ΑΡΘΡΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
«Τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα».
᾿Ενῶ στό προηγούμενο ἄρθρο ἡ Σύνοδος διετύπωσε τή μεταφυσική πλευρά τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ἰδιότητά του ὡς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τήν ὑποστατική θέση του στήν ἐσωτερική Τριάδα) καί μέ σκοπό νά ἀποκρούσει τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ ᾿Αρείου, στό παρόν ἄρθρο διατυπώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς σαρκωμένου Λόγου, πού ἀποσκοποῦσε στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά παραλείψει νά τονίσει καί τή σύσταση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, ἐξυπακούει δέ πολλές ἄλλες ἐπί μέρους πτυχές τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε, σέ βασικές πάντοτε γραμμές, στή συνέχεια τῆς ἐκθέσεώς μας.
«Τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν…»
Περί τίνος ὅμως πρόκειται; Ποιό μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε ἡ ἀνθρωπότητα, ὥστε νά ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας;
Τόν κίνδυνο αὐτό συνιστᾶ ἡ ἁμαρτία πού γεννήθηκε ἀπό τήν ἀποστασία τοῦ γενάρχη, ἡ ὁποία –σέ περίπτωση πού παραμείνει– ἐγκυμονεῖ τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι φθορά τῆς φύσεως. Μέ αὐτή χάλασε ἐκεῖνο πού τόσο ὄμορφα ἔπλασεν ὁ Θεός. Εἶναι τό δηλητήριο τῆς ὑπάρξεως. ᾿Απέκοψε τό δημιούργημα ἀπό τίς ζωτικές ρίζες του καί τό παρέδωσε στή νέκρωση. Ξέφτισε τή φύση, τήν παραμόρφωσε, ἀφοῦ τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος της. ῾Η ἁμαρτία ὑπῆρξε τό μεγάλο σφάλμα, τό τεράστιο ψεῦδος, τό πλάνεμα καί ἡ ἀποδιοργάνωση τοῦ πλάσματος πού ἦταν προορισμένο νά ζεῖ καί νά μένει στήν ἀλήθεια. ᾿Επέφερε τόν ἐκτροχιασμό τῆς πλασμένης φύσεως, τήν τοποθέτησή της σέ μιά ἄλλη ἀφύσικη τροχιά, πού ὁδηγεῖ στή δυστυχία καί τόν ὄλεθρο. ᾿Αφοῦ ξέκοψε ἀπό τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος, παραδόθηκε σέ ἄλλες ἀντίθεες δυνάμεις. ῾Υποβλήθηκε στό ζυγό τῆς φυσικῆς καί πνευματικῆς δουλείας131, πού καταθλίβει ὅ,τι ὄμορφο καί ὡραῖο βγῆκε ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁμαρτία εἶναι ἡ νύχτα τοῦ ὄντος· ὁ μηδενισμός (τό ἄδειασμα) τῆς ὑπάρξεως, τό ὀντικό ψεῦδος καί ἡ ἀναλήθεια.
Στό ψεῦδος αὐτό περιελθών ὁ ἄνθρωπος ἔχανε τήν ὑπόθεση τῆς ὑπάρξεώς του. ᾿Αλλά καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐπλήττετο, ἀφοῦ τό πλάσμα τῆς ἀπειρόσοφης θείας βουλῆς ἀστοχοῦσε στήν ἰδέα καί τόν προορισμό του. Πῶς σέ ἕνα τέλειο, σοφό καί παντοδύναμο Πλάστη ἀστοχεῖ μιά κορυφαία ἰδιότητά του; Αὐτό σέ τελική ἀνάλυση δέν ἀναιρεῖ καί τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ; ῏Ηταν ἀνάγκη, λοιπόν, νά σωθεῖ τό πλάσμα ἀπό τήν καταστροφή του, νά ἐπανεύρει τήν ἀλήθειά του, νά κερδίσει τό λόγο του πού τόσο ἀσυλλόγιστα ἔχασε στό περιβόλι τῆς παρακοῆς. Πῶς ὅμως θά γινόταν αὐτό; ῾Ο πεσμένος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά γυρίσει αὐτοδύναμα στόν κῆπο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ὅπου ἡ φύση του ἔστιλβε ἀπό εὐγένεια, ντυμένη στά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, τήν ἀλήθεια, τήν καθαρότητα, τήν ἀθανασία, τήν ἀλυπία καί ἀμεριμνησία, τήν εὐθύτητα, τήν ἀθωότητα, τήν ἀκακία. ῾Ο Παράδεισος ἦταν ἑρμητικά κλειστός γι᾿ αὐτόν. ῾Η ρομφαία τοῦ ἀγγέλου ἐμπόδιζε τήν εἴσοδο132. ῎Επρεπε κάποιος ἄλλος νά σπεύσει σέ βοήθειά του. Αὐτός ὅμως ὁ ἄλλος δέν ὑπῆρχε στό φυσικό πεδίο τῆς κτίσεως. Οὔτε τά ἄϋλα πνεύματα τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄγγελοι, εἶχαν μιά τέτοια δυνατότητα, γιατί καί αὐτά ἦσαν ὄντα κτιστά, πλάσματα πεπερασμένα. ῾Ο μόνος πού μποροῦσε νά λυτρώσει τήν πεσμένη φύση ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πλάστης της, ὁ ἀγαθός, ὁ σοφός καί ὁ παντοδύναμος δημιουργός της. Αὐτός πού ἀγαποῦσε πραγματικά τό ἀποστατημένο πλάσμα του, γνώριζε τόν τρόπο καί διέθετε τή δύναμη νά τό λυτρώσει. ᾿Αλλά ὄχι μονάχα ὁ Θεός, γιατί μιά τέτοια ἐνέργεια μονομερής θά φαλκίδευε τήν ἀλήθεια τῆς λυτρωτικῆς θείας ἐνέργειας καί θ᾿ ἀδικοῦσε καί τό ἴδιο τό πλάσμα, τοῦ ὁποίου θά κερμάτιζε τή φύση. ῎Επρεπε στό ἔργο τῆς σωτηρίας νά μπεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. ῎Επρεπε τό ὄν πού θά πετύχαινε τή λύτρωση νά μήν εἶναι μόνο Θεός, ἀλλά καί ἄνθρωπος· νά εἶναι Θεάνθρωπος. ῎Ετσι ἡ λύτρωση θά ἦταν ἔργο δίκαιο, στό ὁποῖο θά σωζόταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (ἡ ἠθική καί ἔλλογη ἐνέργειά του), ἀλλά καί τό πλάσμα θά μετεῖχε σέ μιά τόσο σημαντική ὑπόθεσή του. Στό δίδυμο, λοιπόν, Θεοῦ καί ἀνθρώπου θά διδόταν ἡ κραταιά μάχη, θά ἐκπορθεῖτο δίκαια ἡ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, θά καταστρεφόταν ἡ ἁμαρτία καί τό πλάσμα θά εἶχε κάποια σεμνή καύχηση στή λυτρωτική ἀγάπη καί σοφία τοῦ πλαστουργοῦ του.
῾Ο Θεός, λοιπόν, ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά τή δική μας σωτηρία. ῾Η δήλωση τοῦ Συμβόλου εἶναι σαφής καί κατηγορηματική. ῾Η σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἐμπροϋπόθετη. Σάν προϋπόθεσή της εἶχε τή λύτρωση τοῦ κόσμου ἐκ τῆς ἁμαρτίας. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμάρτανε, δέν θά ὑπῆρχε φυσικά λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. ῾Ο πρωτόπλαστος θά συνέχιζε ἤρεμα τή ζωή του στούς κόλπους τῆς θείας χρηστότητος καί ἀγαθωσύνης καί, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος, θά γινόταν «κατά χάριν» θεός, μέ τήν παγίωσή του στό ἀγαθό καί τό ἅγιο θέλημα τοῦ Πλάστη του. Κάτι παρόμοιο εἶχε συμβεῖ προηγούμενα στά ἀγαθά πνεύματα. Φυσικά τό δυναμικό αὐτό τέλος τῆς φύσεως ἀνέκοψεν ἡ ἁμαρτία, ἀνέλαβε δέ νά τό φέρει εἰς πέρας ὁ ἴδιος ὁ Θεός ντυμένος τόν ἄνθρωπο. Δέν νομίζουμε, ὅτι εἶναι σωστή ἡ θεολογική γνώμη πού διατυπώθηκε σέ ὁρισμένο θεολογικό ρεῦμα σκέψεως στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, κατά τό ὁποῖον ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπροϋπόθετη, θά γινόταν δηλαδή οὕτως ἤ ἄλλως, ἔστω κι ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, ὡς πλήρωση αὐτοῦ καί τῆς δημιουργηθείσης κτίσεως133.
«Κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου».
῾Ο Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «κατῆλθεν ἐκ τῶν οὐρανῶν». Μιά πολύ ἀνθρώπινη ἔκφραση. ῾Ο Λόγος κινήθηκε ἀπό τή θέση του, μετατοπίστηκε ἀπό τόν οὐρανό, κατέβηκε στή γῆ! Οἱ φράσεις αὐτές εἶναι οἰκεῖες στά φυσικά δημιουργήματα, τά ὁποῖα ἀλλάζουν συνεχῶς θέση κινούμενα στό χῶρο, ἐπειδή εἶναι ὄντα ἔνυλα καί κτιστά. Δέν μποροῦν ὅμως νά ἔχουν θέση στόν ἀναφῆ Θεό, πού εἶναι πνεῦμα ἀπόλυτο, ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε ἔννοια φυσικῆς συνθέσεως καί περατότητος. ῾Ο Θεός δέν κινεῖται, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πληροῖ τά πάντα καί δέν περιορίζεται στό κτιστό σύμπαν. ῾Η φράση τοῦ Συμβόλου ἔχει ἔννοια τροπική. ῞Οπως δηλαδή τά κτιστά ὄντα ἀλλάζουν καταστάσεις καί μεταβάλλονται, ἔτσι καί στό Λόγο τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του κάτι συνέβη, κάτι ἄλλαξε. Δέν ὑπέστη φυσικά τοπική μετάσταση οὔτε μετακινήθηκε ἀπό τό θεοπρεπές του ἀξίωμα. ῾Η θεία ἐνανθρώπηση δέν ἦταν «μετάστασις τοπική», ἀλλά «συγκατάβασις θεϊκή»134. ῾Ο Λόγος, χωρίς νά ὑποστεῖ οὐσιαστική μεταβολή, προσέλαβε κάτι πού δέν εἶχεν ὡς τήν ὥρα ἐκείνη. ῎Εγινεν ἄνθρωπος καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Μπῆκε σέ μιά καινούργια φάση ζωῆς. Αὐτή τήν ἔννοια εἶχε ἡ θεία του κένωση· τό ἄδειασμα ἀπό τήν ἀρχαία δόξα του, μέ τήν ἔννοιαν ὅτι στό πεδίο τῆς ἔγχρονης ζωῆς του ἡ τριαδική δόξα τῆς θείας του φύσεως κρυβόταν πίσω ἀπό τό παραπέτασμα τῆς σάρκας τήν ὁποίαν προσέλαβε, ἀθέατη στούς σωματικούς τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμούς. Μόνον ἔμμεσα φαινόταν ἡ δόξα τῆς τριαδικῆς του ἐνέργειας σέ ὅσα σημεῖα ὁ Θεάνθρωπος ἐπίστωνε τήν ἄπειρη θεία φύση του (στά θαύματα κυρίως), ἄμεσα δέ, καί στό μέτρο τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τοῦ πλάσματος, στό ῎Ορος Θαβώρ135, ὅπου ἡ δόξα του κατέλαμψε τούς σωματικούς ὀφθαλμούς τῶν μαθητῶν καί κατηύγασε τή φύση, ἐπισκιάσασα καί αὐτήν ἀκόμη τοῦ ἡλίου τή λαμπρότητα! ῾Η κένωση σήμαινε τήν εἴσοδο τοῦ Λόγου στό πεδίο τῆς ἱστορικῆς ζωῆς. Τήν εἴσοδο σέ μιά ζωή ταπεινώσεως, γεμάτη πόνο καί ὀδύνη. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πραγματικότητα τῆς νέας ζωῆς, τήν ὁποίαν ὁ Λόγος συμμεριζόταν μέ τήν ἀναληφθεῖσα σάρκα του. Στή συνέχεια θά δοῦμε τήν ἔννοια τῶν λόγων αὐτῶν. Στό θαῦμα τῆς κενώσεως136 ἀποτυπώνεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερβαίνουσα «πάντα νοῦν», ἡ θεία ἀγαθωσύνη πού γιά μᾶς εἶναι τό μεγάλο αἴνιγμα, τό «ἄφραστον θαῦμα»137, πού δέν μπορεῖ νά μετρηθεῖ μέ τή φτωχή μας διάνοια.
Εἶναι τό κέντρο στό ὁποῖο συγκλίνουν καί συνταιριάζονται ἀντιθέσεις θεῖες καί ἀνθρώπινες· ἡ ταπείνωση στή δόξα· ὁ πόνος στή χαρά· ὁ θάνατος στή ζωή! Τό πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή ἀφθαρσίας διά τόν ἄνθρωπο, ἀνάσταση τοῦ φθαρμένου ᾿Αδάμ. Στήν κένωση τοῦ Λόγου ἡ πεσμένη φύση γεμίζει ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, φουσκώνει ἀπό τό ὀξυγόνο τῆς θείας ζωῆς, τό ὁποῖο εἶχε κάψει ἡ πνοή τοῦ δράκοντα στό μοιραῖο κῆπο τῆς παρακοῆς.
῾Η κένωση τοῦ Λόγου συμπίπτει μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Καί θά μποροῦσε βέβαια ὁ Θεός μέ μιά παντοδύναμη προσταγή του νά ἐξαλείψει τήν ἁμαρτία καί ν᾿ ἀφανίσει τή δύναμη τοῦ διαβόλου, λυτρώνοντας μιά γιά πάντα τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτωτική τραγωδία του. Δέν τό ἔκαμε ὅμως, γιατί δέν τό θέλησε. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἀνοίκειο στή συμπεριφορά του. ᾿Ανάρμοστο στή φύση του. Μιά καί ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦταν κάτι τό μαγικό, ἀλλά πτώση πραγματική πού σάν συνέπειά της εἶχε τό θάνατο, ἔτσι καί ἡ λύτρωσή του ἔπρεπε νά εἶναι καί αὐτή ἀληθινή καί ὄχι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄνωθεν προσταγῆς, ἔξω ἀπό τά ἀληθινά μέτρα τῆς φύσεως τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καί τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι ἡ θεία πανσοφία βρῆκε τόν πρέποντα τρόπο μιᾶς πραγματικῆς ἀνορθώσεως τοῦ πεπτωκότος, τή σάρκωση τοῦ Λόγου.
῾Ο Λόγος ἔγινε ἀληθινά ἄνθρωπος. Πῆρε τήν πραγματική ἀνθρώπινη φύση, μέ μίαν ὅμως καινότητα πού δέν εἶχε ἡ παλαιωθεῖσα φύση τοῦ ᾿Αδάμ. ῾Ο Χριστός εἶχε μέν τή φύση τοῦ ᾿Αδάμ (σῶμα καί ψυχή), χωρίς ὅμως τό στοιχεῖο τῆς φθορᾶς, πού ἐπικάθησε σ᾿ αὐτήν μέ τήν παράβαση. ῎Επρεπε νά ἦταν ἡ αὐτή ἀνθρώπινη φύση, σέ καινούργια ὅμως διάσταση. Γιατί μιά ὁποιαδήποτε παλαιά φύση δέν μποροῦσε νά πετύχει τό θαῦμα τῆς λυτρώσεως. ῞Οπως τό καινούργιο κρασί δέν τό βάζουν σέ ἀσκιά τριμμένα καί παλαιά138, διότι ὑπάρχει κίνδυνος νά διαρραγοῦν αὐτά ἀπό τό βάρος τοῦ νέου οἴνου, ἔτσι καί τό ρεῦμα τῆς νέας ζωῆς δέν μποροῦσε νά διοχετευτεῖ σέ ἀγωγούς σκιουργιασμένους καί παλαιούς. ῎Επρεπε ἡ φύση μέσω τῆς ὁποίας θά διοχετευόταν στόν κόσμον ἡ νέα ζωή, νά εἶναι καί αὐτή νέα, φύση ἀληθινή μέν καί πραγματική, χωρίς ὅμως τήν φθαρμένη παλαιότητά της, τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού τήν ἔκανε νά ἔχει ἀνάγκη λυτρώσεως, δηλαδή τήν ἁμαρτία.
Καί ἡ φύση αὐτή δόθηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί τήν Παρθένο Μαρία. Τό πρῶτο στοιχεῖο καινότητος τῆς νέας φύσεως ἦταν ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Στή γέννηση τοῦ Λόγου δέν μποροῦσε νά ἔχει θέση ὁ ρόλος τοῦ φυσικοῦ γεννήτορα. Μέ τόν τρόπο αὐτό δουλεύει ἡ παλαιά φύση στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Εἶναι ὁ φυσικός τρόπος συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου στή μήτρα τῆς γυναίκας. ῾Η φυσική συνέργεια τοῦ πατέρα εἶναι ἀπαραίτητη σέ κάθε ἀνθρώπινη γέννηση. Μέ τή γέννηση δέ αὐτή κάθε γεννώμενο μπαίνει στόν κύκλο τῆς φυσικῆς φθορᾶς, τήν ὁποίαν κληρονομεῖ ἀπό τή φύση τοῦ προπάτορα. Αὐτός ὁ κύκλος ὁ φθαρμένος καί παλαιός ἔπρεπε νά σπάσει στήν περίπτωση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννηση τοῦ ὁποίου ἔπρεπε νά ἦταν ἔξω ἀπό τά κοινά μέτρα τῆς φύσεως. ῾Ο Χριστός δέν ἔπρεπε νά ἔχει φυσικό πατέρα, γιατί ἀλλιώτικα θά ἦταν ἕνας κοινός ἄνθρωπος. Φυσική του ἀρχή ἔπρεπε νά ἦταν κάποια πέρα ἀπό τή λειτουργικότητα τῆς παλαιᾶς γεννήσεως. ῾Η ἀρχή δέ αὐτή ἦταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ ὁποίου ἀνεπλήρωσε τή θέση τοῦ πατέρα στή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τήν ἀνθρώπινη σπορά ἀντικατέστησε ἡ δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος139, ἡ ὁποία ἐπεσκίασε τή μήτρα τῆς Παρθένου καί ἐμόρφωσε σ᾿ αὐτήν τό ἔμβρυο τῆς ἀνακαινισμένης φύσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό καταβλήθηκε ἡ νέα φύση ἡ ξεκομμένη ἀπό τή ρίζα τοῦ ᾿Αδάμ, ἡ φύση χωρίς τή φθορά τοῦ προπάτορα. Τώρα ὑπάρχει ἡ νέα ρίζα τοῦ κόσμου, φυτρωμένη στά σπλάχνα τῆς ᾿Απειρογάμου, ἀπό τήν ὁποίαν θά βλαστήσουν οἱ νέοι ἄνθρωποι, θά προέλθει ἡ καινούργια κτίση στό νέο θαῦμα τῆς χριστοποιημένης ζωῆς. Τό συλληφθέν στή μήτρα τῆς Παρθένου εἶναι –κατά τή δήλωση τοῦ ἀγγέλου– «ἅγιον», φύση καθαρή, γεμάτη φῶς καί διαφάνεια, πού καμιά σχέση δέν εἶχε μέ τήν παλαιά φύση, πού ὁδηγοῦσε στή φθορά καί τό θάνατο. ᾿Από τή φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρέει ἡ καινότητα τῆς νέας ζωῆς140. ῾Η παλαιά φύση ἐνοφθαλμίζεται στό δέντρο τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος, ἀπ᾿ ὅπου παίρνει τή χάρη τή λυτρωτική καί αὐξητική στό ἀπαστράπτον σῶμα τῆς θείας βασιλείας. ῞Ολα, λοιπόν, καινά στόν ξένο καί καινό τόκο τῆς Παρθένου, ἐπί τοῦ ὁποίου αὐγάζει ἡ θεσπέσια μαρμαρυγή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ!
Τό δεύτερο στοιχεῖο καινότητος τῆς φύσεως ἦταν ἡ θέση τῆς Μαρίας, ὡς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Μία παρθένος ἐπελέγη ἀπό τόν Θεόν ὡς λειτουργός στό καινοποιητικό θεῖο μυστήριο. ῾Ο Λόγος ἔπρεπε νά ἔχει μητέρα γιά νά εἶναι πραγματική ἡ ἀνθρώπινη φύση του. ᾿Αφοῦ δέ δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχει πατέρα (ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός»), ἡ Μητέρα του ἔπρεπε νά εἶναι παρθένος, δηλαδή κόρη ἀπείρανδρος. Τόν παρθενικό τόκο τῆς Μαρίας προεῖδεν ὁ ᾿Ησαΐας στήν παλαιά ἐποχή, φωτιζόμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· «ἰδού ἡ παρθένος ἕξει ἐν γαστρί καί τέξεται υἱόν…»141. ῾Η προφητική φωνή προεμήνυε τήν ἀπόρρητη θεία βουλή. ῾Η Μαρία ὑπῆρξε «παρθενομήτωρ», συνταιριασμένη στόν καινούργιο ρυθμό τῆς νέας φύσεως. ῾Ο ρόλος της δέ αὐτός ἦταν ἀπαραίτητος γιά τήν οἰκονομία τῆς λυτρώσεως. ῏Ηταν ἡ ταπεινή συνεισφορά τοῦ ξεπεσμένου γένους στό ἔργο τῆς σωτηρίας του. ῾Η ἀνθρωπότητα παρεῖχε τήν Κόρη της, γιά νά ἔχει μέσω αὐτῆς τόν Σωτῆρα της. ῾Η πεσμένη φύση ἔπρεπε νά συμβάλει καί αὐτή στό ἔργο τῆς σωτηρίας της. ῾Η συνεισφορά δέ αὐτή ἦταν ἡ θεόπαις Μαρία, ἡ ταπεινή Κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ γυναίκα ἡ ἄσπιλη καί καλή, πού θά ἐδάνειζε τή σάρκα της γιά νά προέλθει ἀπ᾿ αὐτήν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ ᾿Εμμανουήλ, τό ἀπαστράπτον δοχεῖο τοῦ Δεσπότου, ἡ «Κεχαριτωμένη»142, τῆς ὁποίας ἡ καθαρότητα καί ἡ πνευματική καλλονή ὁδήγησαν σέ ἔκσταση τό λειτουργικό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· ὁ θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς143. ῾Η παρθενία τῆς Μαρίας δέν λειτούργησε μονάχα στή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ της, ἀλλά καί στή γέννησή του. ῾Η Μαρία ὄντως ἔτεκε, παραμείνασα παρθένος. ῾Ο τόκος της δέν κατέλυσε τά σήμαντρα τῆς παρθενίας της. ῞Οπως παρθένος συνέλαβε, ἔτσι καί παρθένος ἔτεκε. ᾿Αλλά καί μετά τόν τόκο δέν ἔχασε τήν παρθενία της, παραμείνασα ἐσαεί παρθένος, ἀειπάρθενος. ῞Οπως δέ λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος· «παρθένος συνέλαβε, παρθένος ἔτεκε καί μετά τόκον παρθένος διέμεινεν». Τέλος, ἕνα ἄλλο σημεῖο συναφές μέ τά πιό πάνω εἶναι ὁ ἀνώδυνος καί ἀλόχευτος τόκος τῆς Παρθένου. ῾Η Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέν ἔνιωσε πόνους κατά τή γέννα της. Οἱ πόνοι εἶχαν ἐπιβληθεῖ σάν κατάρα ἀπό τόν Θεό στήν Εὔα145 γιά τό μοιραῖο ρόλο της στό τραγικό δράμα τῆς ᾿Εδέμ. ῾Η ἐπώδυνη γέννηση ἀκολουθοῦσε τήν ἐνήδονη σύλληψη. Τέτοια ὅμως σύλληψη δέν ἔγινε στή Θεοτόκο. ῾Ο τόκος της συνεπῶς ἦταν ἔξω ἀπό τήν κατάρα. ῏Ηταν ὁ τοκετός πού θά γινόταν, ἄν ἡ Εὔα ἔμενε πιστή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά καί τά φυσικά λόχεια δέν εἶχε ὁ τόκος τῆς Μαρίας. ῏Ηταν τόκος ἀλόχευτος146. Τίποτε, λοιπόν, δέν γνώρισε ἡ Μαρία ἀπό τήν παλαιά φυσική γέννηση, γιατί σάν μητέρα λειτουργοῦσε ὡς ἀπαρχή στήν ἀνακαινισμένη ἀνθρωπότητα, στούς καινούργιους ρυθμούς στούς ὁποίους μπῆκε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων μέ τήν καινοφανῆ γέννηση τοῦ τόκου της.
Τό ζήτημα τῆς παρθενίας καί ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας εἶναι πολύ σημαντικό στήν ὀρθόδοξη παράδοση, γιατί ἐκφράζει ὅσο κανένα ἄλλο τήν πνευματικότητα καί τό σωτηριολογικό ἦθος τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Παρόμοιες ἰδέες εἶναι ἀνήκουστες σέ συμπαγεῖς κύκλους τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως. Τά περί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου διδάγματα τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Ανατολῆς δέν ἀγγίζουν τήν ψυχή ὀρθολογιστῶν θεολόγων τοῦ Προτεσταντισμοῦ μέ τό φιλελεύθερο ὑποκειμενισμό καί τή λογοκρατία πού τούς διακρίνουν. Τήν παρθενία τῆς Μαρίας τήν βλέπουν ἐξ ἀπόψεως ἐξωτερικῆς. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά εἰσδύσουν στό βάθος τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος, νά πιάσουν τά βαθύτερα μηνύματά του καί νά νιώσουν τούς τόσο πλούσιους μυστηριακούς του κραδασμούς. Καί δέχονται μέν τήν παρθενική σύλληψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· ὄχι ὅμως καί τήν ἀειπαρθενία τῆς Πανάγνου. Τό δόγμα αὐτό τό ἀπορρίπτουν –γιά νά μήν ποῦμε τό περιφρονοῦν– ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί ἑρμηνεύοντας αὐθαίρετα ὅσα χωρία παρέχει σχετικῶς ἡ ἁγ. Γραφή. ῎Ετσι, ἑρμηνεύοντες κακῶς ὅσα λέγονται περί ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου καί ἀπορρίπτοντες τή μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως πού ἐξηγεῖ τή Γραφή συμπληρώνοντας τά κενά τῆς διηγήσεώς της, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Μαρία, μετά τή γέννηση τοῦ Κυρίου, εἶχε γαμική σχέση μέ τόν ᾿Ιωσήφ, ἀπό τήν ὁποίαν ἀπέκτησε τούς ἀδελφούς τοῦ ᾿Ιησοῦ147!
Στούς Ρωμαιοκαθολικούς ἀντίθετα ἔχουμε δογματικές ἐκκεντρικότητες γύρω ἀπό τό μαριολογικό δόγμα τῆς πίστεως. ῎Εχοντες τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι κύριοι τῆς παραδόσεως (ὁ Πάπας) καί ἀνέκαθεν ἐπιρρεπεῖς σέ καινοτομίες καί νεωτερισμούς, ἔπλασαν δόγματα πού καμιά σχέση δέν ἔχουν μέ τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τήν ἀποστολική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ετσι ἐδογμάτισαν τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Θεοτόκου, ὅτι δηλαδή ἡ Μαρία, ἐνόψει τοῦ μεγάλου θεομητορικοῦ ρόλου της, ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γεννηθεῖ χωρίς νά φέρει τό προπατορικό ἁμάρτημα. Θεωρία φυσικά ἐσφαλμένη, διότι ἡ Μαρία, σάν ἀληθινή ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ καί γεννηθεῖσα κατά τούς νόμους τῆς φυσικῆς γεννήσεως (εἶχε γονεῖς τόν ᾿Ιωακείμ καί τήν ῎Αννα), δέν μποροῦσε νά μείνει ἔξω ἀπό τή φυσική συνέχεια τοῦ ᾿Αδάμ, φέρουσα καί αὐτή τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα, ἀπό τό ὁποῖο τήν ἐκαθάρισε ἡ τελειωτική χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅταν τήν ἐπεσκίασε τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί κατέβαλε στή μήτρα της τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Σωτῆρος. ῞Ομοια ἐδίδαξαν, ὅτι ἡ Μαρία δέν γεύτηκε τό φυσικό θάνατο, ἀλλά λίγο πρίν ἔλθει τό φυσικό τέλος της, ὁ Θεός τή μετέθεσε ἔνσωμη στόν οὐρανό148. Καί τό δόγμα αὐτό εἶναι ἐσφαλμένο, γιατί ξεχωρίζει ἀπότομα τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό φυσικό κύκλο τῆς ἀλήθειάς της, ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι κανένας ἄνθρωπος, ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ, δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τό θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι τό καθολικό τίμημα τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι φανερόν ὅτι μέ τά διδάγματα αὐτά οἱ Παπικοί ἔχουν χάσει τή δογματική ἰσορροπία τους καί ἔχουν περιπέσει σέ δογματικές ἐκκεντρικότητες, ἀπομακρυνθέντες ἀπό τή γνήσια περί Θεοτόκου διδασκαλία τῆς ἀρχαίας παραδόσεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Θέλοντες δέ νά τονίσουν ὑπέρμετρα τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, στό τέλος τό ἀμαυρώνουν μέ κακόηχα διδάγματα καί θεωρήματα, ἀντικείμενα στό πνεῦμα τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Τό δόγμα περί Θεοτόκου κατέχει ἀσφυκτική θέση στήν εὐσέβεια καί τή ζωή τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας. Στή συνέχεια θά μᾶς δοθεῖ εὐκαιρία νά δοῦμε καί ἄλλα στοιχεῖα τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ δόγματος. Οἱ ᾿Ορθόδοξοι τιμοῦν ὑπερβαλλόντως τήν Παναγία τους, τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας καί τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Τήν τιμοῦν πιό πάνω ἀπό τούς ἀγγέλους, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ149. Στή δόξα της βλέπουν τή δόξα τοῦ ἀνάρχου Τόκου της. Τήν νιώθουν πολύ κοντά τους σάν μητέρα στοργική, πού, πονεμένη ἀπό τό μαρτύριο τοῦ Υἱοῦ της, μπορεῖ νά νιώσει τό δικό τους πόνο καί νά βοηθήσει στή δική τους περίσταση. Τήν νιώθουν σάν προστάτιδα καί βοηθόν· σάν τεῖχος τοῦ γένους προστατευτικό καί ἀπροσμάχητο ἐνάντια στούς πολυποίκιλους ἐχθρούς του· σάν σύμμαχο στόν ἀγῶνα τους κατά τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων καί σάν πρέσβειρα στόν Θεό καί μεσίτριαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν πνευματικῶν τέκνων της150. Τιμοῦν πολυειδῶς τήν Παναγία τους καί φυλάσσουν τό δόγμα της σάν κόρην ὀφθαλμοῦ, δείχνοντες ἐξαιρετική εὐαισθησία στίς ὅποιες ἀπόπειρες αἱρετικῆς διαστροφῆς του. Τό δόγμα, τέλος, τῆς Θεοτόκου κατέχει περίοπτη θέση στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί τήν ἀσματική ἀκολουθία τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Παρένθεση. Θά μᾶς ἐπιτραπεῖ στό σημεῖο αὐτό νά παραθέσουμε κατ᾿ ἐπιλογήν ὁρισμένα δογματικά Θεοτοκία τῆς «Παρακλητικῆς», στά ὁποῖα οἱ πιό πάνω περί Θεοτόκου καί Χριστοῦ δογματικές ἀλήθειες ἐκτίθενται κατά τρόπο πραγματικά ἀριστουργηματικό.
Θεοτοκίον δογματικόν. ᾿Εν τῷ ῾Εσπερινῷ. ῏Ηχος βαρύς.
«Πῶς σέ μακαρίσωμεν Θεοτόκε; πῶς σέ ἀνυμνήσωμεν ῾Υπερευλογημένη, τό ἀκατάληπτον μυστήριον τῆς κυοφορίας σου; Τῶν αἰώνων γάρ ὁ ποιητής, καί τῆς ἡμετέρας δημιουργός φύσεως, τήν ἰδίαν εἰκόνα οἰκτείρας, καθῆκεν ἑαυτόν εἰς κένωσιν, τήν ἀνεξιχνίαστον· ὁ ὤν ἐν τοῖς ἀΰλοις κόλποις τοῦ Πατρός, ἐν μήτρᾳ σου ῾Αγνή κατεσκήνωσε, καί σάρξ ἀτρέπτως ἐγένετο ἐκ σοῦ ᾿Απειρόγαμε· μείνας μέν ὅπερ ὑπῆρχε, φύσει Θεός. Διό αὐτόν προσκυνοῦμεν Θεόν τέλειον, καί ἄνθρωπον τέλειον, τόν αὐτόν ἐν ἑκατέρᾳ μορφῇ· ἑκατέρα γάρ φύσις, ἐστιν ἐν αὐτῷ ἀληθῶς· διπλᾶ δέ πάντα κηρύττομεν, τά φυσικά αὐτοῦ ἰδιώματα, κατά τήν διπλόην τῶν οὐσιῶν, δύο σέβοντες τάς ἐνεργείας, καί τά θελήματα, ῾Ομοούσιος γάρ ὤν τῷ Θεῷ καί Πατρί, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ· ὁμοούσιος δέ ὤν καί ἡμῖν, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος. Αὐτόν ἱκέτευε, σεμνή Παμμακάριστε, τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Μέ ποιό τρόπο νά σέ μακαρίσουμε Θεοτόκε; Πῶς δέ νά ὑμνολογήσουμε, ῾Υπερευλογημένη, τό ἀκατάληπτο μυστήριο τῆς κυοφορίας σου; Διότι, αὐτός πού ἔπλασε τούς αἰῶνες καί δημιούργησε τή φύση μας, ἀφοῦ λυπήθηκε τή δική του εἰκόνα (τόν ἄνθρωπο πού παραπλανήθηκε), ὑποβλήθηκε σέ κένωση ἀνεξιχνίαστη. Αὐτός πού εἶναι (ὡς Θεός) στούς ἄϋλους κόλπους τοῦ Πατρός, κατεσκήνωσε (συνελήφθη) στή μήτρα σου ῾Αγνή, καί ἔγινε ἄνθρωπος ἀτρέπτως ἀπό σέ, πού δέν γνώρισες γάμο, παραμείνας ἐκεῖνο πού ἦταν πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως, δηλαδή κατά φύσιν Θεός. Διά τοῦτο τόν προσκυνοῦμεν Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον, τόν ἴδιον (ὡς πρόσωπον ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο) σέ κάθε μία ἀπό τίς δύο του μορφές (φύσεις). Διότι καί οἱ δύο φύσεις ὑπάρχουν σ᾿ αὐτόν ἀληθῶς. Κηρύττουμε τά διπλᾶ του φυσικά ἰδιώματα πού ἀντιστοιχοῦν στίς δύο του οὐσίες, τιμῶντες τίς δύο του ἐνέργειες καί τά δύο του θελήματα. Διότι, ὁμοούσιος ὅπως εἶναι μέ τόν Πατέρα, θέλει καί ἐνεργεῖ αὐτεξουσίως (ὡς Θεός)· ὁμοούσιος δέ καί μέ μᾶς, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος. Αὐτόν ἱκέτευε, σεμνή Παμμακάριστε, νά παράσχει σωτηρίαν στίς ψυχές μας.
Θεοτοκίον δογματικόν.
῏Ηχος πλάγιος Α´.
«Τήν θεοπρεπῆ καί σεβάσμιον Κόρην τιμήσωμεν,τήν ὑπέρτιμον τῶν Χερουβίμ· ὁ γάρ δημιουργός τῶν ὅλων ἐνανθρωπῆσαι βουληθείς, ἐν αὐτῇ ᾤκησεν ἀφράστως. ῎Ω ξένων πραγμάτων, καί παραδόξων μυστηρίων! Τίς οὐκ ἐκπλαγῇ ἐν τούτῳ ἀκουτισθείς; ῞Οτι Θεός ἄνθρωπος γέγονε, καί τροπή ἐν αὐτῷ οὐχ ὑπῆρξε; καί τῆς παρθενίας πύλας διῆλθε, καί μείωσις ἐν αὐτῇ οὐχ ὑπελείφθη; καθώς ὁ προφήτης λέγει· ῎Ανθρωπος ταύτην οὐ διοδεύσει ποτέ, εἰμή μόνος Κύριος ὁ Θεός ᾿Ισραήλ, ὁ ἔχων τό μέγα ἔλεος».
῎Ας τιμήσουμε τή θεοπρεπῆ καί ἄξια σεβασμοῦ Κόρη, πού ὑπερβαίνει σέ τιμή τά Χερουβίμ. Διότι ὁ δημιουργός τῶν ὅλων Θεός, θελήσας νά γίνει ἄνθρωπος, κατοίκησε σ᾿ αὐτήν ἀφράστως. ῎Ω πραγμάτων ξένων (πού πρώτη φορά παρουσιάστηκαν) καί μυστηρίων παραδόξων! Ποιός δέν θά ἐκπλαγεῖ ἀκούοντας αὐτά; ῞Οτι ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος, χωρίς νά ὑπάρξει τροπή στή φύση του; καί πέρασε τήν παρθενική πύλη τῆς Θεοτόκου, χωρίς νά συμβεῖ μείωση στήν παρθενία της; Καί ὅπως ὁ προφήτης λέγει· ῎Ανθρωπος δέν θά περάσει ἀπ᾿ αὐτήν (δέν θά συλληφθεῖ στή μήτρα της), παρά μονάχα ὁ Θεός ὁ Κύριος τοῦ ᾿Ισραήλ, αὐτός πού ἔχει τό μέγα ἔλεος.
Θεοτοκίον δογματικόν.
῏Ηχος Β´.
«῎Ω τοῦ μεγίστου μυστηρίου! Βλέπων τά θαύματα, ἀνακηρύττω τή θεότητα, οὐκ ἀρνοῦμαι τήν ἀνθρωπότητα· ὁ γάρ ᾿Εμμανουήλ φύσεως πύλας ἤνοιξε, ὡς φιλάνθρωπος· παρθενίας δέ κλεῖθρα οὐ διέρρηξεν, ὡς Θεός· ἀλλ᾿ οὕτως ἐκ μήτρας προῆλθεν, ὡς δι᾿ ἀκοῆς εἰσῆλθεν· οὕτως ἐσαρκώθη, ὡς συνελήφθη· ἀπαθῶς εἰσῆλθεν, ἀφράστως ἐξῆλθεν, κατά τόν Προφήτην τόν λέγοντα· ῎Ανθρωπος ταύτην οὐ διοδεύσει ποτέ, εἰμή μόνος Κύριος ὁ Θεός ᾿Ισραήλ, ὁ ἔχων τό μέγα ἔλεος».
῎Ω πόσο μεγάλο εἶναι τό μυστήριο! Βλέποντας τά θαύματα, ὁμολογῶ τή θεότητα (πού μόνη τά ἐπιτελεῖ), χωρίς νά ἀρνοῦμαι τήν ἀνθρωπότητα. Διότι ὁ ᾿Εμμανουήλ (ὁ Χριστός), ἄνοιξε μέν τίς πύλες τῆς φύσεως (τῆς Παρθένου) ὡς φιλάνθρωπος· δέν διέρρηξεν ὅμως τά σημεῖα τῆς παρθενίας της, ὡς Θεός· Καί ὅπως, στό ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου (κατά τόν Εὐαγγελισμό), εἰσῆλθε στή μήτρα τῆς Παρθένου, κατά τόν ἴδιο (θαυματουργικό) τρόπο βγῆκε ἀπό αὐτήν. Εἰσῆλθε χωρίς πάθος (πού ὑπάρχει στή φυσική σύλληψη) καί ἐξῆλθε ἀφράστως, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. ῎Ανθρωπος δέν θά περάσει ποτέ ἀπ᾿ αὐτήν, παρά μονάχα ὁ Θεός τοῦ ᾿Ισραήλ, αὐτός πού ἔχει τό μέγα ἔλεος.
Θεοτοκίον δογματικόν.
῏Ηχος Α´.
«Παρθενική πανήγυρις σήμερον, ἀδελφοί· σκιρτάτω ἡ κτίσις, χορευέτω ἡ ἀνθρωπότης· συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος, τό ἀμόλυντον κειμήλιον τῆς παρθενίας, ὁ λογικός τοῦ δευτέρου ᾿Αδάμ Παράδεισος, τό ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, ἡ πανήγυρις τοῦ σωτηρίου συναλλάγματος, ἡ παστάς ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα, ἡ ὄντως κούφη νεφέλη, ἡ τόν ἐπί τῶν Χερουβίμ μετά σώματος βαστάσασα. Ταῖς αὐτῆς ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν».
Σήμερα τελοῦμε παρθενική πανήγυρη, ἀδελφοί. ῎Ας σκιρτᾶ (ἀπό χαρά) ἡ κτίση, ἄς χορεύει ἡ ἀνθρωπότης. Διότι μᾶς συνεκάλεσε ἡ ἁγία Θεοτόκος, τό ἀμόλυντο κειμήλιο τῆς παρθενίας, ὁ λογικός παράδεισος τοῦ δευτέρου ᾿Αδάμ (τοῦ Χριστοῦ), τό ἐργαστήριο στό ὁποῖον ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις, ὁ τόπος στόν ὁποῖον πανηγυρικά ἔγινεν ἡ σωτήρια συναλλαγή (τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο), ὁ νυμφικός θάλαμος στόν ὁποῖον ὁ Λόγος νυμφεύθηκε τή σάρκα (τήν ἀνθρώπινη φύση), ἡ ἀνάλαφρη νεφέλη, ἡ ὁποία ἐβάστασε σωματικά αὐτόν πού φέρεται ἐπάνω στά Χερουβίμ. Μέ τίς ἱκεσίες της, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσε (ἀπό τήν ἁμαρτία) τίς ψυχές μας.
«Καί ἐνανθρωπήσαντα».
῾Η θεία ἐνανθρώπηση εἶναι γεγονός πραγματικό καί ἀναντίρρητο. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», «ὤφθη ἐπί τῆς γῆς καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». ῾Η ἀπειρόσοφη λυτρωτική βουλή τοῦ Θεοῦ, τό σχέδιο τῆς «θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας», τό «ἀποκεκρυμμένον καί σεσιγημένον»151 μυστήριο, τώρα, στόν καθαρότατο ναό τοῦ Κυρίου, στό ἱερό «θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», λαμβάνει σάρκα καί ὀστᾶ, γίνεται γεγονός ἱστορικόν. ῾Η ἱστορία δέχεται μέσα της τό ὑπεριστορικό καί αἰώνιο, μεταχαλκεύεται στούς αἰώνιους ρυθμούς τοῦ Θεοῦ. Καί λίγα μέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε ἀπό τό μέγιστο αὐτό θαῦμα· ὅμως τό νιώθουμε ν᾿ ἀναδεύει βαθιά τίς καρδιές μας, νά κατακλύζει τό ζωτικό χῶρο τῆς ψυχῆς μας, νά μεταπλάθει μυστικά τήν ὕπαρξή μας στό ἀπερινόητο θαῦμα τῆς τριαδικῆς δόξας καί εὐλογίας!
῾Η σύνθεση τοῦ ἑνός προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό χρυσό κέντρο τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, πού ἀποτελεῖ τή βάση κατανοήσεως τοῦ ὅλου μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ. Τά κεντρικότερα σημεῖα του εἶναι τά ἀκόλουθα.
α) Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ.
Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν ὑποστατικά ἑνωμένες δύο πλήρεις καί ἀκέραιες φύσεις, ἡ φύση τοῦ Θεοῦ καί ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ἕνωση αὐτή ὁ Χριστός ἀναδεικνύεται Θεάνθρωπος. ῎Οχι δηλαδή μονάχα Θεός οὔτε μονάχα ἄνθρωπος· οὔτε πάλι λίγο Θεός καί λίγο ἄνθρωπος, ἀλλά τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ὁ αὐτός. ῎Αν μιά φύση ἀπουσιάζει ἤ εἶναι ἐλλιπής, τό ἔργο τῆς σωτηρίας στό ὁποῖον ἀποσκοποῦσε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, καθίσταται ἀδύνατον. Αὐτός δέ εἶναι καί ὁ λόγος στόν ὁποῖον ἀπέβλεπε ἡ ᾿Εκκλησία, τονίζοντας μέ τόσο πάθος τήν ὕπαρξη, τήν πληρότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ.
1) ῾Ο Χριστός εἶναι τέλειος Θεός.
Εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖον, ὅταν ἦλθε «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στή γῆ, ἑνώνοντας στό πρόσωπό του τή φύση τοῦ Θεοῦ μέ τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η Γραφή πιστώνει πανηγυρικά τήν ἀλήθεια αὐτή. ᾿Από τό πλῆθος τῶν μαρτυριῶν της θά ἀναφέρουμε ἐπιλεκτικά μονάχα λίγες. ῎Ετσι ὁ Χριστός φέρεται ὑπάρχων προτοῦ ἀκόμη γεννηθεῖ ὁ ᾿Αβραάμ152. Εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, φέρων τε τά πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ…»153. ῾Υπῆρχεν «ἐν ἀρχῇ» πρός τόν Θεό καί ἦταν καί ὁ ἴδιος Θεός154. Κατονομάζεται Θεός ἐνάρθρως· «῾Ο Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»155. Εἶναι ὁ μεγάλος Θεός καί σωτήρ τῶν ἀνθρώπων156· ὁ «ἐπί πάντων Θεός»157. Εἶναι «ἴσος τῷ Θεῷ», ἄν καί πῆρε δούλου μορφή καί ταπεινώθηκε σέ σχῆμα ἀνθρώπινο158. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρουμε καί τίς πολλές ἄλλες μαρτυρίες στίς ὁποῖες τονίζεται ἡ μεταφυσική ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἐξαίρεται ἡ κοινότητα ἰδιωμάτων, τιμῆς καί ἀξιώματος μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ καθώς καί τό σωτήριο ἔργο του, τή νίκη κατά τῶν διαβολικῶν δυνάμεων καί τήν κατάργηση τοῦ θανάτου, τά ὁποῖα μόνον ὡς παντοδύναμος Θεός μποροῦσε νά ἐπιτελέσει, ὡς μεσσίας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου159.
2) ῾Ο Χριστός εἶναι καί τέλειος ἄνθρωπος.
Εἶχεν ὅλα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σῶμα δηλαδή καί ψυχή. Τά στοιχεῖα αὐτά ἦσαν πλασμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ μέν ψυχή ἄμεσα, τό δέ σῶμα ἔμμεσα ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων τῆς Παρθένου. Τά δύο αὐτά στοιχεῖα ἑνώθηκαν μεταξύ τους καί ἀπετέλεσαν τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου κατά τή στιγμή τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ, ὅταν δηλαδή τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἐπεσκίασε τή μήτρα τῆς Πανάγνου.
῾Η ψυχή τοῦ Κυρίου ἦταν οὐσία ἄϋλη καί νοερά, ὅπως οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ῏Ηταν καθαρή καί πάλλευκη. Μέ τήν ἕνωσή της μέ τό σῶμα, πού καί αὐτό ἦταν καθαρό καί πάλλευκο, καμιά κηλῖδα δέν ἀπέσπασε ἀπό τόν προγονικό ρύπο τοῦ ᾿Αδάμ. Τό προπατορικόν ἁμάρτημα δέν εἶχε σχέση μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου. ῾Ο Χριστός δέν γνώρισε γέννηση φυσική, διά τῆς ὁποίας μεταδίδεται κληρονομικῶς τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. Εἶχε μέν τή φύση τοῦ ᾿Αδάμ, ἦταν δηλαδή πραγματικός ἄνθρωπος, δέν ἦταν ὅμως «ἐξ ᾿Αδάμ», δηλ. δέν καταγόταν ἀπό τόν ᾿Αδάμ. ῎Ετσι τίποτε τό μεμπτόν δέν ἀπέσπασε ἀπό τό γενάρχη, μιά καί ἡ φύση του καμιά συνοχή γενετική δέν εἶχε μέ τή φύση ἐκείνου.
῾Η ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν πλήρης καί τέλεια ἀνθρώπινη ψυχή. ῏Ηταν ἔλλογη, νοητική καί θελητική, ἔχουσα ὅλα τά στοιχεῖα τῆς θείας εἰκόνος, πού ἔχει κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη ψυχή, θεωμένα ὅμως στήν ἀπερινόητη τῶν δύο φύσεων συνδρομή. ῎Εφερε δέ καί τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, ὅλες δηλαδή τίς κινήσεις καί ἐκδηλώσεις της (συναισθήματα, ἐπιθυμίες κ.λπ.), οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἦσαν ἐφάμαρτες, δέν προερχόντουσαν ἀπό φυσική ἐμπάθεια, ὅπως συμβαίνει στή φύση τῶν ἄλλων ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Παράλληλα εἶχε καί ὅλες τίς ἀδιάβλητες ἀνάγκες τοῦ σώματος ὁ Χριστός. Τοῦτο ἀποτελεῖ μυριόλεκτο δίδαγμα τῆς Γραφῆς. ῎Ετσι πεινοῦσε (ὅπως στήν ἔρημο μετά τόν πειρασμό160 καί ὅταν ἦλθε στή συκή, ζητώντας καρπό νά φάγει161). Διψοῦσε ἐπίσης (δίψασε στό φρέαρ τοῦ ᾿Ιακώβ κοντά στήν πόλη Συχάρ, ζητώντας νερό ἀπό τή Σαμαρείτιδα162 καί πάνω στό σταυρό, ἀπό τήν κάκωση τοῦ μαρτυρικοῦ πάθους του163). Οἱ συμπολίτες του τόν ἔβλεπαν συχνά νά τρώγει καί νά πίνει καί μάλιστα τόν κατηγοροῦσαν γι᾿ αὐτό164. ῎Ενιωθε σωματικό κάματον ἀπό τίς μακρινές ὁδοιπορίες165. Εἶχεν ἀνάγκην ἀπό ὕπνο (κοιμόταν ἀτάραχος στό πλοῖο, τήν ὥρα πού οἱ μαθητές κινδύνευαν νά πνιγοῦν166). Παράλληλα, ἐξεδήλωνε καί ψυχικά συναισθήματα. Στό θάνατο τοῦ φίλου του Λαζάρου, ὅταν εἶδε τήν ἀδελφή του Μαρία καί τούς ᾿Ιουδαίους νά κλαῖνε, ἔνιωσε μεγάλη συγκίνηση167 καί κατέβαλε προσπάθεια νά μή ἐκσπάσει σέ λυγμούς. ῞Ομως ἐδάκρυσε168. Περαιτέρω ἔνιωσε ἀγανάκτηση, ὅταν ἀντίκρυσε τή βεβήλωση τοῦ οἴκου τοῦ Πατρός του169. ᾿Από τόν ψυχικό πόνο καί τήν ἀγωνία του κατά τή διάρκεια τῆς προσευχῆς του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὁ ἱδρώς του ἔσταζε σάν θρόμβος αἵματος170. ῎Ενιωσε ὅλη τήν ἀδυναμία τῆς φύσεως καί τήν ὀδύνη στό σταυρικό πάθος του καί παραπονέθηκε στόν Πατέρα γιατί τάχα τόν ἐγκατέλειψε171. Τέλος μέ κραυγή ἰσχυρή καί μέ δάκρυα παρακαλοῦσε τόν Πατέρα του νά τόν σώσει ἀπό τό θάνατο, εἰσακουσθείς σ᾿ αὐτό καί μαθών ἀπό τά παθήματά του τήν ὑπακοή172. ῞Ολα αὐτά ἐκφράζουν τήν πληρότητα τῆς φύσεως πού ἀνέλαβεν ὁ Σωτήρ μέ τήν ὁποίαν μποροῦσε νά σώσει τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, τῆς ὁποίας ὅμως τήν πληρότητα πολλοί αἱρετικοί ἀπό παλαιά δέν ἔπαψαν ν᾿ ἀμφισβητοῦν.
Τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν σῶμα ὑλικό. Δέν ἦταν φανταστικό ἤ αἰθέριο, σῶμα σχηματικά μόνον ἀνθρώπινο. Περιβαλλόταν καί αὐτό, ὅπως καί τά λοιπά ἀνθρώπινα σώματα, ἀπό τήν παχύτητα τῆς ὕλης. ῏Ηταν σῶμα περιγραπτό, περιοριζόμενο στό φυσικό χῶρο, παθητό καί φθαρτό. Καί ἦταν μέν σῶμα θεωμένον ἐξ ἄκρας συλλήψεως· αὐτό ὅμως δέν τοῦ παρεῖχε ἰδιότητες ξένες πρός τή φυσικότητά του, ὅπως τό ἀπαθές καί τό ἄφθαρτο. Σέ ἐναντία περίπτωση, θά εἴχαμε μιά πελώρια ἀντίφαση· σῶμα δηλαδή, πού, ὡς ἄφθαρτο, θά ἦταν ἀδύνατο νά πάθει καί νά ἀποθάνει, ἐνῶ ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀποτελοῦσε τόν προορισμό του, τό πάθος καί ὁ θάνατος ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Τό πάθος καί τή φθαρτότητα ἀπέβαλε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ᾿Ανάστασή του. ῎Ετσι, ἐλεύθερο ἀπό τά ὑλικά δεσμά, μποροῦσε, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», νά ἐμφανιστεῖ στούς μαθητές καί κοῦφο ν᾿ ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς, παρά τό νόμο τῆς βαρύτητος τῶν σωμάτων. Μετά τήν ἀνάστασή του εἰσῆλθε στό στάδιο τῆς ἀδιάφθορης δόξας.
Τό σῶμα τοῦ Κυρίου –ὅπως πιό πάνω ἀναφέραμε– ἔφερεν ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτό πού δέν εἶχε ἦταν τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, γιατί, ὡς ἐλεύθερο ἀπό τόν ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως, ὡς μή ἐνταγμένο στή φυσική συνέχεια τοῦ ᾿Αδάμ, ἦταν ἀμόλυντο καί πάναγνο, χωρίς διεστραμμένες ὀρέξεις καί ἄναγνες ἐπιθυμίες. ῎Ετσι τά πάθη του ἦσαν κινήσεις φυσικές, ἡ παρουσία τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πραγματικότητα καί τήν ὁλοκληρία του. ῎Ετσι γεννήθηκε πραγματικά ἀπό τή μήτρα τῆς Παρθένου (χωρίς τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ νά βλάψει τήν παρθενία τοῦ μητροπάρθενου κλέους), ἐθήλασε τούς μητρικούς μαστούς (πολύ συγκινητικά παρουσιάζει τήν εἰκόνα ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία· Παναγία ἡ γαλακτοτροφοῦσα), ἀναπτυσσόταν κανονικά παίρνοντας βάρος καί σχηματιζόμενο κατά τά μέλη του, καί διατηροῦσε γενικά ὅλες τίς φυσικές καταστάσεις του, ὅσες βέβαια ταίριαζαν στόν ὑψηλό σκοπό τῆς θεανθρώπινης διακονίας του. ῎Ετσι δέν εἶναι νοητό νά ὑποθέσουμε ὅτι τό πανακήρατο σῶμα τοῦ Δεσπότου μποροῦσε ν᾿ ἀρρωστήσει ἤ πρόωρα νά ἀποθάνει οὔτε πάλι νά ἔλθει σέ γάμου κοινωνία, γιατί ὅλ᾿ αὐτά θά ἦσαν ἀνοίκεια καί θά ἔθεταν σέ κίνδυνο τό λυτρωτικό ἔργο του καί θά ματαίωναν τή σωστική ἀποστολή του. ᾿Επίσης τά ἀδιάβλητα πάθη στά ὁποῖα ὑπέκειτο ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου (μέ τήν ἔννοιαν ὅτι λειτουργοῦσαν σ᾿ αὐτήν ὡς ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς ἀλήθειας καί τῆς ὁλοκληρίας της) δέν ἦσαν ἐκδηλώματα ἄσχετα πρός τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τήν ὑποστατικήν ἕνωση τῶν φύσεων. ῞Οπως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἦσαν θεωμένες ἡ φυσική θέληση καί ἡ ἐνέργειά του (ψυχική καί σωματική), χωρίς τό ἀνθρώπινο θέλημα νά ἀντιπίπτει στό θεῖο, μᾶλλον δέ νά ὑποτάσσεται καί ν᾿ ἀκολουθεῖ ἐλεύθερα σ᾿ αὐτό, ἔτσι καί τά ἀδιάβλητα ἐνεργήματα τῆς ἀνθρωπίνης του φύσεως τελοῦσαν ὑπό τήν ἐποπτεία καί καθοδήγηση τοῦ Λόγου, ἐνταγμένα καί αὐτά στό ὅλο πλέγμα τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος.
β) Τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ δύο πλήρεις καί ἀκέραιες φύσεις τοῦ Κυρίου ἑνώθηκαν σέ ἕνα πρόσωπο. ῾Ο Χριστός εἶχε ἕνα ἐγώ, πού ἦταν ὁ ἑνιαῖος προσωπικός φορέας τῶν δύο του φύσεων. Τό ἐγώ αὐτό ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Στό πρόσωπο αὐτό ἑνώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεία, γιατί ἡ ἴδια ἦταν ἀπρόσωπη. ῾Ο Χριστός δέν εἶχε δικό του ἀνθρώπινο ἐγώ, ἰδιοπερίστατο καί αὐτοδιόριστο. ῾Η ἀνθρώπινη φύση του δέν εἶχε δική της ὑπόσταση (ἡ ὑπόσταση ἐδῶ μέ τήν ἔννοια τοῦ προσώπου καί ὄχι τῆς ὑπαρχικῆς πραγματικότητος), πού σημαίνει ὅτι δέν ἔζησε οὔτε μιά μόνη στιγμή ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ὡς ἰδιαίτερη ὁλοκληρωμένη ὀντότητα, ἀλλά ὑπῆρχε πάντοτε στό μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἕνωση, ὅτι δηλαδή τήν ἴδια στιγμή πού καταβλήθηκε τό ἔμβρυο στή μήτρα τῆς Παρθένου ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἑνώθηκε καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ αὐτό. Φυσικά ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἔμεινεν ἀπρόσωπη· ὅμως τό πρόσωπο πού προσέλαβε καί στό ὁποῖο συνέστη δέν ἦταν δικό της, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοοῦμε, ὅταν μιλᾶμε γιά ὑποστατική ἕνωση τῶν φύσεων, ἕνωση πού ἔγινε στό πρόσωπο ἤ τήν ὑπόσταση (ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία της) τοῦ Λόγου. ῾Η ἕνωση αὐτή ἦταν ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη173. Δηλαδή οἱ ἑνωθεῖσες φύσεις δέν ἔπαθαν καμιά ἀλλοίωση ἤ μεταβολή. ᾿Από τήν ἕνωση αὐτῶν δέν προῆλθε μιά τρίτη φύση σύνθετη, στήν ὁποίαν νά ἐνσωματωθοῦν στοιχεῖα τῶν δύο φύσεων –λίγο ἀπό τή μιά καί λίγο ἀπό τήν ἄλλη– καί ἡ ὁποία νά μήν εἶναι οὔτε ἡ μιά οὔτε ἡ ἄλλη, ἀλλά τό συναμφότερο, σύνθεση δηλαδή καί ἀνάμιξη τῆς οὐσίας τῶν δύο σέ μία ἐπίμικτη τρίτη. ῏Ηταν δέ ἡ ἕνωση τῶν φύσεων στόν Χριστόν ἕνωση φυσική, δηλ. πραγματική, ὅπως σέ κάθε βῆμα τόνιζε ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας στήν πολεμική του κατά τοῦ Νεστορίου. Δέν ἦταν ἁπλή ἐπαφή, ἁπλός ἐξωτερικός πλησιασμός, μία ἕνωση ἠθική καλῆς θελήσεως καί εὐδοκίας, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος. Μία τέτοια ἕνωση δέν θά μποροῦσε ν᾿ ἀναμορφώσει καί νά θεώσει τήν ἀνθρώπινη φύση. Παράδειγμα ἑνώσεως προσφυές παρμένο ἀπό τόν κύκλο τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας, εἶναι ὁ πυρακτωμένος σίδηρος. Σ᾿ αὐτόν ὑπάρχουν δύο φύσεις, ὁ σίδηρος καί ἡ φωτιά πού ἑνώνονται πολύ βαθιά μεταξύ τους, χωρίς νά χάσουν ἡ κάθε μία τή φυσική της ἰδιότητα. Μέ τή διαφορά βέβαια ὅτι ἡ ἕνωση στό σίδηρο δέν μπορεῖ νά εἶναι διηνεκής. Εἶναι ἕνωση προσωρινή, ἐνῶ ἡ ἕνωση στόν Χριστόν εἶναι διαρκής καί ἀκατάλυτη. Οἱ φύσεις παράλληλα ἑνώθηκαν ἀδιαστάτως καί ἀδιαιρέτως. Ποτέ πιά δέν πρόκειται ν᾿ ἀποχωριστοῦν ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. ᾿Ακόμη καί ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐπέφερε τήν κατάλυση τῆς ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, δέν κατέλυσε καί τήν ἕνωση τῶν φύσεων. Διότι καί στό μνῆμα, στό ὁποῖο βρισκόταν νεκρό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί στόν ῞Αδη, ὅπου κατέβηκε ἡ ψυχή του κηρύσσοντας τό Εὐαγγέλιο στά πεπεδημένα (φυλακισμένα, δέσμια) πνεύματα, ἡ θεότητα παρέμεινεν ἑνωμένη μέ τά χωρισθέντα συστατικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως174, ἀναδεικνύουσα τό μέν σῶμα ζωηφόρο καί ἀδιάφθαρτο, τή δέ ψυχή θεοχώρητη καί θεοδύναμη, ὥστε νά συντρίψει μέ τήν «ἀστραπή τῆς θεότητος» πού ἔφερε μέσα της, τό ἀποτρόπαιο κράτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
῾Η ὑποστατική ἕνωση τῶν φύσεων εἶναι μυστήριο πίστεως, τήν ἀπειρία τοῦ ὁποίου ἀδυνατοῦμε νά περικλείσουμε στά στενά ὅρια τοῦ φτωχοῦ καί ἀδύνατου μυαλοῦ μας. Ψελλίζουμε λίγα μονάχα λόγια ἀδύναμα καί ταπεινά, στά ὁποῖα συντρίβεται ἡ σοφία μας καί θρυμματίζεται ἡ θεολογική μας ἐμβρίθεια. Φέροντες δέ τόν ὑπέρτατο θησαυρό σέ σκεύη ὀστράκινα175, μέ συνοχή καρδίας ζητᾶμε τό ἔλεος καί τή συμπάθεια τοῦ Κυρίου. Δέν ἀποκρύπτουμε ὅμως τό λόγο τῆς πίστεώς μας, δέν ἀρνούμαστε τό λίγο πού μποροῦμε νά προσφέρουμε διακονοῦντες ᾿Εκεῖνον πού μᾶς ἔκανε τή θεία φανέρωση, τό τί, δηλαδή, καί ὄχι τό πῶς τοῦ περιεχομένου τῆς θείας του ἀποκαλύψεως.
῾Η ὑποστατική ἕνωση τῶν φύσεων περικλείει μέσα της ἕνα εὐρύ φάσμα ἐπί μέρους ἀληθειῶν, κορυφαία τῶν ὁποίων εἶναι οἱ ἀκολουθίες τῆς ἑνώσεως αὐτῆς, ἡ γνώση τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἔχουμε κάποια προσέγγιση στό ὑπερφυές θεανθρώπινο μυστήριο. Αὐτές θά δοῦμε σέ σύντομη σκιαγράφηση στή συνέχεια.
᾿Ακολουθίες ἐκ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων.
1) ᾿Αντίδοση ἤ κοινοποίηση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Τί ἐννοοῦμε λέγοντες ἀντίδοση ἤ κοινοποίηση τῶν ἰδιωμάτων; Τό σημεῖο αὐτό εἶναι τό πιό καίριο τοῦ ὅλου χριστολογικοῦ δόγματος, ἡ λυδία λίθος στή βάση τῆς ὁποίας μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε τήν ὀρθόδοξη χριστολογία καί νά ἐπισημάνουμε τίς χριστολογικές κακοδοξίες. ᾿Αντίδοση εἶναι ἡ μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη καί τἀνάπαλιν176. ῾Η θεία φύση, λόγου χάρη, μεταδίδει τήν παντοδυναμία της στήν ἀνθρώπινη, καί αὐτή μεταδίδει τό παθητό της στή θεία. ᾿Εδῶ ὅμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἐσφαλμένων παρεκδοχῶν. ῾Η μετάδοση δέν γίνεται μεταξύ τῶν δύο φύσεων ἀπ᾿ εὐθείας. ῞Οταν κοινοποιεῖται ἡ παντοδυναμία στήν ἀνθρώπινη φύση, δέν σημαίνει ὅτι ἡ φύση αὐτή γίνεται παντοδύναμη· ἤ ὅταν μεταδίδεται τό παθητό στή θεία, αὐτή γίνεται παθητή. Μία τέτοια ἐκδοχή συγχέει τίς φύσεις καί καταστρέφει τήν ὑποστατική ἕνωση, πού –ὅπως εἴπαμε– εἶναι ἀσύγχυτη. Στήν ἕνωση οἱ φύσεις μένουν κάθε μία εἰς τόν «οἰκεῖον αὐτῆς ὅρον τε καί λόγον». Δέν βγαίνουν ἔξω ἀπό τά φυσικά τους ἰδιώματα. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ κρίσιμο, τό ὁποῖο δέν φαίνεται νά κατανοοῦν ὅσο θά ἔπρεπε πολλοί χριστιανοί, ὥστε νά σκανδαλίζονται ἀκούοντες, ὅτι ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων δέν γίνεται ἀπ᾿ εὐθείας στίς φύσεις. Μιά τέτοια ἀντίληψη εἶναι κακή ἐφαρμογή τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων. ῎Αν ὅμως ἡ ἀντίδοση δέν γίνεται ἀπ᾿ εὐθείας στίς φύσεις, τότε ποῦ καί πῶς γίνεται; ᾿Εδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τό βάρος καί ἡ κρισιμότητα τοῦ θέματος· ἡ μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων γίνεται στό ἑνιαῖο θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῾Η πρόταση αὐτή εἶναι ἀπό χριστολογικῆς πλευρᾶς ἀξιωματική. ῎Ετσι –γιά νά μείνουμε στό πιό πάνω παράδειγμα– ἡ παντοδυναμία τῆς θείας φύσεως ὅπως καί τό παθητό τῆς ἀνθρωπίνης, μεταδίδονται στόν ἕνα Χριστό. ῾Ο Χριστός, ὡς πρόσωπο θεανδρικό, εἶναι καί παντοδύναμος (ὡς ἄπειρος Θεός) καί παθητός (ὡς πεπερασμένος ἄνθρωπος). Τά δύο ἀντιθετικά αὐτά ἰδιώματα μεταδίδονται ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά χωρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό καί τἀνάπαλιν. ῾Ο Χριστός, ὡς Θεός καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός (ὡς Θεάνθρωπος), εἶναι πανταχοῦ παρών καί ὄχι ἡ ἀνθρωπότητά του. ῾Ως ἐπίσης ὁ ἴδιος εἶναι παθητός καί ὄχι ἡ θεία φύση του. ῾Ο Λούθηρος, κάνοντας κακή ἐφαρμογή τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων καί, δεχόμενος τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (γιά νά δικαιολογήσει τήν παρουσία τοῦ κυριακοῦ σώματος στή θεία εὐχαριστία), ἐδίδαξε τήν περίφημη περί «πανταχού παρουσίας»177 θεωρίαν, ἐπικριθείς ὄχι μόνον ἀπό ὀρθόδοξους καί ρωμαιοκαθολικούς ἀλλά καί ἀπό προτεστάντες, καί κατηγορηθείς γιά μονοφυσιτισμό.
2) ῾Η ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου.
Δευτέρα ἀκολουθία τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων εἶναι ἡ ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἀναμαρτησίαν αὐτή διακρίνουμε σέ ἐμπειρική καί μεταφυσική – θεωρητική. Κατά τήν πρώτην ὁ Χριστός δέν γνώρισε ἁμαρτία κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. ῾Ο ἴδιος προκάλεσε τούς ᾿Ιουδαίους· «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;»178. Γιά τό πνεῦμα δέ τῆς πονηρίας (τόν ἄρχοντα καί πλανευτήν τοῦ κόσμου τούτου) εἶπεν ὅτι σ᾿ αὐτόν (στή ψυχή τοῦ Κυρίου) δέν μπορεῖ νά βρεῖ τίποτε τό μεμπτόν («ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν»179). Τήν ἐντύπωση αὐτή ἔχοντες καί οἱ μαθητές γιά τό Διδάσκαλο, διαλαλοῦσαν ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησε οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»180. ῾Η δεύτερη ἀναμαρτησία, ἡ μεταφυσική – θεωρητική, εἶναι σημαντικότερη τῆς ἐμπειρικῆς καί, ἄν δέν μελετηθεῖ σωστά, εἶναι ἐνδεχόμενο νά ὁδηγήσει σέ παρανοήσεις τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ δόγματος. Τί ἐννοοῦμε λέγοντες θεωρητικήν ἀναμαρτησίαν; ᾿Εννοοῦμε τό ἐνδεχόμενο, τή δυνατότητα ἁμαρτίας στόν Θεάνθρωπο. Κατά πόσο δηλαδή ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νά ἁμαρτήσει ἤ ὄχι. ῎Αν εἶχε μέ ἄλλα λόγια τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει καί δέν ἁμάρτησε, μένοντας πιστός στό θέλημα τοῦ Πατρός του, ἤ ἄν δέν μποροῦσε καθόλου νά ἀμαρτήσει. Τήν πρώτη θεωρία –τήν ὁποίαν ἐπαναλαμβάνουν καί σήμερα πολλοί– διετύπωσαν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία σειρά θεολόγων τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς στό πλέγμα κυρίως τῆς νεστοριανικῆς αἱρέσεως, μέ προεξάρχοντα τό Θεόδωρο Μοψουεστίας. Αὐτοί, δεχόμενοι ἠθική ἕνωση τῶν φύσεων στόν Χριστό καί διαιροῦντες σέ δύο φυσικά πρόσωπα τό ἕνα ἀδιαίρετο πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔλεγαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος Χριστός εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει· ὅτι ὀχλεῖτο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀπό πάθη καί ὅτι ἐπάλαιε ἐναντίον κακῶν ἐπιθυμιῶν· ἐν τούτοις δέν ἁμάρτησε –παρ᾿ ὅλο πού μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει– καί σ᾿ αὐτό ἔγκειται τό ἠθικό μεγαλεῖο του καί ὅτι ἐμόρφωσε γιά μᾶς ἠθικό πρότυπο, στά ἴχνη τοῦ ὁποίου καλούμαστε ν᾿ ἀκολουθήσουμε. Κατά τή δεύτερη θεωρία ὁ Κύριος δέν μποροῦσε καθόλου ν᾿ ἁμαρτήσει, γιατί αὐτό ἦταν συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, δηλαδή τῆς μορφώσεως τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. ῾Ο Χριστός εἶχεν –ὅπως εἴπαμε– ἕνα καί μόνο πρόσωπο, τό ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου, στό ὁποῖο ὑπέστη ἡ ἀπρόσωπη ἀνθρώπινη φύση του. ῎Αν, λοιπόν, μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει ὁ Χριστός, θά μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει καί ὁ Θεός Λόγος, τό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἦταν φορέας τῶν δύο φύσεων! ῞Ενα τέτοιο ὅμως ἐνδεχόμενο θά ἦταν ἄμεση ἀπειλή γιά τό σωτήριο ἔργο του, πού, σέ περίπτωση ἁμαρτίας τοῦ Θεανθρώπου, μποροῦσε νά ματαιωθεῖ. ῎Αλλωστε στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος ἡ θέληση τοῦ Χριστοῦ, θεωθεῖσα, ἀκολουθοῦσε καί ὑποτασσόταν ἀβίαστα στό θεῖο του θέλημα181, ὥστε νά ἐκλείπει παντελῶς ἡ δυνατότητα μετακινήσεώς της ἐκ τοῦ μυστηριακοῦ πλέγματος τοῦ Χριστοῦ καί μεταπτώσεώς της εἰς τήν ἁμαρτίαν. Κατά τήν κρίση μας ἡ πρώτη ἐκδοχή εἶναι ἐσφαλμένη, γι᾿ αὐτό καί καταδικάστηκε ἀπό τήν ᾿Εκκλησία182. Θά ἦταν βλάσφημο νά ὑποθέσουμε, ὅτι τό ἐσωτερικό ἔδαφος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἦταν τελείως ἐλεύθερη τοῦ ἁμαρτητικοῦ (ὴ῏ὃὴ῟ἆἂὖὴὸὃὦἂὰ), ὡς μή ἔχουσα τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα, καί φερόταν παράλληλα στό θεῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἦταν μολυσμένο καί ἑστία ἀκαθάρτων λογισμῶν καί ἐπιθυμιῶν! Καί εἶναι μέν γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἐπειράσθη183 κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας. ῾Ο πειρασμός του ὅμως αὐτός δέν ἦταν ἐσωτερικός184, δέν προερχόταν ἀπό μολυσμένο ἔδαφος ψυχῆς, ἀλλ᾿ ἦταν πειρασμός ἐξωτερικός, ἐπίθεση καί προσβολή τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία καί εὐχερῶς ἀποκρουόταν ἀπό τόν Κύριο185, χωρίς νά θολώσει τά κρυστάλλινα ὕδατα τῆς ψυχῆς του. ᾿Απομένει ἡ δευτέρα ἐκδοχή τῆς ἀπόλυτης ἀναμαρτησίας τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ μόνη ὀρθή, ὡς ἀπηχοῦσα τή δογματική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Χριστός δέν μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει ὄχι γιατί δέν ἤθελε, ἀλλά γιατί δέν ἦταν κοινός ἄνθρωπος ἀλλά Θεάνθρωπος, καθοδηγούμενος καί ἐνεργῶν ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ ἀπείρου θείου Λόγου. ῞Οσο μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει ὁ Θεός, ἄλλο τόσο μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει κι ὁ Θεάνθρωπος. ῾Η ὑποστατική ἕνωση τῶν φύσεων διασφάλιζε τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ.
3) ῾Ο ὅρος «Θεοτόκος», ὁ ἀποδιδόμενος στή Μητέρα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
῾Η Παρθένος Μαρία εἶναι ἀληθῶς Θεοτόκος. ᾿Εγέννησε ὄντως τόν Θεό. ῾Ο Νεστόριος σκανδαλιζόταν μέ τήν ἀλήθεια αὐτή. Μή μπορώντας νά συλλάβει τό νόημα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων καί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων, ἔλεγεν ὅτι γιά νά γεννήσει ἡ Μαρία τόν Θεό, ἔπρεπε καί αὐτή ἡ ἴδια νά ἦταν θεά, ὥστε ἀπό τό ὅμοιο νά γεννηθεῖ τό ὅμοιο. ᾿Αφελής καί παιδαριώδης συλλογισμός! Μέ ποιόν ὅμως τρόπον ἐγέννησεν ἡ Μαρία τόν Θεό; Μπορεῖ τάχα νά γεννηθεῖ τό ἄπειρο καί ἀΐδιο Πνεῦμα; Βεβαίως ὄχι. ῞Ενας τέτοιος συλλογισμός θά ἦταν καθαρός παραλογισμός. Δέν μπορεῖ νά γεννηθεῖ ἡ ἄπειρη φύση, ὅπως γεννῶνται οἱ πεπερασμένοι ἄνθρωποι. Τότε, πῶς ἐξηγεῖται τό πρᾶγμα; ῾Η γέννηση τοῦ Θεοῦ γιά νά γίνει κατανοητή – τρόπος τοῦ λέγειν βέβαια γιατί τό μυστήριο εἶναι ἀπολύτως ἀπρόσιτο στήν ἀνθρώπινη διάνοια – πρέπει νά μελετηθεῖ αὐστηρά κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀκολουθία φυσική. Στή μήτρα τῆς Παρθένου δέν συνελήφθη οὔτε ἐγεννήθη ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, γεγονότα ἁρμόζοντα στή φυσική τάξη τῶν κτισμάτων· ἀλλά γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἄνθρωπος ψιλός (= κοινός), ὅπως ἐπρέσβευεν ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος ἀποκαλοῦσε τή Μαρία χριστοτόκον, ἀλλά Θεός μαζί καί ἄνθρωπος (= Θεάνθρωπος). Αὐτό συνέβη –ὅπως εἴδαμε– «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», τή στιγμή δηλαδή πού τό Πνεῦμα τό ἅγιο δημιουργοῦσε στή μήτρα τῆς Παρθένου τό ἔμβρυο Χριστό. ῾Επομένως αὐτό πού συνελήφθη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀδιάσπαστα ἑνωμένο μέ τή θεότητα. ῾Ο Χριστός φυσικά γεννήθηκε κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του, πού ὡς πεπερασμένη καί κτιστή, ὑπέκειτο σέ τέτοιου εἴδους καταστάσεις καί περιορισμούς. ᾿Επειδή ὅμως ἦταν συνάμα καί Θεός, δεχόταν στό πρόσωπό του τό φυσικό τῆς γεννήσεως γεγονός. ῎Η –ὅπως λέμε στή θεολογία– ὁ Θεός γεννήθηκε «σαρκί», ὅπως καί ἀπέθανε «σαρκί»186 κ.λπ. ῾Η γέννηση ἀνήκει μέν στήν τρεπτή ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, οἰκειοποιεῖται ὅμως αὐτήν ὁ Θεός (ἀντίδοση ἰδιωμάτων), ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένος μέ αὐτήν στό ἑνιαῖο θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Λόγου.
῾Ο ὅρος «Θεοτόκος» ἔχει σπουδαῖο δογματικό περιεχόμενο. ᾿Εκφράζει συνοπτικότατα τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. Στήν περίοδο τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων, ἀπετέλεσε τό ἐπίκεντρο σφοδροτάτων δογματικῶν διενέξεων μεταξύ νεστοριανῶν θεολόγων (μέ ἐπικεφαλῆς τόν Νεστόριο) καί τῶν ὀρθοδόξων (μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἅγιο Κύριλλο ᾿Αλεξανδρείας). ῾Ο ὅρος σφραγίζει τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καί δικαιότατα ἀπονέμεται στήν πάνσεμνο Κόρη, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ τεκοῦσα ἀφράστως τόν Κύριο τῆς δόξης.
4) ῾Η μία υἱότητα καί προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο Νεστόριος ἔλεγεν, ὅτι στόν Χριστό πρέπει ν᾿ ἀπονέμονται ξεχωριστά δύο προσκυνήσεις, μία θεία καί μία ἀνθρώπινη. Σ᾿ αὐτό κατέληγε γιατί δεχόταν δύο ξεχωριστούς υἱούς, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τόν υἱόν τῆς Παρθένου. Κάθε υἱότητα ἀντιστοιχοῦσε –κατ᾿ αὐτόν– στό ἀντίστοιχο πρόσωπο τοῦ Κυρίου. ῎Ετσι ἐπειδή δεχόταν δύο πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, μοιραίως ὁδηγεῖτο στήν ἀποδοχή ἀντίστοιχα καί δύο υἱῶν. ῾Η διδασκαλία αὐτή ἦταν συνεπής πρός τή χριστολογική ἀντίληψη τοῦ Νεστορίου. ῏Ηταν δέ φυσικό ν᾿ ἀπονέμει στή συνέχεια καί διπλῆ προσκύνηση στόν Κύριο· μία ξεχωριστά στόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί ἄλλη ξεχωριστά στόν υἱόν τῆς Παρθένου. ῾Η διδασκαλία αὐτή ἐρχόταν σέ κραυγαλέα ἀντίθεση πρός τήν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, κατά τήν ὁποίαν ὁ Χριστός προσκυνεῖται «μιᾷ προσκυνήσει», ἐπειδή ἕνα εἶναι τό φυσικό του πρόσωπο καί ὄχι δύο. ῏Ηταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κρατώντας στό πρόσωπό του τόν ἄνθρωπο. Καί καλεῖται μέν στή Γραφή ὁ Χριστός καί «υἱός ἀνθρώπου»187, αὐτό ὅμως δέν ἀφορίζει ἰδιαίτερο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά δι᾿ αὐτοῦ ἐκφράζεται ἡ ἀνθρώπινη πλευρά τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή ἦταν καί ἄνθρωπος ἀληθινός. ῾Η μία υἱότητα καί ἡ μία προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκολουθία τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων. ᾿Εφ᾿ ὅσον ὁ Χριστός ἦταν Θεάνθρωπος, δηλαδή στό ἕνα του πρόσωπο ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως ἡ θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἦταν ἑπόμενο νά ἔχει μίαν υἱότητα, στήν ὁποίαν ν᾿ ἀπονέμεται καί μία προσκύνηση. Τίς αἱρετικές κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου ἀπέκρουσεν εὐστοχότατα ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας καί καταδίκασε ἐπίσημα ἡ ᾿Εκκλησία στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο.
᾿Από ὅσα πιό πάνω εἴπαμε, κατανοοῦμε πόσο σημαντικό εἶναι τό δόγμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων στόν Χριστό. ῾Η σωστή κατανόηση αὐτοῦ θά μᾶς προφυλάξει ἀπό πολλούς κινδύνους παρανοήσεως τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δύο δέ εἶναι οἱ κυριώτεροι κίνδυνοι· ἀπό μιά πολύ αὐστηρή καί ἀκραία ἀντίληψη τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως εἶναι ἐνδεχόμενο νά προέλθει ὁ Μονοφυσιτισμός· ἐνῶ ἀπό μία χαλαρή ἀντίληψη, νά προκύψει ὁ Νεστοριανισμός. Αὐτό πράγματι συνέβη στήν ἱστορία τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος. Αὐτό θά τό κατανοήσουμε καλύτερα, ἄν ἐξετάσουμε ἀκροθιγῶς τίς αἱρέσεις ἐκεῖνες πού διαμορφώθηκαν στήν ἀρχαία ἐποχή γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, ὡς γνωστόν, διαμορφώθηκαν δύο θεολογικές σχολές (ρεύματα εἰδικῆς θεολογικῆς σκέψεως), ἡ ᾿Αλεξανδρινή καί ἡ ᾿Αντιοχειανή, οἱ ὁποῖες ἐδογμάτιζαν γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ κάθε μία μέ τόν ἰδιαίτερό της θεολογικό τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι.
῾Η ᾿Αλεξανδρινή Σχολή, ἡ ὁποία διακρινόταν διά τό ἔντονο μυστικοθεωρητικό πνεῦμα της καί ἑρμήνευε ἀλληγορικῶς τίς Γραφές, ἐτόνιζε τή θεωρητική πλευρά τοῦ Κυρίου, ἐξαίροντας τή θεότητά του καί ἀφήνοντας στή σκιά τήν ἀνθρώπινη φύση του. ᾿Αρεσκόταν νά τονίζει τό πνευματικό καί θεωρητικό στοιχεῖο σέ βάρος τοῦ ἱστορικοῦ καί τοῦ συγκεκριμένου. ᾿Αντίθετα, ἡ ᾿Αντιοχειανή Σχολή ἐτόνιζε τήν ἀνθρώπινη πλευρά τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀφήνοντας στή σκιά τή θεία. ῾Ερμήνευε ἱστορικογραμματικῶς τίς ἅγιες Γραφές καί ἀρεσκόταν νά ἐξαίρει τό ἱστορικό, τό ἁπτό καί τό συγκεκριμένο σέ βάρος τοῦ θεωρητικοῦ καί τοῦ μυστικοῦ. Εἶναι δέ εὔκολο νά συμπεράνουμε, ὅτι ἀπό τίς τάσεις τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς θά εὐνοεῖτο ἡ ἐμφάνιση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (δοκητισμοῦ, ᾿Απολλιναρισμοῦ, Εὐτυχιανισμοῦ), ἐνῶ ἀπό τίς τάσεις τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς θά εὐνοεῖτο ἡ ἐμφάνιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Αὐτό πράγματι συνέβη.
῎Ας δοῦμε ὅμως τήν ἐμφάνιση τῶν κυριοτέρων χριστολογικῶν αἱρέσεων, μέ σκοπό νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης χριστολογίας στήν ἀντιθετική σχέση της πρός τή διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν.
1) ῾Ο δοκητισμός.
῾Η αἵρεση αὐτή προῆλθε ἀπό τίς ἀκραῖες τάσεις τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς. Οἱ δοκῆτες (ἤ δοκητές), ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τό δυιστικό πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου Γνωστικισμοῦ, τοῦ Πλατωνισμοῦ καί τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐδέχοντο τήν ὕλη καί γενικά τό αἰσθητό ὡς φύσει κακό, φορέα καί ἕδρα τῆς ἁμαρτίας, ἀπέρριπταν τήν ὑλική ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀγαθός Θεός, κατ᾿ αὐτούς, δέν μποροῦσε νά λάβει σῶμα ὑλικό, πού ἀπό τή φύση του ἦταν κακό. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἀνάρμοστο πρός τήν ἀγαθότητά του. Πῶς δέ ἐξηγοῦσαν τήν ἀνθρώπινη ἐμφάνιση τοῦ ᾿Ιησοῦ; ῎Ελεγαν ὅτι δέν ἦταν πραγματικός ἄνθρωπος, ἀλλά φαινόταν μόνον ἐξωτερικά ὡς τοιοῦτος. ῏Ηταν ἄνθρωπος «κατά δόκησιν», «κατά τό δοκεῖν» (κατά τό φαινόμενο), ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία τους (δοκῆτες). ῏Ηταν σάν ἕνα φάντασμα, μέ ἐξωτερικό περίγραμμα ἀνθρωπίνης φύσεως, χωρίς ὅμως οὐσιαστικό περιεχόμενο. Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι μιά τέτοια ἀντίληψη κατέστρεφε ὁλοσχερῶς τήν ἔννοια τοῦ Χριστοῦ καί τή σημασία τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας κατεπολέμησαν μέ πάθος τή φοβερή αὐτή κακοδοξία (κυρίως οἱ ἀντιγνωστικοί Πατέρες καί συγγραφεῖς), ἐξαίροντας ἀπό κοινοῦ τήν ἀλήθεια, τήν πραγματικότητα καί τήν ἱστορικότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου.
2) ῾Ο ᾿Απολλιναρισμός188.
Εἰσηγητής τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ἦταν ὁ ᾿Απολλινάριος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας. ῏Ηταν θεολόγος διαπρεπής. Τόν ἀπασχολοῦσε ἰδιαίτερα τό πρόβλημα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή πῶς ταιριάζει ἕνα πρόσωπο σέ δύο πλήρεις καί ἀκέραιες φύσεις. Τόσον ὁ ᾿Απολλινάριος ὅσο καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί καθώς καί οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι τῆς ᾿Εκκλησίας, ξεκινοῦσαν στή θεολογική τους θεώρηση ἀπό μία βασική φιλοσοφική ἀρχή, κοινῶς ἀποδεκτήν κατά τήν ἐποχή τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει φύση ἀπρόσωπη. ῞Οπου δηλαδή ὑπάρχει φύση, ἐκεῖ ἀπαραίτητα πρέπει νά ὑπάρχει καί πρόσωπο. Αὐτή ἡ θεμελιώδης ἀρχή δημιουργοῦσε πολλές δυσκολίες στήν ὀρθή κατανόηση τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
Ξεκινώντας ἀπό τήν πιό πάνω φιλοσοφικήν ἀρχήν ὁ ᾿Απολλινάριος ἦταν ὑποχρεωμένος στίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ νά δεχθεῖ καί δύο ἀντίστοιχα πρόσωπα. Αὐτό ὅμως ἀποτελοῦσε πλάνην. ῎Επρεπε ἕνα ἀπό τά δύο πρόσωπα ν᾿ ἀφανιστεῖ. Καί αὐτό φυσικά ἦταν τό ἀνθρώπινο. Παράλληλα, ἡ παρουσία τοῦ νοητικοῦ στοιχείου στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐγκυμονοῦσε μεγάλους κινδύνους γιά τήν ἠθική ἀκεραιότητά του, γιατί μποροῦσε νά τόν ὁδηγήσει στήν ἁμαρτία. ῎Ετσι ὁ ᾿Απολλινάριος, γιά ν᾿ ἀποφύγει τόν κίνδυνο αὐτό, δέχτηκε ἕνα πρόσωπο στόν Κύριο, τό θεῖον, ἀπό δέ τήν ἀνθρώπινη φύση ἀφαιροῦσε τό κύριο συστατικό στοιχεῖο της, τόν λογικό νοῦ, τήν ἀπουσίαν τοῦ ὁποίου ἀνεπλήρωσε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νόμιζε, ὅτι ἔλυε τό ἀκανθῶδες χριστολογικό πρόβλημα. Δέχτηκε, λοιπόν, δύο φύσεις, ἕνα πρόσωπο καί ἄλογη ψυχή στόν Κύριο, πιστεύοντας ἔτσι ὅτι διασφάλιζε τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ.
Πίσω ἀπό τά θεωρήματα αὐτά τοῦ ᾿Απολλιναρίου βρισκόταν ἡ Πλατωνική φιλοσοφία μέ τήν τριχοτομική θεωρία της, ὅτι δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση σύγκειται ἀπό τρία συστατικά στοιχεῖα, τό σῶμα, τή ζωϊκή ψυχή καί τό πνεῦμα ἤ τόν νοῦ. Τήν θεωρίαν αὐτήν υἱοθετοῦσεν ὁ ᾿Απολλινάριος, ὁ ὁποῖος, ἐφαρμόζοντάς την στόν Χριστό, δεχόταν τά δύο πρῶτα στοιχεῖα (σῶμα καί ζωϊκή ψυχή), ὄχι ὅμως καί τό τρίτο, τόν νοῦ, τόν ὁποῖον, ὅπως εἴδαμε, ἀφαιροῦσε διά νά κατοχυρώσει τήν ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου. Κατ᾿ αὐτόν προφανῶς ὁ λογικός νοῦς συνιστᾶ πρόσωπο, στό ὁποῖον ἔγκειται ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας.
Φυσικά αὐτό κάθε ἄλλο παρά ἔλυε τό χριστολογικό πρόβλημα. Τουναντίον τό περιέπλεκε περισσότερο καί δημιουργοῦσε νέαν ἐπικίνδυνη κακοδοξία. Διότι, ἄν ἦταν ἄνους ἡ ψυχή τοῦ Κυρίου, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν θά εἶχε καμία σημασία, διότι ἀκριβῶς ὁ νοῦς, τό κύριο συστατικό τῆς ψυχῆς, ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχεν ἀνάγκη προσλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί θεραπείας. «Τό γάρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον», θά πεῖ ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός189.
3) ῾Ο ᾿Αρειανισμός190.
᾿Εδῶ δέν θά μιλήσουμε γιά τήν ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, περί τῆς ὁποίας κάναμε λόγο στά προηγούμενα· ἀλλά θά μᾶς ἀπασχολήσει ἡ ἄρνηση ψυχῆς στόν Κύριο, τήν ὁποίαν ἐδίδασκεν ὁ ῎Αρειος. Κατ᾿ αὐτόν ὁ Χριστός δέν εἶχε πλήρη ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σῶμα καί ψυχήν, ἀλλά σῶμα μονάχα ἄψυχο. Τά αἰσθήματα καί τά παθήματα τοῦ ἱστορικοῦ Χριστοῦ δέν ἦσαν ἐκδηλώματα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ ὁποία δέν ὑπῆρχε, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος στό μέτρο αὐτό ἦταν ἐπιδεκτικός ἠθικῆς βελτιώσεως καί προκοπῆς.
Ποιός ὅμως ἦταν ὁ λόγος πού ὁδήγησε τόν ῎Αρειο στήν ἄρνηση ψυχῆς ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ; ῾Η ἄρνηση ὀφείλετο σέ ἐπιδράσεις φιλοσοφικές τοῦ ᾿Ιουδαίου Φίλωνος, κατά τόν ὁποῖον ὁ Λόγος εἶναι ἕνα εἶδος ἀσώματης λογικῆς ψυχῆς, ὅμοιος μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς ὁ νοῦς ὁ «ὑπεράνω ἡμῶν», ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή χαρακτηρίζεται ὡς ὁ «νοῦς ἐντός ἡμῶν». ῾Ο Λόγος, σέ ἀντίθεση μέ τό Πνεῦμα τό ὁποῖον εἰσέρχεται στό σῶμα τοῦ προφήτη κατά τή διάρκεια τῆς προφητικῆς ἐμπνεύσεως, ποτέ δέν εἰσέρχεται σέ σῶμα ἀνθρώπινο, παρά τό γεγονός ὅτι ὡς ἐνδοκόσμιος Λόγος εἰσέρχεται στό σῶμα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. ᾿Αλλ᾿ ἐνῶ ὁ Λόγος οὐδέποτε εἰσέρχεται ἀπ᾿ εὐθείας σέ σῶμα ἀνθρώπινο, ἀντιπροσωπεύεται σ᾿ αὐτό ἀπό τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀντίτυπο τοῦ Λόγου. ῾Ο Λόγος εἶναι τό «ὑπεράνω ἡμῶν θεῖον ἀρχέτυπον»· ἡ λογική ψυχή εἶναι τό «ἐν ἡμῖν ἀντίτυπον τοῦ ἀρχετύπου».
῾Ο ῎Αρειος υἱοθετοῦσε τά διδάγματα αὐτά. Παράλληλα ὅμως δέν μποροῦσε ν᾿ ἀποστεῖ καί ἀπό τή χριστιανική διδασκαλία περί σαρκώσεως τοῦ Λόγου. ῾Ο Λόγος εἰσῆλθε, κατ᾿ αὐτόν, στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως –κατά τόν Φίλωνα– τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰσέρχεται στό σῶμα τοῦ προφήτη. Εἰσερχόμενος ὅμως στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶχε πιά ἀνάγκη τῆς παρουσίας τοῦ ἐκπροσώπου του, τῆς λογικῆς δηλαδή ψυχῆς. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Λόγος λαμβάνει ἀπ᾿ εὐθείας τή θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς, ὅπως τήν ἴδια θέση παίρνει, κατά τό Φίλωνα, τό Πνεῦμα τό ἅγιο στό σῶμα τοῦ προφήτη. ῾Η παρουσία ἑπομένως τῆς ψυχῆς, ἀναπληρουμένης ἀπό τόν Λόγο, ἦταν ἐντελῶς περιττή στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι κατέληγε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἄψυχος.
Περιττό νά ποῦμε ὅτι τά παραδοξολογήματα αὐτά τοῦ ᾿Αρείου, παράλληλα μέ τήν ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Λόγου, ὁδηγοῦσαν σέ τέλεια καταστροφή τῆς πίστεως καί τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
4) Μονοφυσιτισμός.
Κύριος εἰσηγητής τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ἦταν ὁ Εὐτυχής, ἀρχιμανδρίτης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κων/πόλεως. ῏Ηταν κληρονόμος τοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς, τῆς ὁποίας τίς τάσεις ὁδήγησε σέ ἀκρότητες.
῾Ο Εὐτυχής ξεκινοῦσε ὁμοίως ἀπό τή φιλοσοφική ἀρχή ὅτι δέν ὑπάρχει φύση ἀπρόσωπη. ῎Ετσι δεχόμενος ἕνα πρόσωπο στό Χριστό, ἦταν ὑποχρεωμένος νά δεχθεῖ καί μία φύση. ῞Ενα πρόσωπο σέ δύο φύσεις ἦταν γι᾿ αὐτόν ἀδιανόητο. Ποιά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ φύση αὐτή; Φυσικά ἡ θεία. Τί ἀπέγινεν ἡ ἀνθρώπινη; ᾿Εξαφανίστηκε· καταπόθηκε ἀπό τή θεία καί ἐξέλιπε. ῎Εφερνε καί παράδειγμα. ῞Οπως ὅταν πάρεις μία σταγόνα ὄξους (ξύδι) καί τή ρίψεις στόν ὠκεανό, ἡ σταγόνα αὐτή θά διαλυθεῖ καί θά ἐξαφανιστεῖ στή θάλασσα, ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὅταν ἑνώθηκε μέ τήν ἀπεραντοσύνη τῆς θείας φύσεως, ἀναλύθηκε σ᾿ αὐτήν κι ἐξαφανίστηκε!
Περιττό νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ περί μιᾶς φύσεως τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τοῦ Εὐτυχοῦς –τήν ὁποίαν ἀκολούθησαν πολλοί χριστιανοί στήν ἀρχαίαν ᾿Εκκλησία– ἀντί νά λύσει τό χριστολογικό πρόβλημα, δημιούργησε μία τεράστια αἵρεση, ἡ ὁποία κόστισε πολύ ἀκριβά τόσο στήν ᾿Εκκλησία ὅσο καί στό Βυζαντινό κράτος. Μία φύση ἀφανισμένη ἤ ἀναχυμένη πανθεϊστικῶς στή θεότητα πῶς εἶναι δυνατό νά σωθεῖ; Ποιά δέ ἔννοια θά εἶχε ἡ ἱστορικότητα τοῦ Κυρίου καί τί θά σήμαινε τό λυτρωτικό πάθος καί ὁ θάνατός του; Δέν θά ἦσαν ὅλα μία φενάκη, μία ἀνυπόστατη ἐπίφαση, μία ἀπάτη;
Καί εἶναι μέν γεγονός ὅτι στή θεολογία τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κυκλοφοροῦσε ἡ περίφημη φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», τήν ὁποίαν εἶχε διατυπώσει ὁ ᾿Απολλινάριος, καί τήν ὁποίαν εἶχε χρησιμοποιήσει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. ῞Ομως ὑπό τόν κάλαμο τοῦ διαπρεποῦς θεολόγου τῆς ᾿Αλεξανδρείας ἡ φράση αὐτή δέν εἶχε μονοφυσιτικήν ἀνάχρωση, ἀλλά ὑπό «μίαν φύσιν σεσαρκωμένην» ὁ ἱερός Πατήρ ἐννοοῦσε τό ἕνα πραγματικό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου191.
5) Νεστοριανισμός.
῾Η αἵρεση πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τόν Νεστόριο, Πατριάρχη Κων/πόλεως, πού ἀνῆκε στήν ἀκραία πτέρυγα τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς. ῾Η διδασκαλία του ἦταν ὁ ἀντίποδας τοῦ μονοφυσιτικοῦ Εὐτυχιανισμοῦ.
῾Ο Νεστόριος, ξεκινώντας καί αὐτός ἀπό τή φιλοσοφική ἀρχή ὅτι δέν ὑπάρχει φύση ἀπρόσωπη192, ἐκ τῆς θέσεως ὅτι στόν Χριστόν ὑπάρχουν δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις (θέση τήν ὁποίαν ἐτόνιζαν οἱ θεολόγοι τῆς ᾿Αντιοχείας σύμφωνα μέ τό ἀναλυτικό πρακτικό πνεῦμα τους) ὁδηγεῖτο στήν ἀποδοχή καί δύο φυσικῶν προσώπων, ἕνα γιά κάθε φύση ἀντίστοιχα. Στόν Χριστόν ὑπῆρχαν δύο αὐτοτελῆ καί τέλεια πρόσωπα, ἕνα τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἕνα τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ.
῾Η αἵρεση τοῦ Νεστορίου συνίστατο στή διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τά δύο φυσικά πρόσωπα ὑπάρχουν ἐπί μέρους, εἶναι ξεχωριστά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων δέν μπορεῖ νά εἶναι φυσική (δηλ. βαθειά καί ἐσωτερική, ὅπως ἔλεγεν ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας), ἀλλ᾿ ἦταν ἕνωση ἠθική, ἕνας χαλαρός καί ἐξωτερικός πλησιασμός, μία προσέγγιση καί ἐπαφή «κατ᾿ εὐδοκίαν καί ὁμωνυμίαν». Δηλαδή τά δύο πρόσωπα στά ὁποῖα ἀντιστοιχοῦσαν οἱ δύο φύσεις, εἶχαν ψιλήν μεταξύ τους ἐπικοινωνίαν, ἁπλήν ἐπαφή καλῆς θελήσεως καί ἀγάπης, ἕνα εἶδος ἠθικῆς συνεργασίας. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή σχέση ἐννοοῦσε ὁ Νεστόριος, ὅταν ἔκανε λόγο περί τοῦ ἠθικοῦ προσώπου τῆς ἑνώσεως, καί τίποτε περισσότερο.
῾Ο Νεστόριος, μερίζων τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μιλοῦσε στή συνέχεια περί δύο ξεχωριστῶν καί ἀνεξάρτητων Υἱῶν, ὅσα δηλαδή καί τά πρόσωπα τοῦ Κυρίου. ῎Αλλος ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. ῾Η Μαρία ἐγέννησε μόνον τόν ἄνθρωπο Χριστό, διά τοῦτο καί τήν ὀνόμαζε «Χριστοτόκον». Τόν Θεόν δέν μποροῦσε νά γεννήσει, διότι γιά νά γίνει αὐτό θά ἔπρεπε καί ἡ ἴδια νά εἶναι θεά. Στούς δύο δέ Υἱούς ἀπένειμε δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις.
Στό πλέγμα τῶν χριστολογικῶν ἀπόψεων τοῦ Νεστορίου ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων εἶναι κάτι τό ἀδιανόητον. Ποιά ἀντίδοση –ἀλήθεια– μπορεῖ νά νοηθεῖ σέ περίπτωση πού ὑπάρχουν δύο φυσικά, πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, ξεχωριστά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, καί τά ὁποῖα εἶναι τό καθένα φορέας τῶν ἰδιωμάτων τῆς φύσεως στήν ὁποίαν ἀντιστοιχεῖ; ᾿Αλλά καί ποιά θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μπορεῖ νά υἱοθετήσει ἕνα τέτοιο σύστημα, πού τόσο ἀπότομα διαστέλλει καί ἀντιδιϊστᾶ φύσεις καί πρόσωπα; ᾿Ενδεικτική τῆς νοοτροπίας αὐτῆς εἶναι καί ἡ κακοποίηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποίαν προέβαιναν ὡρισμένοι ἀκραῖοι θεολόγοι μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας. ῞Οτι δηλαδή ἡ φύση τοῦ Κυρίου, ἀπογυμνωμένη ἀπό τή δύναμη πού προέρχεται ἀπό τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων, μένει ἀνοικτή στίς φυσικές της δυνάμεις, ὀχλουμένη ἀπό πάθη καί παλαίουσα κατά τῆς ἁμαρτίας, προκόπτουσα βαθμηδόν στό πεδίο τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἠθικῆς τελειώσεως.
῾Ο Νεστοριανισμός ἀποτελεῖ ἐκλογίκευση193 τοῦ μυστηρίου τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, τό ὁποῖον τελικά καί καταργεῖ. ᾿Επέφερεν ἀναστάτωση στήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία καί τόν κατεδίκασε.
6) ᾿Αφθαρτοδοκητισμός.
Εἶναι αἵρεση πολύ ὕπουλη καί ἐπικίνδυνη, στήν ὁποίαν ὑπολανθάνουν στοιχεῖα ἀπό τό δοκητισμό καί τό μονοφυσιτισμό. Προῆλθε καί αὐτός ἀπό τίς ἀκραῖες τάσεις τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς θεολογίας. ῏Ηταν ἤπια μορφή μονοφυσιτισμοῦ. ᾿Ενῶ ὁ τελευταῖος (ὁ μονοφυσιτισμός) ἠρνεῖτο τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀφθαρτοδοκητισμός ἀφαιροῦσε σημαντικό μέρος αὐτῆς, ἀρνούμενος τά ἀδιάβλητα πάθη της. Τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐμείωνε –ὅπως εἴδαμε– καί ὁ ᾿Απολλινάριος.
Οἱ ἀφθαρτοδοκῆτες εἶχαν ἐσφαλμένην ἀντίληψη τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, κάνοντας κακή ἐφαρμογή τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων. Στηριζόμενοι στήν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἰσχυρίζοντο ὅτι ἡ θεωθεῖσα φύση του εἶχεν ἀποβάλει ὅλες τίς φυσικές κινήσεις της, ψυχικές καί σωματικές. ῎Ετσι τό ἀφθαρτοποιημένο σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπέβαλε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη του (πεῖνα, δίψα, κάματο κ.τ.ὃ.), ὅπως καί ἡ θεωθεῖσα ψυχή του ἀπέβαλε τά δικά της πάθη (λύπη, ἀγανάκτηση κ.λ.π.). ῎Αν δέ στή Γραφή γίνεται λόγος περί τῶν παθῶν αὐτῶν, αὐτό κατά τούς ἀφθαρτοδοκῆτες συνέβαινε «κατ᾿ οἰκονομίαν» μόνον. ῾Ο Θεός δηλαδή ἐπέτρεπε προσωρινῶς τήν ἐμφάνιση τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν, τά ὁποῖα στήν πραγματικότητα ἦσαν ἀνύπαρκτα, πρός ἐξυπηρέτηση τῶν σκοπῶν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. ῞Οταν ἐπιτυγχάνετο αὐτό, ἡ φύση ἐπανερχόταν στήν προτέρα ἀφθαρσία της. ᾿Επίκεντρο τῆς αἱρέσεως ἦταν ἡ ἰδέα τῆς ἀφθαρσίας (ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία τους).
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές εἶναι ἐσφαλμένες. Καί ἀληθεύει μέν ἡ ἐκδοχή τῆς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόρροια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων. ῾Η θέωση ὅμως αὐτή, ὁπωσδήποτε καί ἄν ἐκληφθεῖ, σέ καμιά περίπτωση δέν καταργεῖ τήν ὁλοκληρία τῆς φύσεως, ἡ ὁποία –κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων– μένει «εἰς τόν οἰκεῖον αὐτῆς ὅρον τε καί λόγον». Καί ὅπως δέν ἐξαφανίζεται ἀναλυομένη στή θεία (μονοφυσιτισμός), ἔτσι δέν ἀποβάλλει τά ἀδιάβλητα πάθη της, ἡ παρουσία καί ἡ λειτουργία τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ στοιχεῖο αὐτῆς ἀναφαίρετο.
Τά ἀδιάβλητα πάθη της ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ διετήρησε μέχρι τῆς ᾿Αναστάσεως. ῎Αλλωστε ποιά σημασία θά εἶχε ἕνα σῶμα ἄφθαρτο διά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων; Μήπως μποροῦσε νά πάθει καί νά ἀποθάνει; ῾Η ἀντίφαση εἶναι προφανής. Μετά τό πάθος ὅμως καί τό θάνατο καί ἀφοῦ τό δεσποτικό σῶμα ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀπέρριψεν ὅλα τά πάθη καί τήν ὑλικότητα τῆς φύσεώς του, εἰσελθόν ἀμετάκλητα στό στάδιο τῆς ἄπειρης θείας δόξας, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Γραφή καί ἐξαίρει ἡ μακρά χορεία τῶν Πατέρων194.
Φυσικά ἡ λειτουργία τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν στόν Κύριο δέν ἦταν ἀπολελυμένη καί ἄσχετη, ὅπως τίποτε τό ἀπολελυμένο καί ἄσχετο δέν ὑπῆρχε στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλα ἦσαν συνταιριασμένα στό ἕνα καί μοναδικό πρόσωπό του. ῎Ετσι καί τά ἀδιάβλητα πάθη δέν ἦσαν ἐκδηλώματα καί ἐνεργήματα ἄσχετα, ἀλλά τελοῦσαν ὑπό τήν ἐποπτεία καί τή χειραγωγία τοῦ Λόγου. Δέν ἦσαν ἀφανισμένα –ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀφθαρτοδοκῆτες– ἀλλά, ὑπάρχοντα πραγματικά στή φύση του, ὡς ἀναφαίρετο στοιχεῖο της, λειτουργοῦσαν στό πλέγμα τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, συμμορφούμενα πρός τά ἐπιτάγματα τοῦ Λόγου, τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἦταν ὁ ἑνιαῖος φορέας τῶν δύο του φύσεων.
῾Η αἵρεση αὐτή ἦταν ὕπουλη, διότι ὑπό τό πρόσχημα ἄκρας τιμῆς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποίαν ἐπικέντρωναν στό στοιχεῖο τῆς ἀφθαρσίας, προσέβαλλαν τήν ἀκεραιότητα καί τήν ὁλοκληρία της, θέτοντας σέ κίνδυνο τήν ἀλήθεια τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος.
7) Μονοθελητισμός – Μονοενεργητισμός.
Καί οἱ αἱρέσεις αὐτές προέβαιναν σέ μείωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου. Δέν ἀναιροῦσαν μέν ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἀφαιροῦσαν τά ἀδιάβλητα πάθη της, ἀλλά, ὅπως ὁ ᾿Απολλινάριος πού περιέκοπτε τόν λογικό νοῦν ἀπό τήν ψυχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἔτσι καί αὐτοί ἀφαιροῦσαν τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια ἀπό τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. ῾Ο Χριστός, ἔλεγαν, εἶχε μέν δύο φύσεις, ὄχι ὅμως καί δύο θελήσεις καί ἐνέργειες, ἀλλά μονάχα μία, τήν θεία. ᾿Ανθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια δέν εἶχε. ῎Ηθελε καί ἐνεργοῦσε μόνον ὡς Θεός καί ὄχι ὡς ἄνθρωπος.
Οἱ αἱρέσεις αὐτές, τόν καιρό πού διατυπώθηκαν, εἶχαν χαρακτῆρα συμβιβαστικόν. ᾿Επειδή ὁ μονοφυσιτισμός ταλαιπωροῦσε ἀφάνταστα τήν ᾿Εκκλησία καί τό Κράτος, ἐνομίσθη ὅτι μία μέση ὁδός μεταξύ ὀρθοδόξων καί μονοφυσιτῶν θά παρεῖχε λύση στό ζήτημα καί θά εἰρήνευε τήν ἐκρηκτική κατάσταση. Εἶπαν, λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστός εἶχε μέν δύο φύσεις (προσέγγιση στούς ὀρθοδόξους), ὄχι ὅμως καί δύο θελήσεις καί ἐνέργειες (προσέγγιση στούς μονοφυσίτες).
Παρά τήν εὐφυία καί τήν προσαρμοστικότητά της ἡ συμβιβαστική αὐτή προσπάθεια ἀπέτυχε. ᾿Αντίθετα, δημιούργησε νέαν αἵρεση.
῾Ο Χριστός, ὅπως εἶχε δύο φύσεις, ἔτσι εἶχε καί δύο θελήσεις καί δύο ἐνέργειες. ῾Ο Κύριος, ὡς πλήρης καί τέλειος ἄνθρωπος, εἶχε ἀνθρώπινο φυσικό θέλημα. Δέν εἶχε ὅμως καί θέλημα γνωμικό, πού εἶναι ἔκφραση προσώπου, γιατί ἀνθρώπινο πρόσωπο δικό του δέν εἶχε. ῎Ηθελε καί ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος, δηλ. ὡς Θεάνθρωπος, πρᾶγμα πού ὑποδηλώνει τή μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου, στήν ὁποίαν ὑπῆρχε ἡ ἀνθρώπινη φύση του. Φυσικά τό ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ, θεωθέν στήν ἀπερινόητη τῶν φύσεων συνδρομήν, ἀκολουθοῦσε πάντοτε τό θεῖο θέλημα, χωρίς νά ἀντιδρᾶ ἤ νά ἀντιπίπτει εἰς αὐτό. Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶχε καί ἀνθρώπινη ἐνέργεια, γιατί φύση ἀνενέργητη δέν ὑπάρχει, ἰσοδυναμεῖ πρός τό μηδέν. ᾿Ενεργοῦσε καί ὡς ἄνθρωπος καί ὡς Θεός, ὄχι ὅμως ξεχωριστά καί ἄσχετα (αὐτή ἦταν θέση τοῦ Νεστορίου), ἀλλ᾿ ὡς Θεάνθρωπος, δηλ. Θεός καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός.
Καί οἱ αἱρέσεις αὐτές ἔθεταν σέ κίνδυνο τήν ἀλήθεια τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Δημιούργησαν διενέξεις καί ἔριδες (μιά καί πολιτικοί λόγοι ἦσαν στό προσκήνιο), διά νά καταδικαστοῦν τελικά ἀπό τήν ᾿Εκκλησία195 στήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
131. Γαλ. 5,1.
132. Γεν. 3,24.
133. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ἒ῟ἶ ἲὸὃὖ ῍῏ἣ῏? Τό κίνητρον τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως κατά τόν ἱερόν Μάξιμον τόν ῾Ομολογητήν. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1974. Στό μελέτημα αὐτό ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νά ἀποδείξει, ὅτι στή θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ κεντρικώτερη θέση κατέχει ἡ ἐμπροϋπόθετη σάρκωση τοῦ Λόγου (ὅτι δηλαδή ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διά τή σωτηρία τοῦ κόσμου) καί ὄχι τόσο ἡ ἀπροϋπόθετη περί σαρκώσεως θεωρία, τήν ὁποίαν φυσικά ὁ ἅγιος Πατήρ υἱοθέτησε. ῾Υπέρ τῆς 168
ἐμπροϋπόθετης θεωρίας τάσσονται καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας· Εἰρηναῖος (Ρὒ 7,1161), ᾿Αμβρόσιος (Ρἃ 16,868), Αὐγουστῖνος (Ρἃ 38,940), Χρυσόστομος (Ρὒ 53,36), ᾿Αθανάσιος (Ρὒ 25,104. 26,261 κ.ἄ.).
134. Πρβλ. ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο.
135. Λουκ. 9,29 ἑξ.
136. Φιλιπ. 2,7.
137. Κανών τοῦ Μ. Σαββάτου· «῎Αφραστον θαῦμα, ὁ ἐκ καμίνου ρυσάμενος…» (᾿ῼδή Ζ´. ῾Ο Εἱρμός).
138. Ματθ. 9,17.
139. Λουκ. 1,35.
140. Τόσο στήν Κ. Διαθήκη ὅσο καί στήν ἀρχαιοπατερική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι πολύ προσφιλές τό θέμα τοῦ ἀντιθετικοῦ παραλληλισμοῦ μεταξύ τῶν δύο ᾿Αδάμ, τοῦ πρώτου (τοῦ γενάρχη) καί τοῦ δεύτερου (τοῦ Χριστοῦ). ᾿Από τόν πρῶτον ᾿Αδάμ ἕλκει τήν καταγωγή του τό ἀνθρώπινο γένος, στό ὁποῖον ἐκεῖνος κληροδοτεῖ, μέ τήν πτώση του, τήν ἁμαρτία, πού σάν συνέπειά της ἔχει τή φθορά καί τό θάνατο. ᾿Ενῶ ἀπό τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, τόν Χριστό, κατάγεται ἡ νέα πνευματική ἀνθρωπότητα, ὅλοι οἱ πιστοί, πού, ἐνσωματωμένοι στήν ἀνθρώπινη φύση του, ἀναπλάθονται ἐσωτερικά, κοινωνοῦντες τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου του. Οἱ δύο ᾿Αδάμ εἶναι οἱ δύο ἀντιθετικές ρίζες τῆς ἀνθρωπότητος, οἱ δύο ἄξονες γύρω ἀπό τούς ὁποίους ἐκτυλίσσεται ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου· ὁ θάνατος καί ἡ ζωή, ἡ πτώση καί ἡ ἀνάσταση. ῾Ο ἀντιθετικός αὐτός παραλληλισμός ἐπεκτείνεται ἀκολούθως καί στίς δύο μητέρες τῆς ζωῆς, τήν Εὔα καί τήν Μαρία. ᾿Από τήν Εὔα πηγάζει ἡ παρακοή· ἀπό τήν Μαρία ἡ ταπεινή συγκατάθεση στό λυτρωτικό θαῦμα τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκείνη συνέλαβε στά σπλάχνα τό δηλητήριο τοῦ ἀρχαίου δράκοντα· αὐτή κυοφόρησε στή μήτρα της τόν ἄπειρο Λόγο τῆς ζωῆς! ῾Ο παραλληλισμός ἐκτείνεται, τέλος, καί στά δυό ξύλα· τῆς παρακοῆς στόν Παράδεισο, καί τοῦ σταυροῦ στόν Γολγοθᾶ. Τό πρῶτο ξύλο φύτρωσε τό θάνατο· τό δεύτερο ἐκαρποφόρησε τή ζωή. Καρπός τοῦ ξύλου ἐκείνου ἦταν ἡ πτώση τοῦ πλάσματος. Καρπός τοῦ δεύτερου, ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή!
141. ᾿Ησ. 7,14. Ματθ. 1,23.
142. Λουκ. 1,28.
143. Βλ. τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο καθώς καί τήν προσευχή πρός τή Θεοτόκο τοῦ Μ. ᾿Αποδείπνου, ὅπου ἐγκωμιάζεται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία ἡ μεγάλη χάρη τῆς Παναγίας.
144. ἲὸ ὣὗὃὲ῏῝ 3,5. Βλ. Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Συμβολική (1930), σ. 203.
145. Γεν. 3,16.
146. ῾Η Πενθέκτη Οἰκ. Σύνοδος ἀφορίζει ὅσους τιμοῦσαν τά λόχεια τῆς Παρθενομήτορος, διότι κατ᾿ αὐτήν (τή Σύνοδο) ὁ τόκος τῆς Παρθένου ἦταν ἀλόχευτος· «᾿Αλόχευτον τόν ἐκ τῆς Παρθένου θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες, τούς ἐξ ἀγνοίας πράττοντάς τι τῶν οὐ δεόντων, διορθώσει καθυποβάλλομεν…» (Καν. 79). Βλ. καί Γρηγ. Νύσσης· «Τούτου γάρ μόνου χωρίς λοχείας ἡ γέννησις, ὥσπερ καί χωρίς γάμου ἡ σύστασις. Οὐ γάρ ἐστιν ἐπί τῆς ἀφθόρου τε καί ἀπειρογάμου κυρίως τό ὄνομα τῆς λοχείας εἰπεῖν· διότι παρθενίας τε καί λοχείας ἀσύμβατά ἐστι περί τήν αὐτήν τά ὀνόματα» (Εἰς τό ῎Ασμ. τῶν ᾿Ασμάτων, Ρὒ 44,1053 Α). Τόν ἀλόχευτον τόκον τῆς Παρθένου ψάλλει καί ἡ ᾿Εκκλησία μας.
147. Τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖον ἐξαίρει ἡ χορεία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, δέν γίνεται ἀποδεκτόν ἀπό ὀρθολογιστές θεολόγους, οἱ ὁποῖοι, ἀπορρίπτοντες τήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας, ἑρμηνεύουν μέ τό δικό τους τρόπο τά χωρία ἐκεῖνα πού, κατά τή γνώμη τους, δικαιώνουν τίς ἰδιαίτερες ἀπόψεις τους. ῎Ετσι τή λέξη ἀδελφός, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Γραφή γιά νά χαρακτηρίσει τούς «ἀδελφούς» τοῦ 169
Κυρίου, λαμβάνουν στή φυσική της ἔννοια, ἐνῶ στή Γραφή ἡ λέξη μπορεῖ νά σημαίνει καί τό στενό συγγενῆ, ἐξάδελφο ἤ ἀνεψιό. Στήν περίπτωσή μας οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν συγγενεῖς του ἀπό τήν πλευρά τοῦ ᾿Ιωσήφ ἤ τῆς Μαρίας. ῎Ετσι στό Γεν. 12,5 καί 13,8 ὁ Λώτ φέρεται ὡς ἀδελφός τοῦ ᾿Αβραάμ, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τοῦ φυσικοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλά τοῦ στενοῦ συγγενοῦς. ῞Οπως καί στό Γεν. 29,15 ὁ Λάβαν κατονομάζει τόν ᾿Ιακώβ ἀδελφό του, πού στήν πραγματικότητα δέν ἦταν. ᾿Επίσης τό χωρίο Ματθ. 1,25· «Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», τό ἑρμηνεύουν μέ τήν ἔννοια τῆς γαμικῆς ἑνώσεως καί τῆς καταλύσεως τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας. Τό «ἕως οὗ» ὅμως στή Γραφή σημαίνει τό ὁρισμένο σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ λέγων, ἀφήνων ἀπροσδιόριστο ἐκεῖνο πού ἀκολουθεῖ. Βλ. Γεν. 8,7· «καί ἀπέστειλε τόν κόρακα τοῦ ἰδεῖν εἰ κεκόπακεν τό ὕδωρ· καί ἐξελθών οὐχ ὑπέστρεψεν ἕως οὗ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ ἀπό τῆς γῆς». ῾Ο κόραξ φυσικά δέν γύρισε στήν κιβωτό μετά τήν ξήρανση τῶν ὑδάτων. Καί Ψαλμ. 122,2. 1 Κορ. 15,25· «δεῖ γάρ αὐτόν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἄν θῇ πάντας τούς ἐχθρούς ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ». Τό δέ πρωτότοκος σημαίνει αὐτόν πού γεννήθηκε πρῶτος, ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι ἄλλα τέκνα. (᾿Εξ. 34,19. ᾿Αριθμ. 18,15).
Κατά τήν πατερική παράδοση ἡ γαμήλια συμβίωση τῆς Μαρίας μετά τοῦ ᾿Ιωσήφ ἦταν ἀνάρμοστη πρός τήν ὑψηλή περιωπή της· «Πῶς γάρ ἄν Θεόν γεννήσασα καί ἐκ τῆς τῶν παρακολουθηκότων πείρας τό θαῦμα γνωρίσασα ἀνδρός συνάφειαν κατεδέξατο; ῎Απαγε· οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τά τοιαῦτα νοεῖν μή ὅτι καί πράττειν» (᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδ. ᾿Ορθ. Πίστεως, 14,4).
148. Καί ἐμεῖς βέβαια δεχόμαστε τήν ἔνσωμη μετάσταση τῆς Θεοτόκου στόν οὐρανό, μέ τήν προϋπόθεση πάντοτε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἐγνώρισε προηγουμένως τό θάνατο, πού γιορτάζουμε σάν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου). Τή μετάσταση μποροῦμε νά τή δεχτοῦμε κατά δύο τρόπους· εἴτε τό ἅγιο σῶμα της μετατέθηκε ἀπό τό μνῆμα στόν οὐρανό, ὅπου τηρεῖται ἄφθαρτο, περιμένοντας τήν κοινή ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, εἴτε ὅτι ἀναστήθηκε καί, ἑνωθέν μέ τή ψυχή της, βρίσκεται κοντά στόν ἄχραντο Τόκο της. ῞Οπου δηλαδή ὁ Υἱός, ἐκεῖ καί ἡ πάνσεπτη Μητέρα, τό ἀπαστράπτον δοχεῖο, στό ὁποῖο χώρεσε ὁ ἀχώρητος Θεός. Στή μετάσταση τῆς Θεοτόκου, κατά τή δεύτερη ἐκδοχή, ἔχουμε ἐξαίρεση ἀπό τόν καθολικό νόμο, ὁ ὁποῖος δουλεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους μετά θάνατο· τή μή κράτηση τῆς ψυχῆς τῆς Παναγίας στή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν. ᾿Εδῶ δέ ἔγκειται ἡ προβληματική τῆς σχετικῆς διδασκαλίας, τήν ὁποίαν πολλοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι δέν ἀποδέχονται ὡς ὀρθήν.
149. Σέ κάθε θεία Λειτουργία της (στόν ὄρθρο) ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀνυμνεῖ τή Θεοτόκο· «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον, σέ μεγαλύνομεν». Στό θαυμάσιο αὐτό μεγαλυνάριο ἐκφράζεται ἡ μεγάλη δόξα τῆς Παρθένου, ἡ ἐπισκιάσασα τή δόξα τῶν ἀγγελικῶν φύσεων, πού ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι εἶναι ἀληθινή Θεοτόκος, ὅτι ἐγέννησε ἀφθόρως τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί λειτούργησε ἐπάξια στό θεῖο χριστολογικό μυστήριο.
150. «῾Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν» καί «῾Υπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Οἱ δύο αὐτές δεήσεις πού ἀπευθύνει ἡ ᾿Εκκλησία μας στή Θεομήτορα, ἐκφράζουν ἀκριβῶς τό ἴδιο πρᾶγμα καί δέν βλέπουμε τό λόγο γιατί μερικοί ὀρθόδοξοι ἀποφεύγουν νά λέγουν τό «σῶσον ἡμᾶς». ῾Η πρώτη αἰτία τῆς σωτηρίας δέν εἶναι φυσικά ἡ Θεοτόκος, ἀλλά ὁ Θεός. ῾Ως ἔμμεση ὅμως καί δευτερεύουσα αἰτία μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί αὐτή, πάντοτε βέβαια διά τῶν πρεσβειῶν της πρός τόν ἄχραντο Τόκο της, ὅτι «πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». ῎Αλλο βέβαια πρᾶγμα, ἄν σέ πολλούς ἁπλοϊκούς χριστιανούς ἡ δέηση αὐτή μπορεῖ νά δημιουργήσει παρεκδοχές, ὅπως 170
συμβαίνει καί μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων. ᾿Αντί ὅμως νά συγκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια, θά ἦταν προτιμότερο νά διαφωτίζεται ὁ ὀρθόδοξος λαός στά καίρια ζητήματα τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας του.
151. Ρωμ. 16,25· «μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου».
152. ᾿Ιω. 8,58· «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, πρίν ᾿Αβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι».
153. ῾Εβρ. 1,3.
154. ᾿Ιω. 1,1.
155. ᾿Ιω. 20,19.
156. Τίτ. 2,13· «προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ».
157. Ρωμ. 9,5.
158. «῞Ος ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος…» (Φιλιπ. 2,6. 7).
159. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική…, (1959), τ. δεύτερος, σ. 51 ἑξ.
160. «Καί νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε» (Ματθ. 4,2).
161. «Πρωΐας δέ ἐπανάγων εἰς τήν πόλιν ἐπείνασε· καί ἰδών συκῆν μίαν ἐπί τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καί οὐδέν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μή φύλλα μόνον» (Ματθ. 21,18).
162. ᾿Ιω. 4,8.
163. ᾿Ιω. 19,28.
164. «᾿Ιδού ἄνθρωπος φάγος καί οἰνοπότης» (Ματθ. 11,19).
165. ᾿Ιω. 4,16· «ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ».
166. «Αὐτός δέ ἐκάθευδε» (Ματθ. 8,25).
167. «᾿Ενεβριμήσατο τῷ πνεύματι καί ἐτάραξεν αὐτόν» (᾿Ιω. 11,33).
168. ᾿Ιω. 11,35.
169. Μάρκ. 11,15.
170. «Καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ᾿Εγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. 22,44).
171. «᾿Ηλί ἠλί! λαμά σαβαχθανί;» (Ματθ. 27,46).
172. ῾Εβρ. 5,7. 8.
173. Βλ. ῞Ορον Δ´ Οἰκ. Συνόδου· «ἐν δυσίν φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον».
174. «᾿Εν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ᾅδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν παραδείσῳ δέ μετά ληστοῦ, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς ἀπερίγραπτος» (᾿Εναρκτ. ᾿Ακολουθία πρό τοῦ Μ. ῾Εσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα). Στήν ὡραία αὐτή συνοπτική εὐχή τῆς ᾿Εκκλησίας τονίζεται κατά τρόπο θαυμάσιο ἡ ἀμέριστη παρουσία τοῦ Λόγου, ὡς ἀπερίγραπτου, τόσο στό πρόσλημμα τῆς ἀνθρωπίνης του φύσεως, ὅσο καί στούς κόλπους τῆς ἁγίας Τριάδος καί στό σύμπαν ὁλόκληρο!
175. 2 Κορ. 4,7.
176. ᾿Αριστουργηματικότερα ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, περιγράφοντας τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων, παρατηρεῖ· «᾿Επί τῆς ὑποστάσεως, κἄν ἐκ τοῦ συναμφοτέρου, κἄν ἑξ ἑνός τῶν μερῶν ταύτην ὀνομάσωμεν, ἀμφοτέρων τῶν φύσεων τά ἰδιώματα αὐτῇ ἐπιτίθεμεν. Καί γάρ ὁ Χριστός, ὅπερ ἐστι τό συναμφότερον, καί Θεός καί ἄνθρωπος λέγεται, καί κτιστός καί ἄκτιστος, καί παθητός καί ἀπαθής· καί ὅταν ἐξ ἑνός τῶν μερῶν Υἱός Θεοῦ καί Θεός ὀνομάζηται, δέχεται τά τῆς συνυφεστηκυίας φύσεως ἰδιώματα, ἤτοι τῆς σαρκός, Θεός παθητός ὀνομαζόμενος καί Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρωμένος· οὐ καθό 171
Θεός, ἀλλά καθό καί ἄνθρωπος ὁ αὐτός· καί ὅταν ἄνθρωπος καί Υἱός ἀνθρώπου ὀνομάζηται, δέχεται τά τῆς θείας φύσεως ἰδιώματα καί αὐχήματα, παιδίον προαιώνιον, ἄνθρωπος ἄναρχος· οὐ καθό παιδίον καί ἄνθρωπος, ἀλλά καθό Θεός ὤν προαιώνιος, γέγονεν ἐπ᾿ ἐσχάτων παιδίον. Καί οὗτός ἐστιν ὁ τρόπος τῆς ἀντιδόσεως, ἑτέρας φύσεως ἀντιδιδούσης τῇ ἑτέρᾳ τά ἴδια διά τήν τῆς ὑποστάσεως ταυτότητα, καί τήν εἰς ἄλληλα αὐτῶν περιχώρησιν. Καί τοῦτο δυνάμεθα εἰπεῖν περί Χριστοῦ· οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν, ἐπί τῆς γῆς ὤφθη, καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη· καί, ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἄκτιστός ἐστι καί ἀπαθής καί ἀπερίγραπτος» (῎Εκδ. ᾿Ορθ. Πίστεως, 111,4. Ρὒ 94,997 ἑξ.).
177. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί ῒὲἂἦ῟ἂὦὰὖ θεωρία τῶν Λουθηρανῶν. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1967.
178. ᾿Ιω. 8,46.
179. ᾿Ιω. 14,30.
180. 1 Πέτρ. 2,22.
181. «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως… κηρύττομεν, καί δύο φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία…, ἀλλ᾿ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (῞Ορος ΣΤ´ Οἰκουμ. Συνόδου).
182. Βλ. ιβ´ ἀναθεματισμόν τῆς Ε´ Οἰκουμ. Συνόδου, ὅπου καταδικάζονται τά αἱρετικά διδάγματα Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας· «Εἴ τις ἀντιποιεῖται Θεοδώρου τοῦ ἀσεβοῦς τοῦ Μοψουεστίας, τοῦ εἰπόντος ἄλλον εἶναι τόν Θεόν Λόγον καί ἄλλον τόν Χριστόν, ὑπό παθῶν ψυχῆς καί τῶν τῆς σαρκός ἐπιθυμιῶν ἐνοχλούμενον καί τῶν χειρόνων κατά μικρόν χωριζόμενον… ἀνάθεμα ἔστω» (Παρά ᾿Ιω. Καρμίρη, Τά δογματικά…, σ. 176–177).
183. Ματθ. 4,1.
184. Σάν ἕνα βέλος πού κτυπᾶ μιά σιδερένια ἐπιφάνεια, τήν ὁποίαν ὅμως δέν μπορεῖ νά διαπεράσει, πέφτοντας κάτω στή γῆ ἄπρακτο.
185. «῞Υπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ» (Ματθ. 4,10).
186. «Βουλήσει γάρ ηὐδόκησας σαρκί ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυρῷ…», ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
187. Ματθ. 8,20. 9,6. 10,23. 11,19. 12,8. 16,27. 18,11. 24,30. Μάρκ. 8,38. 9,9. 10,33. 13,26. 14,41. Λουκ. 12,8. 40. 17,26. 18,8. 19,10 κ.ἄ.
188. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως…, ᾿Αθῆναι 1983, σ. 301 ἑξ.
189. ᾿Επιστ. ρα´ Ρὒ 37,189. Τίς κακοδοξίες τοῦ ᾿Απολλιναρίου κατεδίκασε ἡ Β´ Οἰκουμ. Σύνοδος (Κανών 1).
190. ᾿Α. Θεοδώρου, ὅ.π., σ. 287–288.
191. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ ᾿Αλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου. ᾿Αθῆναι, 1955.
192. Στήν ἀοριστία καί σύγχυση τῆς ἀρχαίας χριστολογικῆς ὁρολογίας ἔθεσε τέρμα ὁ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος διά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ὅρου «ἐνυπόστατον», τόν ὁποῖο δανείστηκε ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, διά νά χαρακτηρίσει τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Σήμαινε δέ τό «ἐνυπόστατον» φύση πλήρη καί ἀκεραία, ἡ ὁποία ὅμως δέν ὑπάρχει καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλ᾿ ὑφίσταται σέ μιά ἄλλη φύση. Μέ τήν ἔννοιαν αὐτήν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶχε δική της αὐθυπόστατη ἀρχή, ἀλλ᾿ ὑπῆρξε πάντοτε μέσα στήν ἄπειρη φύση (ὑπόσταση) τοῦ Λόγου.
193. ῾Ο Νεστοριανισμός, ὡς σύστημα θεολογικόν, εἶναι πολύ ἑλκυστικός σήμερα σέ συμπαγεῖς περιοχές τῆς δυτικῆς θεολογίας, κυρίως στόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος, ἀπολέσας τή μυστηριακή αἴσθηση τῆς πίστεως, μέ τό φιλελεύθερο ὀρθολογιστικό πνεῦμα πού τόν διακρίνει εἶναι εὐεπίφορος στήν ἐκλογίκευση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, κυρίως στό πεδίο τῆς χριστολογίας. Τό νεστοριανικό πνεῦμα δυστυχῶς ὑπάρχει 172
καί στήν περιοχή τῆς ᾿Ορθοδοξίας, σέ ὅ,τι σχετικῶς διδάσκουν ὡρισμένοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι!
194. ᾿Ιω. 20,19. ᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδ. ὀρθ. πίστεως, ΙΙΙ. Ρὒ 94,1100.
195. Βλ. ῞Ορον τῆς Συνόδου.