεσμός πού ἔχει θεία τήν προέλευση καί βρίσκεται στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τή ροπή τῆς χάριτος καί τῆς εὐλογίας του. Εἶναι θεσμός κτισμένος στήν ἱερότητα τοῦ Θεοῦ, 117
ἀνοιχτός στήν εὐλογία τοῦ ἁγ. Πνεύματος, θεσμός μυστηριακός τῆς ᾿Εκκλησίας, πού εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν κανείς ἔχει ὑπόψει του αὐτά καί τά πιστεύει βαθιά στήν ψυχή του, πόσο γελοῖα –ἀλήθεια– τοῦ φαίνονται τά καμώματα τῶν ἀνθρώπων περί γάμου δῆθεν πολιτικοῦ ἤ ἐλεύθερης συμβιώσεως τῶν φύλων! Καί εἶναι φυσικά δικαίωμα τοῦ καθενός νά φρονεῖ καί νά λέγει ὅ,τι νομίζει· δικαίωμά του μόνο δέν εἶναι νά ἰσχυρίζεται, ὅτι μέ αὐτά πού ἀποδέχεται καί διαλαλεῖ μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως καί γνήσιος χριστιανός!
Στό γάμο ἁγιάζεται –ὅπως εἴπαμε– ὁ φυσικός τοῦ γάμου δεσμός. Τό σέξ λαμβάνει τήν πρέπουσα καί σωστή θέση του σ᾿ αὐτόν. Νομιμοποιεῖται ἡ ἱκανοποίηση τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καί ὁρμῆς, πού τόσο ἔντονα διεμπυρίζουν τή φύση τῶν ἀνθρώπων. ᾿Ορθῶς ἐλέχθη ὅτι ὁ γάμος εἶναι «φάρμακον ἐπιθυμίας», ἡ ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι ἐπίμεπτη, ὡς λειτουργοῦσα στό πλέγμα τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως. ῎Ετσι ὅλες οἱ ἐξωγαμικές ἱκανοποιήσεις τῆς σαρκικῆς ὁρμῆς (πορνεία, μοιχεία, ἐλεύθερος ἔρωτας κ.λπ.), ὅπως καί οἱ κάθε λογεῖς παρεκτροπές καί ἀνωμαλίες καταδικάζονται ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀσέβεια καί παραφθορά τοῦ σώματος, τό ὁποῖο λυτρώθηκε μέ τό αἷμα τοῦ Κυρίου καί ὡς τέτοιο ἔγινε ναός τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, σκεῦος τιμημένο καί ἄξιο389. Πρέπει ὅμως νά σημειωθεῖ, ὅτι καί στό γάμο ἡ ἱκανοποίηση τῆς σαρκικῆς ὁρμῆς δέν εἶναι κάτι τό ἀπολελυμένο καί ἄσχετο, ἀλλά κάτι πού πρέπει νά ἐναρμονίζεται πρός τήν ἱερότητα γενικά τῆς γαμικῆς σχέσεως. ῎Ετσι πρέπει νά καταδικαστοῦν τόσον ἡ ἀκραία τοποθέτηση πού θεωρεῖ ἁμαρτία τόν ἔρωτα τῶν συζύγων στόν γάμο, ὅσο καί ἡ ἄλλη ἰδέα ὅτι στό γάμο ἐπιτρέπεται ἡ ἀποχαλίνωση τοῦ ἐρωτικοῦ ἐνστίκτου, ἡ κατάχρηση στήν ἐρωτική σχέση καί οἱ πάσης φύσεως σαρκικές ἀνωμαλίες καί διαστροφές. ῾Η σχέση πρέπει νά εἶναι φυσιολογική καί λελογισμένη, ἀπόρροια τῆς ἀγάπης καί τῆς βαθιᾶς ψυχοσωματικῆς ἑνώσεως τῶν συζύγων, ἡ ὁποία σέ τελική ἀνάλυση πρέπει νά εἶναι ὁ κύριος ρυθμιστής στήν τόσο σημαντική περιοχή τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.
Στό γάμο πού πρέπει νά γίνεται ἐλεύθερα καί χωρίς τίς ὅποιες σκοπιμότητες, ἐπέρχεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν συζύγων. Σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἀποσκοποῦσε καί ἡ εἰς ἄρρεν καί θῆλυ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Κατά τή διήγηση τῆς Γραφῆς ὁ Θεός ἐδημιούργησε πρῶτον τόν ἄνδρα, τόν ᾿Αδάμ. Σύντομα ὅμως διαπίστωσε (ἀνθρωποπαθής ἡ ἔκφραση), ὅτι δέν ἦταν καλό νά μένει μόνος ὁ πρωτόπλαστος. ῾Η μοναξιά βάρυνε, ὡς φαίνεται, καί σ᾿ αὐτόν ἀκόμα τόν Παράδεισο! ῾Ο Θεός ἐπέβαλε ἔκσταση (ἐκοίμισε) τόν ᾿Αδάμ, πῆρε μέρος ἀπό τήν πλευρά του καί ἐμόρφωσε τήν Εὔα, τήν πρώτη γυναῖκα, πλάσμα πολύ ὄμορφο καί θελκτικό. ῾Ο ᾿Αδάμ μόλις τήν εἶδε συγκινήθηκε καί ἔνιωσε ξαφνικά νά μπαίνει στόν ὁλοκληρωμένο ρυθμό τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ζωῆς του. Εἶδε καί κατενόησε τή φύση του στή γνήσια καθολική της διάσταση. ῾Η ἀνθρωπομορφική διήγηση τῆς Γραφῆς390 γύρω ἀπό τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ διδακτική. Μᾶς διδάσκει ὅτι τά δύο φύλα εἶναι θελημένα ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀλληλοσυνεχόμενα. Τό ἕνα βγαίνει ἀπό τό ἄλλο. ᾿Αρχικά ἡ Εὔα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ᾿Αδάμ καί στή συνέχεια κάθε ἄνθρωπος ἀπό τή μήτρα τῆς γυναίκας. Τά φύλα ἔχουν ἀνάγκη τό ἕνα τό ἄλλο γιά τήν ψυχοσωματική τους συμπλήρωση καί ἀρτίωση. Οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ ἑνός ἀναπληρώνουν τυχόν ἐλλείψεις καί ἰδιομορφίες τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι δημιουργεῖται μία ἁρμονική ἀλληλοσυμπληρωτική ἕνωση, στήν ὁποίαν ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου ἀπηχεῖται ὅπως τή θέλησε ὁ Θεός. ῾Ο ἕνας μέσα στόν ἄλλο, μία βαθιά καί τέλεια διαπροσωπική σχέση, αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου. Στό μυστήριο τοῦ γάμου ἡ ἕνωση αὐτή εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό, γίνεται ἕνωση μυστηριακή, στήν ὁποίαν ὁμιλεῖ μέ τή χάρη του τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Οἱ σύζυγοι λαμβάνουν δύναμη νά κατανοήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά μοιράζονται ἰσότιμα 118
τά βάρη τοῦ γαμικοῦ ζυγοῦ, νά βοηθᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί οἱ δύο μαζί νά μάχονται τίς ἀντιξοότητες τοῦ βίου, νά ἀντιμετωπίζουν ἀπό κοινοῦ τά πολλά προβλήματα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, νά γελᾶνε μαζί καί νά κλαῖνε καί μέ ὁμόνοια καί συμψυχία νά δουλεύουν, ὥστε νά πετύχουν τούς ὑψηλούς στόχους αὐτοῦ πού τούς χάρισε καί τούς εὐλόγησεν ὁ Θεός391.
Στό γάμο, τέλος, διαιωνίζεται τό ἀνθρώπινο γένος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. ῾Ο γάμος εἶναι ἡ φύτρα τῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτόν γεννῶνται παιδιά, ἄνθρωποι «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» Θεοῦ392. ῾Η μητρότητα καί ἡ πατρότητα εἶναι ὕψιστο λειτούργημα καί ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Γεννώντας παιδιά ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνδημιουργός Θεοῦ. ῾Η παιδοποιία, ὅταν δέν περιορίζεται στό στενό βιολογικό κύκλο της, ἀλλά προχωρεῖ ἐνσυνείδητα στό προσωπικό πεδίο τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης στή διαμόρφωση ἀληθινῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ ὅπου πνέει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι κορυφαῖο λειτούργημα, στό ἔδαφος τοῦ ὁποίου ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου πετυχαίνει τίς πλήρεις καί ὁλοκληρωμένες διαστάσεις της. Τό παιδί εἶναι ὑψηλή ἀπότιση χρέους πρός τή ζωή καί τό δημιουργό, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι καί συνδετικός κρίκος μεταξύ τῶν γονέων, τῶν ὁποίων σφυρηλατεῖ τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη. Φυσικά ἡ παιδοποιία δέν ἀκολουθεῖ πάντοτε στή γαμική ἕνωση τῶν φύλων. ῾Υπάρχουν πολλά ἄξια ζευγάρια τά ὁποῖα εἶναι ἄκαρπα, δέν ἔχουν τήν εὐτυχία νά δοῦν καί ν᾿ ἀπολαύσουν καρπόν ἀπό τά σπλάχνα τους. Αὐτό βέβαια δέν ζημιώνει τήν ὁλοκληρία τοῦ γάμου τους, σκοπός τοῦ ὁποίου δέν εἶναι μόνον ἡ γέννηση παιδιῶν. Εἶναι φυσικά καί αὐτό ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους τοῦ γάμου σκοπούς, ὄχι ὅμως καί ὁ μόνος. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχουν παιδιά, κι ὡστόσο ὁ γάμος νά εἶναι κατά πάντα ἄξιος καί καλός. ᾿Εκεῖνο πού εἶναι ἐπίμεπτον εἶναι νά ὑπάρχει μέν ἡ δυνατότητα γεννήσεως παιδιῶν, κι ὅμως οἱ σύζυγοι ν᾿ ἀποφεύγουν ἐγωϊστικά τήν πλήρωση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ χρέους, ἁμαρτάνοντας τόσο στόν Θεόν ὅσο καί στή φύση.
῾Ο γάμος, ὡς θεοσύστατος θεσμός, εἶναι καί ἀδιάλυτος. Εἶναι ἕνωση ἰσόβια. ῞Οπως δέ ὁ Χριστός εἶναι ἀδιάλυτα ἑνωμένος μέ τήν ᾿Εκκλησία του, ἔτσι καί ἡ γαμική συζυγία εἶναι κοινωνία καί σχέση ἀδιάλυτη. ῾Η ἑνότητα τοῦ γάμου ἔχει μεταφυσική μυστηριακή θεμελίωση. Γι᾿ αὐτό καί ἀπαγορεύεται ἡ διάλυσή της. Αὐτό πού ὁ Θεός μέ τή χάρη του ἔδεσε δέν μπορεῖ ἄνθρωπος νά κόβει καί νά διαλύει393. Μόνον ὁ θάνατος εἶναι ὁ φυσικός λύτης τοῦ γάμου. ᾿Επειδή ὅμως μία τόσο ἰδανική καί μεγάλη σύζευξη παρουσιάζει ρωγμές στήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, στήν ὁποίαν πολλές φορές κυριαρχοῦν πάθη καί δημιουργοῦνται καταστάσεις ἀφόρητες, ὁ φύσει ἀδιάλυτος τοῦ γάμου δεσμός μπορεῖ, μπροστά στήν ἀδήριτη ἀνάγκη τῶν πραγμάτων, νά διαλυθεῖ καί νά καταστραφεῖ. ῾Ο Κύριος ὡς λόγον διαζυγίου ἀνεγνώρισε μόνο τήν πορνεία394, ἡ ὁποία καταστρέφει τήν πίστη καί τή βαθιά ψυχοσωματική ἑνότητα τῶν συζύγων. ᾿Αλλά καί σ᾿ αὐτήν ἀκόμη τήν περίπτωση, ἡ πορνεία συνιστᾶ δικαίωμα μόνον καί ὄχι καθῆκον διαλύσεως τοῦ γάμου ἀπό τή μεριά τοῦ προσβαλλόμενου μέλους, τό ὁποῖο μπορεῖ, ἄν θέλει, νά διατηρήσει τό γάμο του καί μετά τήν προσβολή πού τοῦ ἔγινε. ῾Η Δυτική ᾿Εκκλησία ἀντίθετα κανένα λόγο διαζυγίου δέν ἀναγνωρίζει, οὔτε κάν τήν πορνεία. ᾿Επιτρέπει μόνον τόν χωρισμό τῶν συζύγων ἀπό κοίτης καί τραπέζης (δηλαδή νά μή κοιμοῦνται καί νά μή τρώγουν μαζί). ῾Ο πιστός, τέλος, μπορεῖ νά συνάψει καί τρίτο γάμο, σέ καμιά ὅμως περίπτωση τέταρτο. Γιά τά κωλύματα τοῦ γάμου καθώς καί γιά τούς λόγους διαζυγίου, κάνει λόγο τό Κανονικό Δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει τούς λεγόμενους μικτούς γάμους, δηλαδή ἐπιτρέπει τή σύζευξη ὀρθοδόξου μέλους της μέ μή ὀρθόδοξο χριστιανό, ρωμαιοκαθολικό ἤ προτεστάντη. Οἱ γάμοι μέ ἀλλοθρήσκους ἀπαγορεύονται. Τούς μικτούς γάμους ἡ ᾿Εκκλησία μας ἐπιτρέπει «κατ᾿ οἰκονομίαν», διά νά διευκολύνει τή ζωή τῶν τέκνων της, τά ὁποῖα ζοῦν κυρίως σέ ξένες χῶρες καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά κάνουν γνωριμίες καί νά 119
συνάπτουν δεσμούς μέ ἑτεροδόξους. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ᾿Εκκλησία ἀποκλίνει ἀπό τή δογματική της ἀκρίβεια, ἐπιτρέποντας σέ κάποιον πού δέν εἶναι μέλος της νά μετέχει σέ δικό της μυστήριο, πρᾶγμα φυσικά ὄχι εὐχάριστο. Βέβαια ὡς ὅρος τελέσεως τῶν γάμων αὐτῶν ἀπαιτεῖται ἡ ὑποχρέωση τοῦ ὀρθοδόξου μέλους νά τελέσει τό μυστήριο κατά τό τυπικό τῆς ᾿Ορθ. ᾿Εκκλησίας καί νά ἀναθρέψει τά παιδιά πού ἐνδεχόμενα θά γεννηθοῦν, σύμφωνα μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τίς ὀρθόδοξες παραδόσεις. Τό ἴδιο ὅμως πρᾶγμα ἀπαιτεῖ καί ἡ Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία. Εἶναι φανερόν ὅτι τήν πρακτική τῶν μικτῶν γάμων, ὡς ἀνάγκη καί πρόβλημα ποιμαντικό, δημιουργοῦν οἱ δυσκολίες τῆς σύγχρονης ζωῆς καί οἱ πολλές ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ Προτεστάντες, τέλος, ἀπορρίπτουν –σύμφωνα μέ τίς ἐκκλησιολογικές τους ἀρχές– τό γάμο ὡς μυστήριο ἐκκλησιαστικό. ῾Ο πολιτικός γάμος εἶναι ἐπινόηση δική τους, ἕνα συμβόλαιο κοινωνικό, τό ὁποῖο μέ ὅση εὐκολία συνάπτεται, μέ ἄλλη τόση καί διαλύεται, πληρουμένων φυσικά τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νόμου. ῞Ομως ἕνα τέτοιο θεσμό, κατάφωρα ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση, νά υἱοθετεῖ κράτος συμπαγῶς ὀρθόδοξο –ὅπως τό δικό μας– εἶναι κάτι τό ἐντελῶς ἀκατανόητο καί ἀπαράδεκτο!
στ) ῾Η ἱερωσύνη.
῎Αν διά τοῦ γάμου παρέχονται νέα μέλη στήν ᾿Εκκλησία, διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης παρέχονται σ᾿ αὐτήν οἱ πνευματικοί της ποιμένες καί λειτουργοί. ῾Η παρουσία τῶν κληρικῶν στήν ᾿Εκκλησία εἶναι ἀπαραίτητη. ῞Οπως κάθε κοινωνία διά νά λειτουργήσει εὔρυθμα καί προαχθεῖ ἔχει ἀνάγκη μιᾶς ἱεραρχικά ὀργανωμένης διακυβερνήσεως ἀπό πρόσωπα ἱκανά, ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς ὀργανωμένη κοινωνία πνεύματος καί ἀγάπης, ἔχει ἀνάγκην εἰδικῆς διαποιμάνσεως καί διακυβερνήσεως, τήν ὁποίαν παρέχει σ᾿ αὐτήν ὁ ἱερός κλῆρος της. Τούς ἱερεῖς ἀναδεικνύει στό πνευματικό τους λειτούργημα ἡ χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Γίνεται δέ ἡ καθιέρωση αὐτή μέ ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου (ἐξ οὗ καί χειροτονία) καί μέ εὐχή, πού ἀποτελοῦν καί τό ὁρατό σημεῖο τοῦ μυστηρίου.
῎Εργο τῶν κληρικῶν στήν ᾿Εκκλησίαν εἶναι ἡ ἄσκηση τοῦ τρισσοῦ λυτρωτικοῦ ἀξιώματος τοῦ Χριστοῦ, τό κήρυγμα καί ἡ ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων καί ἡ διοίκηση τῶν πιστῶν. ῾Η ἱερωσύνη εἶναι μυστήριο ἑνιαῖο, τό ὁποῖο περιλαμβάνει τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς· τούς ἐπισκόπους, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους. Οἱ ἐπίσκοποι συνιστοῦν τόν ἀνώτατον ἱερατικό βαθμό. Καθίστανται στό ἀξίωμά τους διά χειροτονίας ἀπό ἄλλους ἐπισκόπους, τελοῦν ὅλα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, χειροτονοῦν τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους καί εἶναι φορεῖς κάθε ἐξουσίας, ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς κατά τόπους ᾿Εκκλησίας καί ὁ ἀπαραίτητος ὅρος ὑπάρξεως καθόλου τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ πρεσβύτεροι τελοῦν ὅ,τι καί οἱ ἐπίσκοποι, ἐκτός ἀπό τή χειροτονία κληρικῶν, τόν καθαγιασμό τοῦ ἁγίου μύρου καί τά ἐγκαίνια ναῶν. Οἱ διάκονοι εἶναι βοηθοί τῶν ἐπισκόπων καί τῶν ἱερέων, πρωτοστατοῦντες στό κοινωνικό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας.
Καί οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί μνημονεύονται στήν ἁγία Γραφή, συνιστῶντες εἰδική τάξη προσώπων θείῳ δικαίῳ ὑπαρχόντων στήν ᾿Εκκλησία. Καί ὁ μέν ἱερατικός βαθμός τοῦ διακόνου φαίνεται στήν ἐκλογή, διά προσευχῆς καί χειροθεσίας (ὑπό τῶν ᾿Αποστόλων) τῶν ἑπτά διακόνων395, τῶν ὁποίων ἔργον ἦταν ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν καί παράλληλα ἡ διακονία στό κατηχητικό καί στό εὐρύτερο κοινωνικό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρεσβυτέρους δέ στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες χειροτονοῦσαν οἱ Βαρνάβας καί Παῦλος396. ᾿Ενῶ ὁ Τιμόθεος στήν ῎Εφεσο καί ὁ Τῖτος στήν Κρήτη προήχθησαν στό ἐπισκοπικό τους ἀξίωμα διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ Παύλου397.
120
Τά καθήκοντα τῶν κληρικῶν δέν μποροῦν ν᾿ ἀναπληρώσουν οἱ λαϊκοί. Καί ἀληθεύει μέν ὅτι στήν ᾿Εκκλησία, παράλληλα πρός τήν εἰδική, ὑπάρχει καί ἡ καθολική ἤ γενική ἱερωσύνη, στήν ὁποία μετέχουν δυνάμει τοῦ χρίσματός των ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί, σύμφωνα μέ τήν προσηγορία τῶν πιστῶν, πού μᾶς παρέχουν ἡ ᾿Αποκάλυψη398 καί ἡ Α´ Καθολική ἐπιστολή τοῦ Πέτρου, ὡς «γένους ἐκλεκτοῦ, βασιλείου ἱερατεύματος, ἔθνους ἁγίου»399. ῾Η ἱερωσύνη ὅμως αὐτή δέν ἀντιβαίνει, πολύ δέ ὀλιγότερο δέν καθιστᾶ περιττή τήν εἰδικήν ἱερωσύνη, στήν ὁποίαν ἀναδεικνύονται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἰδικά μόνον πρόσωπα διά τῆς χειροτονίας. ῎Αλλωστε καί στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ἀπαντᾶ διά πρώτη φορά ἡ ἰδέα τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος»400, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ εἶχε καί τό εἰδικό ἱερατεῖο του πού προερχόταν ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ᾿Ααρών. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι, τόσο ὁ βασιλεύς ᾿Οζίας πού τόλμησε νά προσφέρει θυσία (ἔργο μονάχα τοῦ ἱερατείου), ὅσο καί οἱ ἐκ τῆς φυλῆς Ρουβήμ καί Λευί, πού ἀμφισβήτησαν τήν ἱερωσύνη τοῦ ᾿Ααρών, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ἀπό τόν Θεό, ὁ μέν προσβληθείς ἀπό λέπρα401, οἱ δέ καταποθέντες ἀπό τή γῆ402.
῾Η χορηγουμένη διά τοῦ μυστηρίου χάρη εἶναι ἡ πνευματική ἐξουσία πρός ἐπιτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων, ἡ ὁποία στούς ἀξίως χειροτονουμένους συνοδεύεται ἀπό εἰδική βοήθεια πρός θεοφιλῆ ἐκτέλεση τῶν ἱερατικῶν λειτουργημάτων καί βίον ἱεροπρεπῆ καί ἐνάρετο. Διά τῆς ἱερατικῆς χάριτος ὁ κληρικός ξεχωρίζει ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, δέν μπορεῖ νά ἀναχειροτονηθεῖ (τό μυστήριο δέν εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο) οὔτε καί νά ἀποσχηματιστεῖ, ἐπανερχόμενος αὐτοβούλως στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν. ῾Ο αὐτοπροαίρετος ἀποσχηματισμός συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα 403. ᾿Αποσχηματισμός φυσικά ἐπιβάλλεται ὡς ποινή ἀπό τήν ᾿Εκκλησία σέ ἱερωμένους πού πέφτουν σέ βαρύτατα ἁμαρτήματα.
Στόν ἱερατικό κλῆρο ἔχουν δικαίωμα νά προσέλθουν μόνον ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι, δηλαδή ἀνήκουν στό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Υπάρχουν βέβαια καί ὁρισμένα κωλύματα διά τήν προσέλευση στήν ἱερωσύνη, μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται τό Κανονικό Δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά θεία διάταξη τῆς τάξεως τῶν κληρικῶν ἀποκλείονται οἱ γυναῖκες404. Στόν ἐπισκοπικό βαθμό προάγονται μόνον ἄγαμοι405 κληρικοί ἤ περιελθόντες εἰς χηρείαν406. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι λαμβάνονται ἀπό τίς τάξεις τῶν ἐγγάμων407. Μετά δέ τή χειροτονία ἀπαγορεύεται ὁ γάμος, ὅπως ἀπαγορεύεται καί σέ περίπτωση χηρείας408. Στή Δυτική ᾿Εκκλησία ἀντίθετα εἶναι καθιερωμένος ὁ θεσμός τῆς καθολικῆς τοῦ κλήρου ἀγαμίας, πρᾶγμα πού σέ μία κοινωνία ὅπως ἡ σημερινή, στήν ὁποίαν ὑπάρχουν τόσες παγίδες καί τόσοι πειρασμοί γιά ὅσους πρέπει νά ἐγκρατεύονται, δημιουργεῖ στήν ᾿Εκκλησίαν αὐτή πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα πού δυσχεραίνουν σημαντικῶς τή ζωή καί τό ἱεραποστολικό ἔργο της.
Τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης ἀπορρίπτεται ἀπό τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται μόνο τήν καθολικήν ἱερωσύνη τῶν πιστῶν. Δέν ἔχουν ἑπομένως ἱερεῖς (δέν δέχονται τήν Εὐχαριστίαν ὡς θυσίαν), ἀλλ᾿ ἁπλούς ποιμένες (πάστορες), τῶν ὁποίων κύριο ἔργο εἶναι τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντεταλμένοι ὑπάλληλοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος.
Τό ἱερατικό λειτούργημα εἶναι μέγα. ῾Ο πιστός πού ἐπιθυμεῖ νά προσέλθει στίς τάξεις του πρέπει νά σταθμίσει σοβαρῶς τό ζήτημα καί νά ἐξετάσει ἄν πράγματι εἶναι ἄξιος νά περιβληθεῖ τό βαρύ σχῆμα, καί ἄν ἀντέχει στίς βαρύτατες ὑποχρεώσεις πού αὐτό συνεπάγεται. Διότι, ἄν μπορεῖ νά βοηθήσει τούς ἱερούς σκοπούς τῆς ᾿Εκκλησίας ἕνας σοβαρός καί ἄξιος κληρικός, ἄλλο τόσο μπορεῖ νά τούς βλάψει ἕνας κακός καί ἀνάξιος. ῾Η κακοπραγία τῶν ὑποθέσεων τῆς ᾿Εκκλησίας κατά ἕνα σημαντικό μέρος ὀφείλεται στήν ἀναξιότητα πολλῶν ἀπό τούς κληρικούς της, οἱ ὁποῖοι ἐνδύονται τό ἱερατικό σχῆμα ὄχι διά νά διακονήσουν, ἀλλά διά νά διακονηθοῦν, νά ἐμπορευθοῦν τή θεία 121
χάρη, ἔχοντες σάν πρότυπό τους τήν ἐλεεινή μορφή τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου409· οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τήν ἱερωσύνη ὡς μέσον ὑλικοῦ πορισμοῦ, εἶναι χριστέμποροι καί θεοκάπηλοι. Αὐτοί ἁμαρτάνουν θανάσιμα, πλήττοντας τή συνείδηση τῶν πιστῶν καί διασύροντας τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Αν δέ τοῦτο ἰσχύει γενικά γιά ὅλους τούς ἱερωμένους, διά τούς ἐπισκόπους, μέ τό κοσμικό φρόνημα πού τούς πνίγει (φυσικά ὄχι ὅλους), τή δοξομανία καί τή θήρευση ἀξιωμάτων, τή φιλαρχία καί τό δεσποτικό δυναστευτικό πνεῦμα τους, γιά νά μή ποῦμε τίς σαρκικές διαστροφές στίς ὁποῖες λίγοι εὐτυχῶς ἀπ᾿ αὐτούς ἐπιδίδονται, ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, διότι αὐτοί οἱ κακοί κληρικοί εἶναι τό πλέον ἐπικίνδυνο καρκίνωμα στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό, οἱ δεδηλωμένοι «ἐχθροί» τῆς ᾿Εκκλησίας, πού κλήθηκαν μέν νά διακονήσουν τήν ἄμπελον τοῦ Κυρίου, ὅμως στήν πράξη διακονοῦν τή δική τους σάρκα, εἶναι σπορεῖς ζιζανίων στή φυτεία τοῦ Θεοῦ, κρημνιστές ἐπονείδιστοι τοῦ καθιδρύματος τῆς ᾿Εκκλησίας!
᾿Αντίθετα, ἄξιοι κληρικοί εἶναι ἐκεῖνοι πού συνδυάζουν στό πρόσωπό τους μόρφωση καί ἦθος ἐκκλησιαστικό, θεολογική κατάρτιση καί ἁγιότητα βίου410, φρόνημα χριστιανικό, εὐγένεια ψυχῆς, σεμνότητα καί καλωσύνη, ταπείνωση καί πνεῦμα διακονικῆς θυσίας· οἱ προσεκτικοί ἐν γένει κληρικοί, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι πρότυπο μιμήσεως διά τούς πιστούς, οἱ τιμημένοι καί ἄδολοι ἐργάτες τοῦ Κυρίου, πού μποροῦν νά διακονήσουν καρποφόρα τήν ὑπόθεση τοῦ Χριστοῦ, ὡς φῶς πού ἀκτινοβολεῖ φαιδρό, τό ὁποῖο βλέποντες οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τόν «Πατέρα αὐτῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»411.
ζ) Τό εὐχέλαιον.
Εἶναι τό τελευταῖο ἐκκλησιαστικό μυστήριο στό ὁποῖον ἡ θεία χάρη παρέχει ψυχοσωματική ἴαση στούς πιστούς, δηλαδή θεραπεύει κατά κύριο λόγο τά νοσήματα τοῦ σώματος (τίς φυσικές ἀρρώστιες) καί κατά δεύτερο λόγο τά νοσήματα τῆς ψυχῆς (τά ἁμαρτήματα).
Μαρτυρία στή Γραφή περί τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου ἔχουμε τό χωρίο τῆς καθολικῆς ᾿Επιστολῆς τοῦ ᾿Ιακώβου· «᾿Ασθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εκκλησίας καί προσευξάσθωσαν ἐπ᾿ αὐτόν, ἁλείψαντες ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα, καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ»412. ῞Οτι ἐδῶ πρόκειται περί πρακτικῆς ὅπου τήν ἴαση ἐπάγεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ἰαματική ἴαση τοῦ ἐλαίου, ὅπως νομίζουν ὅσοι δέν πιστεύουν στό μυστήριο, εἶναι ἀπό ὅσα λέγονται φανερό (πίστη καί προσευχή ὡς παράγοντες διά τήν ἴαση).
Τήν ἀνάγκη τοῦ μυστηρίου ἀπαιτοῦν κατά κύριο λόγο οἱ ἀσθένειες τοῦ σώματος, πού τόσο ταλαιπωροῦν τούς πιστούς καί ἐκθέτουν σέ κίνδυνο τή ζωή τους. ῾Ο Χριστός συνέστησε τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου ἀκριβῶς διά ν᾿ ἀντιμετωπίσει μία τόσο δύσκολη στιγμή στή ζωή τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας του. Παράλληλα τό μυστήριο χορηγεῖ καί ἄφεση ἁμαρτιῶν στίς ψυχές τῶν ἀσθενούντων.
῾Ορατό σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ χρίση τοῦ ἀσθενοῦντος μέ ἁγιασμένο ἔλαιο μαζί μέ τήν εὐχή πού ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας· «Πάτερ ἅγιε, ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τόν μονογενῆ σου Υἱόν, τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καί ἐκ θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καί τόν δοῦλόν σου τόνδε ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτόν σωματικῆς ἀσθένειας, καί ζωοποίησον αὐτόν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ σου».
᾿Εκ τῶν σκοπῶν τοῦ εὐχελαίου ἡ ἴαση τῶν σωματικῶν νόσων πού εἶναι πρωταρχικός στόχος του, δέν πραγματοποιεῖται πάντοτε, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ κάποια ἐρωτηματικά, τόσο περισσότερο ὅσο ἡ θεραπεία τοῦ σώματος δέν εἶναι κάτι ἀόρατο καί μυστικό, ἀλλά κάτι τό συγκεκριμένο πού ὁ ἄνθρωπος βλέπει καί διαπιστώνει ἐξωτερικά.
Γιατί νά μή παρέχεται πάντοτε ἡ ἴαση, ἀφοῦ ἡ χάρη λειτουργεῖ στό μυστήριο «ἐξ ἀνάγκης»; Μία πρόχειρη ἀπάντηση ἴσως νά μήν εἶναι εὔκολο νά δοθεῖ. ᾿Ενδεχομένως νά πταίει ἡ ἔλλειψη πίστεως τοῦ ἀσθενοῦντος ἤ καί τῶν οἰκείων του. ᾿Εν πάσῃ περιπτώσει ἡ θέσπιση τοῦ μυστηρίου δέν ἀπέβλεπε στήν κατανίκηση ὅλων τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι δραστικό μέσο παιδαγωγίας καί σωφρονισμοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Οὔτε πάλιν ἀποσκοποῦσε στή ματαίωση τοῦ θανάτου, πού, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σωματικῆς νόσου, σφραγίζοντας τήν πορείαν ἀρρωστημένων βιολογικῶν καταστάσεων. ῾Η ἴαση ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν σέ ὅσους ἀσθενεῖς μετενόησαν εἰλικρινά, οἱ ὁποῖες συχνά εἶναι πηγή τῶν σωματικῶν νόσων, χορηγεῖται πάντοτε διά τῆς εὐχῆς (προσευχῆς τῆς ᾿Εκκλησίας). ᾿Ιδιαιτέρως συγχωροῦνται τά ἁμαρτήματα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ὁ ἀσθενής δέν μπορεῖ, λόγῳ τῆς καταστάσεώς του, νά ἐξομολογηθεῖ στόν ἱερέα. Τοῦτο ἔχουσα ὑπόψει της ἡ ᾿Εκκλησία συνδυάζει τό εὐχέλαιο μέ τή μετάνοια, τελοῦσα αὐτό καί σέ ὑγιεῖς πιστούς πού προετοιμάζονται διά τή θεία Μετάληψη.
Τελετουργοί τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ ἱερεῖς, περισσότεροι τοῦ ἑνός, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ᾿Ιάκωβος, σέ περίπτωση δέ ἀνάγκης καί ἕνας μόνος. Χρίονται δέ ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς καί ὄχι μόνον οἱ βαρύτατα ἀσθενοῦντες. Τήν τελευταία πρακτική (χρίση τῶν βαρύτατα ἀσθενούντων) ἀκολουθεῖ ἡ Δυτική ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία μετεποίησε (πιθανῶς τόν ΙΒ´ αἰῶνα) τό εὐχέλαιο σέ ἔσχατη χρίση καί ἐφόδιο τῶν ἀποθνησκόντων, παρά τούς σαφεῖς λόγους τοῦ ἁγίου ᾿Ιακώβου. Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ὡς ἔσχατο ἐφόδιο τῆς ψυχῆς κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου χορηγεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
338. «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (᾿Εφ. 2,5).
339. ᾿Εφ. 2,3.
340. «Τῇ γάρ χάριτι ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον» (᾿Εφ. 2,9).
341. «Οὕτω καί ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή βλέπουμε πόσον ἀνεδαφική εἶναι ἡ περί ὑπερτάκτων ἔργων θεωρία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, στήν ὁποίαν στηρίζουν σειράν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, ὁ πιστός ἔχει ἕνα ὁρισμένο κύκλο προσωπικῶν καθηκόντων, τά ὁποῖα εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐπιτελέσει διά τή σωτηρία του. Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά ὑπάρχουν καί ἄλλα (παρθενία, μοναχική κλήση κ.λπ.), τά ὁποῖα δέν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ πιστός νά ἐπιτελέσει. Σέ περίπτωση δέ πού ἐλεύθερα τά ἀναλάβει, πράττει ἔργα ὑπέρτακτα, δηλαδή πάνω ἀπό τό κοινό καί συνηθισμένο μέτρο, τά ὁποῖα ἔχουν περισσεύουσαν ἀξιομισθία, τό πλεόνασμα τῆς ὁποίας δημιουργεῖ ἀπόθεμα χάριτος, γνωστό σάν ταμεῖο περισσευούσης ἀξιομισθίας τῶν ῾Αγίων. Αὐτό διαχειρίζεται ἡ ᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας) κατά βούληση, διαθέτοντας μέρος τῆς χάριτος αὐτῆς σέ ἀσθενῆ καί ἀδύνατα μέλη της, τά ὁποῖα ἔχουν ἀνάγκη τῆς χάριτος τῶν ῾Αγίων διά τή σωτηρία τους. Στή βάση αὐτή στηρίζεται ἡ πρακτική τῶν λυσιποίνων ἀφέσεων (συγχωροχαρτίων), πού σέ παλαιότερες ἐποχές τόσο πολύ ἐσκανδάλισε τή χριστιανοσύνη, καί ἡ χρησιμοποίηση τῆς ἀξιομισθίας στό Ρ῟ἶὼὰὦ῏ἶἂ῟ἣ (καθαρτήριο πῦρ) πρός μετριασμό ἡ ὁλική ἄρση τῶν ποινῶν τῶν ψυχῶν πού κολάζονται, καθαιρόμενες, σ᾿ αὐτό.
342. ῾Ο Κύριος κανένα δέν ἐξανάγκασε νά τόν ἀκολουθήσει. ῎Αφησε τό ζήτημα ἀνοιχτό στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου· «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. 16,24). Αὐτό φυσικά δέν καθιστᾶ ἀνεύθυνο καί ἀσύδοτο τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος σέ κάθε περίπτωση εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὁποιαδήποτε χρήση τοῦ δώρου τῆς λογικῆς ἐλευθερίας του.
343. Γιά τήν πείσμονα καί πωρωμένη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Κύριος εἶπε· «῾Ιερουσαλήμ, ῾Ιερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας καί οὐκ ἠθελήσατε. ᾿Ιδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. 23,37).
344. Ρωμ. 9,17.
345. Ματθ. 20,16.
346. Ματθ. 7,13.
347. «῾Ο γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (1 Κορ. 11,29).
348. ῾Ο ἀριθμός ἑπτά τῶν μυστηρίων δέν ἀναφέρεται ρητῶς στήν ἁγία Γραφή. Αὐτό ἐξηγεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ θεία ἀποκάλυψη δέν ἐκφέρει συστηματικῶς τά ἱερά τῆς πίστεως δόγματα, ὥστε νά τά ἐξετάζει σφαιρικά σέ ὅλες τίς ἐπί μέρους λεπτομέρειες καί ἀναφορές τους. ᾿Αλλά καί στήν ἱερά Παράδοση δέν ἀναφέρεται ὁ καθορισμένος ἀριθμός 182
(ἑπτά) τῶν μυστηρίων. Διά πρώτη φορά γίνεται μνεία αὐτοῦ τόν 13ον αἰῶνα ἀπό κάποιο μοναχό ᾿Ιώβ καί ἀπό τό Μιχαήλ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος τό 1274 ὑπέβαλε στή σύνοδο τῆς Λυών ὁμολογίαν ἀριθμοῦσαν τά ἑπτά μυστήρια. ᾿Επειδή οἱ αἱρετικοί δέν ἔτυχε νά προσβάλουν τά ἱερά μυστήρια –ὅπως ἔκαναν σέ ἄλλα δόγματα– ἡ ᾿Εκκλησία δέν ἔλαβε ἀφορμή νά ὁρίσει ἐπίσημα τόν ἀριθμό τους. Τό ἴδιο καί μέ τούς ἱερούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, ἄν καί ἐγνώριζαν καί τά ἑπτά μυστήρια, ὅμως ἀναφέρουν μόνον ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶχαν ἄμεση σχέση μέ τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τους. ῞Οτι ὅμως ἡ ᾿Εκκλησία ἀνέκαθεν κρατοῦσε ὅλα τά ἱερά της μυστήρια, ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἀρχαῖα λειτουργικά βιβλία καί τά εὐχολόγιά της, ὅπου ὑπάρχει ἡ τάξη τελετουργίας καί τῶν ἑπτά ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων. Αὐτό μαρτυρεῖται καί στή λειτουργική πράξη τῶν μονοφυσιτικῶν καί Νεστοριανικῶν αἱρέσεων, πού ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τόν Ε´ αἰῶνα, οἱ ὁποῖες κρατοῦν καί ὁμολογοῦν ὅλες τόν ἀριθμό ἑπτά τῶν μυστηρίων.
349. ῾Η «οἰκονομία» εἶναι μέτρο φιλάνθρωπο στό ὁποῖο προσφεύγει ἡ ᾿Εκκλησία γιά ν᾿ ἀντιμετωπίσει ποικίλα προβλήματα τοῦ πνευματικοῦ ἔργου της, σέ ὅσες περιπτώσεις κρίνει ὅτι ἡ προσωρινή παρέκκλιση ἀπό τή δογματική της ἀκρίβεια ἐξυπηρετεῖ τό πνευματικό συμφέρον της ἤ ἀποτρέπει μεγαλύτερο κακό στή ζωή καί τίς σχέσεις τοῦ ποιμνίου της. Τό μέτρο αὐτό χρησιμοποιεῖ ἀπό πολύ παλαιά ἡ ᾿Εκκλησία. Μέ αὐτό στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπιζαν τό κῦρος τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, στίς περιπτώσεις πού αὐτοί ἤθελαν νά γυρίσουν στούς κόλπους της. Φυσικά ὅταν πρόκειται διά ζητήματα αὐστηρῶς δογματικά ἡ οἰκονομία δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί ὁ λόγος εἶναι προφανής. Σέ μιά τέτοια περίπτωση φθείρεται ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ ὅλη ζωή καί ἡ ὑπόστασή της. Περί οἰκονομίας βλέπε, ῾Αμίλκα ᾿Αλιβιζάτου, ῾Η Οἰκονομία κατά τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. ᾿Αθῆναι 1949. ῾Ιερ. Κοτσώνη, Προβλήματα τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας. ᾿Αθῆναι 1957.
350. «῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας.
351. ᾿Ιω. 3,3.
352. Ματθ. 3,11. Μάρκ. 1,8. Λουκ. 3,16.
353. Μάρκ. 16,16.
354. ῎Αν τά ἀβάπτιστα νήπια, ἐπειδή φέρουν μέσα τους τήν ἁμαρτία τοῦ ᾿Αδάμ, κωλύονται νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἕπεται ἐκ τούτου ὅτι καί βασανίζονται στήν κόλαση, ὡς στερούμενα προσωπικῶν ἁμαρτημάτων καί προσωπικῆς ἐνοχῆς, στοιχεῖα πού ἀποτελοῦν τή βάση κάθε ποινῆς καί κολασμοῦ. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέγει σχετικά· «τούς μή δυνηθέντας τυχεῖν τοῦ βαπτίσματος διά νηπιότητα ἤ διά πρόωρον θάνατον μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου κριτοῦ ὡς ἀσφραγίστους μέν πονηρούς δέ, ἀλλά παθόντας μᾶλλον τήν ζημίαν ἤ δράσαντας» (Λόγ. 40,23). Νά βρίσκονται, λοιπόν, σέ ἕνα ἐνδιάμεσο τόπο ἀνάλογο μέ τήν ἰδιοτυπία τῆς καταστάσεώς των; ῾Ο Θεός μόνον γνωρίζει. Θεωρίες πάντως ὅτι τά ἀποθανόντα ἀβάπτιστα νήπια μποροῦν νά σωθοῦν διά τῶν προσευχῶν τῶν γονέων τους, ἤ ἀποκτῶντα συνείδηση μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός τό βάπτισμα, εἶναι τό λιγότερο ἀφελεῖς [Βλ. Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Δογματική (1907, σ. 328)].
355. Πράξ. 8,14–17.
356. Πράξ. 19,6.
357. Κατά τήν ὀρθόδοξη ἠθική τά ἁμαρτήματα δέν εἶναι ὅλα τά ἴδια. ῾Υπάρχουν ἁμαρτήματα μικρά, ἐλαφρά πταίσματα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει καί ὁ πλέον ἐνάρετος ἄνθρωπος. Αὐτό εἶχεν ὑπόψει του ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν ἔγραφε· «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ 183
ἔστιν ἐν ἡμῖν» (1 ᾿Ιω. 1,8). ῾Υπάρχουν δέ καί ἁμαρτήματα μεγάλα (φόνος, πορνεία, ὑπερηφάνεια κ.ἄ.), τά ὁποῖα, ἄν παραμείνουν στή ψυχή χωρίς ν᾿ ἀπαλειφθοῦν διά τῆς μετανοίας, θά τήν ὁδηγήσουν στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, ἐξ οὗ καί θανάσιμα ὀνομάζονται. Διά τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν χάνεται ἡ δικαίωση, τήν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, ὁ ἁμαρτάνων καθίσταται βαρύτατα ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ἄξιος τῆς αἰώνιας καταδίκης του.
358. Λέγοντες δικαίωση, ἐννοοῦμε τήν ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τήν ἄρση τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τήν ἠθικοπνευματική καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μέ τό βάπτισμα γίνεται πραγματικά δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδή δέν ὑπάρχει τίποτε στή φύση του πού νά τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Πλάστη του, γίνεται τέκνο Θεοῦ ἀγαπητό (μέ τήν στολή τήν πρώτη καί τό δακτυλίδι στό χέρι του) καί στήν καθαρθεῖσα φύση του λάμπει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στήν προπτωτική της αἴγλη καί λαμπρότητα. ῾Η δικαίωση ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀναγέννηση τῆς φύσεως. ῾Η ἄποψη τῶν Διαμαρτυρομένων ὅτι μέ τή δικαίωση δέν ἀπογίνονται οἱ ἁμαρτίες πού διαπράχθηκαν, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ὁ Θεός δέν καταλογίζει τήν ἐνοχή πού ὀφείλεται σ᾿ αὐτές, δέν εἶναι σωστή. Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ δικαίωση δέν εἶναι ἔργο ἀρνητικό, ἄρση ἁπλῆ τῆς ἐνοχῆς, ἀλλά παράλληλα –καί κυρίως– ἔργο θετικό, πραγματική δικαιοσύνη καί ἁγιασμός (1 Κορ. 1,30) καί ἀνάπλαση τῆς φύσεως.
359. ᾿Ιω. 20,24.
360. Κλασσικά παραδείγματα μετανοίας στήν ἁγ. Γραφή ἔχουμε τή μετάνοια τοῦ Δαβίδ γιά τό διπλό του ἔγκλημα (φόνο καί μοιχεία), τοῦ Πέτρου γιά τήν ἄρνηση τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Παύλου γιά τό διωγμό τῆς ᾿Εκκλησίας, τοῦ τελώνου καί τοῦ ἀσώτου στήν ὁμώνυμη παραβολή.
361. Εἶναι ἀναντίρρητο βέβαια ὅτι ὁ πιστός ἔχει ὑποχρέωση νά ἐξομολογεῖται στήν προσευχή του τά ἁμαρτήματά του καί νά ζητᾶ ἄφεση αὐτῶν ἀπό τόν Θεό. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλωστε τό παρήγγειλε· «καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν» (Κυριακή προσευχή). Αὐτό ὅμως σέ καμιά περίπτωση δέν καθιστᾶ περιττή τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τῶν πνευματικῶν τῆς ᾿Εκκλησίας λειτουργῶν, πού ἀπαιτεῖ τό μυστήριο τῆς μετανοίας. Καί τά δύο πρέπει νά γίνονται παράλληλα καί ὄχι τό ἕνα σέ βάρος τοῦ ἄλλου. Τό μεγάλο πλεονέκτημα τῆς μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ὅτι μέ τή συγχωρητική εὐχή ὁ ἁμαρτωλός ἔχει ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τή συγχώρησή του, πρᾶγμα πού τόν ἀνεβάζει ὄχι μόνον ἠθικά ἀλλά καί ψυχολογικά. Τή βεβαιότητα αὐτή δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀσφαλῶς κατά τήν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν ἀπ᾿ εὐθείας στόν Θεό κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
362. ῾Η Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία πιστεύει ὅτι οἱ ποινές πού ὀφείλονται σέ κάθε ἁμαρτίαν εἶναι δύο· οἱ αἰώνιες καί οἱ πρόσκαιρες. Οἱ αἰώνιες συγχωροῦνται στό μυστήριο τῆς μετανοίας δυνάμει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ· ὄχι ὅμως καί οἱ πρόσκαιρες, τίς ὁποῖες ὁπωσδήποτε πρέπει ν᾿ ἀποτίσει ὁ ἁμαρτωλός εἴτε ἐδῶ στήν ἐπίγεια ζωή ἤ, ἄν πεθάνει, στό καθαρτήριο πῦρ. Σκοπός δέ σέ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ διά τῆς ἐκτίσεως τῶν ποινῶν ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης. Τίς ποινές αὐτές μπορεῖ νά μετριάσει ἤ ὁλοσχερῶς νά ἄρει ἡ ᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας). Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή καί ἀντιφατική εἶναι καί ἀσύστατη καί δι᾿ ἄλλους μέν λόγους, κυρίως ὅμως διότι προσβάλλει τήν ἄπειρη ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάζεται συγχωροῦσα μέν τίς αἰώνιες ποινές, νά μή θέλει ὅμως ἤ νά μή δύναται νά συγχωρήσει τίς πρόσκαιρες!
363. Ποιμήν ῾Ερμᾶ, ᾿Εντ. δ´, ΙΙΙ, 7. ΒΕΠ 3,55· «ἐάν δέ ὑπό χεῖρα (= προχείρως) ἁμαρτάνῃ, ἀσύμφορόν ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ τοιούτῳ· δυσκόλως γάρ ζήσεται».
364. ῾Εβρ. 12,1.
184
365. Ματθ. 18,22.
366. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία Δογμάτων, Α/2. ᾿Αθῆναι 1978, σ. 431 κι ἑξῆς.
367. Λουκ. 18,14.
368. Γαλ. 4,6.
369. ᾿Ιω. 6,51–57.
370. Ματθ. 26,26–28. Λουκ. 22,19–20.
371. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός παρατηρεῖ· «Αὐτός ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καί αἷμα Θεοῦ. Εἰ δέ τόν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διά Πνεύματος ἁγίου, ὥσπερ καί ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ, καί ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο· καί πλέον οὐδέν γινώσκομεν, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι, καί ἐνεργής, καί παντοδύναμος, ὁ δέ τρόπος ἀνεξερεύνητος» (Ρὒ 94,1144). Στό χωρίο αὐτό εἶναι ἐνδεικτικός ὁ εὐσεβής ἀγνωστικισμός τοῦ ἱεροῦ Πατρός σχετικά μέ τόν τρόπο μεταβολῆς τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, σέ ἀντίθεση μέ τούς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι μέ τόν ὅρο Τἶὰὃὖὖ῟ὲὖὦὰὃὦἂὰὦἂ῏ (= μετουσίωσις), βασισμένο στή διάκριση μεταξύ οὐσίας καί συμβεβηκότων τῆς ᾿Αριστοτελικῆς φιλοσοφίας, φυσιολογοῦν κατά κάποιο τρόπο τό ἱερό τῆς πίστεως μυστήριο. Τοῦ ὅρου αὐτοῦ, ἄν καί ἐννοιολογικά ὀρθοῦ (σημαίνει ὅ,τι καί ὁ ὅρος μεταβολή) ἡ σχολαστική θεώρηση δημιουργεῖ κάποια ἐπιφύλαξη στούς ᾿Ορθοδόξους, ἐνῶ ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους εὐθέως ἀπορρίπτεται.
372. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ θεωρία τῶν Λουθηρανῶν. ᾿Εν ᾿Αθήναις, 1967.
373. Οἱ Λουθηρανοί, κατ᾿ ἐξαίρεση ἀπό τούς ἄλλους Διαμαρτυρομένους, δέχονται τήν πραγματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δέν τή δέχονται ὅμως μέ τήν ἔννοια τῆς μεταβολῆς, ἀλλά ὡς ἕνα εἶδος ἐναρτισμοῦ (Ιἣἆὰὃὰὦἂ῏). Δηλαδή ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος δέν μεταβάλλονται εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά «σύν τῷ ἄρτῳ, ὑπό τόν ἄρτον καί ἐν τῷ ἄρτῳ» (ὴ῟ἣ ἆὰὃὸ, ὖ῟ὲ ἆὰὃὸ, ἂὃ ἆὰὃὸ) εἶναι παρόν στήν εὐχαριστία τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Μέ ἄλλα λόγια δέν γίνεται μετουσίωση, ἀλλ᾿ ἕνωση, συνύπαρξη τῶν φυσικῶν στοιχείων μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί στό χριστολογικό μυστήριο ὑπάρχει ἕνωση τῆς θεότητος μέ τήν ἀνθρωπότητα.
374. Γιά τό δόγμα αὐτό, βλ. Ν. Τζιράκη, ῾Η περί Μετουσιώσεως εὐχαριστιακή ἔρις. ᾿Αθῆναι 1977.
375. Οἱ ᾿Αγγλικανοί δέχονται ὀρθῶς τό δόγμα τῆς πραγματικῆς προυσίας τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τήν παρουσίαν ὅμως αὐτήν δέχονται μόνον ἂὃ ῟ὖ῟ (κατά τή χρήση), ἐνόσω δηλαδή κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Μετά τήν κοινωνία ἡ παρουσία αὐτή καταστρέφεται, τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί οἴνου ἐπανερχομένων στήν πρό τοῦ ἁγιασμοῦ φυσική τους κατάσταση. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ ἀντίληψη αὐτή εἶναι ἐσφαλμένη. Τά τίμια δῶρα, καί μετά τήν κοινωνία ὑπό τῶν πιστῶν, ἐξακολουθοῦν νά εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ καί ὡς τοιαῦτα φυλάσσονται στούς ἱερούς ναούς (Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).
376. Ματθ. 16,28.
377. «Διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμοῦνται ἱκανοί» (1 Κορ. 11,30).
378. ᾿Ιω. 19,34.
379. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, καί ἡ ἀποχή τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1967.
380. Μόνο κατά τά τελευταῖα χρόνια καί μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Β´ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ στή Ρώμη, ἄρχισε νά χαλαρώνεται κάπως ἡ ἀπαγόρευση, ἐπιτρεπομένης τῆς κοινωνίας αἵματος Χριστοῦ σέ ὁρισμένα μέλη τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.
381. ᾿Ιω. 6,53.
382. ᾿Ιω. 1,29.
383. ῾Εβρ. 13,10.
384. Βλ. Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Δογματική (1907), σ. 369.
385. «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22,19).
386. «Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός λέγων. Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν» (Γεν. 1,28).
387. ᾿Ιω. 2,1–11.
388. ᾿Εφ. 5,32.
389. 1 Κορ. 6,19· «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὐκ ἐστε ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς».
390. Γεν. 2,18–25.
391. Μέ τήν ἱερότητα τοῦ γάμου βαίνει παράλληλα στήν ᾿Ορθοδοξία καί ἡ ἱερότητα τοῦ θεσμοῦ τῆς ἀγαμίας, στήν ὁποίαν ἐξυπακούεται ἡ συνάρτηση τῆς παρθενίας, γιατί μπορεῖ κανένας νά εἶναι ἄγαμος, ὄχι ὅμως καί παρθένος. ῾Ως ἀγαμία δέ ἐννοοῦμεν ἐκείνην, ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό ὀλιγωρία ἤ ἀποστροφή πρός τό γάμο, ἤ καί ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία (βιολογική ἀνεπάρκεια κ.λπ.), ἀλλά ἀπό ἐπιθυμία πρός ἠθική τελείωση καί ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στή διακονία τῶν σκοπῶν τῆς θείας βασιλείας. ῾Η στάση αὐτή πού ἀποτελεῖ τή ψυχή τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, μεγάλως τιμᾶται ἀπό τήν ᾿Ορθ. Καθολική ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία τή θεωρεῖ ὡς ἰσάγγελη πολιτεία καί κλήση ἀνώτερη τοῦ γάμου. Τήν ἀνωτερότητα αὐτή τῆς ἀγαμίας ὑποστηρίζει καί ὁ ᾿Απ. Παῦλος· «ὥστε καί ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δέ μή ἐκγαμίζων ποιεῖ κρεῖσσον» (1 Κορ. 7,38). Φυσικά τήν οὐράνια κλήση τῆς ἀγαμίας δέν μποροῦν νά ἀναλάβουν οἱ πάντες, «ἀλλ᾿ οἷς δέδοται» (Ματθ. 19,12). Δηλαδή τό δύσκολο αὐτό ζυγό ἀναλαμβάνουν μόνον ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰδικό χάρισμα ἀπό τόν Θεό. Οἱ ὑπόλοιποι «οὐ χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον» (αὐτ.), δηλαδή δέν ἀντέχουν στή στέρηση τῆς γαμικῆς ὁμιλίας πού εἶναι τόσο ἔντονα ριζωμένη στή φύση ἀπό τό δημιουργό. ᾿Εν πάσῃ περιπτώσει καί οἱ δύο κλήσεις (γάμος καί ἀγαμία) εἶναι ἐπαινετές καί εὐλογημένες ἀπό τόν Θεό, ἀρκεῖ ὁ πιστός νά ἔχει σαφῆ συναίσθηση τῶν πραγμάτων, νά εἶναι εἰλικρινής καί τίμιος μέ τόν ἑαυτό του καί νά ἐπιτελεῖ στό ἀκέραιο τό προσωπικό χρέος του. Γιά τήν παρθενία εἰδικότερα ὁ πιστός πρέπει νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικός καί νά δοκιμάσει ἑαυτόν κατά πόσον μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει στή δύσκολη αὐτή κλήση, γιατί ἐνδεχόμενη παλινδρόμησή του μπορεῖ νά γίνει ἀφορμή πολλῶν κακῶν καί σκανδαλισμοῦ τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας (περίπτωση ἀγάμων κληρικῶν). Τέλος πρέπει νά ποῦμε καί τοῦτο, ὅτι ὅσοι ἐνθαρρύνουν παράκαιρα νέους σέ ἡλικίαν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, διαπνεόμενοι ἀπό ἐνθουσιασμό ἐγγενῆ στή νεότητα, ἐνδύονται τό μοναχικό σχῆμα, ἁμαρτάνουν βαρύτατα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, σέ ὅσες περιπτώσεις τά πρόσωπα αὐτά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου βλέποντας ὅτι δέν ἀντέχουν τόν τραχύ τῆς ἀγαμίας ζυγό, εἴτε ἀποβάλλουν τό ἀγγελικό σχῆμα εἴτε τό διατηροῦν μέν, ἀσχημονοῦν ὅμως στό ὕψος καί τήν ἱεροπρεπῆ σημασία του.
392. Γεν. 1,26.
393. «…ὥστε οὐκέτι εἰσι δύο, ἀλλά σάρξ μία. ὅ οὖν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω» (Ματθ. 19,5. 6). ᾿Εν τούτοις ὁ Θεός «ἐνετείλατο δοῦναι βιβλίον ἀποστασίου καί ἀπολῦσαι τήν γυναῖκα» (Ματθ. 19,7), δηλαδή ἐπέτρεψε τή διάλυση τοῦ γάμου διά τή σκληροκαρδία τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδή σέ περιπτώσεις πού ἡ ἁμαρτία στό γάμο εἶναι τόσο κραυγαλέα καί μεγάλη, ὥστε νά καθιστᾶ τή συζυγική συμβίωση ἀδύνατη καί νά γίνεται πρόξενος πολλῶν δυσαρέστων καταστάσεων (κυρίως σέ βάρος τῆς γυναίκας), ὁ Θεός τό ἄλλως ἀδιάλυτο τοῦ γάμου ἐπέτρεψε (στήν παλαιά πάντοτε οἰκονομία) νά διαλύεται, διά νά προστατεύσει τό ἀδίκως προσβαλλόμενο μέλος τῆς συζυγικῆς ἑνότητος (τή γυναίκα).
394. Ματθ. 5,32.
395. Πράξ. 6,1–7. Οἱ ἑπτά διάκονοι ἦσαν· Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενᾶς καί Νικόλαος, προσήλυτος ᾿Αντιοχεύς.
396. Πράξ. 14,23· «χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ᾿Εκκλησίαν».
397. 2 Τιμ. 1,6.
398. ᾿Αποκ. 20,6.
399. 1 Πέτρ. 2,9.
400. ᾿Εξ. 19,6.
401. Παραλ. Β´ 26,19.
402. ᾿Αριθμ. 16,32.
403. Στίς περιπτώσεις φυσικά ἐκεῖνες πού ἕνας κληρικός ἄγαμος δέν ἀντέχει στόν τραχύ τῆς παρθενίας ζυγόν καί θέλει νά ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν, εἶναι προτιμότερο, παρά νά φλέγεται ὑπερβαλλόντως ἀπό τήν ἐπιθυμία ἤ νά ἀσεβεῖ εἰς τό σχῆμα καί νά σκανδαλίζει τό ποίμνιο μέ τήν ἀνάρμοστη διαγωγή του, νά ἀποβάλει τό σχῆμα του, ἀναλαμβάνοντας τήν εὐθύνη τῆς πράξεώς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
404. Τό ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν εἶναι πολύ ἐπίκαιρο σήμερα στό πλαίσιο τῶν οἰκουμενικῶν θεολογικῶν συζητήσεων μεταξύ τῶν διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν. Στήν ᾿Ορθ‘όδοξη καί τήν Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία κάτι τέτοιο ἀποκλείεται παντελῶς. ᾿Αντίθετα οἱ Προτεστάντες δέν ἀντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα, τόσο περισσότερο ὅσο αὐτοί δέν δέχονται τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο. Οἱ λειτουργοί τους εἶναι ἁπλοί ὑπάλληλοι τῆς κοινότητος. ῾Επομένως καί μιά γυναίκα μπορεῖ νά ἀναλάβει τό ἔργο αὐτό, χωρίς κανένα πρόβλημα. Τό παράδοξο συμβαίνει μέ τήν ᾿Αγγλικανική ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία, παρ᾿ ὅλον ὅτι δέχεται τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἐν τούτοις προβαίνει σέ χειροτονία γυναικῶν καί μάλιστα στόν ἐπισκοπικό βαθμό. Αὐτή της ἡ πρακτική ἀπειλεῖ νά δυναμιτίσει τό θεολογικό διάλογο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ ἐξέλιξη σήμερα μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί ᾿Αγγλικανῶν.
405. ῾Ο γάμος τῶν ἐπισκόπων δέν εἶναι κάτι τό ἀσυμβίβαστο πρός τό ὑψηλό ἐκκλησιαστικό τους λειτούργημα. ῎Αλλωστε στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχαν καί ἔγγαμοι ἐπίσκοποι (ἐκ τῶν ᾿Αποστόλων ἔγγαμος ἦταν ὁ Πέτρος, ἐκ δέ τῶν ἐπισκόπων Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Σπυρίδων Τριμυθοῦντος κ.ἄ.). ῎Αν ἦταν ὄντως ἀσυμβίβαστον, ἡ ἀγαμία θά ἦταν θεσμός ἐπιβεβλημένος σέ ὅλους ἀνεξαίρετα τούς κληρικούς, πρᾶγμα πού στή δική μας ᾿Εκκλησία δέν συμβαίνει. ῾Η ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων θεσπίστηκε γιά ἄλλους λόγους. Συγκεκριμένα γιά νά μένουν τελείως ἀπερίσπαστοι στήν ὑψηλή διακονία τους ἀπό βάρη καί οἰκογενειακούς περισπασμούς καί παράλληλα γιά νά ἐκλείψει τό θλιβερό φαινόμενο τοῦ νεποτισμοῦ, τῆς ἐπεμβάσεως δηλαδή τῶν τέκνων τοῦ ἐπισκόπου στά ἐκκλησιαστικά πράγματα καί κυρίως στήν ἐκκλησιαστική περιουσία. ῾Ο γάμος εἶναι μυστήριο ἱερό καί σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀντιβαίνει στήν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. ῾Η ᾿Εκκλησία φυσικά, ἄν τοῦτο ὑπαγορεύει τό πνευματικό της συμφέρον καί ἔχει ἐν τῷ μεταξύ ὡριμάσει ἡ ἰδέα στή συνείδηση τοῦ λαοῦ, μπορεῖ νά ἐπιτρέψει –προαιρετικά ἔστω– τό γάμο τῶν ἐπισκόπων της. Τοῦτο τουλάχιστον θά ᾖρε –κατά τεκμήριο βέβαια– τά ὡρισμένα σκάνδαλα ὁρισμένων ἀγάμων κληρικῶν της, τά ὁποῖα ἐπιφέρουν καταλυτικό σάλο στή συνείδηση τοῦ ποιμνίου, διασύροντα τήν ὑψηλή περιωπή τῆς ἱερωσύνης καί παραβλάπτοντα τά μέγιστα τό ποιμαντικό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας.
406. Πρβλ. Μητροφάνους Κριτοπούλου, ῾Ομολ. Πίστεως, ια´ (᾿Ιω. Καρμίρη, Τά δογματικά…, σ. 541).
407. ῾Ο γάμος τῶν κατωτέρων κληρικῶν (πρεσβυτέρων καί διακόνων) εἶναι διάταξη πολύ σοφή, ἄν ἀποβλέψουμε στήν ἀνθρώπινη φύση, στήν ὁποίαν ἡ ἀγαμία (ἐννοεῖται 187
ὅτι φυλάσσεται ἡ παρθενία) εἶναι γενικά σκληρός καί δυσβάστακτος ζυγός. Μόνον ὅσοι ἔχουν εἰδικό χάρισμα ἀπό τόν Θεό (Ματθ. 19,11) μποροῦν νά τόν ἀναλάβουν. Τήν καθολικήν ἀγαμία τοῦ κλήρου ἀπέτρεψε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν Α´ Οἰκουμ. Σύνοδο. ῾Ορισμένοι ἀπό τούς συνέδρους, ἐμπνεόμενοι ἀπό αὐστηρές ἀσκητικές τάσεις, προσπάθησαν νά ἐπιβάλουν τήν ἀγαμία σέ ὅλους τούς ἱερατικούς βαθμούς. ᾿Αντέστη ὅμως σθεναρά ὁ ὅσιος Παφνούτιος, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἀσκητής, εἶχε φωτισμένη αἴσθηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τῶν ἀναγκῶν της. ῾Η ἀντίδραση τοῦ ἁγίου ἀπέτρεψε τά σχέδια τῶν αὐστηρῶν συνέδρων καί ἔσωσε τήν ᾿Εκκλησία ἀπό ἕνα θανάσιμο κίνδυνο.
408. Κανών 6 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου.
409. ῾Ο Σίμων ὁ Μάγος ὑπῆρξε μιά πολύ τραγική μορφή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Εἶχε μεγάλη μόρφωση. ᾿Ασκώντας τίς μαγικές τέχνες, ἀπέκτησε μεγάλην ἐπιρροή στή Σαμάρεια, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας τόν ἀποκαλοῦσαν «δύναμιν Θεοῦ τήν μεγάλην». ῾Ο Σίμων εἶχε δεχτεῖ τό χριστιανικό βάπτισμα, ὄχι γιατί ἀληθινά πίστευε, ἀλλ᾿ ἐντυπωσιασμένος ἀπό τά θαύματα πού ἔκαναν οἱ ᾿Απόστολοι. Τά πραγματικά του αἰσθήματα δέν ἄργησε νά φανερώσει στή Σαμάρεια, ὅπου εἶχαν μεταβεῖ οἱ ᾿Απόστολοι Πέτρος καί ᾿Ιωάννης γιά νά μεταδώσουν Πνεῦμα ἅγιο στούς βαπτισθέντας ἀδελφούς. ῞Οταν εἶδε τή μετάδοση τοῦ Πνεύματος ὁ Σίμων συγκινήθηκε καί πρόσφερε στούς ᾿Αποστόλους χρήματα γιά νά ἐκχωρήσουν καί σ᾿ αὐτόν τήν δύναμη νά παρέχει Πνεῦμα ἅγιον. ῾Ο Πέτρος τόν ἐπετίμησε σκληρά· αὐτός δέ ἐγκατέλειψε τήν ᾿Εκκλησία, ἐπανελθών στίς μαγικές τέχνες του, γιά νά βρεῖ ἄδοξο θάνατο στή Ρώμη (Πράξ. 8,9–23. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία Δογμάτων, Α/1, σ. 340 ἑξ). ῾Η ἀπόπειρα τοῦ Σίμωνα νά ἀγοράσει μέ χρήματα τή χάρη τοῦ Θεοῦ καλεῖται (ἀπό τό ὄνομά του) «σιμωνία», καί ἀποτελεῖ βαρύτατο ἁμάρτημα, πού χαρακτηρίζει ὅσους κληρικούς ἔχουν τά ἴδια φρονήματα καί ἀσκοῦν τίς ἴδιες πρακτικές μέ τό δολερό Μάγο! ῾Η σιμωνία τιμωρεῖται αὐστηρότατα ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας.
410. Τίς ἀρετές πού πρέπει νά ἔχουν οἱ κληρικοί καθώς καί τίς κακίες πού πρέπει ν᾿ ἀποφεύγουν ὡραιότατα περιγράφει ὁ Παῦλος στήν Α´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του (3,1–13).
411. Ματθ. 5,16.
412. ᾿Ιακ. 5,14. 15.